στείχω

From LSJ
Revision as of 16:46, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στείχω Medium diacritics: στείχω Low diacritics: στείχω Capitals: ΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: steíchō Transliteration B: steichō Transliteration C: steicho Beta Code: stei/xw

English (LSJ)

Il.2.287, Alc.19, A. Th.467, etc.; also στίχω, Hdt.3.14, Hsch.; subj. A στίχῃ Hdt.1.9 (v.l. στείχῃ): Ep. impf. στεῖχον Il.9.86, etc.: aor. 1 ἔστειξα (only in compd. περίστειξας Od.4.277): aor. 2 ἔστῐχον Il.16.258, Call.Del.153, Theoc.25.223, etc., but never in Trag.:—Poet. Verb, used by Ep., Lyr., Trag. (also Aeol., Sapph. Supp.16, Alc. 19, and in Aeol. Prose, IG12(2).6.6 (Mytil., iv B.C.), Inscr.Perg.5.25 (Temnos, iii B.C.); used by Cic.Att.6.5.2 in a mockheroic phrase, ἐξ ἄστεος ἑπταλόφου στείχων): walk, march, go or come, the direction being given by a Prep. or by the context, a of motion to or towards, πρὸς οὐρανόν Od.11.17; ποτὶ πύργους A.Th. 297 (lyr.); πρὸς δόμους Id.Ag.1657 (troch.); πρὸς φίλων τάφον E.Or. 97; στεῖχ' εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Mnesim.4.2 (anap.); ἐπὶ τὴν εὐνήν Hdt.1.9; σ. ἀνά, κατὰ ὁδόν, Od.23.136, 17.204; ἀνὰ ἄστυ 7.72; δι' ἄστεως A.Supp.496; εἰς Ἄργος Id.Ch.675; ἐς Ἅιδην κατ' ἄκρας E. Hipp.1366 (anap.); θύραζε Od.9.418; ἔσω A.Ch.554; δεῦρο S.OC 1151: c. acc. loci, go to, approach, γύας, πόλιν, δόμους, A.Pr.708, Supp. 955, S.OC643: abs., Id.Tr.179, E.Rh.992 (anap.). b of motion from, ἀπ' Ἄργεος σ. Il.2.287; ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th.690; ἐκ δόμων S.OT632; οἴκοθεν Pi.N.9.20: abs., go, depart, στείχωμεν A.Pr.81, cf. Ch.98, S.Ant.98, Fr.257. 2 march in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος) , ἐς πόλεμον σ. march to war, Il.2.833; οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον 16.258; σ. ἐπὶ τοὺς ξείνους against them, Hdt. 9.11; ἐν εὐθείαις ὁδοῖς σ. Pi.N.1.25. 3 c.acc. cogn., ὁδούς A.Ag. 81 (anap.); τὰν νεάταν ὁδόν S.Ant.808 (lyr.); ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει πρὸς πύργον A.Th.467. 4 metaph., ἀοιδὰ σ. ἀπ' Αἰγίνας Pi.N.5.3; ἐπ' ἐμοὶ ῥιπή A.Pr.1090 (anap.); ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Id.Th.534; πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα . . κακά S.Ant.10; τὴν ἄτην . . στείχουσαν ἀστοῖς ib.186. (Cf. Skt. stighnoti 'step up, mount', Goth. steigan 'climb'.)

German (Pape)

[Seite 933] aor. ἔστειξα (s. περιστείχω), u. ἔστιχον, eigtl. steigen, von unten nach oben gehen, von der Sonne, ὁπότ' ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανόν, Od. 11, 17; übh. wandeln, gehen, ἐς πόλεμον, Il. 2, 833. in den Krieg ziehen; οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον, 16, 258; στείχοντες ὁδὸν κάτα, Od. 17, 204, u. sonst; Hes.; οἴκοθεν, Pind. N. 9, 20, ἐν εὐθείαις ὁδοῖς, 1, 25, oft Tragg.: absol., στείχωμεν, Aesch. Prom. 81, ἔσω, Soph. O. R. 99, u. oft, wo der Zusammenhang bald »herankommen«, bald »weggehen« zu übersetzen nöthigt; – c. acc., ὁδούς, Aesch. Ag. 81; κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, Spt. 449; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, den letzten, den Todesweg gehend, Soph. Ant. 802; u. c. accus. des Ortes, nach dem die Bewegung hingeht, στείχετ' εὐερκῆ πόλιν, Aesch. Suppl. 933; δόμους στείχειν ἐμούς, Soph. O. C. 649; πάτραν, Eur. Ion 1331, u. sonst; ποτὶ πύργους, Aesch. Spt. 279; πρὸς δόμους, Ag. 1642; –auch in Prosa, ἐν τῇ ὁδῷ μέσῃ στείχοντες ἐγίνοντο Her. 3, 76, ἐπὶ τοὺς ξένους 9, 11, ἐπὶ τὴν εὐνήν 1, 9. – Auch übertr., στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων, Aesch. Spt. 516; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά; Soph. Ant. 10; ἀκτῖνα τὴν στείχουσαν ἡλίου, Eur. Rhes. 992; τὴν ἄτην ὁρῶν τοῖς ἀστοῖς στείχουσαν ἀντὶ τῆς σωτηρίας, Soph. Ant. 186, vgl. Dem. 19, 248.

