ἐρυθρός: Difference between revisions
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erythros | |Transliteration C=erythros | ||
|Beta Code=e)ruqro/s | |Beta Code=e)ruqro/s | ||
|Definition=ά, όν, [ῠ by nature, Ar.Ach.787, al.: hence the later Comp. and Sup. are perhaps ἐρυθρώτερος, ἐρυθρώτατος, as in Pl.Ti.83b, Epin. 987c; but the metre requires ἐρυθρότερος in Anaxandr.22, Dromo 1, cf. Choerob. in Theod.2.76]:—<br><span class="bld">A</span> [[red]], [[νέκταρ]] ἐρυθρόν Il.19.38, Od.5.93; [[χαλκός]] Il. 9.365; χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] Thgn.450; [[κῆρυξ]] ἐρυθρὸς, a [[ship]] [[paint]]ed with [[vermilion]], Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]3.57; ἐρυθρότερον κόκκον Dromo [[l.c.]]; ἐρυθρὸν [[πέλανος]], of [[blood]], A.Eu.265 (lyr.); [[ἐρυθρά]], τά, [[red pimples]], [[eruption]], Hp.Liqu.6; but ἐρυθρὰ διελθόντα [[red]] [[motion]]s, Id.Coac.178.<br><span class="bld">2</span> [[ἐρυθρά]], ἡ = [[μελισσόφυλλον]], Ps.-Dsc.3.104; [[ἐρυθρός]], [[ὁ]] (''[[sc.]]'' [[ῥοῦς]]), [[fruit]] of the [[ῥοῦς]] βυρσοδεψική, Dsc.1.108.<br><span class="bld">3</span> [[ἐρυθρόν]], τό, ᾠοῦ [[yolk]], Sor.1.124, Orib.Syn.5.13.<br><span class="bld">II</span> [[Ἐρυθρὴ θάλασσα]] in [[Herodotus|Hdt.]] the [[Indian Ocean]], in which the [[Red Sea]] ([[Ἀράβιος]] [[κόλπος]]) is sometimes included (of the existence of the Persian Gulf he was ignorant), 1.180, 2.11,158, 4.42, al.; [[πόντος]] Ἐρυθρός Pi.P.4.251—later the [[Red Sea]] only, OGI69,186,190, al.: also of the [[Persian Gulf]], X.Cyr.8.6.20, D.S.2.11; Peripl.M.Rubr. prob. mentions [[Zanzibar]] and [[China]]; used of remote and unknown places, μόνον οὐκ ἐπὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλατταν πρεσβείας [[πέμπειν]] D.19.304: really ἡ [[Ἐρύθρα θάλασσα]] = [[sea of Erythras]], acc. to Agatharch.5. (Lat. rubrofr. *rudhro-, cf. Skt. rudhirá-; v. [[ἐρεύθω]].) | |Definition=ά, όν, [ῠ by nature, Ar.Ach.787, al.: hence the later Comp. and Sup. are perhaps ἐρυθρώτερος, ἐρυθρώτατος, as in Pl.Ti.83b, Epin. 987c; but the metre requires ἐρυθρότερος in Anaxandr.22, Dromo 1, cf. Choerob. in Theod.2.76]:—<br><span class="bld">A</span> [[red]], [[νέκταρ]] ἐρυθρόν Il.19.38, Od.5.93; [[χαλκός]] Il. 9.365; χρυσὸν ἐρυθρὸν [[ἰδεῖν]] Thgn.450; [[κῆρυξ]] ἐρυθρὸς, a [[ship]] [[paint]]ed with [[vermilion]], Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]3.57; ἐρυθρότερον κόκκον Dromo [[l.c.]]; ἐρυθρὸν [[πέλανος]], of [[blood]], A.Eu.265 (lyr.); [[ἐρυθρά]], τά, [[red pimples]], [[eruption]], Hp.Liqu.6; but ἐρυθρὰ διελθόντα [[red]] [[motion]]s, Id.Coac.178.<br><span class="bld">2</span> [[ἐρυθρά]], ἡ = [[μελισσόφυλλον]], Ps.-Dsc.3.104; [[ἐρυθρός]], [[ὁ]] (''[[sc.]]'' [[ῥοῦς]]), [[fruit]] of the [[ῥοῦς]] βυρσοδεψική, Dsc.1.108.<br><span class="bld">3</span> [[ἐρυθρόν]], τό, ᾠοῦ [[yolk]], Sor.1.124, Orib.Syn.5.13.