στῦλος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στῦλος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[столб]], [[подпора]], [[колонна]] (στέγης σ. Aesch.): στῦλοι [[πυρός]] NT огненные столпы;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[устой]], [[опора]] (δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὶ [[ἑδραίωμα]] NT);<br /><b class="num">3)</b> [[свая]], [[брус]] (σ. [[στρογγύλος]] Polyb.).
|elrutext='''στῦλος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[столб]], [[подпора]], [[колонна]] (στέγης σ. Aesch.): στῦλοι [[πυρός]] NT огненные столпы;<br /><b class="num">2</b> перен. [[устой]], [[опора]] (δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὶ [[ἑδραίωμα]] NT);<br /><b class="num">3</b> [[свая]], [[брус]] (σ. [[στρογγύλος]] Polyb.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 15:57, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῦλος Medium diacritics: στῦλος Low diacritics: στύλος Capitals: ΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: stŷlos Transliteration B: stylos Transliteration C: stylos Beta Code: stu=los

English (LSJ)

ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)), A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; στέγης A.Ag.898; δόμων E.IT50; σ. μονόλιθοι BGU1713 (ii/iii A.D.): metaph., σ. . . οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15. 2 στῦλος πυρός LXX Ex.13.21, Apoc.10.1. 3 wooden pole, E.Fr.203, Plb.1.22.4; (σκηνῆς) tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47. 4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
colonne, fig. soutien, appui.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στῦλος -ου, ὁ [~ στύω] zuil, pilaar ( m. n. om constructies te ondersteunen), pijler; overdr..; σ. οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες mannelijke kinderen zijn de pijlers van het huis Eur. IT 57; uitbr.. σ. πυρός een zuil van vuur NT Act. Ap. 10.1. plank. Hp. Art. 47.

Russian (Dvoretsky)

στῦλος:
1 столб, подпора, колонна (στέγης σ. Aesch.): στῦλοι πυρός NT огненные столпы;
2 перен. устой, опора (δόμων πατρῴων Eur.; σ. καὶ ἑδραίωμα NT);
3 свая, брус (σ. στρογγύλος Polyb.).

English (Strong)

from stuo (to stiffen; properly akin to the base of ἵστημι); a post ("style"), i.e. (figuratively) support: pillar.

English (Thayer)

(R G WH (Trin στῦλος (so L T (Tr in Passow (or Liddell and Scott), under the word, at the end (cf. Chandler §§ 274,275; Lipsius, Gram. Untersuch., p. 43), στύλου, ὁ (from Aeschylus and Herodotus down), the Sept. often for עַמּוּד, a pillar, column: στῦλοι πυρός, pillars of fire, i. e. flames rising like columns, ποιήσω αὐτόν στῦλον ἐν τῷ ναῷ τοῦ Θεοῦ μου, i. e. (dropping the figure) I will assign him a firm and abiding place in the everlasting kingdom of God, Lightfoot); Clement of Rome, 1 Corinthians 5,2 [ET] and the note in Gebhardt and Harnack (στῦλοι οἴκων εἰσί παῖδες ἄρσενες, Euripides, Iph. T. 57; examples from (Jewish writings are given by Schoettgen (on Galatians, the passage cited) and from) ecclesiastical writings by Suicer, Thesaurus, ii, p. 1045f; columen reipublicae, Cicero, pro Sest. 8,19, and often elsewhere in Latin authors); a prop or support: τῆς ἀληθείας, 1 Timothy 3:15.

