πύργος: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(4)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πύργος:''' ὁ<b class="num">1)</b> городская башня Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> осадная башня Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> башенка, вышка (для женщин, род светлицы или терема) Her.;<br /><b class="num">4)</b> (пирамидальный) футляр для игральных костей Anth.;<br /><b class="num">5)</b> перен. твердыня, оплот (π. Ἀχαιοῖς Hom. = [[Αἴας]]): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;<br /><b class="num">6)</b> воен. «башня» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
|elrutext='''πύργος:''' ὁ<b class="num">1)</b> городская башня Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;<br /><b class="num">2)</b> осадная башня Xen., Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> башенка, вышка (для женщин, род светлицы или терема) Her.;<br /><b class="num">4)</b> (пирамидальный) футляр для игральных костей Anth.;<br /><b class="num">5)</b> перен. твердыня, оплот (π. Ἀχαιοῖς Hom. = [[Αἴας]]): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;<br /><b class="num">6)</b> воен. «башня» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).
}}
{{elnl
|elnltext=πύργος -ου, ὁ toren toren (als onderdeel van de stadsmuur), bolwerk. stadsmuur met torens. verplaatsbare belegeringstoren. post-klass. torenvormig gebouw, uitkijktoren. overdr. van pers. die bescherming biedt:. τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο jij, die zo’n ‘rots in de branding’ voor hen was, bent hun ontvallen Od. 11.556. dicht aaneengesloten deel van het leger colonne.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύργος Medium diacritics: πύργος Low diacritics: πύργος Capitals: ΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: pýrgos Transliteration B: pyrgos Transliteration C: pyrgos Beta Code: pu/rgos

English (LSJ)

ὁ,

   A tower, esp. such as were attached to the walls of a city, Il.7.219, al., Hes.Sc.242, Hdt.3.74, al., Th.2.17, al., Plb.5.99.9, etc.: in pl., city walls or ramparts with their towers, Il.7.338, 437; in sg., ἧντ' ἐπὶ πύργῳ 3.153, cf. 22.447; πόλιος ἣν πέρι πύργος ὑψηλός Od.6.262; πέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν E.Hec.1209; πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Pl.Criti.116a.    b movable tower for storming towns, X.Cyr.6.1.53, 6.2.18; π. ὑπότροχοι Onos. 42.3.    c tower on the back of war-elephants, Arr.Tact.2.4.    d Ζανὸς π., Pythag. name for the central fire of the universe, Arist. Fr.204.    2 metaph., tower of defence, τοῖος . . σφιν π. ἀπώλεο, of Ajax, Od.11.556; ἄνδρες πόλιος π. ἀρεύϊος Alc.Supp.1a.10; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει π. μέγαν E.Alc.311, cf. Med.390; ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρίς Trag.Adesp.392; θανάτων δ' ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστα a tower of defence from deaths, S.OT1201 (lyr.).    3 the part of a house (prob. a separate building) in which the women lived and worked, αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται D.47.56; esp. if unmarried, as Hero in her tower, Musae.32,187, cf. Philostr.Jun.Im.1; of the workman's hut of Timon the misanthrope (which also became his tomb, cf. Luc.Tim.42), Paus.1.30.4, cf. AP 7.402 (Antip.); outbuildings, esp. if used in industry, LXX Is.5.2, Mi.4.8, PStrassb.110.6 (iii B.C.), BGU1194.9 (ii B.C.), 650.8 (i A.D.), POxy.243.15 (i A.D.), Ev.Marc.12.1, Ev.Luc.14.28, PGiss.67.16 (ii A.D.), IG22.2776.65 (ii A.D.); π. ἐν ᾧ βαφεῖον καὶ ἕτερα χρηστήρια PLond.2.371.3 (i A.D.).    II part of an army drawn up in close order, column, Il.4.334,347.    2 at Teos, a division of the people, CIG3064,3081, al.    III dice-box, AP9.482.24 (Agath.); cf. Lat. pyrgus.

