δάκτυλος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(T22) |
(8) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=δακτύλου, ὁ (from Batrach. 45 and [[Herodotus]] [[down]]), a [[finger]]: ἐν δακτύλῳ Θεοῦ, by the [[power]] of God, [[divine]] [[efficiency]] by [[which]] [[something]] is made [[visible]] to men, ἐν πνεύματι Θεοῦ); Psalm 8:4). | |txtha=δακτύλου, ὁ (from Batrach. 45 and [[Herodotus]] [[down]]), a [[finger]]: ἐν δακτύλῳ Θεοῦ, by the [[power]] of God, [[divine]] [[efficiency]] by [[which]] [[something]] is made [[visible]] to men, ἐν πνεύματι Θεοῦ); Psalm 8:4). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο και [[δάκτυλο]] και [[δάχτυλο]], το (AM [[δάκτυλος]], ο<br />Μ και [[δάκτυλον]], το)<br />Ι. 1. <b>βιολ.</b> [[κάθε]] ένα από τα τμήματα του σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων [[άκρων]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <i>ο [[δάκτυλος]]<br />[[μετρική]] [[μονάδα]] από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)<br /><b>3.</b> [[μονάδα]] μήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εκατοστόμετρο]]<br />II. <b>αρχ.</b> 0,018 του γαλλικού μέτρου<br />III. 1. το [[χέρι]] («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με [[δάχτυλο]] του Θεού»<br />«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] του Θεού, η θεϊκή [[επέμβαση]] («[[είναι]] [[δάχτυλο]] Θεού», «[[δάκτυλος]] Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το μεγάλο [[δάχτυλο]]», «ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]]» — ο [[αντίχειρας]]<br />β) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα του<br />γ) «ο [[ήλιος]] βγήκε [[τρία]] δάχτυλα», «[[δάκτυλος]] ἀώς» — για τη [[μέτρηση]] της απόστασης του ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ύψος, [[πάχος]] ή [[πλάτος]] («ένα [[δάχτυλο]] [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] μαλακόστρακων με επιμήκη [[κόγχη]]<br /><b>3.</b> [[φοίνικας]], [[χουρμαδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξένος]] [[δάκτυλος]]» — [[κρυφή]] [[ενέργεια]] και [[υποκίνηση]] από [[ξένη]] [[δύναμη]]<br />β) «[[θέτω]] τον [[δάκτυλον]] επί τον τύπον τών ήλων» — [[προσπαθώ]] να βεβαιωθώ για [[κάτι]] σχηματίζοντας προσωπική [[αντίληψη]]<br />γ) «τον δείχνουν με το [[δάχτυλο]]» — [[είναι]] δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή [[κακό]] του χαρακτήρα ή άλλους λόγους<br />δ) «κρύβεται [[πίσω]] απ' το [[δάχτυλο]] του» — προσπαθεί [[μάταια]] να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειες<br />ε) «[[παίζω]] [[κάτι]] στα δάχτυλα» — [[γνωρίζω]], [[κατέχω]] [[κάτι]] πολύ καλά<br />στ) «μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ή της μιας χειρός» — [[είναι]] ελάχιστοι<br />ζ) «τον [[καταφέρνω]] ή τον [[μπορώ]] με το μικρό μου [[δάχτυλο]]» — τον [[επηρεάζω]] [[πάρα]] πολύ εύκολα<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όλα τα δάχτυλα δεν [[είναι]] [[ίσια]]» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την [[ίδια]] [[αξία]]<br />β) «όποιο [[δάχτυλο]] κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε [[εξίσου]] όλα τους τα [[παιδιά]]<br />γ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την [[περιουσία]] τους [[αλλά]] όχι την [[αξιοπρέπεια]] και την [[αρχοντιά]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. το 1 / 12 της φαινομένης διαμέτρου του Ήλιου ή της Σελήνης<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φοίνικα, ο [[χουρμάς]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] σταφυλιού<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[άγρωστις]]<br />II. <b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δάκτυλοι</i>, οι<br />[[είδος]] χορού με απλές κινήσεις<br /><b>2.