κινώ: Difference between revisions
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κινώ]], οῡς, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιν</i>- (του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθυμα]] <i>ώ</i> / -<i>οῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηχ</i>-<i>ώ</i>, <i>πειθ</i>-<i>ώ</i>)].<br /><b>(II)</b><br />και [[κουνώ]] (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τεθεί σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]] ή [[σαλεύω]] [[κάτι]] (α. «η [[μηχανή]] κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦν | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κινώ]], οῡς, ἡ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κίνηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κιν</i>- (του <i>κινῶ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθυμα]] <i>ώ</i> / -<i>οῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηχ</i>-<i>ώ</i>, <i>πειθ</i>-<i>ώ</i>)].<br /><b>(II)</b><br />και [[κουνώ]] (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τεθεί σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]] ή [[σαλεύω]] [[κάτι]] (α. «η [[μηχανή]] κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦν | ||
τες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι, μην κινηθείς [[καθόλου]]» β. «μὴ κινείτω γῆς [[ὅρια]] [[μηδείς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] (α. «το [[βιβλίο]] του κίνησε το [[ενδιαφέρον]]» β. «μάς κινήθηκε η [[περιέργεια]] για το [[γεγονός]]» γ. «[[σίγα]], [[τέκνον]], μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαταράσσω]], [[διεγείρω]] (α. «τοὐς δ' [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐξ ὕπνου κινεῖν [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επενεργώ]] ως καθαρτικό («τον κίνησε το [[φάρμακο]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]] («κίνησε [[πρωί]] [[πρωί]] για την [[αγορά]]»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>κινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κατευθύνομαι, [[πορεύομαι]] (α. «κινείται [[προς]] Βορράν» β. «οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς [[ἄστυ]] Θήβης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κινώ]] [[αγωγή]]» — [[αρχίζω]] δικαστικό αγώνα<br />β) «κινῶ [[πάντα]] λίθον» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασκαλεύω]], [[ερευνώ]] («μην κινήσεις [[άλλο]] την [[υπόθεση]], [[γιατί]] δεν θα σού βγει σε καλό»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) <i>κινούμαι</i><br />[[ενεργώ]], δρω («[[πρέπει]] να κινηθείς [[μέσα]] στα επιτρεπόμενα όρια»)<br />β) <i>κινούμαι</i> και <i>κουνιέμαι</i><br />[[δείχνω]] [[ζωτικότητα]], δραστηριοποιούμαι (α. «η [[αγορά]] αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη [[προβολή]] διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού [[συνήθως]] περιεχομένου<br />β) «[[κινώ]] γη και ουρανό» ή «[[κινώ]] θεούς και δαίμονες» — [[κάνω]] τα [[πάντα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «[[κινώ]] τα νήματα» — [[είμαι]] ο [[κύριος]] και [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] μιας ενέργειας<br />δ) «[[κινώ]] λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην [[τράπεζα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, [[αλλά]] να προσπαθείς και ο [[ίδιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] [[ενέργεια]], [[επιχειρώ]] («[[κινώ]] πόλεμο»)<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) [[τρέχω]], [[κυλώ]] («δάκρυα κινούν και κλαίγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κινώ]] χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — [[αρχίζω]] να [[ασχολούμαι]] με [[γράψιμο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ γλῶσσαν» — [[μιλώ]]<br />β) «κινῶ λίθον» — [[ενεργώ]] εχθρικά<br />γ) «κινῶ χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] για να αρπάξω [[κάτι]]<br />δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — [[προκαλώ]] [[διάρροια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]] («πότερον βλαβερὸν