Greek (Liddell-Scott)

στείχω: Ὅμ., Ἀττ.· ὡσαύτως στίχω Ἡσύχ. (τὸν ὁποῖον τύπον χάριν τοῦ μέτρου ἀπεδέξατο ὁ Δινδ. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1129)· παρατ. ἔστειχον Ἰλ. Ι. 86, κτλ.· ἀόρ. α΄ ἔστειξα (μόνον ἐν συνθέσει, περίστειξας Ὀδ. Δ. 277)· ἀόρ. β΄ ἔστῐχον Ἰλ. Π. 258, Θεόκρ. κλπ., ἀλλ’ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΙΧ παράγονται ὡσαύτως τὰ στίχος, στιχάομαι, στοῖχος, στοιχάς, στοιχάομαι, στοιχεῖον· πρβλ. Σανσκρ. stigh (ascendere)· Λατιν. ve-stig-ium, fa-stig-ium· Γοτθ. steig-a (ἀναβαίνειν), staig-a (ὁδός)· Ἀρχ. Γερμ. steg-a (ascensus, πρβλ. steigen)· Σλαυ. stiz-a (semita)· Λιθ. staig-us (Ἀγγλ. ha-ty, σπεύδων, ἐσπευσμένος).) Ἰωνικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς, βαδίζω, περιπατῶ, βαίνω, ὑπάγωἔρχομαι, ὁριζομένης τῆς διευθύνσεως ἐκ τῶν συμφραζομένων, α) ἐπὶ κινήσεως πρός τι ἢ εἴς τι, πρὸς οὐρανὸν Ὀδ. Λ. 17· ποτὶ πύργους Αἰσχύλ. Θήβ. 297· πρὸς δόμους ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1657· πρὸς Ἅιδην Εὐρ. Ὀρ. 97· στεῖχ’ εἰς ἀγορὰν πρὸς τοὺς Ἑρμᾶς Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 2· ἐπὶ τὴν εὐνὴν Ἡρόδ. 1. 9· στ. ἀνά, κατὰ ὁδὸν Ὀδ. Ψ. 136, Ρ. 204· ἀνὰ ἄστυ Η. 72· δι’ ἄστεως Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496· ἐς Ἄργος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 675· ἐς Ἄιδαν κατὰ γᾶς Εὐρ. Ἱππ. 1366· θύραζε Ὀδ. Ι. 418· ἔσω Αἰσχύλ. Χο. 554· δεῦρο Σοφ. Ο. Κ. 1151· ― μετ’ αἰτ. τόπου, ὑπάγω πρός τι μέρος, πλησιάζω, γύας, πόλιν, δόμους Αἰσχύλ. Πρ. 708, Ἱκέτ. 955, Σοφ. Ο. Κ. 643· ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 179, Εὐρ. Ρῆσ. 992. β) ἐπὶ κινήσεως ἐκ τόπου, ἀπ’ Ἄργεος στ. Ἰλ. Β. 287· ἀπ’ Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 690· ἐκ δόμων Σοφ. Ο. Τ. 632· οἴκοθεν Πινδ. Ν. 9. 46· καὶ ἀπολ., ὑπάγω, ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι, στείχωμεν Αἰσχύλ. Πρ. 81, πρβλ. Χο. 98, Σοφ. Ἀντ. 98, Ἀποσπ. 47. 2) βαίνω κατὰ σειράν, ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου ἐν γραμμῇ ἢ τάξει (ὅθεν στίχος, στίχες, στοῖχος), ἐς πόλεμον στ., βαίνω εἰς πόλεμον, Ἰλ. Β. 833· οἱ δ’ ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον Π. 258· στ. ἐπὶ τοὺς ξείνους, ἐναντίον τῶν ξένων, Ἡρόδ. 9. 11· στ. ἐν εὐθείαις ὁδοῖς Πινδ. Ν. 1. 37. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., στ. ὁδὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 81, Σοφ. Ἀντ. 808· οὕτως, ἀνὴρ ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις στείχει, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 467, ἀναβαίνει τὴν κλίμακα. 4) μεταβ., ἀοιδὰ στ. ἀπ’ Αἰγίνας Πινδ. Ν. 5. 6· ῥιπὴ ἐπ’ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Πρ. 1090· ἴουλος ἄρτι οἵα παρηίδων ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 534. πρὸς τοὺς φίλους στίχοντα... κακὰ Σοφ. Ἀντ. 10· τὴν ἄτην... στείχουσαν ἀστοῖς αὐτόθι 186· ἀκτὶς ἡλίου Εὐρ. Ρῆσ. 992.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao.2 ἔστιχον, pf. inus.
1 s’avancer en ligne, s’avancer;
2 p. ext. aller, marcher, particul. s’éloigner : ὁδὸν κάτα OD, ὁδόν ESCHL sur la route ; πόλιν, δόμους SOPH vers la ville, vers la maison ; ou avec πρός, ἐπί ou εἰς et l’acc. ; fig. avec le dat. : τὴν ἄτην ὁρῶν στείχουσαν ἀστοῖς SOPH voyant le malheur qui fond sur la Cité.
Étymologie: R. Στιχ, marcher ; cf. στίχος, lat. vestigium.