</b> «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι» <br />α) μυθικά πρόσωπα στην [[Κρήτη]], ιερείς της Κυβέλης<br />β) η [[γλυκυσίδη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[αιχμή]], [[μύτη]], [[άκρη]]». Η [[σύνδεση]] της λ. [[δάκτυλος]] με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>tekan</i> «[[αγγίζω]]», αρχ. νορβ. <i>tăka</i> «[[παίρνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>zinko</i> «[[δόντι]]») δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. [[δακκύλιος]], λόγω του -<i>κκ</i>-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -<i>κτ</i>-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. <i>δάτκυλος</i>. Τέλος, το νεοελλ. [[δάχτυλο]] προήλθε από μσν. [[δάκτυλον]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>δάκτυλα</i>, που [[είναι]] [[ποιητικός]] πληθ. του τ. [[δάκτυλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δακτυλήθρα]], [[δακτύλι]](<i>ον</i>), [[δακτυλιαίος]], [[δακτυλίδι]](<i>ον</i>), [[δακτυλικός]], [[δακτυλίς]], [[δακτυλίτις]], [[δακτυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δακτυλοειδής]], [[δακτυλοθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλοδείκτης]], [[δακτυλόδικτος]], [[δακτυλοδόχμη]], [[δακτυλοκαμψόδυνος]], [[δακτυλόπους]], [[δακτυλότριπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλόδεικτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δακτυλοσπόνδειος]], [[δακτυλοσφίγγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλοβάμων]], <i>δακτυλ</i>(<i>ο</i>)<i>επίτριτοι</i>, [[δακτυλόγραμμα]], [[δακτυλογράφος]], [[δακτυλοθέτης]], [[δακτυλολογία]], [[δακτυλοσκοπία]], <i>δακτυλοτροχαίος</i>, [[δακτυλοτυπία]], [[δακτυλοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <i>ακροδάκτυλον</i> (νεοελλ. και <i>ακροδάχτυλό</i>), [[βραχυδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[δωδεκαδάκτυλος]], [[εννεαδάκτυλος]], [[εξαδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>εξαδάχτυλος</i>,), [[μακροδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>μακροδάχτυλος</i>), [[μεσοδάκτυλον]] (νεοελλ. <i>μεσοδάχτυλο</i>), [[μεσοδάκτυλος]], [[οκταδάκτυλος]], [[πενταδάκτυλος]], [[περιττοδάκτυλος]] (Α [[περισσοδάκτυλος]]), [[ροδοδάκτυλος]], [[τετραδάκτυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[διδάκτυλος]], <i>εγδάκτυλος</i>, <i>εκδάκτυλος</i>, <i>εξδάκτυλος</i>, <i>Ερμοδάκτυλον</i>, [[ερυθροδάκτυλος]], [[ευδάκτυλος]], [[μεγαδάκτυλος]], [[μονοδάκτυλος]], [[οκτωδάκτυλος]], [[ολοδάκτυλος]], [[οπισθοδάκτυλος]], [[παχυδάκτυλος]], [[πεντεδάκτυλος]], [[πλεονοδάκτυλος]], [[πολυδάκτυλος]], [[σιδηροδάκτυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδάκτυλος]], <i>αρτιοδάκτυλος</i>, [[επταδάκτυλος]], [[ζυγοδάκτυλος]], <i>κρινοδάκτυλος</i> (και <i>κρινοδάχτυλο</i> και [[κρινοδάχτυλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, poet. pl.
