ψυχρός
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ά, όν,
A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say 'cold steel') 5.75: freq. of water, ψ. ὕδωρ Od.9.392, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263; λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37; ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30 (Epid., ii A. D.) (but τὸ ψυχρόν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142); ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3: of the air, αὔρη ψ. Od.5.469; αἰθήρ Pi.O.13.88 (s.v.l.); νύκτες Th.7.87; κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl.263: especially of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: Comp. ψυχρότερος Hdt.2.22, Pl.Phlb. 24b: Sup. ψυχρότατος D.S.1.41.
II metaph.,
1 ineffectual, vain, ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49; ψ. παραγκάλισμα S.Ant.650; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88.
2 of feelings, ψ. τέρψις, ἐλπίς, E.Alc.353, IA1014.
3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23; ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1; ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5; οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15.
4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named) ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th.848; σκῶμμα.. σφόδρα ψ. Eup.244; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg.802d; ἕωλα καὶ ψ. D.21.112; πρᾶγμα.. φρέατος.. ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179, cf. Arist.Rh.1405b34, Demetr.Eloc.114, etc.: hence jokes in Ar.Ach.138-140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves, γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3. Adv., ὁ δ' αὖ Θέογνις ψυχρὸς ὢν ψυχρῶς ποιεῖ Ar.Th.170; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr. Char.2.4; τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd.284e.
5 silly, γραϊδίοις ψυχροῖς ὁμιλοῦντες Jul.Ep.89b. [Written ψυχθρός IG12(5).1104 (Syros, ii A. D.); cf. conversely μάκρα for μάκτρα (ψυχρός orig. 'cooled by blowing' from ψύχω 'blow').]
German (Pape)
[Seite 1405] kalt, frostig, kühl, frisch, erfrischend; Hom. ὕδωρ, Od. 9, 392. 17, 209; χάλαζα, Il. 15, 171; νιφάδες, χιών, 19, 358. 22, 152; auch χαλκός, 5, 75; Βορέας Pind. Ol. 3, 34; αἰθήρ, αὖραι, 13, 85. 9, 104; von allen Todten, Soph. O. C. 628, vgl. Valck. Phoen. 1448; δέμας, νέκυς, Lycophr. 396. 1113. – Gegensatz von θερμός, Plat. Phaed. 96 b u. öfter; ψυχρῷ λοῦνται Her. 2, 37. – Übertr., kalt, frostig, abgeschmackt, von Worten, Witzen u. Späßen, und von Menschen, kaltsinnig, ohne Theilnahme, gleichgültig, ohne Geist und Leben; Ar. Plut. 263. 658 Th. 848; vgl. Plat. Euthyd. 284 e Legg. VII, 802 d; im Gegensatz von σεμνός Isocr. 2, 34; vgl. Xen. Cyr. 8, 4,22; ὄνομα Dem. 19, 187; Sp. – Vom Leben od. Geschicke der Menschen, Schauder erregend, schauderhaft, θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις Soph. Ant. 88; ärmlich, elend, βίος B. A. 116, durch δυσκίνητος erkl. – Von Haudlungen, erfolglos, vergeblich, ἐπικουρία Her. 6, 108, νίκη, nichtiger, eitler Sieg, 9, 49, ἐλπίς Eur. I. A. 1014.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
A. froid :
I. au propre : τὸ ψυχρόν (ὕδωρ) l'eau froide pour se laver, ou en gén. le froid;
II. fig. froid, glacial :
1 en parl. du style;
2 en parl. d'actions froid ; stérile, vain, inutile, nul, insignifiant : ψυχρὰ ἐπικουρίη HDT secours vain ; ψυχρὰ νίκη HDT victoire insignifiante ; ψυχρὰ ἐλπίς EUR vaine espérance ; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχειν SOPH s'enflammer pour des choses qui font frissonner;
3 en parl. de pers. indifférent, insensible ; non passionné ou glacé de frayeur ; misérable, malheureux, triste;
B. qui refroidit, qui glace;
Cp. ψυχρότερος, Sp. ψυχρότατος.
