δένδρο

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

και δέντρο, το (AM δένδρον
Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)
ξυλώδες φυτό με μονοστέλεχο κορμό, το οποίο αναπτύσσει κλάδους αρκετά ψηλά επάνω από το έδαφος
νεοελλ.
1. η βαλανιδιά, η δρυς
2. φρ. «χριστουγεννιάτικο δέντρο» — μικρό έλατο ή κλαδί από έλατο που τοποθετείται μέσα στο σπίτι, στολισμένο με φώτα και διακοσμητικά αντικείμενα κατά την περίοδο τών Χριστουγέννων
3. «δένδρο της ελευθερίας» — βαλανιδιά ή λεύκα που φυτεύεται επίσημα στις πλατείες πόλεων ως σύμβολο της ελευθερίας τους
4. «γενεαλογικό δένδρο» — η παράσταση της γενεαλογικής σειράς μιας οικογένειας
5. ανατ. α) «δένδρο της ζωής» — δενδροειδής διάταξη της παρεγκεφαλίδας
β) «δένδρο βρογχικό» — το σύστημα τών αναπνευστικών οδών, το οποίο διακλαδίζεται σαν δένδρο έχοντας ως κορμό την τραχεία και ως κλαδιά τους μεγάλους και μικρούς βρόγχους
6. (φιλοσ.) «δένδρον του πορφυρίου» — διάγραμμα το οποίο απεικονίζει γραφικά την υπαγωγή τών εννοιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μόνον ο τ. δένδρεον < δερ- δρε-Fον (τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό) με ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -ν- (πρβλ. θορ-θορύζω > τονθορύζω, γαρ-γραινα > γάγγραινα) και σίγηση του F μεταξύ φωνηέντων. Ο τ. ανάγεται σε IE drew- «δένδρο» (πρβλ. και δρυς, δόρυ), ενώ ο ΙΕ τ. drewo- απαντά στο γοτθ. triu- (πρβλ. αγγλ. tree «δέντρο»). Στους Αλεξανδρινούς χρόνους χρησιμοποιείται τ. δένδρειον, που θεωρείται λ. πλασμένη κατά τα επικά πρότυπα. Ο τ. δένδρος (το) σχηματίστηκε από τύπους δένδρεα, γεν. δενδρέων (πληθ. του δένδρεον) βάσει του κλιτικού συστήματος ονομάτων σε -σ-, όπου άλλωστε οφείλεται και ο τ. δένδρη της ον. και αιτ. πληθυντικού (πρβλ. νέφη). Τέλος, στους Αττικούς εύχρηστος είναι ο τ. δένδρον (γεν. δένδρου) < δένδρεον (πρβλ. αδελφός < αδελφεός). Από το αττ. δένδρον το νεοελλ. δέντρο. Ο τ. δένδρον ως α' συνθετικό εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη, όπως και ως β' συνθετικό (-δένδρον, -δένδρος και νεοελλ. -δεντρος, -δέντρο).
ΠΑΡ. δενδρώδης, δενδρώνας (Α -ών), δεντρί (AM δενδρίον), δεντρίζωδενδρίζω), δεντρικός (AM δενδρικός), δέντρινος (AM δένδρινος), δεντρώνω (AM δενδρώ)
αρχ.
δενδραίος, δενδράς, δένδρειος, δενδριακός, δενδρότης, δενδρώεις, δένδρωμα, δενδρώτις
αρχ.-μσν.
δενδρίτης
νεοελλ.
δενδρόεις, δενδρύλλιο(ν), δεντράκι, δεντρούλι, δέντρωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δενδροβάτης, δενδροειδής, δενδροκολάπτης, δενδροκόμος, δενδροκόπος, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δεντρολίβανο (AM δενδρολίβανον)
αρχ.
δενδρόκαρπος, δενδροκόμης, δενδρολάχανα, δενδρομαλάχη, δενδροπήμων, δενδροτόμος, δενδροτρόφος, δενδροφυής, δενδρύφιον
μσν.
δενδροαναβάτης, δενδροαποσκίασμα, δενδροηλιόμορφος, δενδροκαρποφόρος
νεοελλ.
δενδραραίωση, δένδρασπις, δενδρόβιος, δενδρογαλή, δενδροκαλλιέργεια, δενδρόκολλα, δενδροκόπτης, δενδροκτόνος, δενδρολατρία, δενδρόλιμος, δενδρολό(γ)ι, δενδρολογία, δενδρολογώ, δενδρομαντεία, δενδρομετρική, δενδρόμετρο, δενδρόμυς, δενδρονήσσα, δενδροποίκιλτος, δενδροσειρά, δενδροσκέπαστος, δενδροσκεπής, δενδροστοιχία, δενδροτρυπάνη, δενδροφθορά, δενδροφθόρος, δενδροφιλία, δενδροφράκτης, δενδροφυτεία, δενδροφυτεύω, δενδροχρονολογία, δενδρυφάντης, δεντρόκηπος, δεντρομετάξι, δεντρομολόχα, δεντροξεθεμελιωτής, δεντροστοιχία, δεντροστολίζω, δεντρότοπος, δεντρότσιχλα, δεντροτσοπανάκος, δεντροφίδα, δεντροφτέρι, δεντρόφυλλο, δεντρόψειρα. (Β' συνθετικό) άδενδρος, κατάδενδρος, ολιγόδενδρος, πολύδενδρος, ροδόδενδρον, σύνδενδρος, φιλόδενδρος
αρχ.
αγλαόδενδρος, βαθύδενδρος, ένδενδρος, επίδενδρος, εύδενδρος, ισόδενδρος, καλλίδενδρον, καρυόδενδρον, κλυτόδενδρος, λιθόδενδρον, μεγαλόδενδρος, παχύδενδρος, πρόσδενδρος, σταφυλόδενδρον
νεοελλ.
αγριόδεντρο, άδεντρος, αρτόδενδρον, αχναμόδεντρο, βαλσαμόδεντρο, βαμβακόδενδρον, δαφνόδεντρο, ελαιόδενδρον, ελαιόδεντρο, εριόδενδρον, κακαόδεντρο, κακτόδεντρο, κανελόδεντρο, καφεόδενδρον, λιόδεντρο, μαστιχόδεντρο, μυριόδεντρος, ξερόδεντρο, πικρόδεντρο, πιπερόδεντρο, πυκνόδεντρος, σύνδενδρος, σύδεντρο(ς), συκόδεντρο, τεϊόδενδρον, χαμόδεντρο].