English (Autenrieth)

(στίχος, στίχες), subj. στείχῃσι, ipf. ἔστειχε, στεῖχον, aor. 2 ἔστιχον: march up or forward, go, move; of the sun, climb, Od. 11.17.

English (Slater)

στείχω (στεῖχ(ε); στείχοι; στείχων, -οντα; στείχειν.)
   a walk ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα (N. 1.25) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τινι στείχοντι Hermann) (N. 1.65) Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. . [στείχοι (coni. Wil.: ἐν codd.: ἔσχε Tricl.) (P. 11.57) ]
  nbsp; b go ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.3) οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπωτρυν (N. 9.20)

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. στίχω Α
1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ.
β. «εἴ τινά που μετ' ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.)
2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν
ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ' ἔχει», Αισχύλ.)
3. πληθ. στείχομεν
προχωρούμε στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο («οἳ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φθάνω (α. «πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα κακά», Σοφ.
β. «ἀοιδὰ στείχει ἀπ' Αἰγινας», Πίνδ.)
5. φρ. α) «στείχω ἐπί τινα» — κινούμαι εναντίον κάποιου (Ηρόδ.)
β) «στείχω εἰς πόλεμον» — πάω για πόλεμο (Ομ. Ιλ.)
γ) «προσαμβάσεις κλίμακος στείχω» — ανεβαίνω τη σκάλα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στείχω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα steigh- «βαδίζω, προχωρώ, ανεβαίνω» και συνδέεται με τα γοτθ. steigan (πρβλ. γερμ. steigen), αρχ. ισλδ. stīga, αρχ. ιρλδ. tīagu «βαδίζω, φεύγω», λιθουαν. steig-iu «επισπεύδω, επιταχύνω» και αρχ. ινδ. stighnoti «ανεβαίνω, ανέρχομαι» (από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας με έρρινο ένθημα). Στη μηδενισμένη βαθμίδα στιχ- του στείχω ανάγεται η λ. στίχος «σειρά, γραμμή προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. steg «μονοπάτι» και αρχ. νορβ. stig «βήμα»), ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- η λ. στοίχος «ευθύγραμμη διάταξη, σειρά», από όπου τα ρ. στοιχώ «στέκομαι κατά στοίχο, αντιστοιχώ» και μτφ. «συμφωνώ, συναινώ» (πρβλ. στοίχημα «συμφωνία») και στοιχίζω «παρατάσσω». Από τη λ. στοίχος, τέλος, έχει παραχθεί η λ. στοιχείο, με αρχική σημ. «μέρος μιας σειράς ή ενός όλου», η οποία στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιστημονική ορολογία].