German (Pape)

[Seite 820] ein Wort mit unsrer Burg, Thurm; bes. die zur Vertheidigung auf der Stadtmauer angebrachten Mauerthürme, πόλιος, ἣν πέρι πύργος ὑψηλός, Od. 6, 262, u. öfter in der Il., die Ringmauer mit ihren Thürmen, im plur. Il. 7, 338. 436; ἄστεος, Pind. P. 5, 52; übh. jedes hochragende, thurmähnliche Gebäude, Il. 21, 526. 22, 447, vgl. 440; übh. Befestigungswerk, Schutzwehr, Bollwerk, vgl. Αἴας φέρων σάκος ἠΰτε πύργον, 11, 485. 17, 128; so heißt Aias selbst πύργος Ἀχαιοῖς, Od. 11, 556; Achilleus π. ἀϋτῆς, Theocr. 22, 220. – Oft bei Tragg. für Thurm, Mauer, z. B. Aesch. Spt. 33. 198, öfter; πόλιν πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην, Suppl. 934; Soph. auch = Schutz, σμικροὶ μεγάλων χωρὶς σφαλερὸν πύργου ῥῦμα πέλονται, Ai. 159; παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, Eur. Alc. 312; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστήσαντες, Plat. Critia. 116 a; ξύλινος, Thuc. 4, 90, u. A.; auch von einzelnen auf Rädern beweglichen, als Belagerungsmaschinen gebrauchten Thürmen. – Bei Dem. 47, 56 ein Hintergebäude mit einem Thurm oder Altan, in welchem das weibliche Gesinde ist; auch nach Schol. Ap. Rh. 3, 238 sind πύργοι = ὑψηλότεραι οἰκοδομαί, Zimmer im oberen Stockwerke. – Eine in geschlossenen Gliedern vorrückende Heeresabtheilung, ein Viereck oder ein Zug, Il. 4, 334. 347. Vgl. πυργηδόν.

Greek (Liddell-Scott)

πύργος: ὁ, μάλιστα ὁ ἐπὶ τῶν τειχῶν πόλεως, συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 242, Ἡρόδ., κτλ.· - ἐν τῷ πληθ., τὰ τείχη τῆς πόλεως μετὰ τῶν πύργων αὐτῶν, Ἰλ. Η. 338, πρβλ. 437· οὕτως ἐν τῷ ἑνικῷ, πόλιος, ἥν πέρι πύργος ὑψηλὸς Ὀδ. Ζ. 262· πέριξ δὲ πύργος εἶχ’ ἔτι πτόλιν Εὐρ. Ἑκ. 1209· πύργους ἐπὶ τῶν γεφυρῶν ἐπιστῆσαι Πλάτ. Κριτί. 116Α. β) κινητὸς πύργος δι’ οὗ προσέβαλλον ἐχθρικὴν πόλιν, πρῶτον ἐν Ξεν. Κύρ. 6. 1, 53., 6. 2, 18, πρβλ. Πολύβ. 5. 99, 9· - ὁ ἐπὶ τῶν νώτων τῶν ἐλεφάντων πύργος, πρβλ. πυργοφόρος, πυργοῦχος. 2) μεταφ., ἰσχυρὰ ὑπεράσπισις, ὡς ὁ Αἴας καλεῖται πύργος Ἀχαιοῖς, Ὀδ. Λ. 556· ἄνδρες πόλεως π. ἀρήϊος Ἀλκαῖ. 22, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ι. 4. 55· παῖς ἄρσην πατέρ’ ἔχει πύργον μέγαν Εὐρ. Ἄλκ. 311, πρβλ. Μήδ. 369· ἅπας μοι π. Ἑλλήνων πατρὶς Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 600F· - θανάτων δ’ ἐμᾷ χώρᾳ π. ἀνέστας, ἀμυντήριος δύναμις ἐναντίον τῶν θανάτων, Σοφ. Ο. Τ. 1201 (ἴδε ἐν λ. ῥῦμα ΙΙ)· πρβλ. ἀκρόπολις ΙΙ.
3) τὸ ὕψιστον μέρος παντὸς οἰκοδομήματος, τὸ πυργοειδὲς ἀνώγειον, ὅπερ ἐχρησίμευεν ὡς οἴκημα τῶν γυναικῶν, κωκυτοῦ δ’ ἤκουσε... ἀπὸ πύργου (δηλ. ἡ Ἀνδρομάχη) Ἰλ. Χ. 447 (ἀνωτέρω ἐν στίχ. 440, παρίσταται ὡς ὑφαίνουσα μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο), πρβλ. Φ. 526· ὁ πύργος τῆς Ἡροῦς, τὸ παρ’ Ὁρατίῳ turris ahenea, Μουσαῖ. 32, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 402· αἱ ἄλλαι θεράπαιναι ἐν τῷ π. ἦσαν, οὗπερ διαιτῶνται Δημ. 1156. 10 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 863· ἡ καλύβη τοῦ Τίμωνος, Παυσ. 1. 30, 4. ΙΙ. μέρος στρατοῦ παρατεταγμένου κατὰ συμπεπυκνωμένην φάλαγγα, Ἰλ. Δ. 334, 347· ἐντεῦθεν πυργηδόν, ὃ ἴδε. 2) παρὰ τοῖς Τηΐοις διαίρεσις τοῦ λαοῦ, ὡς τὸ δῆμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3064.
ΙΙΙ. ἐν τῇ Λατ. (πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 482), pyrgus ἦν = fritillum, θήκη τῶν κύβων, ἀφ’ ἧς ἐρριπτον αὐτούς, ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ σχήματος· πρβλ. πυργίσκος. (Συγγενὲς τῷ πέργαμος ὃ ἴδε, ὡσαύτως δὲ τῷ Γερμ. Burg, τῷ Ἄγγλ. burgh, ἅπερ πάλιν εἶναι πιθανῶς συγγενῆ τῷ Γερμ. Berg, ὅρος· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Pott Et. Florsch. 2. 118)· πρβλ. καὶ τὴν Τουρκικ. λ. Bourgaz.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tour ; p. ext. enceinte garnie de tours ; citadelle, rempart;
2 p. anal. sorte de bataillon carré.
Étymologie: cf. Πέργαμον.