ἤ [[συμφέρον]] ταῖς πόλεσι τὸ κινεῖν τοὺς πατρίους νόμους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θίγω]] [[θέμα]], [[προκαλώ]] [[συζήτηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]] μια [[υπόθεση]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αλλάζω]] [[κατάληξη]], κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ [[τέλος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκινημένος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που κατέχεται από ψυχική [[ταραχή]], ο [[ταραγμένος]] («ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῑ | τες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μετατοπίζω]], [[μετακινώ]], [[μεταφέρω]] (α. «μείνε [[εκεί]] που είσαι, μην κινηθείς [[καθόλου]]» β. «μὴ κινείτω γῆς [[ὅρια]] [[μηδείς]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] (α. «το [[βιβλίο]] του κίνησε το [[ενδιαφέρον]]» β. «μάς κινήθηκε η [[περιέργεια]] για το [[γεγονός]]» γ. «[[σίγα]], [[τέκνον]], μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διαταράσσω]], [[διεγείρω]] (α. «τοὐς δ' [[εἴπερ]] τις... κινήσῃ [[ἀέκων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐξ ὕπνου κινεῖν [[δέμας]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επενεργώ]] ως καθαρτικό («τον κίνησε το [[φάρμακο]]»)<br /><b>7.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξεκινώ]], [[αναχωρώ]] («κίνησε [[πρωί]] [[πρωί]] για την [[αγορά]]»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>κινούμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />κατευθύνομαι, [[πορεύομαι]] (α. «κινείται [[προς]] Βορράν» β. «οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς [[ἄστυ]] Θήβης», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κινώ]] [[αγωγή]]» — [[αρχίζω]] δικαστικό αγώνα<br />β) «κινῶ [[πάντα]] λίθον» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασκαλεύω]], [[ερευνώ]] («μην κινήσεις [[άλλο]] την [[υπόθεση]], [[γιατί]] δεν θα σού βγει σε καλό»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> α) <i>κινούμαι</i><br />[[ενεργώ]], δρω («[[πρέπει]] να κινηθείς [[μέσα]] στα επιτρεπόμενα όρια»)<br />β) <i>κινούμαι</i> και <i>κουνιέμαι</i><br />[[δείχνω]] [[ζωτικότητα]], δραστηριοποιούμαι (α. «η [[αγορά]] αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη [[προβολή]] διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού [[συνήθως]] περιεχομένου<br />β) «[[κινώ]] γη και ουρανό» ή «[[κινώ]] θεούς και δαίμονες» — [[κάνω]] τα [[πάντα]] για να πετύχω [[κάτι]]<br />γ) «[[κινώ]] τα νήματα» — [[είμαι]] ο [[κύριος]] και [[καθοριστικός]] [[παράγοντας]] μιας ενέργειας<br />δ) «[[κινώ]] λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην [[τράπεζα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, [[αλλά]] να προσπαθείς και ο [[ίδιος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] [[ενέργεια]], [[επιχειρώ]] («[[κινώ]] πόλεμο»)<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) [[τρέχω]], [[κυλώ]] («δάκρυα κινούν και κλαίγει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κινώ]] χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — [[αρχίζω]] να [[ασχολούμαι]] με [[γράψιμο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ορμώ]], επιτίθεμαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ γλῶσσαν» — [[μιλώ]]<br />β) «κινῶ λίθον» — [[ενεργώ]] εχθρικά<br />γ) «κινῶ χεῖρα» — [[απλώνω]] το [[χέρι]] για να αρπάξω [[κάτι]]<br />δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — [[προκαλώ]] [[διάρροια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> συνουσιάζομαι με [[γυναίκα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβάλλω]], [[αλλάζω]], [[τροποποιώ]] («πότερον βλαβερὸν ἤ [[συμφέρον]] ταῖς πόλεσι τὸ κινεῖν τοὺς πατρίους νόμους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> εξεγείρομαι, [[στασιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θίγω]] [[θέμα]], [[προκαλώ]] [[συζήτηση]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αμφισβητώ]] μια [[υπόθεση]]<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[αλλάζω]] [[κατάληξη]], κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ [[τέλος]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>4.