A δάκτυλα Theoc.19.3, AP9.365 (Jul. Imp.), also Arist.Phgn.810a22: -finger, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι τοὺς μῆνας to reckon on the fingers, Hdt.6.63; ὁ μέγας δ. the thumb, Id.3.8, Diog.Apoll.6; ὁ μέσος Arist.PA687b18; οἱλιχανοί Hp.Art.37; ὁ ἔσχατος Id.PA687b17: prov., ἄκρῳ δ. γεύεσθαι Procop.Gaz.Ep. 31; οὐκ ἄξια ψόφου δακτύλων Clearch.5. 2 οἱ δ. τῶν ποδῶν the toes, X.An.4.5.12; and, without ποδός, Batr.45, Ar.Eq.874, Arist. HA494a12; τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν Id.PA690a30; ὁ μέσος δ. of a monkey, Id.HA502b3; ὁ μείζων δ. the great toe, Plu.Pyrrh.3. b. of the toes of beasts, Arist.HA498a34; of birds, Id.PA695a22. II a measure of length, finger's breadth, = about 7/10 of an inch, Hdt.1.60, al.; πώνωμεν, δάκτυλος ἀμέρα Alc.41; δάκτυλος ἀώς AP12.50 (Asclep.): Astron., digit, i.e. twelfth part of the sun's or moon's apparent diameter, Cleom.2.3. III metrical foot, dactyl, -, Pl.R.400b; ῥυθμὸς κατὰ δάκτυλον Ar.Nu.651; δ. κατ' ἵαμβον, diiambus, Aristid. Quint.1.17. 2 δάκτυλοι, οἱ, a dance, Ath.14.629d. IV date, fruit of the φοῖνιξ, Arist.Mete.342a10, Artem.5.89. 2 kind of grape, Plin.HN14.15, Colum.3.2.1. 3 = ἄγρωστις, Plin.HN24.182. V Δάκτυλοι Ἰδαῖοι mythical wizards and craftsmen in Crete (or Phrygia, D.S.17.7), attached to the cult of Rhea Cybele, Hes.Fr. 176, Pherecyd.47 J., S.Fr.364, Str.8.3.30, D.S.5.64, IG12(9).259.22 (Eretria). 2 δ. Ἰδαῖοι, = γλυκυσίδη, Dsc.3.140. b fossil found in Crete, Plin.HN37.170. VI δ. θεοῦ the hand of God, LXX Ex.8.19, cf. Ev.Luc.11.20. (Orig. Δάτκυλος, cf. Boeot. δακκύλιος Schwyzer 462B51; δατ- = d[ngnull]t, cf. Skt. a-datkas 'toothless'.)
German (Pape)
[Seite 520] ὁ, 1) der Finger, Her. 6, 63 u. Folgde; μέγας, der Daumen, Ael. V. H. 2, 9, sonst ἀντίχειρ; sonst werden noch genannt: ὁ σμικρότατος καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ μέσος, Plat. Rep. VII, 523 d; vgl. λιχανός, σφάκελος, μύωψ. – 2) ποδός, Fußzehe, Xen. An. 4, 5, 12; Eur. I. T. 255; Ar. Equ. 881 u. sonst. – 3) das kleinste griech. Längenmaaß, zwei Finger breit; übertr., von einer kurzen Zeit, Alcaeus bei Ath. X, 430 d; δάκτυλος ἀώς Asclepiad. 9 (XII, 50). – 4) die Dattel, Arist. Meteor. 1, 4, 10; Artemid. 5, 89. – 5) der Versfuß, Ar. Nub. 651; u. das Versmaaß, Plat. Rep. III, 400 b. – 6) δάκτυλοι 'Ιδαῖοι, Priester der Cybele. Vgl. Lob. Aglaoph. 2 p. 1166 st.
Greek (Liddell-Scott)
δάκτῠλος: ὁ, ποιητ. πληθ. δάκτυλα, Θεόκρ. 19. 3, Ἀνθ. Π. 9. 365, ὡσαύτως Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2· ― ὡς παρ’ ἡμῖν, Λατ. digitus, ἐπὶ δακτύλων συμβάλλεσθαι, λογαριάζειν ἐπὶ τῶν δακτύλων, Ἡρόδ. 6. 63, πρβλ. χείρ· ὁ μέγας δ., ὁ ἀντίχειρ, ὁ αὐτ. 3. 8· ὁ μέσος Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 8, 6· ὁ ἔσχατος ὁ αὐτ. Αἰτ. Φ. 4. 10, 27. 2) οἱ δ. τῶν ποδῶν Ξεν. Ἀν. 4. 