<br><span class="bld">II</span> [[Ἐρυθρὴ θάλασσα]] in [[Herodotus|Hdt.]] the [[Indian Ocean]], in which the [[Red Sea]] ([[Ἀράβιος]] [[κόλπος]]) is sometimes included (of the existence of the Persian Gulf he was ignorant), 1.180, 2.11,158, 4.42, al.; [[πόντος]] Ἐρυθρός Pi.P.4.251—later the [[Red Sea]] only, OGI69,186,190, al.: also of the [[Persian Gulf]], X.Cyr.8.6.20, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.11; Peripl.M.Rubr. prob. mentions [[Zanzibar]] and [[China]]; used of remote and unknown places, μόνον οὐκ ἐπὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλατταν πρεσβείας [[πέμπειν]] D.19.304: really ἡ [[Ἐρύθρα θάλασσα]] = [[sea of Erythras]], acc. to Agatharch.5. (Lat. rubrofr. *rudhro-, cf. Skt. rudhirá-; v. [[ἐρεύθω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:00, 27 March 2024
English (LSJ)
ά, όν, [ῠ by nature, Ar.Ach.787, al.: hence the later Comp. and Sup. are perhaps ἐρυθρώτερος, ἐρυθρώτατος, as in Pl.Ti.83b, Epin. 987c; but the metre requires ἐρυθρότερος in Anaxandr.22, Dromo 1, cf. Choerob. in Theod.2.76]:—
A red, νέκταρ ἐρυθρόν Il.19.38, Od.5.93; χαλκός Il. 9.365; χρυσὸν ἐρυθρὸν ἰδεῖν Thgn.450; κῆρυξ ἐρυθρὸς, a ship painted with vermilion, Orac. ap. Hdt.3.57; ἐρυθρότερον κόκκον Dromo l.c.; ἐρυθρὸν πέλανος, of blood, A.Eu.265 (lyr.); ἐρυθρά, τά, red pimples, eruption, Hp.Liqu.6; but ἐρυθρὰ διελθόντα red motions, Id.Coac.178.
2 ἐρυθρά, ἡ = μελισσόφυλλον, Ps.-Dsc.3.104; ἐρυθρός, ὁ (sc. ῥοῦς), fruit of the ῥοῦς βυρσοδεψική, Dsc.1.108.
3 ἐρυθρόν, τό, ᾠοῦ yolk, Sor.1.124, Orib.Syn.5.13.
II Ἐρυθρὴ θάλασσα in Hdt. the Indian Ocean, in which the Red Sea (Ἀράβιος κόλπος) is sometimes included (of the existence of the Persian Gulf he was ignorant), 1.180, 2.11,158, 4.42, al.; πόντος Ἐρυθρός Pi.P.4.251—later the Red Sea only, OGI69,186,190, al.: also of the Persian Gulf, X.Cyr.8.6.20, D.S.2.11; Peripl.M.Rubr. prob. mentions Zanzibar and China; used of remote and unknown places, μόνον οὐκ ἐπὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλατταν πρεσβείας πέμπειν D.19.304: really ἡ Ἐρύθρα θάλασσα = sea of Erythras, acc. to Agatharch.5. (Lat. rubrofr. *rudhro-, cf. Skt. rudhirá-; v. ἐρεύθω.)
German (Pape)
[Seite 1036] (ἐρεύθω), roth, dunkelroth, οἶνος, νέκταρ, χαλκός, Od. 5, 93. 165 Il. 9, 365 u. öfter; οἶνος Archil. 49; vom Blute, ἐρυθρὸς ἐκ μελέων πέλανος Aesch. Eum. 265; πόντος, rothes Meer, s. nom. nr.; von der Farbe des Mennig, Her. 3, 57; Scharlach, κόκκου ἐρυθρότερος Drom. com. bei Ath. VI, 240 d, wie Xen. Oec. 10, 2; bei Plat. Tim. 83 b schreibt Bekker ἐρυθρώτερον, wie Epinom. 987 c ἐρυθρώτατον.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. rouge;
II. ἡ Ἐρυθρὰ θάλασσα, la mer Rouge, càd :
1 l'Océan indien, non seulement la mer Rouge, mais en outre la partie de l'Océan de l'Afrique à l'Hindoustan;
2 postér. le golfe Persique.