Étymologie: ψύχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχρός -ά -όν [ψύχω] koud, koel; subst. τὸ ψυχρόν koud water:; λοῦνται ψυχρῷ zij wassen zich met koud water Hdt. 2.37.3; ποτήριον ψυχροῦ een beker koud water NT Mt. 10.42; kou, koude:; ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ door de kou Hdt. 1.142.2; pl. subst. τὰ ψυχρά kou; koude voorwerpen. van zaken: kil, nutteloos:; ἐπικουρίη ψυχρή nutteloze hulp Hdt. 6.108.2; ψυχρὰ τέρψις een kil genoegen Eur. Alc. 353; van pers. ongevoelig:; ψυχρὸς βασιλεύς een ongevoelige koning Xen. Cyr. 8.4.22; stilistisch frigide, ongeïnspireerd, van slechte smaak getuigend:. τὸν Παλαμήδην ψυχρὸν ὄντ’ αἰσχύνεται hij schaamt zich dat de Palamedes een flop was Aristoph. Th. 848; τὰ δὲ ψυχρὰ ἐν τέτταρσι γίγνεται κατὰ τὴν λέξιν slechte smaak vertoont zich op vier manieren in het taalgebruik Aristot. Rh. 1405b35.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρός:
1 холодный (ὕδωρ, χιών, χαλκός Hom.; αἰθήρ Pind.; νέκυς Soph.; νύκτες Thuc.; ὄφις Theocr.; τέφρα Plut.);
2 призрачный, мнимый или напрасный (ἐπικουρίη, νίκη Her.; ἐλπίς Eur.);
3 перен. холодный, равнодушный, бесчувственный, бесстрастный (λέξις Arst.): ψ. ὢν γέλωτα παρέχειν Xen. оставаясь безучастным, вызывать (все же) смех;
4 бросающий в холод, леденящий: θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχειν Soph. горячо относиться к тому, от чего (других) бросает в холод;
5 безрадостный (τέρψις Eur.; βίος Arph.). - см. тж. ψυχρόν.
English (Slater)
ψῡχρός freezing, chill πνοιαῖς Βορέα ψυχροῦ (O. 3.32) ψυχρᾶν εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν (O. 9.97) αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) (O. 13.88) met., ἐξ ἀδάμαντος ἢ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί fr. 123. 6. dub., γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (ψυχάν coni. Schneider: alii alia) fr. 123. 9.
English (Strong)
from ψύχος; chilly (literally or figuratively): cold.
English (Thayer)
ψυχρα, ψυχρόν (ψύχω, which see), from Homer down, cold, cool: neuter of cold water, ποτηρτιον, ψυχροῦ, ψύχρω λουνται, Herodotus 2,37); ψυχρόν πίνειν, Epict ench. 29,2; πλύνεσθαι ψύχρω, diss. 4,11, 19; cf. Winer's Grammar, 591 (550)); metaphorically, like the Latinfrigidus, cold i. e. sluggish, inert, in mind (ψυχρός τήν ὀυργην, Lucian, Tim. 2): of one destitute of warm Christian faith and the desire for holiness, Revelation 3:15f.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψυχρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. -ή Α
1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.)
2. (για συναισθηματική κατάσταση) απαθής, αδιάφορος
3. (για εκδήλωση) αυτός που γίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ζήλο (α. «ψυχρή υποδοχή» β. «ὑμῖν τοιήδε τις γίνοιτ' ἂν ἐπικουρίη ψυχρή», Ηρόδ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη θέρμης, ενθουσιασμού («ψυχρὸς καὶ μελαγχολικός», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ψυχρό μέτωπο»
(μετεωρ.) το πρόσθιο άκρο μιας κινούμενης, σχετικά ψυχρής, αέριας μάζας
β) «ψυχρός πόλεμος» — βλ. πόλεμος
γ) «ψυχρή εκπομπή»
φυσ. η απελευθέρωση ηλεκτρονίων από την επιφάνεια ενός υλικού εξαιτίας της επίδρασης ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου, αλλ. εκπομπή πεδίου
δ) «κακός, ψυχρός και ανάποδος» — άθλιος, ελεεινός
αρχ.
1. (για εκφράσεις ή λόγους) ανιαρός, ανούσιος, άνοστος, κρύος («σκῶμμα... σφόδρα ψυχρόν», Εύπ.)
2. μάταιος, ανωφελής, άκαρπος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψυχρόν
η ψυχρολογία.
επίρρ...
ψυχρώς / ψυχρῶς, ΝΜΑ, και ψυχρά Ν
κατά τρόπο ψυχρό (α. «μού μίλησε ψυχρά» β. «τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψυχρῶς λέγουσι διαλέγεσθαι», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «κακά, ψυχρά και ανάποδα» — πολύ άσχημα, άθλια, ελεεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + επίθημα -ρός (πρβλ. κῦδος: κυδ-ρός, αἶσχος: αἰσχ-ρός), για ετυμολ. βλ. λ. ψύχω (ΙΙ)].
