σφαῖρα: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(eksahir)
(40)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[esfera]]
|esgtx=[[esfera]]
}}
{{grml
|mltxt=η / σφαῑρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. σφαίρη Α<br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> στερεό το οποίο περιορίζεται από [[επιφάνεια]] της οποίας όλα τα [[σημεία]] απέχουν [[εξίσου]] από ένα και το ίδιο [[σημείο]] το οποίο καλείται [[κέντρο]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που έχει [[σχήμα]] σφαιρικό<br /><b>3.</b> σφαιρικό ή σφαιροειδές όργανο άθλησης και παιχνιδιού, κν. [[μπάλα]] («διὰ σφαίρας... ἐκπονῆσαι [[σῶμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> η Γη, η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του σφαιρικού της σχήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθημ.</b> το [[σύνολο]] τών σημείων του χώρου τα οποία έχουν [[απόσταση]] από ένα σταθερό [[σημείο]], το [[κέντρο]] της σφαίρας, μικρότερη ή ίση με έναν δεδομένο αριθμό, την [[ακτίνα]]<br /><b>2.</b> <b>(αθλ.)</b> [[σφαιροβολία]]<br /><b>3.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] για το [[βλήμα]] τών φορητών όπλων<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[πεδίο]], [[περιοχή]] δράσης ή επίδρασης κάποιου («δεν ανήκει στη [[σφαίρα]] της επιστήμης»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφαίρα]] [[είναι]] και γυρίζει» — λέγεται για να δηλώσει την [[αστάθεια]] τών ανθρώπινων πραγμάτων<br />β) «[[υδρόγειος]] [ή γήινη] [[σφαίρα]]» — η Γη ως [[ουράνιο]] [[σώμα]] [[αλλά]] και ως εποπτικό όργανο που χρησιμοποιείται στη [[μελέτη]] και τη [[διδασκαλία]] της γεωγραφίας<br />γ) «γυάλινη [[σφαίρα]]» — σφαιρικό [[αντικείμενο]] από διάφανο [[γυαλί]] που χρησιμοποιείται στη [[μαντεία]]<br />δ) «[[σφαίρα]] αστραπής»<br /><b>(μετεωρ.)</b> σπάνιο μετεωρολογικό [[φαινόμενο]] που συνίσταται στην [[εμφάνιση]] μίας ή περισσότερων λαμπερών [[σφαιρών]] που αιωρούνται, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών καταιγίδων και [[συνήθως]] [[μετά]] από μια [[κοινή]] [[αστραπή]]<br />ε) «[[σφαίρα]] επιρροής» <br />ί) ο [[κοινωνικός]] ή [[γεωγραφικός]] [[χώρος]] τον οποίο επηρεάζει [[κάποιος]]<br />ii) η [[πολιτική]], οικονομική ή πολιτιστική [[διείσδυση]] ενός κράτους σε [[άλλο]] ή σε ευρύτερη [[περιοχή]] του κόσμου, αλλ. [[ζώνη]] επιρροής<br />στ) «κρικωτή [[σφαίρα]]»<br /><b>αστρον.</b> πρώιμο αστρονομικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την [[απεικόνιση]] τών μεγάλων κύκλων της ουράνιας σφαίρας<br />ζ) «ουράνια [[σφαίρα]]»<br /><b>αστρον.</b> <b>βλ.</b> [[ουράνιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χάπι]]<br /><b>2.</b> ένα [[μέτρο]] ποσότητας<br /><b>3.</b> [[είδος]] βασανιστικού οργάνου<br /><b>4.</b> όργανο τών αρχαίων πυγμάχων, [[πιθανώς]] [[είδος]] σιδερένιας σφαίρας την οποία έφεραν οι πυγμάχοι στα χέρια τους τυλιγμένη με ειδικά καλύμματα, τα λεγόμενα επισφαίρια<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σφαίρα]] [[ποιώ]] τήν ούσίαν» — [[κατασπαταλώ]] την [[περιουσία]] <b>(Αλεξ.)</b><br />β) «αἱ πλανώμεναι σφαῑραι» — οι σφαίρες τών πλανητών (<b>Πλούτ.