5, 12· καὶ ἄνευ τοῦ ποδός, ὡς τὸ Λατ. digitus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 874, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15· τὸ τῶν δ. μέγεθος ἐναντίως ἔχει ἐπί τε τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 10, 64· πρβλ. δακτυλίδιον ΙΙ. β) ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν ζῴων, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. Ζῴ. Μ. 4. 12, 34, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐλάχιστον τῶν Ἑλλην. μέτρων μήκους = περίπου 0,018 τοῦ γαλλικοῦ μέτρου, Ἡρόδ. 1. 60, κ. ἀλλ.· πίνωμεν· δάκτυλος ἁμέρα Ἀλκαῖ. 31· δάκτυλος ἀὼς Ἀνθ. Π. 12. 50· οὕτως οἱ νεώτεροι Ἕλληνες ναῦται μετροῦσι τὴν ἀπόστασιν τοῦ ἡλίου ἀπὸ τοῦ ὁρίζοντος διὰ δακτύλων, Newton’s Halicarn.· πρβλ. δακτυλιαῖος. ΙΙΙ. φοίνιξ, «χουρμᾶς», καρπὸς τοῦ δένδρου φοίνικος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 10, Ἀρτεμίδ. 5. 89. IV. μετρικὸς πούς, ὁ δάκτυλος, -υυ, Πλάτ. Πολιτ. 400Β· πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 651. V. Δάκτυλοι Ἰδαῖοι, μυθικὰ πρόσωπα ἐν Κρήτῃ, ἱερεῖς τῆς Κυβέλης, ὅθεν πιθανῶς οἱ αὐτοὶ καὶ οἱ Κορύβαντες, Στράβ. 355· Διόδ. 5. 64· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1166, κἑξ. (Πρὸς τὸ δάκτυλος πρβλ. Λατ. digi-tus, Γοτθ. taih-o, Παλαιο-Σκανδ. καὶ Ἀγγλο-Σαξ. t â (ἀγγλ. toe = τοῦ ποδὸς δάκτυλος), Παλαιο-Γερμ. zeh-ã (Γερμ. zehe). Ὁ Κούρτ, ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ῥίζα εἶναι ΔΕΚ (δέχομαι), συγκρίνων τὸ finger ἐκ τοῦ fangen· πρβλ., ὡσαύτως δεξιός· νομίζει δὲ ὅτι τὸ δέκα, ὡς ὁ ἀριθμὸς τῶν δακτύλων, δυνατὸν νὰ εἶναι συγγενές).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. doigt :
1 doigt de la main ; ὁ μέγας δάκτυλος le gros doigt, càd le pouce (d’ord. ἀντίχειρ);
2 doigt du pied;
3 doigt, terme de comparaison pour mesurer, mesure d’environ 2 centimètres, la plus petite mesure de longueur chez les Grecs;
II. t. de pros. dactyle [‒◡◡] ; vers dactylique.
Étymologie: R. Δεκ ou Δεχ, v. δέκομαι et δέχομαι.
English (Strong)
probably from δέκα; a finger: finger.
English (Thayer)
δακτύλου, ὁ (from Batrach. 45 and Herodotus down), a finger: ἐν δακτύλῳ Θεοῦ, by the power of God, divine efficiency by which something is made visible to men, ἐν πνεύματι Θεοῦ); Psalm 8:4).
Greek Monolingual
ο και δάκτυλο και δάχτυλο, το (AM δάκτυλος, ο
Μ και δάκτυλον, το)
Ι. 1. βιολ. κάθε ένα από τα τμήματα του σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων άκρων
2. (μετρ.) ο δάκτυλος
μετρική μονάδα από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)
3. μονάδα μήκους
νεοελλ.
το εκατοστόμετρο
II. αρχ. 0,018 του γαλλικού μέτρου
III. 1. το χέρι («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με δάχτυλο του Θεού»
«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)
2. η δύναμη του Θεού, η θεϊκή επέμβαση («είναι δάχτυλο Θεού», «δάκτυλος Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)
3. φρ. α) «το μεγάλο δάχτυλο», «ὁ μέγας δάκτυλος» — ο αντίχειρας
β) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα του
γ) «ο ήλιος βγήκε τρία δάχτυλα», «δάκτυλος ἀώς» — για τη μέτρηση της απόστασης του ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλα
νεοελλ.