Étymologie: R. Ῥυθ- > ἐρυθ-, être rouge ; cf. lat. ruber, rufus, rutilus.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῠθρός: красный (οἶνος, χαλκός Hom.; κῆρυξ Her. - о корабле; sc. αἵματος χρῶμα Plat.; φλόξ Arst.): ἐ. ἐκ μελέων πέλανος Aesch. = αἷμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθρός: -ά, -όν, τὸ υ φύσει βραχὺ Ἀριστοφ. Ἀχ. 787, Ἱππ. 1088, Ὄρν. 145˙ ὥστε οἱ ὀρθοὶ τύποι τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι -ώτερος, -ώτατος, ὡς ἐν Πλάτ. Τιμ. 83Β, Ἐπιν. 987C· ἀλλὰ τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ -ότερος ἐν Ἀναξανδρίδ. ἐν «Κερκίῳ» 1, Δρόμων ἐν «Ψαλτρίᾳ» 1. Κόκκινος, Λατ. ruber, ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ νέκταρος καὶ τοῦ οἴνου, Ἰλ. Τ. 38, Ὀδ. Ε. 93˙ τοῦ χαλκοῦ, Ἰλ. Ι. 365 (ἴδε τὴν λ. χαλκός)˙ τοῦ χρυσοῦ, Θέογν. 450˙ τῆς μίλτου, Ἡρόδ. 3. 57˙ τοῦ κόκκου («πρινοκοκκίου»), Δρόμων ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 265: - ἐρυθρά, τά, ἐρυθραὶ φλύκταιναι, ἐξανθήματα, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 147, 427, 1, κτλ. ΙΙ. Ἐρυθρὴ Θάλασσα παρ’ Ἡροδ. περιλαμβάνουσα τήν τε «Ἐρυθρὰν θάλασσαν» ἢ Ἀραβικὸν κόλπον καὶ τὸν Ἰνδικὸν Ὠκεανὸν (περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Περσικοῦ κόλπου διετέλει ἐν ἀγνοίᾳ), 1. 180, 202., 2. 8, 158., 4. 39˙ οὕτω, πόντος Ἐρ. Πινδ. Π. 4. 448: - ἀκολούθως καὶ ἐπὶ τοῦ Περσικοῦ κόλπου, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 10, Διόδ. 2. 11˙ ἐν χρήσει ἀορίστως ἐπὶ μακρὰν ἀπεχόντων καὶ ἀγνώστων τόπων, μόνον οὐκ ἐπὶ τὴν Ἐρ. θάλατταν πρεσβείας πέμπειν Δημ. 438. 20. Πρβλ. Ἐρυθραῖος. (Ἐκ τῆς √ΕΡΥΘ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἐρεύθω, ἐρυσίβη˙ πρβλ. Σανσκρ. rudh-iram (αἷμα), rohit-as (ἐρυθρός)˙ Λατιν. rub-er, ruf-us, rut-ilus, rob-igo (Ὀμβρ. ruf-ru)˙ Γοτθ. ga-riud-jo (αἰδημοσύνη)˙ Παλαιο-Σκανδιν. rjoò-r (ruddy), rjoò-a· Ἀγγλο-Σαξον. reód-an (κοκκινίζω)˙ Παλαιο-Ὑληλο-Γερμαν. rôt, rost (roth, red), κτλ.
English (Autenrieth)
red, ruddy; οἶνος, νέκταρ, χαλκός, Od. 9.163, Τ 3, Il. 9.365.
English (Slater)
ἐρυθρός red πόντῳ τ' ἐρυθρῷ the Red Sea (P. 4.251)
English (Strong)
of uncertain affinity; red, i.e. (with θάλασσα) the Red Sea: red.