</b>)<br />γ) «ἡ ορθὴ σφαῑρα» — ο [[ουράνιος]] [[θόλος]], όπως αυτός [[είναι]] [[ορατός]] από παρατηρητή που βρίσκεται στον Ισημερινό (Κατ. Αστρλ. Κ.)<br />δ) «σφαῑρα [[ἀπλανής]]» ή «ἡ τῶν ἀπλανῶν σφαῑρα» — η [[κοίλη]] [[σφαίρα]] τών απλανών αστέρων <b>(Πρόκλ.)</b><br />ε) «αἱ σφαῑραι τῶν ὀμμάτων» — οι βολβοί τών ματιών (<b>Αριστοτ.</b>)<br />στ) «σφαῑραι θαλάττιαι» — αχινοί (<b>Αριστοτ.</b>)<br />ζ) «πλατάνου σφαῑραι» — τα κυλινδρικά σπέρματα του πλατάνου (<b>Διοσκ.</b>)<br />η) «ἡ διὰ τῆς σφαίρας [[ὄρχησις]]» — [[είδος]] χορού [[κατά]] τον οποίο οι χορευτές πετούσαν [[ψηλά]] μια [[μπάλα]] και αναπηδώντας τήν έπιαναν [[καθώς]] αυτή κατέβαινε <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σφαίρα]] (<i>σφᾰρ</i>-<i>jα</i> με [[επένθεση]], <b>πρβλ.</b> [[μοῖρα]], [[σφῦρα]]) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>r</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>p</i>(<i>h</i>)<i>er</i>«[[πηδώ]], [[κλοτσώ]], [[σπαρταρώ]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σπαίρω]]) και εμφανίζει δασύ -<i>φ</i>-, πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Σημασιολογικά, ο τ. δεν γεννά δυσχέρειες, [[αφού]] η [[έννοια]] της κίνησης ενυπάρχει τόσο στη λ. [[σφαῖρα]] όσο και στην αρχική σημ. της ρίζας. Η λ., [[τέλος]], συνδέεται και με τ. που ανάγονται [[επίσης]] στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας με φωνηεντισμό -<i>υ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σφῦρα]], [[σπύραθος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σφαιρίζω]], [[σφαιρικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφαίρειος]], [[σφαιρεύς]], [[σφαιρηδόν]], [[σφαιρητικός]], [[σφαιρῖτις]], [[σφαιρών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σφαιρίον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σφαιρίδιο]](<i>ν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[σφαιροειδής]], [[σφαιροθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφαιράρχης]], [[σφαιρογραφία]], [[σφαιροθεσία]], [[σφαιρομάχος]], [[σφαιροπαίκτης]], [[σφαιροποιός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σφαιροκύλιστος]], [[σφαιρόμορφος]]<br />(μσν. [[σφαιροδρόμος]], [[σφαιροκύλισις]], [[σφαιροσύνθετος]], [[σφαιρουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σφαιράγρα]], [[σφαιράνθεμο]], [[σφαιροβόλος]], <i>σφαιρόδερμα</i>, <i>σφαιροζυμη</i>, [[σφαιρόζωο]], [[σφαιροκέφαλος]], [[σφαιροκρύσταλλοι]], [[σφαιρομετρία]], [[σφαιρόμετρο]], [[σφαιροπλέα]], <i>σφαιρόπλτικτρο</i>, [[σφαιροσιδηρίτης]], [[σφαίροψις]]. (Β' συνθετικό) [[οκτάσφαιρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδρόσφαιρος]], <i>εννεάσφαιρος</i>, [[εύσφαιρος]], [[κακόσφαιρος]], [[μεσόσφαιρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεξίσφαιρος]], [[αμφίσφαιρος]], [[άσφαιρος]], [[ένσφαιρος]], <i>εξάσφαιρος</i>, [[πεντάσφαιρος]], <i>τετράσφαιρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαῖρᾰ Medium diacritics: σφαῖρα Low diacritics: σφαίρα Capitals: ΣΦΑΙΡΑ
Transliteration A: sphaîra Transliteration B: sphaira Transliteration C: sfaira Beta Code: sfai=ra