Greek Monotonic
ψῡχρός: -ά, -όν (ψύχω)·
I. κρύος, σε Ομήρ. Ιλ.· ψυχρὸς χαλκός (όπως λέμε «ψυχρός σίδηρος»), στο ίδ.· λέγεται για το νερό, ψυχρὸν ὕδωρ, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· και ψυχρόν μόνο του (χωρίς το ὕδωρ), ψυχρῷ λοῦνται, σε Ηρόδ.· λέγεται για νεκρούς, νέκυς, σε Σοφ.· επίσης, τὸ ψυχρόν, = τὸ ψῦχος, το κρύο, στο ίδ.· συγκρ. -ότερος, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. μεταφ., ψυχρός, Λατ. frigidus·
1. λέγεται για πράγματα και γεγονότα, ψυχρός, μάταιος· ψυχρὰ ἐπικουρίη, σε Ηρόδ.· ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ, στον ίδ.· ψυχρὸν παραγκάλισμα, σε Σοφ.· ψυχρὰ τέρψις, ἐλπίς, σε Ευρ.
2. επίσης, λέγεται για ανθρώπους, ψυχρός στην καρδιά, άκαρδος, αναίσθητος, άπονος, σε Πλάτ., Ξεν.
3. λέγεται για υπερβολικές φράσεις, ψυχρός, υπερβολικός, σε Πλάτ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχρός: -ά, -όν, (ψύχω) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ θερμός· χάλαζα, νιφάδες, χιών Ἰλ. Ο. 171, Τ. 358, Χ. 152· ψ. χαλκὸς (ὡς τὰ νῦν «ψυχρὸς σίδηρος») Ε. 75· συχν. ἐπὶ ὕδατος, ψ. ὕδωρ Ὀδ. Ι. 392, Θουκ. 2. 49· καὶ ψυχρὸν (ἄνευ τοῦ ὕδωρ) Θέογν. 263· ψυχρῷ λοῦνται Ἡρόδ. 2. 37 (ἀλλὰ καὶ τὸ ψυχρὸν = ψῦχος, ὁ αὐτ. 1. 142)· ψ. ὥστε λούσασθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 3· - ἐπὶ τοῦ ἀέρος, αὔρη ψ. Ὀδ. Ε. 469· αἰθὴρ Πινδ. Ο. 13. 125· νύκτες Θουκ. 7. 87· κυνὸς ψυχρὰ δύσις Σοφ. Ἀποσπάσμ. 379. 11. ψ. βίος, ἐν τῷ ψύχει, Ἀριστοφ. Πλ. 263· - μάλιστα ἐπὶ νεκρῶν, νέκυς (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θερμὸν αἷμα) Σοφ. Οἰδ. Κολ. 622, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1448· ἐπὶ ψυχρῶν φαγητῶν, ψυχρά σοι ἅπαντα παραθῶ; Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 2. 4, κτλ.· ἐπὶ ὄφεως, Θεόκρ. 15. 58· - Συγκρ. -ότερος, Ἡρόδ. 2. 22, Πλάτ. ἐν Φιλήβῳ 24Β. Ὑπερθ. -ότατος, Διόδ. 1. 41. ΙΙ. μεταφ. ψυχρός, Λατ. frigidus, δηλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ συμβάντων, ψυχρός, μάταιος, ἀνωφελής, ἄκαρπος, ψ. ἐπικουρίη Ἡρόδ. 6. 108· ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ ὁ αὐτ. 9. 49· ψ. παραγκάλισμα Σοφ. Ἀντιγ. 650· θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις, θερμὴν καρδίαν εἰς ψυχρὰν ὑπόθεσιν, αὐτόθι 88. 3) ἐπὶ αἰσθημάτων, ψυχρὰ τέρψις, ἐλπὶς Εὐρ. Ἄλκ. 354, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1014. 4) ἐπὶ προσώπων, ψυχρὸς τὴν καρδίαν, «ἄκαρδος», ἀναίσθητος, «ἄπονος», ἄθυμος, ἀδιάφορος, στερούμενος ζωηρότητος, ἢ αἰσθήσεως, Πλάτ. Εὐθύδ. 284Ε, Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 4, 22 καὶ 22· ψ. καὶ μελαγχολικοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Μεγ. 2. 6, 43· ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογὶ Πινδ. Ἀποσπ. 89. 6. 5) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν ἢ πραγμάτων διὰ τοιούτων φράσεων ἐξηγουμένων, ψυχρός, ὑπερβολικός, τὸν Παλαμήδην (τὸ δρᾶμα τὸ οὕτω καλούμενον) ψυχρὸν ὄντ᾿ αἰσχύνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 848· σκῶμμα…σφόδρα ψ. Εὔπολ. «Προσπαλτίοις» 2 ψ. καὶ ἀηδὴς Μοῦσα Πλάτ. Νόμ. 802D· ἕωλα καὶ ψυχρὰ Δημ. 551. 13· πρᾶγμα… φρέατος… ψυχρότερον Ἀραρότος Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2· ἴδε Ἀριστοτ. περὶ ψυχρᾶς λέξεως (Ρητ. 3. 3)· ὡσαύτως ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν συγγραφέων, γίνεται ψυχρὸς Διονυσ. Ἁλ. Ἰσοκρ· οὕτως ἐπίρρημ., ψυχρῶς ποιεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 170· τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψυχρῶς λέγουσι Πλάτ. Εὐθύδ. 284Ε.