English (Thayer)
ἐρυθρᾷ, ἐρυθρον, red; from Homer down; in the N.T. only in the phrase ἡ ἐρυθρᾷ θάλασσα the Red Sea (from Herodotus down (cf. Rawlinson's Herod. vol. i., p. 143)), i. e. the Indian Ocean washing the shores of Arabia and Persia, with its two gulfs, of which the one lying on the east is called the Persian Gulf, the other on the opposite side the Arabian. In the N.T. the phrase denotes the upper part of the Arabian Gulf (the Heroopolite Gulf, so called (i. e. Gulf of Suez)), through which the Israelites made their passage out of Egypt to the shore of Arabia: Sept. for יַם־סוּף, the sea of sedge or sea-weed (cf. B. D. as below). Cf. Win: RWB under the word Meer rothes; Pressel in Herzog ix., p. 239ff; Furrer in Sehenkel iv. 150ff; (B. D., see under the words, Smith's Bible Dictionary, Red Sea and Red Sea, Passage of; Trumbull, Kadesh-Barnea, p. 352ff).)
Greek Monolingual
-ά και -ή, -ό (AM ἐρυθρός, -ά, -όν
Α και ἐρυθρός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει το χρώμα του αίματος ή του άνθους της παπαρούνας, ο κόκκινος
2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» — η θάλασσα μεταξύ της Αραβίας και του βόρειου τμήματος της ανατολικής ακτής της Αφρικής
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ερυθρό(-ν)
το κόκκινο χρώμα, ένα από τα θεμελιώδη απλά χρώματα της φύσης και από τα επτά χρώματα του ηλιακού φάσματος
νεοελλ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ερυθροί
οι κόκκινοι, οι κομμουνιστές
2. το θηλ. ως ουσ. η ερυθρά
μολυσματικό, εξανθηματικό νόσημα της παιδικής κυρίως ηλικίας
3. φρ. α) «ερυθρά χρώματα» — τα χρωστικά του ερυθρού χρώματος που χρησιμοποιούνται για τη ζωγραφική και γενικά για έγχρωμα επιχρίσματα
β) «Ερυθρός Σταυρός» — διεθνής οργάνωση που έχει σκοπό την περίθαλψη ασθενών και τραυματιών σε ειρηνική και πολεμική περίοδο
γ) «Ερυθρά Ημισέληνος» — το αντίστοιχο του Ερυθρού Σταυρού στις μουσουλμανικές χώρες
δ) «ερυθρά σημαία» — η σημαία τών κομμουνιστών
μσν.
φρ. «ἐρυθρά γράμματα» — αυτοκρατορικό έγγραφο
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρυθρά
ερυθρές φλύκταινες, εξανθήματα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐρυθρόν
ο κρόκος του αβγού
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρυθρά
το μελισσόφυλλο
4. φρ. «Ἐρυθρή θάλασσα»
α) αυτή που περιλαμβάνει τον Αραβικό κόλπο και τον Ινδικό Ωκεανό
β) άγνωστοι και πολύ απομακρυσμένοι τόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύθω, συνδέεται με λατ. ruber «ερυθρός», αρχ. σλαβ. rŭdrŭ, αρχ. ινδ. rudhira και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα rudh-rό-, η οποία αποτελεί τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας reudh- «κόκκινος» (πρβλ. ερεύθω, έρευθος). Το ρ. ερυθαίνομαι (< ερυθρός) ανάγεται στην ίδια ρίζα του τ. ερυθρός με διαφορετικά επιθήματα: rudh-r, rudh-n. Στη ΝΕ το επίθετο ερυθρός χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος, π.χ. Ερυθρός Σταυρός, Ερυθρά Θάλασσα, Ερυθρόδερμος κ.λπ., ενώ για τη δήλωση γενικά του κόκκινου χρώματος χρησιμοποιείται το επίθετο κόκκινος (< κόκκος «βαφική ουσία») που στην Αρχ. Ελληνική δήλωνε το άλικο, ζωηρό κόκκινο χρώμα.
ΠΑΡ. ερυθραίνω, ερυθρίνος, ερυθριώ, ερυθρόνιο, ερυθρότητα (AM -ότης), ερυθρώ
αρχ.
ερυθρανός, ερυθριάζω, ερύθριον, ερυθρώδης
αρχ.-μσν.
ερυθραίος
μσν.
ερυθρίδη, ερυθρώος
νεοελλ.
ερύθρασμα, ερύθρημα, ερυθρίνη, ερύθρωση, ερύθρωτος.