English (LSJ)

ας, ἡ,

   A ball, σφαίρῃ παίζειν play at ball, Od.6.100; σφαῖραν ἔρριψε ib.115; σ. καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο 8.372; σφαίρῃ ἀν' ἰθὺν πειρήσαντο ib.377; ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Pl.Euthd. 277b; ῥαπτὴ σ. AP12.44 (Glauc.), cf. Nicom.Com.1.25, Antiph.234; διὰ σφαίρας . . ἐκπονῆσαι τὸ σῶμα Gal.6.134, cf. Sor.1.49,93; ἡ διὰ τῆς σ. ὄρχησις Ath.1.14d: metaph., σφαῖραν ἐποίησε τὴν οὐσίαν (cf. συστρογγύλλω) Alex.246.3: prov., σ. κατὰ πρανοῦς, of accelerating motion, Eust.249.1.    2 any globe, Parm.8.43; sphere, as a geom. figure, Ti.Locr.95d, etc.; esp. the terrestrial globe, earth, Str.2.3.1; an artificial globe, Hermesian.7.88, Str.12.3.11.    3 hollow sphere or globe: in the Ancient Physics, from the time of Anaximander (cf. Placit. 2.16.5), of the spheres believed to revolve round the earth carrying the heavenly bodies, and according to the Pythagoreans arranged after the intervals of the musical scale (cf. Alex.Eph. ap. Theon.Sm.p.139 H., Cic. de Rep.6.18), Arist.Metaph.1073b18, Cael. 286b24, Mete.341b20, 354b24, Thphr.Ign.4; σ. ἀπλανής, = ἡ τῶν ἀπλανῶν σ. the sphere of the fixed stars, Procl.Hyp.5.1; so ἡ ἀπλανής, without ς., ib.7.25; αἱ πλανώμεναι σ. planetary spheres, Plu.2.1028a; Astrol., ἡ ὀρθὴ σ. right sphere, i.e. the celestial sphere as viewed from the equator, Rhetorius in Cat.Cod.Astr.8(1).231.    4 a weapon ofboxers, prob. iron ball, worn with padded covers (ἐπίσφαιρα) instead of boxing-gloves (ἱμάντες) in the σφαιρομαχίαι, Pl.Lg.830b, cf. Plu. 2.80b.    5 αἱ σ. τῶν ὀμμάτων eye-balls, Arist.Pr.958a7.    6 σ. θαλάττιαι sea-balls, Id.HA616a20, Crito ap.Gal.12.437.    7 pill, Archig. ap. Orib.8.2.18.    8 πλατάνου σφαῖραι, i.e. globular catkins, Dsc.4.73.    9 as a quantitative measure, ἐπίβαλε . . φύκους στυπτηρίου ὡς σφαῖραν PHolm.16.32.

Greek (Liddell-Scott)

σφαῖρᾰ: -ας, ὡς καὶ νῦν, ἡ πρὸς παιδιὰν χρήσιμος, κοινῶς «τόπι», σφαίρῃ παίζειν Ὀδ. Ζ. 100· σφαῖραν ῥίπτειν αὐτόθι 115· σφ. καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο Θ. 372· σφαίρῃ ἀν’ ἰθὺν πειρήσαντο αὐτόθι 377· ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 277Β· ῥαπτὴ σφ. (πρβλ. δωδεκάσκυτος) Ἀνθ. Π. 12. 44, πρβλ. Νικόμαχον ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 25· ἡ διὰ τῆς σφαίρας ὄρχησις Ἀθήν. 14D· - μεταφορ., σφαῖραν ἐποίησε τὴν πατρῴαν οὐσίαν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐφ’ ἧς καὶ τὸ ῥῆμα συστρογγύλλω (ὃ ἴδε), Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 2. 