English (Autenrieth)

tower, turreted wall; fig., of Ajax, πύργος Ἀχαιῶν, Il. 11.556; his shield also is compared to a tower, Il. 7.219, Il. 11.485; of a ‘column,’ ‘compact body’ of troops, Il. 4.334.

English (Slater)

πύργος
   1 tower δράκοντες, ἐπεὶ κτίσθη νέον, πύργον ἐσαλλόμενοι τρεῖς (O. 8.38) met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (cf. Πα. 2. 38) (I. 5.45)

English (Strong)

apparently a primary word ("burgh"); a tower or castle: tower.

English (Thayer)

πύργου, ὁ (akin to German Burg, anciently Purg; (yet cf. Curtius, § 413)), as in Greek writings from Homer down, a tower; a fortified structure rising to a considerable height, to repel a hostile attack or to enable a watchman to see in every direction. The πύργος ἐν τῷ Σιλωάμ (which see)) seems to designate a tower in the walls of Jerusalem near the fountain of Siloam, Luke 14:28.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. υψηλό και οχυρό οικοδόμημα ή παράρτημα οικοδομήματος αποτελούμενο από περισσότερους του ενός ορόφους, και χαρακτηριζόμενο από περιορισμένη οριζόντια επιφάνεια και από ύψος σαφώς μεγαλύτερο από το πλάτος, το οποίο στο παρελθόν χρησίμευε κυρίως για άμυνα, αλλά αργότερα και για ασφαλή διαμονή τών ιδιοκτητών του, κν. κάστρο, καστέλο (α. «πρέπει να κρέμονται ψηλά σ' αραχνιασμένο πύργο», δημ. τραγούδι
β. «ἐν τοῑς πύργοις τῶν τειχῶν», Θουκ.)
2. μτφ. ισχυρή υπεράσπιση ή δυνατός προστάτης (α. «τὸν πύργον τῆς Ἀνατολῆς, τῆς Δύσεως τὸ δόρυ», Πρόδρ.
β. «τοῑος... σφιν πύργος ἀπώλεο», δηλ. ο Αίαντας, Ομ. Οδ.)
3. (στον εν. και στον πληθ.) τείχη ή επάλξεις πόλεωνπέριξ δὲ πύργος εἶχ' ἔτι πτόλιν», Ευρ.)
4. (στη χριστιανική λατρευτική αρχιτ.) το κωδωνοστάσιο
5. φρ. «ο Πύργος της Βαβέλ» — πύργος πιθανότατα κτισμένος σε ογκώδη τετράγωνη βάση πλευράς 90 μέτρων, πάνω από την οποία ανελισσόταν σπειροειδές ζιγκουράτ που κατέληγε σε ναό
νεοελλ.
1. πολύ υψηλό οικοδόμημα του οποίου η κορυφή υπερέχει όλων τών κτισμάτων που βρίσκονται γύρω από αυτό και είναι θεατή από μεγάλη απόσταση («ο πύργος της Πίζας»)
2. ναυτ. πυργωτό θωρακισμένο υπερκατασκεύασμα του πολεμικού πλοίου, μέσα στο οποίο είναι εγκατεστημένα τα κύρια πυροβόλα του, καθώς και το προσωπικό που διευθύνει τη βολή
3. στρ. αμυντικό οχυρό οικοδόμημα που είτε είναι ενσωματωμένο με σύστημα οχύρωσης, είτε είναι μεμονωμένο και το οποίο αποτέλεσε ουσιώδες συστατικό της οχυρωτικής μέχρι την ανακάλυψη της μεταλλικής σφαίρας τον 16ο αιώνα
4. το υψηλότερο διαμέρισμα οικίας με μορφή πυργίσκου
5. πυργοειδής και βασικός πεσσός του σκακιού
6. υπερπολυτελές πολυώροφο κτίσμα («ο πύργος της Αθήνας»)
7. (κατ' επέκτ.) α) μεμονωμένο και συνήθως πολυτελές και ψηλό εξοχικό μέγαρο, έπαυλη, βίλα («η νησιωτοπούλα κάθεται σε μαρμαρένιον πύργο», Κρυστ.)
β) ψηλός τοίχοςεκεί όπου στέκει ο πύργος», Σολωμ.)
γ) σωρός σε σχήμα πύργου
8. (γεωμορφ.) επιφανειακές βραχώδεις μάζες με διακλάσεις και κατακερματισμένα ρηξιτεμάχη που ξεπερνούν σε ύψος τα 15 μέτρα και υπέρκεινται ενός αναλλοίωτου υποβάθρου
9. μτφ. (για πρόσ.) ισχυρός, ακλόνητος («σαν πύργος ήτο δυνατός εις το φαρίν απάνω», Ερωτόκρ.)
10. φρ. α) «πύργος ελέγχου»
(αερον.) ψηλό πυργοειδές οικοδόμημα που στεγάζει, σε κάθε αεροδρόμιο, την επιφορτισμένη με τον τοπικό έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας υπηρεσία, καθώς και τα σχετικά όργανα
β) «χάρτινος πύργος» — λέγεται για φαινόμενα και καταστάσεις τών οποίων κύριο χαρακτηριστικό είναι η αστάθεια, ο εφήμερος βίος και η απότομη εξαφάνιση («κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος»)
γ) «κλείνομαι σε γυάλινο πύργο» — λέγεται συνήθως για να χαρακτηρίσει την εθελούσια απομόνωση από τον κοινωνικό περίγυρο ενός ατόμου, ιδίως διανοητή ή καλλιτέχνη, ο οποίος εθελοτυφλεί έναντι τών όσων συμβαίνουν γύρω του, μακάριος μέσα στην αυταρέσκειά του