ΣΥΝΘ. ερυθροειδής, ερυθροκίτρινος, ερυθρόπους, ερυθροπρόσωπος, ερυθρόστικτος, ερυθρόχρους
αρχ.
ερυθρόβωλος, ερυθρόγραμμος, ερυθρόγραφος, ερυθροδάκτυλος, ερυθροκάρδιος, ερυθρόκομος, ερυθρόκυτον, ερυθρόπελας, ερυθροποίκιλος, ερυθρόχλωρος, ερυθρόχρως
αρχ.-μσν.
ερυθρόδανος
μσν.
ερυθραυγής, ερυθρόβαπτος, ερυθροδόκη
μσν.- νεοελλ.
ερυθρόβαφος, ερυθρομέλας, ερυθροσήμαντος, ερυθρόφυλλος
νεοελλ.
ερυθρελάτη, ερυθροβάκιλλος, ερυθροβλάστη, ερυθρογράφος, ερυθροδανίνη, ερυθρόδερμος, ερυθροθεραπεία, ερυθροθώρακας, ερυθροίδημα, ερυθρόκαρπος, ερυθροκενταυρίνη, ερυθροκερατοδερμία, ερυθροκύτταρο, ερυθροκύτωση, ερυθρόλοφος, ερυθρολυσία, ερυθρομελία, ερυθρόνωτος, ερυθρόξυλο, ερυθροπάρειος, ερυθροπλακία, ερυθροποίηση, ερυθροπύρωση, ερυθροπώγων, ερυθρορρητίνη, ερυθρόρριζος, ερυθρόρρυγχος, ερυθρόσπερμος, ερυθρόστερνος, ερυθρόστομος, ερυθρόσωμος, ερυθρότεφρος, ερυθρόφαιος, ερυθρόφθαλμος, ερυθροχίτων, ερυθρόχρυσος, ερυθροψία, ερυθρωπός].
Greek Monotonic
ἐρυθρός: -ά, -όν· (το ῠ φύσει, έτσι ώστε οι ορθοί τύποι συγκρ. και υπερθ. είναι -ώτερος, -ώτατος)·
I. κόκκινος, Λατ. ruber, λέγεται για το χρώμα του νέκταρος και του κρασιού, σε Όμηρ.· του χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον χρυσό, σε Θέογν.· λέγεται για το μίνιο, σε Ηρόδ.· λέγεται για το αίμα, σε Αισχύλ.
II. Ἐρυθρὴ θάλασσα, στον Ηρόδ., η Ερυθρά θάλασσα, που συμπεριελάμβανε όχι μόνο την Ερυθρά θάλασσα ή Αραβικό Κόλπο, αλλά και τον Ινδικό Ωκεανό· έπειτα επίσης, λέγεται και για τον Περσικό Κόλπο, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: red (Il.).
Other forms: My χ. e-ru-to-ro, e-ru-ta-ra.
Compounds: E.g. ἐρυθρό-πους with red feet bird-name (Ar.); ἐξ-έρυθρος reddish as sign of illness (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 67f.), λευκ-έρυθρος white-red, flat-red (Arist.; Risch IF 59, 60).
Derivatives: ἐρυθρίας m. "the red", surname after the red colour (Arist.; cf. ὠχρίας etc. and Chantraine Formation 93, Schwyzer-Debrunner 18); ἐρυθρῖνος, also with dissimilation (or after ἐρυθαίνομαι, s. below) ἐρυθῖνος name of a fish (Arist.; Strömberg Fischnamen 21); Ἐρυθῖνοι pl. name of a town (Β 855; cf. Ἐρυθραί below); ἐρυθρόδανον, -ος plant (Dsc.), also ἐρευθέδανον, s. ἐρεύθω; ἐρυθραῖος = ἐρυθρός (D. P.); ἐρυθρότης red colour (Gal.). - Pl. f. Ἐρυθραί torn in Ionia (Hdt.; from the Trachyt-rocks) with Ἐρυθραϊκὸν σατύριον plant-name (Dsc., Plin.), also ἐρυθρόνιον (Ps.-Dsc.; after Ίόνιον and other nouns in -όνιον); Ἐρυθραϊκός also from ἡ Ἐρυθρά (θάλασσα; adjunct of κυβερήτης, inscr. Ip). - Denomin. verbs ἐρυθριάω become red (Att.; after the verbs of disease in -ιάω; Schwyzer 732) with ἐρυθρίασις, -ησις (Hp., H.); ἐρυθραίνομαι, -ω become, make red (X.). - Also ἐρυθαίνομαι, -ω, aor. ἐρύθηνα id. (Il.) with ἐρύθημα becoming red, redness (Hp., Th.); s. below.