Greek Monolingual

ο / στῡλος, ΝΜΑ
1. κάθε επίμηκες στερεό σώμα που χρησιμεύει κυρίως για την υποστήριξη στέγης ή τη στερέωση ενός αντικειμένου, στήλη, κίονας, κολόνα
2. μτφ. σταθερός προστάτης, ισχυρό έρεισμα (α. «ο πατέρας είναι ο στύλος της οικογένειας» β. «στῡλοι οἴκων... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες», Ευρ.)
νεοελλ.
1. βοτ. λεπτό σωληνόμορφο τμήμα του υπέρου, του γυναικείου οργάνου του άνθους, το οποίο συνδέει το στίγμα, δηλαδή το τμήμα του υπέρου που δέχεται τη γύρη, με την ωοθήκη
2. ανατ. ονομασία διαφόρων ανατομικών σχηματισμών λόγω της ομοιότητας του σχήματός τους με το παραπάνω σώμα
3. βιολ. εξέχον και λεπτό τμήμα ορισμένων οργάνων σε διάφορα ζώα
αρχ.
1. στήλη, συνήθως ξύλινη, που δεν χρησιμοποιείται για στήριξη ενός μόνο αντικειμένου, κάθε είδους στήλη («στῡλος ἐν πρῴραις στρογγύλος εἰστήκει», Πολ.)
2. μυτερό μεταλλικό ή κοκάλινο αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στ--λος έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με τη φωνηεντική του μορφή -- και μάλιστα μακρό αναφορικά προς το -- της λ. σταυρός, βλ. και λ. σταυρός, στοά, στύω) και επίθημα -λο-ς (πρβλ. στήλη, σκῦ-λο-ν). Η λ. στῦλος μπορεί να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sthūnā, αβεστ. stūna- «στύλος», τα οποία εμφανίζουν επίθημα σε -η- αντί -l-. Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη Ελληνική με τη σημ. «αιχμηρό αντικείμενο με το οποίο έγραφαν σε κηρωτή πινακίδα», η οποία προήλθε από τον λατ. τ. stilus (βλ. και λ. στυλ).
ΠΑΡ. στυλίδα(-ίς), στυλίδιο(ν), στυλίσκος, στυλίτης, στυλώ(-νω)
αρχ.
στυλάριον, στύλιον
αρχ.-μσν.
στυλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στυλοβάτης, στυλοειδής
αρχ.
στυλογλύφος, στυλοπαραστάς, στυλοπινάκιον, στυλοποιός
αρχ.-μσν.
στυλοπύρ
νεοελλ.
στυλογραφία, στυλογράφος, στυλοκέφαλο, στυλόλιθος, στυλοπάτι, στυλοφόρος, στύλωψ. (Β' συνθετικό) αμφιπρόστυλος, αραιόστυλος, άστυλος, δεκάστυλος, διάστυλος, εξάστυλος, εύστυλος, οκτάστυλος, περίστυλος, πολύστυλος, πρόστυλος, πυκνόστυλος, σύστυλος, τετράστυλος, υπόστυλος
αρχ.
αυτόστυλος, δωδεκάστυλος, εκατοντάστυλος / εκατόστυλος
νεοελλ.
δίστυλος, εξώστυλος, μακρόστυλος, μονόστυλος, ομόστυλος, ορθόστυλος, τρίστυλος.

Greek Monotonic

στῦλος: ὁ, κολόνα, ως υποστήριγμα ή θεμέλιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

στῦλος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς ὑποστήριγμα, Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες αὐτόθι 57. 2) ἁπλῶς στῦλος χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. στυλοειδής)· ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. στῦλος (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ εἶναι μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις εἶναι τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ στύω· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).)

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: column, pillar, support (Dor. Ion., trag., hell. a. late), also = Lat. stilus (late; cf. Sempoux Rev. belge de phil. 39, 736ff.).
Compounds: Compp., e.g. στυλο-βάτης, Dor. -τας m. foot of a doric column, compound of στῦλος and βῆ-ναι with τα-suffix (Dor. inscr., Pl. Com. a.o.; Fraenkel Nom. ag. 1, 34 a. 200f.), τετρά-στυλος consisting of four columns, -ον n. colonnade of four columns (inscr. a. pap. Rom. empire a.o.).
Derivatives: 1. Dimin.: στυλ-ίς f. (Att. inscr. a.o.), -ίσκος m. (Hp., hell. a. late), -ίδιον n. (Str.), -άριον n. (pap. IIIp). 2. -ίτης m. standing on one column, stylite (Suid.; Redard 27), f. -ίτισσα (Amasia; after Φοίνισσα, βασίλισσα a.o.). 3. Denom. verbs: -όω (also ὑπο-, δια-, ἀπο-) to support with columns (hell. a. late) with (ὑπο-)στύλ-ωμα, -ωσις (hell. a. late); -ίζω meaning uncertain (Ostr.) with ὑποστυλ-ισμός support (pap. IIp).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Beside στῦ-λος stands in Indoiran. Av. stū-na- m., stu-nā f., Skt. sthū-ṇā f. (on Mayrhofer Mél. d'indianisme [Paris 1968] 509 f.) pillar with suffixal l-n-variation (Benveniste Origines 43); the basic verb is in Greek represented by στύω (s. v.). Here also with diff. ablaut σταυρός and στοά (s. vv.). Cf. further στύπος. -- The length of the vowel is rather difficult with the proposed etymology; I rather suspect that the word is of Pre-Greek origin

Middle Liddell

στῦλος, ὁ,
a pillar, as a support or bearing, Hdt., etc.