Greek Monotonic

πύργος: ὁ,
I. πύργος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. 1. α) στον πληθ., τα τείχη της πόλης με τους πύργους τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, συνεκδοχικά, στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. β) κινητός πύργος με τον οποίο προσέβαλλαν πόλεις, σε Ξεν.
2. μεταφ., πύργος ισχυρής υπεράσπισης, όπως ο Αίας καλείται πύργος Ἀχαιοῖς, σε Ομήρ. Οδ.· παῖς ἄρσην πατέρ' ἔχει πύργον μέγαν, σε Ευρ.· θανάτων πύργος, πύργος υπεράσπισης από τον θάνατο, αμυντήριος πύργος, σε Σοφ.
3. το ψηλότερο μέρος κάθε οικοδομήματος, πυργοειδές ανώγειο όπου κατοικούσαν οι γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μέρος στρατού παρατεταγμένο σε κλειστό σχηματισμό, φάλαγγα, στο ίδ.· πρβλ. πυργηδόν.

Russian (Dvoretsky)

πύργος:1) городская башня Hom., Hes., Her., Eur., Plat. etc.;
2) осадная башня Xen., Polyb.;
3) башенка, вышка (для женщин, род светлицы или терема) Her.;
4) (пирамидальный) футляр для игральных костей Anth.;
5) перен. твердыня, оплот (π. Ἀχαιοῖς Hom. = Αἴας): τινὰ πύργον μέγαν ἔχειν Eur. иметь в ком-л. могучего защитника;
6) воен. «башня» (боевой порядок в форме четырехугольника) (Ἀχαιῶν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύργος -ου, ὁ toren toren (als onderdeel van de stadsmuur), bolwerk. stadsmuur met torens. verplaatsbare belegeringstoren. post-klass. torenvormig gebouw, uitkijktoren. overdr. van pers. die bescherming biedt:. τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο jij, die zo’n ‘rots in de branding’ voor hen was, bent hun ontvallen Od. 11.556. dicht aaneengesloten deel van het leger colonne.