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κεκινημένος</i>, -<i>ένη</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που κατέχεται από ψυχική [[ταραχή]], ο [[ταραγμένος]] («ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῑ προαιρεῖσθαι φίλον», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) αυτός που ασχολείται με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κινῶ πᾱν [[χρῆμα]]» — [[χρησιμοποιώ]] [[κάθε]] [[μέσο]]<br />β) «κινῶ τὰ ἀκίνητα» — αναμιγνύομαι σε ιερά πράγματα (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κι</i>-<i>νέF</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ki</i>-<i>neu</i>-<br />το <i>ki</i>- αποτελεί τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>kei</i>- «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], βρίσκομαι εν κινήσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κί</i>-<i>ω</i>) και το -<i>neu</i>- αποτελεί ριζική [[επαύξηση]] (το -<i>u</i>- προ φωνήεντος αντιπροσωπεύεται με -<i>F</i>-). Απαντά και [[παράλληλος]] [[ενεστωτικός]] τ. [[κίνυμαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>κίνευμι</i>. Η [[μακρότητα]] του -<i>ι</i>- τών τ. <i>κινῶ</i> / [[κίνυμαι]] [[είναι]] δυσερμήνευτη, [[γιατί]] [[είναι]] [[προϊόν]] συνεσταλμένης βαθμίδας και θα έπρεπε να [[είναι]] βραχύ. Για την [[ερμηνεία]] αυτής της μακρότητας εικάζεται [[αναγωγή]] του θ. <i>κι</i>- τών τ. <i>κινῶ</i> / [[κίνυμαι]] σε <i>ki</i><i>ә</i><sub>2</sub>- (><i>κῑ</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐκίαθον</i> του <i>κίω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίνημα]], [[κίνηση]], [[κινητήρας]], [[κινητής]], [[κινητός]], [[κίνητρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακινώ]], [[διακινώ]], [[εκκινώ]], [[μετακινώ]], [[παρακινώ]], [[συγκινώ]], [[υποκινώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντικινώ]], [[αποκινώ]], <i>αυτοκινώ</i>. [[επικινώ]]. [[κατακινώ]]. [[περικινώ]]. [[προανακινώ]], [[προδιακινώ]]. [[προκινώ]], [[συμμετακινώ]], [[συμπερικινώ]], [[συνανακινώ]], [[υπανακινώ]], [[υπαποκινώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αργοκινώ</i>, <i>γοργοκινώ</i>, [[κατασυγκινώ]], [[ξανακινώ]], [[ξεκινώ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging. | |elnltext=κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
-οῦς, ἡ, Doric for κίνησις, Hsch., but found in Emp. 123.2.
German (Pape)
[Seite 1441] οῦς, ἡ, dor. = κίνησις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνώ: -οῦς, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κίνησις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κινώ, οῡς, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν- (του κινῶ) + επίθυμα ώ / -οῦς (πρβλ. ηχ-ώ, πειθ-ώ)].
(II)
και κουνώ (AM κινῶ, -έω, Μ και κουνῶ)
1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με ηλεκτρισμό» β. «ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦν
τες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», ΚΔ)
2. μετατοπίζω, μετακινώ, μεταφέρω (α. «μείνε εκεί που είσαι, μην κινηθείς καθόλου» β. «μὴ κινείτω γῆς ὅρια μηδείς», Πλάτ.)
3. εγείρω, προκαλώ (α. «το βιβλίο του κίνησε το ενδιαφέρον» β. «μάς κινήθηκε η περιέργεια για το γεγονός» γ. «σίγα, τέκνον, μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρὸς ὁμόφρονος», Ευρ.)
4. προτρέπω, παροτρύνω (α. «κινούμενος από μεγάλο φθόνο τον συκοφάντησε» β. «ἔτι λέγειν αὐτόν ἐκίνουν», Πλάτ.)
5. διαταράσσω, διεγείρω (α. «τοὐς δ' εἴπερ τις... κινήσῃ ἀέκων», Ομ. Ιλ.
β. «ἐξ ὕπνου κινεῖν δέμας», Ευρ.)
6. επενεργώ ως καθαρτικό («τον κίνησε το φάρμακο»)
7. (αμτβ.) ξεκινώ, αναχωρώ («κίνησε πρωί πρωί για την αγορά»)
8. μέσ. κινούμαι, -έομαι
κατευθύνομαι, πορεύομαι (α. «κινείται προς Βορράν» β. «οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης», Σοφ.)
9. φρ. α) «κινώ αγωγή» — αρχίζω δικαστικό αγώνα
β) «κινῶ πάντα λίθον» — χρησιμοποιώ κάθε μέσο
νεοελλ.