3. - Περὶ τῆς παιδιᾶς ἴδε Meineke εἰς Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 7. 2) πᾶν εἶδος σφαίρας, Παρμεν. παρὰ Πλάτ. ἐν Σοφιστ. 244Ε, κλπ.· σφαῖρα, ὡς γεωμετρικὸν σχῆμα, Τίμ. Λοκρ. 95Ε, κλπ.· - μάλιστα δὲ ἡ τῆς γῆς σφαῖρα, ἡ γῆ, Στράβ. 96· σφαῖρα ὑδρόγειος, τεχνητή, Ἑρμησιάναξ 88, Στραβ. 546· (ἡ δοξασία ὅτι ἡ γῆ εἶναι σφαιρικὴ ἀπαντᾷ πιθανῶς πρῶτον παρὰ Πλάτ., ἴδε Φαίδωνα 97D, καὶ πρβλ. εἴλω V)· - ὡσαύτως ἀστήρ, σφ. πλανωμένη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, σφ. ἀπλανὴς (ἀπλανὴς ἀστήρ), Πλούτ. 2. 1028Α. 3) κοίλη σφαῖρα· κατὰ τοὺς ἀρχαίους φυσικοὺς ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀναξιμάνδρου ἡ γῆ ἐνομίζετο ὡς τὸ κέντρον πολλῶν κοίλων καὶ συγκεντρικῶν σφαιρῶν κυκλικῶς περὶ αὐτὴν κινουμένων ὧν μία μὲν ἐθεωρεῖτο ἀνήκουσα εἰς τοὺς ἀστέρας, ἑτέρα εἰς τὴν σελήνην, ἑτέρα εἰς τὸν ἥλιον, τὰ δὲ οὐράνια ταῦτα σώματα ἐνομίζοντο ὡς καθηλωμένα ἐπὶ τῶν οἰκείων σφαιρῶν ἔσωθεν (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν οὐρανόν)· - τὴν θεωρίαν ταύτην παρέλαβον καὶ ἐξειργάσθησαν οἱ Πυθαγόρειοι, οἵτινες ἐπίστευον ὅτι αἱ σφαῖραι αὗται περιεστρέφοντο περί τι κεντρικὸν πῦρ καὶ ἦσαν διατεθειμέναι κατὰ τοὺς τόνους τῆς μουσικῆς κλίμακος, Στοβ. Ἐκλογ. 1, σ. 500, Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 22Β κἑξ., Cic de Rep. 6. 18 (μετὰ τῶν σημειώσεων τοῦ Μακροβ.), Grote’s Plato 1. σ. 6, 13 κἑξ. Τὴν δοξασίαν ταύτην τῶν περιστρεφομένων σφαιρῶν παρεδέξατο ὁ Εὐδόξιος καὶ ἄλλοι Ἕλληνες ἀστρονόμοι, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 9. 13, πρβλ. περὶ Οὐραν. 2. 3 καὶ 4, Μετεωρ. 1. 4., 2. 2, 6, Θεόφρ. περὶ Πυρ. 4. Ἴδε Lewis’ Astron. of Ancients σελ. 209 κἑξ. 4) ὅπλον πυκτῶν, πιθανῶς σιδηρᾶ τις σφαῖρα, ἣν ἔφερον μετὰ καλυμμάτων (ἐπισφαίρια) ἀντὶ τῶν πυκτευτικῶν ἱμάντων κατὰ τὰς σφαιρομαχίας, Πλάτ. Νόμ. 830Β, ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 80Β. 5) αἱ σφ. τοῦ ὀφθαλμοῦ, οἱ βολβοί, Ἀριστ. Προβλ. 31. 7. 6) σφ. θαλαττία, θαλάσσιος ἐχῖνος, «ἀχινός», ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2. 7) καταπότιον, Ἀρχιγέν. ἐν Medd. Vatt. 161, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tout corps rond, particul. :
I. balle pour jouer ; σφαίρῃ (ion.) παίζειν OD jouer à la balle ; σφαῖραν ῥίπτειν lancer la balle;
II. t. d’astr., de math. ou de géogr.
1 sphère, particul. globe terrestre ou céleste;
2 corps céleste;
III. sorte de ceste ou gantelet rond pour le pugilat.
Étymologie: R. Σπαρ, tresser.