Origin: IE [Indo-European] [872] *h₁reudh- red/
Etymology: Old adjective: Lat. ruber, R.-CSl. rьdьrъ (s. Vasmer Russ. et. Wb. s. rëdryi), Toch. A. rtär, B. rätre, Skt. rudhirá- (reshaped after rudhi- in rudhikrā́- name of a demon); OWNo. rođra f. blood. - Othe languages have a diff. stem. OWNo. rjōđr, OE rēod have against most Germanic forms (s. below) the same vowel as the verbs rjōđa, resp. rēodan (= ἐρεύθω, s. v.) and may therefore be secondary; a basic form IE *h₁reudhós agrees with λευκός (beside λεύσσω). An old eu can also be found in Lith. raũdas, Lat. (dial.) rūfus, rōbus, Celt., e. g. OIr. rūad, Skt. lohá- reddish m. n. red metall, copper, iron. The forms mentioned may also continue IE *h₁roudhos, which is seen in most Germanic forms, Goth. rauÞs, ONo. rauđr, OE rēad, OHG rōt. - (The old denomin. ἐρυθαίνομαι points together with ἐρυθρός to an orig. r-n-stem *rudh-r-, *rudh-n-). There existed perhaps a neutral s-stem *h₁réudhos (= ἔρευθος), and a verb *h₁réudhō (= ἐρεύθω).; the o-stem had o-vocalism in *h₁roudhos. See Pok. 872f., W.-Hofmann s. ruber, Ernout-Meillet s. rubeō; and Porzig Gliederung 194f., Schwentner KZ 73, 110ff. - S. also ἐρεύθω but ἐρυσίβη.
Middle Liddell
ἐρυθρός, ή, όν [ῠ by nature, so that the correct forms of the comp. and Sup. are -ώτερος, -ώτατος]
I. red, Lat. ruber, of the colour of nectar and wine, Hom.; of copper, Il.; of gold, Theogn.; of minium, Hdt.; of blood, Aesch.
II. Ἐρυθρὴ θάλασσα in Hdt. the Erythraean sea, including not only the Red Sea or Arabian Gulf, but also the Indian Ocean:—Later also of the Persian Gulf, Xen.
Frisk Etymology German
ἐρυθρός: {eruthrós}
Forms: Myk. e-ru-to-ro, e-ru-ta-ra.
Meaning: rot (seit Il.).
Composita: Auch in Kompp. wie ἐρυθρόπους mit roten Füßen Vogelname (Ar.) usw.; ἐξέρυθρος rötlich als Krankheitssymptom, abnorm rot (Hp., Arist., Thphr. usw.; Strömberg Prefix Studies 67f.), λευκέρυθρος weißrot, blaßrot (Arist. u. a.; Risch IF 59, 60).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἐρυθρίας m. "der Rote", Beiname nach der roten Farbe (Arist., Pap.; vgl. ὠχρίας usw. und Chantraine Formation 93, Schwyzer-Debrunner 18); ἐρυθρῖνος, auch mit Dissimilation (oder nach ἐρυθαίνομαι, s. unten) ἐρυθῖνος N. eines Fisches (Arist. usw.; Strömberg Fischnamen 21); Ἐρυθῖνοι pl. N. einer Stadt (Β 855; vgl. Ἐρυθραί unten); ἐρυθρόδανον, -ος Pflanze (Dsk. u. a.), auch ἐρευθέδανον, s. ἐρεύθω; ἐρυθραῖος = ἐρυθρός (D. P.); ἐρυθρότης rote Farbe (Gal. u. a.). — Pl. f. Ἐρυθραί Stadt Ioniens (Hdt. usw.; von der dunkel-rötlichen Farbe der innerhalb des Stadtbezirkes anstehenden Trachytfelsen) mit Ἐρυθραϊκὸν σατύριον Pflanzenname (Dsk., Plin.), auch ἐρυθρόνιον (Ps.-Dsk.; nach Ἰόνιον und anderen Nomina auf -όνιον); Ἐρυθραϊκός auch von ἡ Ἐρυθρά (θάλασσα; Beiwort von κυβερήτης, Inschr. Ip). — Denominative Verba. 1. ἐρυθριάω erröten (att. usw.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω; Schwyzer 732) mit ἐρυθρίασις, -ησις (Hp., H.); 2. ἐρυθραίνομαι, -ω rot werden, rot färben (X., Arist., Thphr. u. a.). — Daneben ἐρυθαίνομαι, -ω, Aor. ἐρύθηνα ib. (ep. poet. seit Il., späte Prosa) mit ἐρύθημα Errötung, Röte (Hp., Th., E. usw.); vgl. unten.