Frisk Etymology German

στῦλος: {stũlos}
Grammar: m.
Meaning: Säule, Pfeiler, Stütze (dor. ion., Trag., hell. u. sp.), auch = lat. stilus (sp.; vgl. Sempoux Rev. belge de phil. 39, 736ff.).
Composita: Kompp., z.B. στυλοβάτης, dor. -τας m. ‘Fuß der dor. Säule’, Zusammenbildung von στῦλος und βῆναι mit τα-Suffix (dor. Inschr., Pl. Kom. u.a.; Fraenkel Nom. ag. 1, 34 u. 200f.), τετράστυλος aus vier Säulen bestehend, -ον n. Kolonnade von vier Säulen (Inschr. u. Pap. d. Kaiserz. u.a.).
Derivative: Davon 1. Demin.: στυλίς f. (att. Inschr. u.a.), -ίσκος m. (Hp., hell. u. sp.), -ίδιον n. (Str.), -άριον n. (Pap. IIIp). 2. -ίτης m. auf einer Säule stehend, Stylit (Suid.; Redard 27), f. -ίτισσα (Amasia; nach Φοίνισσα, βασίλισσα u.a.). 3. Denom. Verba: -όω (auch ὑπο-, δια-, ἀπο-) mit Säulen stützen (hell. u. sp.) mit (ὑπο-)στύλωμα, -ωσις (hell. u. sp.); -ίζω Bed. unsicher (Ostr.) mit ὑποστυλισμός das Aufstützen (Pap. IIp).
Etymology: Neben στῦλος steht im Indoiran. aw. stū̆-na- m., stu- f., aind. sthū-ṇā f. (zu Mayrhofer Mél. d'indianisme [Paris 1968] 509 f.) Säule mit suffixalem l-n-Wechsel (Benveniste Origines 43); das zugrunde liegende Verb wird im Griech. durch στύω (s. d.) vertreten. Hierher noch mit anderem Ablaut σταυρός und στοά (s. dd.). Vgl. noch στύπος.
Page 2,813

Chinese

原文音譯:stÚloj 士替羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:柱 相當於: (עַמּוּד‎)
字義溯源:支柱,柱子,柱,圓柱,柱石;源自(στῦλος)X*=使強而有力)。比較: (ἵστημι)=站*
出現次數:總共(4);加(1);提前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 柱石(2) 加2:9; 提前3:15;
2) 柱(1) 啓10:1;
3) 柱子(1) 啓3:12

Mantoulidis Etymological

Σχετίζεται μέ τό σταυρός. Ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

pillar

Ainu: イクㇲペ; Albanian: shtyllë; Arabic: عمود‎; Egyptian Arabic: عمود‎; Armenian: սյուն, կոթող, հենարան, նեցուկ, պատվար, հենասյուն; Old Armenian: սիւն; Aromanian: stur, stil, durec; Assamese: খুঁটা, থাম; Asturian: pilar; Azerbaijani: dirək, sütun; Bashkir: бағана, баған; колонна; Berber Tashelhit: anbdad; Bikol Central: harigi; Breton: post, peul; Bulgarian: стълб, колона; Catalan: pilar; Chinese Mandarin: 柱子; Czech: pilíř; Dalmatian: chilauna; Danish: søjle; Dutch: pijler, zuil, pilaar; Esperanto: piliero; Etruscan: 𐌚𐌀𐌋𐌀 inanimate; Finnish: pylväs, pilari; French: pilier, pile; Galician: piar; Georgian: სვეტი, დედაბოძი, საყრდენი; German: Pfeiler, Säule; Gothic: 𐍃𐌰𐌿𐌻𐍃; Greek: στυλοβάτης, κολώνα, στύλος; Ancient Greek: στῦλος, κίων; Hawaiian: kia; Hebrew: עמוד‎; Hindi: स्तंभ, खंभा; Hungarian: oszlop; Indonesian: pilar, tiang; Irish: piléar; Italian: pilastro; Japanese: 柱; Kazakh: діңгек; Khmer: សសរ; Korean: 기둥; Latin: columna; Lithuanian: piliorius; Macedonian: столб, дирек; Malay: tiang; Malayalam: തൂണ്, സ്തംഭം; Manchu: ᡨᡠᡵᠠ; Maori: pou, himu; Mongolian: багана; Norwegian Bokmål: søyle; Nynorsk: søyle; Nupe: ekpó; Occitan: pilar; Persian: ستون‎; Polish: filar; Portuguese: pilar; Romanian: stâlp; Russian: столб, колонна; Sanskrit: स्तम्भ, स्थूणा; Scottish Gaelic: colbh, carragh; Serbo-Croatian Cyrillic: стуб, ступ, стубац, ступац; Roman: stub, stup, stubac, stupac; Slovak: pilier; Slovene: steber, slop; Sorbian Lower Sorbian: słup; Spanish: pilar; Swahili: majabali; Swedish: pelare, stöttepelare, kolonn; Tagalog: haligi; Tahitian: arati'a; Telugu: స్తంభము, స్థూణ, కంబము; Thai: เสา; Turkish: sütun; Vietnamese: cột; Yoruba: òpó, òpómúléró; Yucatec Maya: nahil koh