1. ανασκαλεύω, ερευνώ («μην κινήσεις άλλο την υπόθεση, γιατί δεν θα σού βγει σε καλό»)
2. μέσ. α) κινούμαι
ενεργώ, δρω («πρέπει να κινηθείς μέσα στα επιτρεπόμενα όρια»)
β) κινούμαι και κουνιέμαι
δείχνω ζωτικότητα, δραστηριοποιούμαι (α. «η αγορά αυτές τις μέρες δεν κινείται πολύ» β. «κουνήσου λίγο, πέρασε η ώρα»)
3. φρ. α) «κινούμενα σχέδια» — κινηματογραφημένη προβολή διαδοχικών εικόνων με σκίτσα κωμικού συνήθως περιεχομένου
β) «κινώ γη και ουρανό» ή «κινώ θεούς και δαίμονες» — κάνω τα πάντα για να πετύχω κάτι
γ) «κινώ τα νήματα» — είμαι ο κύριος και καθοριστικός παράγοντας μιας ενέργειας
δ) «κινώ λογαριασμό» — χρεωπιστώνω τον λογαριασμό μου στην τράπεζα
4. παροιμ. φρ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει» — μην περιμένεις να σού έλθουν όλα έτοιμα, αλλά να προσπαθείς και ο ίδιος
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) αρχίζω ενέργεια, επιχειρώ («κινώ πόλεμο»)
2. (για υγρό) τρέχω, κυλώ («δάκρυα κινούν και κλαίγει», Ερωτόκρ.)
3. φρ. «κινώ χείρα εις...» ή «κινούν τα χέρια μου εις...» — αρχίζω να ασχολούμαι με γράψιμο
μσν.
1. ορμώ, επιτίθεμαι
2. φρ. α) «κινῶ γλῶσσαν» — μιλώ
β) «κινῶ λίθον» — ενεργώ εχθρικά
γ) «κινῶ χεῖρα» — απλώνω το χέρι για να αρπάξω κάτι
δ) «κινῶ (τὴν) κοιλίαν» — προκαλώ διάρροια
μσν.-αρχ.
1. συνουσιάζομαι με γυναίκα
2. μτφ. μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («πότερον βλαβερὸν ἤ συμφέρον ταῖς πόλεσι τὸ κινεῖν τοὺς πατρίους νόμους», Αριστοτ.)
3. (μεσοπαθ.) εξεγείρομαι, στασιάζω
αρχ.
1. θίγω θέμα, προκαλώ συζήτηση για κάτι
2. αμφισβητώ μια υπόθεση
3. γραμμ. αλλάζω κατάληξη, κλίνομαι («τὰ ρήματα ἐκίνει τὸ τέλος», Απολλ. Δύσκ.)
4. (μτχ. παθ. παρακμ.) κεκινημένος, -ένη, -ον
α) αυτός που κατέχεται από ψυχική ταραχή, ο ταραγμένος («ὡς πρὸ τοῦ κεκινημένου τὸν σώφρονα δεῑ προαιρεῖσθαι φίλον», Πλάτ.)
β) αυτός που ασχολείται με κάτι
5. φρ. α) «κινῶ πᾱν χρῆμα» — χρησιμοποιώ κάθε μέσο
β) «κινῶ τὰ ἀκίνητα» — αναμιγνύομαι σε ιερά πράγματα (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κι-νέF-ω < ki-neu-
το ki- αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση, βρίσκομαι εν κινήσει» (πρβλ. κί-ω) και το -neu- αποτελεί ριζική επαύξηση (το -u- προ φωνήεντος αντιπροσωπεύεται με -F-). Απαντά και παράλληλος ενεστωτικός τ. κίνυμαι < κίνευμι. Η μακρότητα του -ι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι είναι δυσερμήνευτη, γιατί είναι προϊόν συνεσταλμένης βαθμίδας και θα έπρεπε να είναι βραχύ. Για την ερμηνεία αυτής της μακρότητας εικάζεται αναγωγή του θ. κι- τών τ. κινῶ / κίνυμαι σε kiә2- (>κῑ-), πρβλ. ἐκίαθον του κίω.
ΠΑΡ. κίνημα, κίνηση, κινητήρας, κινητής, κινητός, κίνητρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακινώ, διακινώ, εκκινώ, μετακινώ, παρακινώ, συγκινώ, υποκινώ
αρχ.
αντικινώ, αποκινώ, αυτοκινώ. επικινώ. κατακινώ. περικινώ. προανακινώ, προδιακινώ. προκινώ, συμμετακινώ, συμπερικινώ, συνανακινώ, υπανακινώ, υπαποκινώ
νεοελλ.
αργοκινώ, γοργοκινώ, κατασυγκινώ, ξανακινώ, ξεκινώ].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινώ -οῦς, ἡ [κινέω] Dor. beweging.