Middle Liddell
ψῡχρός, ή, όν ψύχω
I. cold, chill, Il.; ψ. χαλκός (as we say "cold steel") Il.; of water, ψ. ὕδωρ Od., Thuc.; and ψυχρόν alone, ψυχρῷ λοῦνται Hdt.; of dead things, νέκυς Soph.; also τὸ ψυχρόν = ψῦχος, cold, Soph.:—comp. -ότερος, Hdt., Plat.
II. metaph., Lat. frigidus,
1. of things and events, cold, unreal, ψ. ἐπικουρίη Hdt.; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Hdt.; ψ. παραγκάλισμα Soph.; ψυχρὰ τέρψις, ἐλπίς Eur.
2. of persons, cold-hearted, heartless, spiritless, Plat., Xen.
3. of language, cold, frigid, Plat., Dem.
Chinese
原文音譯:yucrÒj 普需赫羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:冷靜
字義溯源:寒冷的,冷的,涼;源自(ψῦχος)=寒冷),而 (ψῦχος)出自(ψύχω)*=呼氣,活著)
出現次數:總共(4);太(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 冷(2) 啓3:15; 啓3:16;
2) 冷的(1) 啓3:15;
3) 涼(1) 太10:42
English (Woodhouse)
bracing, cold, cool, dull, insipid, uninteresting, unexciting
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ψύχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
cold
Afrikaans: koud; Ainu: ヤㇺ; Albanian: ftohtë; Amharic: ቀዝቃዛ; Andi: содо; Arabic: بَارِد; Egyptian Arabic: برد; Armenian: սառը, պաղ; Aromanian: aratsi, aratse; Assamese: চেঁচা, ঠাণ্ডা, শীতল; Asturian: fríu; Azerbaijani: soyuq; Bashkir: һыуыҡ; Basque: hotz; Bavarian: koid; Belarusian: халодны, зі́мні; Bengali: ঠান্ডা, শীত, শৈত্য, হৈম; Breton: yen; Brunei Malay: sajuk; Bulgarian: студен; Burmese: အေး, ချမ်း; Caló: barojil; Catalan: fred; Cebuano: bugnaw; Chamicuro: me'sawa; Chechen: шийла; Cherokee: ᎤᏴᏜ; Chichewa: zizira; Chinese Cantonese: 凍/冻; Dungan: лын, бин, хан; Mandarin: 冷, 寒; Min Nan: 冷; Wu: 冷; Chuvash: сивӗ; Crimean Tatar: suvuq; Czech: studený, chladný; Danish: kold; Dutch: koud, fris, koel; Dzongkha: ཁོད་སི་སི།; Esperanto: malvarma; Estonian: külm; Even: гилси; Evenki: иӈинипчу; Faroese: kaldur, kølin; Fijian: batabata; Finnish: kylmä; French: froid; Friulian: frêt, frêd; Galician: frío; Georgian: ცივი; German: kalt; Gothic: 𐌺𐌰𐌻𐌳𐍃; Greek: κρύος, ψυχρός; Ancient Greek: ψυχρός, κρυερός; Greenlandic: nillertoq; Guaraní: ro'y; Gujarati: ઠંડું; Haitian Creole: frèt; Hausa: sansanya; Hawaiian: anu, anuanu, koʻekoʻe, huʻihuʻi; Hebrew: קַר, צוֹנֵן; Higaonon: matino; Hindi: ठंडा, शीत, शीतल, हिम, सर्द; Hungarian: hideg; Icelandic: kaldur; Ido: kolda; Ilocano: ék; Indonesian: dingin; Ingrian: kylmä; Ingush: шийла; Interlingua: frigide; Irish: fuar, dearóil; Old Irish: úar; Ishkashimi: سرد; Istriot: frido; Italian: freddo, gelato, gelido; Japanese: 冷たい, 寒い; Javanese: adhem; Kabuverdianu: friu; Kannada: ತಣ್ಣನೆಯ; Kapampangan: dimla; Kazakh: салқын, суық; Khmer: រងា, ត្រជាក់; Korean: 찬, 차다, 춥다; Kurdish Central Kurdish: سارد; Northern Kurdish: sar, sard; Kyrgyz: салкын, суук; Ladino: frio, yelado, kalade; Lao: ໜາວ; Latgalian: solts, soltons; Latin: algidus, frigidus; Latvian: auksts, salts; Lithuanian: šaltas; Lombard: fredd, fregg; Luxembourgish: kal; Macedonian: студен, ладен; Maguindanao: matengaw; Malay: sejuk; Malayalam: തണുത്ത, ശീത; Maltese: kiesaħ; Manchu: ᠪᡝᡳᡴᡠᠸᡝᠨ, ᡧᠠᡥᡡᡵᡠᠨ; Maori: kōpeke, mātao, hōtoke, māeke, makariri, anu, anuanutanga; Maranao: matenggaw; Marathi: थंड; Mirandese: friu; Mòcheno: khòlt; Mongolian: хүйтэн, хөндий; Nanai: гичиси; Navajo: hakʼaz, sikʼaz; Neapolitan: friddo; Nepali: चिसो, ठण्डा; Ngazidja Comorian: -a ɓariɗi; Nivkh: тивдь; Norman: fraid; Northern Ohlone: káw̄i'; Norwegian: kald; Occitan: freid, fred, freg; Odia: ଶୀତଳ; Okinawan: ふぃじゅるさん, ふぃーさん; Old Church Slavonic: хладьнъ; Old English: ċeald; Old Javanese: aḍom; Ossetian: уазал; Ottoman Turkish: صوغوق; Papiamentu: fríu; Pashto: سوړ; Pela: kjaʔ³¹; Persian: سرد; Piedmontese: frèid; Pitjantjatjara: wari; Plautdietsch: kolt; Polish: zimny; Portuguese: frio, gelado; Punjabi: ਠਂਡਾ; Quechua: qasa, ciri, gasa, chiri; Rapa Nui: takeo; Romani: śilalo; Romanian: rece; Romansch: fraid; Russian: холодный, студёный; Samoan: maalili; Samogitian: šalts; Sanskrit: शीत; Santali: ᱥᱤᱛᱳᱞ; Sardinian: fríghidu; Scots: cauld; Scottish Gaelic: fuar; Serbo-Croatian Cyrillic: хладан, сту̀ден; Roman: hládan, stùden; Sicilian: friddu; Sinhalese: සීතල; Slovak: studený, chladný; Slovene: mrzel, hladen; Somali: qabow; Sorbian Lower Sorbian: zymny; Upper Sorbian: zymny, chłódny; Spanish: frío; Sundanese: tiis; Swahili: baridi; Swedish: kall, frusen; Tagalog: lamig; Tajik: хунук; Tamil: குளுழு, பணி; Tarantino: fridde; Tarifit: asemmiḍ; Tatar: салкын; Telugu: శీతల, చల్లని; Tetum: malirin; Thai: เย็น, หนาว; Tibetan: གྲང་མོ།; Tocharian B: krośce; Tongan: mokomoko; Tupinambá: ro'y; Turkish: soğuk; Turkmen: sowuk; Tuvan: соок; Udi: ми; Udmurt: кезьыт; Ukrainian: холодний, зимний; Urdu: ٹھنڈا; Uyghur: سوغۇق; Uzbek: sovuq; Venetian: fredo, fret; Vietnamese: lạnh, lạnh lẽo, nguội; Volapük: koldik; Welsh: oer; West Frisian: ferkâldzjen, kjeld, kâld; Yagnobi: сорт; Yiddish: קאַלט; Zazaki: serd, sard, sow; Zealandic: waerm