English (Autenrieth)

ball; σφαίρῃ παίζειν, ‘play at ball,’ Od. 6.100. (Od.)

Spanish

esfera

Greek Monolingual

η / σφαῑρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. σφαίρη Α
1. μαθημ. στερεό το οποίο περιορίζεται από επιφάνεια της οποίας όλα τα σημεία απέχουν εξίσου από ένα και το ίδιο σημείο το οποίο καλείται κέντρο
2. καθετί που έχει σχήμα σφαιρικό
3. σφαιρικό ή σφαιροειδές όργανο άθλησης και παιχνιδιού, κν. μπάλα («διὰ σφαίρας... ἐκπονῆσαι σῶμα», Γαλ.)
4. η Γη, η οποία ονομάστηκε έτσι λόγω του σφαιρικού της σχήματος
νεοελλ.
1. μαθημ. το σύνολο τών σημείων του χώρου τα οποία έχουν απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο της σφαίρας, μικρότερη ή ίση με έναν δεδομένο αριθμό, την ακτίνα
2. (αθλ.) σφαιροβολία
3. κοινή ονομασία για το βλήμα τών φορητών όπλων
4. μτφ. πεδίο, περιοχή δράσης ή επίδρασης κάποιου («δεν ανήκει στη σφαίρα της επιστήμης»)
5. φρ. α) «σφαίρα είναι και γυρίζει» — λέγεται για να δηλώσει την αστάθεια τών ανθρώπινων πραγμάτων
β) «υδρόγειος [ή γήινη] σφαίρα» — η Γη ως ουράνιο σώμα αλλά και ως εποπτικό όργανο που χρησιμοποιείται στη μελέτη και τη διδασκαλία της γεωγραφίας
γ) «γυάλινη σφαίρα» — σφαιρικό αντικείμενο από διάφανο γυαλί που χρησιμοποιείται στη μαντεία
δ) «σφαίρα αστραπής»
(μετεωρ.) σπάνιο μετεωρολογικό φαινόμενο που συνίσταται στην εμφάνιση μίας ή περισσότερων λαμπερών σφαιρών που αιωρούνται, φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη διάρκεια τών καταιγίδων και συνήθως μετά από μια κοινή αστραπή
ε) «σφαίρα επιρροής»
ί) ο κοινωνικός ή γεωγραφικός χώρος τον οποίο επηρεάζει κάποιος
ii) η πολιτική, οικονομική ή πολιτιστική διείσδυση ενός κράτους σε άλλο ή σε ευρύτερη περιοχή του κόσμου, αλλ. ζώνη επιρροής
στ) «κρικωτή σφαίρα»
αστρον. πρώιμο αστρονομικό όργανο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την απεικόνιση τών μεγάλων κύκλων της ουράνιας σφαίρας
ζ) «ουράνια σφαίρα»
αστρον. βλ. ουράνιος
αρχ.
1. χάπι
2. ένα μέτρο ποσότητας
3. είδος βασανιστικού οργάνου
4. όργανο τών αρχαίων πυγμάχων, πιθανώς είδος σιδερένιας σφαίρας την οποία έφεραν οι πυγμάχοι στα χέρια τους τυλιγμένη με ειδικά καλύμματα, τα λεγόμενα επισφαίρια
5. φρ. α) «σφαίρα ποιώ τήν ούσίαν» — κατασπαταλώ την περιουσία (Αλεξ.)
β) «αἱ πλανώμεναι σφαῑραι» — οι σφαίρες τών πλανητών (Πλούτ.)
γ) «ἡ ορθὴ σφαῑρα» — ο ουράνιος θόλος, όπως αυτός είναι ορατός από παρατηρητή που βρίσκεται στον Ισημερινό (Κατ. Αστρλ. Κ.)
δ) «σφαῑρα ἀπλανής» ή «ἡ τῶν ἀπλανῶν σφαῑρα» — η κοίλη σφαίρα τών απλανών αστέρων (Πρόκλ.)
ε) «αἱ σφαῑραι τῶν ὀμμάτων» — οι βολβοί τών ματιών (Αριστοτ.)
στ) «σφαῑραι θαλάττιαι» — αχινοί (Αριστοτ.)
ζ) «πλατάνου σφαῑραι» — τα κυλινδρικά σπέρματα του πλατάνου (Διοσκ.)
η) «ἡ διὰ τῆς σφαίρας ὄρχησις» — είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές πετούσαν ψηλά μια μπάλα και αναπηδώντας τήν έπιαναν καθώς αυτή κατέβαινε Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφαίρα (σφᾰρ- με επένθεση, πρβλ. μοῖρα, σφῦρα) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)p(h)r- της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er«πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) και εμφανίζει δασύ -φ-, πιθ. για εκφραστικούς λόγους. Σημασιολογικά, ο τ. δεν γεννά δυσχέρειες, αφού η έννοια της κίνησης ενυπάρχει τόσο στη λ. σφαῖρα όσο και στην αρχική σημ. της ρίζας. Η λ., τέλος, συνδέεται και με τ. που ανάγονται επίσης στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σφῦρα, σπύραθος).
ΠΑΡ. σφαιρίζω, σφαιρικός
αρχ.
σφαίρειος, σφαιρεύς, σφαιρηδόν, σφαιρητικός, σφαιρῖτις, σφαιρών
αρχ.-μσν.
σφαιρίον
μσν.- νεοελλ.
σφαιρίδιο(ν).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σφαιροειδής, σφαιροθήκη
αρχ.
σφαιράρχης, σφαιρογραφία, σφαιροθεσία, σφαιρομάχος, σφαιροπαίκτης, σφαιροποιός
αρχ.-μσν.
σφαιροκύλιστος, σφαιρόμορφος
(μσν. σφαιροδρόμος, σφαιροκύλισις, σφαιροσύνθετος, σφαιρουργία
νεοελλ.
σφαιράγρα, σφαιράνθεμο, σφαιροβόλος, σφαιρόδερμα, σφαιροζυμη, σφαιρόζωο, σφαιροκέφαλος, σφαιροκρύσταλλοι, σφαιρομετρία, σφαιρόμετρο, σφαιροπλέα, σφαιρόπλτικτρο, σφαιροσιδηρίτης, σφαίροψις. (Β' συνθετικό) οκτάσφαιρος
αρχ.
αδρόσφαιρος, εννεάσφαιρος, εύσφαιρος, κακόσφαιρος, μεσόσφαιρος
νεοελλ.
αλεξίσφαιρος, αμφίσφαιρος, άσφαιρος, ένσφαιρος, εξάσφαιρος, πεντάσφαιρος, τετράσφαιρος].