Etymology: Altes Farbenadjektiv, in mehreren Sprachen erhalten: lat. rŭber, r.-ksl. rьdьrъ (vgl. Vasmer Russ. et. Wb. s. rëdryĭ), toch. A. rtär, B. rätre, aind. rudhirá- (nach rudhi- in rudhikrā́- Dämonenname umgebildet); dazu die Ableitung awno. rođra f. Blut. — Andere Sprachen weichen in der Stammbildung ab. Awno. rjōđr, ags. rēod haben im Unterschied von der Mehrzahl der germanischen Formen (s. unten) denselben Vokal wie die entsprechenden primären Verba rjōđa, bzw. rēodan (= ἐρεύθω, s. d.) und unterliegen deshalb dem Verdacht, sekundär zu sein; eine Grundform idg. *reudhós stimmt andererseits zu λευκός (neben λεύσσω). Ein alter eu-Diphthong kann an sich auch vorliegen in lit. raũdas, lat. (dial.) rūfus, rōbus, kelt., z. B. air. rūad, aind. lohá- rötlich m. n. rötliches Metall, Kupfer, Eisen. Die genannten Formen können indessen auch idg. *roudhos fortsetzen, das von der Mehrzahl der germanischen Formen, got. rauþs, ano. rauđr, ags. rēad, ahd. rōt, gefordert wird und dadurch an Wahrscheinlichkeit gewinnt. — Das alte Denominativum ἐρυθαίνομαι läßt zusammen mit ἐρυθρός und Verw. auf einen ursprünglichen r-n-Stamm *rudh-r-, *rudh-n- schließen. Neben diesem Nomen waren teils ein neutraler s-Stamm *réudhos (= ἔρευθος), teils ein primäres Verb *réudhō (= ἐρεύθω) in alter Zeit vorhanden; hinzu kommt der o-Stamm mit erwartetem o-Vokal der Stammsilbe in *roudhos. Dieser muß am ehesten substantivische Funktion gehabt haben (rote Farbe, Röte), vgl. z. B. lat. lūcus aus idg. *louqos neben λευκός (s. d.). Über das chronologische Verhältnis dieser Bildungen lassen die vorhandenen Formen keine sicheren Schlüsse zu; nur muß das Adjektiv *rudhrós uralt sein. Weitere Formen mit Lit. bei WP. 2, 358f., Pok. 872f., W.-Hofmann s. ruber, Ernout-Meillet s. rubeō; dazu noch Porzig Gliederung 194f., Schwentner KZ 73, 110ff. — S. auch ἐρεύθω und ἐρυσίβη.
Page 1,567-568
Chinese
原文音譯:™ruqrÒj 誒呂特羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:紅
字義溯源:紅^;用來說到紅的顏色,如:酒,血;也用來說到紅海
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 紅(2) 徒7:36; 來11:29
Mantoulidis Etymological
(=κόκκινος). Ἀπό ρίζα ἐρυθ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα ἐρυθαίνω (=κάνω κάτι κόκκινο), ἐρύθημα (=κοκκινάδα), ἐρυθραίνω, ἐρύθρημα, ἐρυθριάω (=κοκκινίζω), ἐρυθρότης, ἐρυθρίας, ἐρεύθω (=κάνω κάτι κόκκινο), ἔρευθος (=κοκκινάδα), ἐρυσίβη (=ἀρρώστια τῶν φυτῶν).