1. μικρό ύψος, πάχος ή πλάτος («ένα δάχτυλο κρασί»)
2. είδος μαλακόστρακων με επιμήκη κόγχη
3. φοίνικας, χουρμαδιά
4. φρ. α) «ξένος δάκτυλος» — κρυφή ενέργεια και υποκίνηση από ξένη δύναμη
β) «θέτω τον δάκτυλον επί τον τύπον τών ήλων» — προσπαθώ να βεβαιωθώ για κάτι σχηματίζοντας προσωπική αντίληψη
γ) «τον δείχνουν με το δάχτυλο» — είναι δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή κακό του χαρακτήρα ή άλλους λόγους
δ) «κρύβεται πίσω απ' το δάχτυλο του» — προσπαθεί μάταια να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειες
ε) «παίζω κάτι στα δάχτυλα» — γνωρίζω, κατέχω κάτι πολύ καλά
στ) «μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ή της μιας χειρός» — είναι ελάχιστοι
ζ) «τον καταφέρνω ή τον μπορώ με το μικρό μου δάχτυλο» — τον επηρεάζω πάρα πολύ εύκολα
5. παροιμ. α) «όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσια» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια αξία
β) «όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε εξίσου όλα τους τα παιδιά
γ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την περιουσία τους αλλά όχι την αξιοπρέπεια και την αρχοντιά τους
αρχ.
Ι. 1. το 1 / 12 της φαινομένης διαμέτρου του Ήλιου ή της Σελήνης
2. ο καρπός του φοίνικα, ο χουρμάς
3. είδος σταφυλιού
4. ονομασία του φυτού άγρωστις
II. πληθ.
1. δάκτυλοι, οι
είδος χορού με απλές κινήσεις
2. «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι»
α) μυθικά πρόσωπα στην Κρήτη, ιερείς της Κυβέλης
β) η γλυκυσίδη·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. της λ. ήταν «αιχμή, μύτη, άκρη». Η σύνδεση της λ. δάκτυλος με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (πρβλ. γοτθ. tekan «αγγίζω», αρχ. νορβ. tăka «παίρνω», αρχ. άνω γερμ. zinko «δόντι») δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. δακκύλιος, λόγω του -κκ-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -κτ-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. δάτκυλος. Τέλος, το νεοελλ. δάχτυλο προήλθε από μσν. δάκτυλον < αρχ. δάκτυλα, που είναι ποιητικός πληθ. του τ. δάκτυλος.
ΠΑΡ. δακτυλήθρα, δακτύλι(ον), δακτυλιαίος, δακτυλίδι(ον), δακτυλικός, δακτυλίς, δακτυλίτις, δακτυλωτός
αρχ.
δακτυλεύς
αρχ.-μσν.
δακτυλίζω
νεοελλ.
δακτυλισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δακτυλοειδής, δακτυλοθεσία
αρχ.
δακτυλοδείκτης, δακτυλόδικτος, δακτυλοδόχμη, δακτυλοκαμψόδυνος, δακτυλόπους, δακτυλότριπτος
αρχ.-μσν.
δακτυλόδεικτος
μσν.
δακτυλοσπόνδειος, δακτυλοσφίγγω
νεοελλ.
δακτυλοβάμων, δακτυλ(ο)επίτριτοι, δακτυλόγραμμα, δακτυλογράφος, δακτυλοθέτης, δακτυλολογία, δακτυλοσκοπία, δακτυλοτροχαίος, δακτυλοτυπία, δακτυλοφύλακας. (Β' συνθετικό) ακροδάκτυλον (νεοελλ. και ακροδάχτυλό), βραχυδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, δωδεκαδάκτυλος, εννεαδάκτυλος, εξαδάκτυλος (νεοελλ. και εξαδάχτυλος,), μακροδάκτυλος (νεοελλ. και μακροδάχτυλος), μεσοδάκτυλον (νεοελλ. μεσοδάχτυλο), μεσοδάκτυλος, οκταδάκτυλος, πενταδάκτυλος, περιττοδάκτυλος (Α περισσοδάκτυλος), ροδοδάκτυλος, τετραδάκτυλος
αρχ.
αντιδάκτυλος, δεκαδάκτυλος, διδάκτυλος, εγδάκτυλος, εκδάκτυλος, εξδάκτυλος, Ερμοδάκτυλον, ερυθροδάκτυλος, ευδάκτυλος, μεγαδάκτυλος, μονοδάκτυλος, οκτωδάκτυλος, ολοδάκτυλος, οπισθοδάκτυλος, παχυδάκτυλος, πεντεδάκτυλος, πλεονοδάκτυλος, πολυδάκτυλος, σιδηροδάκτυλος
νεοελλ.
αδάκτυλος, αρτιοδάκτυλος, επταδάκτυλος, ζυγοδάκτυλος, κρινοδάκτυλος (και κρινοδάχτυλο και κρινοδάχτυλος)].