Greek Monotonic

στείχω: αόρ. αʹ ἔστειξα, αόρ. βʹ ἔστῐχον·
1. περπατώ, βαδίζω, πορεύομαι, πηγαίνω ή έρχομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.· με αιτ. του τόπου, πηγαίνω προς, προσεγγίζω, σε Τραγ.
2. προσέρχομαι, προχωρώ με σειρά, ο ένας κατόπιν του άλλου, βαδίζω σε γραμμή ή τάξη (απ' όπου στίχος, στίχες, στοῖχος), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
3. με σύστ. αιτ., στείχων ὁδόν, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στείχω: (impf. ἔστειχον, эп. aor. 2 ἔστῐχον)
1) идти, ходить, проходить (κατὰ ὁδόν Hom.): σ. πόλιν Aesch. идти в город; σ. ἐπί τινα Her. идти (войной) на кого-л.;
2) входить, вступать (ἔσω Aesch.): σ. τὰν νεάταν ὁδόν Soph. отправляться в последний путь;
3) подходить, подступать (πρὸς πύργους Aesch.);
4) выходить (θύραζε Hom.; ἐκ δόμων Soph.): ἀκτὶς ἡ στείχουσα ἡλίου Eur. исходящий от солнца луч;
5) приходить, прибывать (ἀπ᾽ Ἄργεος Hom.);
6) уходить, уезжать Soph.: στείχωμεν! Aesch. уйдем (же)!;
7) восходить, подниматься (πρὸς οὐρανόν Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στείχω, ep. conj. praes. act. 3 sing. στείχῃσι; part. praes. act. ook στίχων Hdt. 3.14.9; aor. ἔστιχον. alg. van een beweging van iemand af, (weg)gaan, (weg)lopen:; εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε als je dat zo graag wilt, ga dan Soph. Ant. 98; met πρός + acc., εἰς + acc. of ἐπί + acc. naar een plaats:; ἐς πόλεμον ten oorlog Il. 2.833; met alleen acc..; δόμους ἐμούς naar mijn huis Soph. OC 643; ὁδόν κάτα over de weg (de weg af) Od. 17.204; ἀν ’ ὁδόν over de weg (de weg op) Od. 23.136; ἀνὰ ἄστυ kriskras door de stad Od. 7.72; δι ’ ἄστεως door de stad heen Aeschl. Suppl. 496; met acc. v. h. inw. obj.:; τρίποδας ὁδοὺς στείχει (de hoogbejaarde) begaat drievoetige wegen (d.w.z. loopt met een stok) Aeschl. Ag. 80; milit. marcheren, optrekken; met ἐπί + acc. tegen iem. van beweging naar de spreker toe: (eraan) komen, naderen:. στείχοντες ἀπ ’ Ἄργεος komend van Argos Il. 2.287; κῦμα στείχει de golf nadert Alc. 6.2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to march in (in order), to march, to rise, to draw, to go (ep. Ion. poet. Il., also Aeol. prose).
Other forms: (στίχω Hdt. 3, 14; coni. Dind. in S. Ant. 1129 ex H.), aor. 2. στιχεῖν (aor. 1. περί-στειξας δ 277).
Compounds: Often w. prefix, e.g. ἀπο-, δια-, ἐπι-, προσ-. As 2. element e.g. in μονό-στιχος consisting of one verse (Plu.), e.g. τρί-στοιχος consisting of three rows (μ 91), -εί adv. in three rows ( 473), μετα-στοιχεί meaning unclear (Ψ 358 a. 757); σύ-στοιχος belonging to the same row, coordinated, corresponding (Arist. etc.).
Derivatives: From it, prob. as deverbative, but also related to στίχες (Leumann Hom. Wörter 185 f.), στιχάομαι, also w. περι-, συν-, id. in 3. pl. ipf. ἐστιχόωντο (Il., Theoc., Nonn.), pres. στιχόωνται (Orph.), act. στιχόωσι, ptc. n. pl. -όωντα (hell. a. late ep.); ὁμοστιχάει 3. sg. pres. escorted (Ο 635: *ὁμό-στιχος or for ὁμοῦ στ.?). -- Nouns. A. στίχ-ες pl., gen. sg. στιχ-ός f. rank(s), file(s), especially of soldiers, battle-array, line of battle (ep. poet. Il.). -- B. στίχος m. file, rank, of soldiers, trees, etc., often of words line in verse and prose (Att. etc.). στιχ-άς f. id. only in dat. pl. στιχάδεσσι (Epigr.). Dim. -ίδιον (Plu.); -άριον coat, tightly fitting garment (pap.). Adj. -ινος, -ικός, -ήρης, -ηρός, adv. -ηδόν (late). Vb -ίζω to arrange in rows (LXX; v.l. στοιχ-) with -ιστής. -ισμός (Tz.), περι- στείχω = περιστοιχίζω (s.bel.; A.). -- C. στοῖχος m. file or column of soldiers, choir members, ships etc., layer of building stones, row of trees, poles etc. (IA.). From this στοιχ-άς f. arranged in rows (ἐλᾶαι, Sol. ap. Poll. a.o.), -άδες (νῆσοι) name of a group of islands near Massilia (A. R. a.o.); from this the plantname στοιχάς (Orph., Dsc.) after Strömberg 127 (with Dsc.), with -αδίτης οἶνος wine spiced with s. (Dsc.). Cultnames of Zeus resp. Athena: -αῖος (Thera), -αδεύς (Sikyon), -εία (Epid.) referring to the arrangement in phylai. Further adj. -ιαῖος measuring one row (Att. inscr.), -ικός (late); adv. -ηδόν (Arist. etc.), -ηδίς (Theognost.) line by line. Verbs: 1. στοιχ-έω (because of the meaning hardly deverbative with Schwyzer 720), also w. περι-, συν- a. o., to form a row, to stand in file and rank, to match, to agree, to be content, to follow (X., Att. inscr., Arist. hell. a. late); -ούντως matching, consequent (Galatia, Aug. time). 2. -ίζω, often w. περι-, also δια-, κατα-, to arrange in a line, to order (A. Pr. 484 a. 232, X. a.o.) with -ισμός (Poll.); περι- στείχω to fence in all around with nets (net-poles), to ensnare (D., Plb. etc.). -- D. στοιχεῖον, often pl. -εῖα n. letters in freestanding, alphabetical form (beside γράμματα character, script), also (arisen from this?) lines, (systematic) dogmas, principles, (physical) element (Pl., Arist. etc.), heavenly bodies, elementary spirits, nature demons, magic means (late a. Byz.); also shadow-line as time-measure (Att. com.; cf. σκιὰ ἀντίστοιχος E. Andr. 745) a.o.; prop. "object related to a row, entering a row, forming a part of a whole, member of a row" (on the formation cf. σημεῖον, μνημεῖον, ἐλεγεῖον a.o.); on the development of the meaning which is in many ways unclear Burkert Phil. 103, 167 ff. w. further extensive lit., esp. Diels Elementum (1899). Diff. Lagercrantz (s. Bq); to be rejected. - From it στοιχει-ώδης belonging to the στοιχεῖα, elementary (Arist. etc.), of barley in several rows as opposed to ἄ-στοιχος πυρός (Thphr.), so either = στοιχ-ώδης or miswritten for it. Denom. verb. στοιχει-όω to introduce to the principles (Chrysipp. a.o.), to equip with magical powers, to charm (Byz.; cf. Blum Eranos 44, 315ff.) with -ωσις, -ωμα, -ωτής, -ωτικός (Epicur., Phld. a.o.), -ωματικός (Ps.-Ptol.); cf. on this Mugler Dict. géom. 380 f.
Origin: IE [Indo-European] [1017] *steigh- stride
Etymology: Old inherited group with several representatives also in other idg. languages. The full grade thematic present στείχω agrees exactly to Germ. and Celtic forms, e.g. Goth. steigan steigen, OIr. tiagu stride, go, IE *stéighō. Beside it Skt. has a zero grade nasal present stigh-no-ti rise; similar, inmeaning deviant, OCS po-stignǫ get in, reach, hit (length of the stemvowel secondary). A deviant meaning is also shown by the full grade yot-present Lit. steig-iù, inf. steĩg-ti found, raise, also (obsolete) hurry; on this Fraenkel s. v. -- Further several nouns, especially in Germ.: OHG steg m. Steg, small bridge, OWNo. stig n. step from PGm. *stiga-z, -n, IE *stigh-o-s (= στίχος), -o-m; OE stige -n. going up, down (i-stem from older rootnoun = στίχ-ες?). With oi-ablaut Alb. shtek transit, entrance, road, hair-parting (= στοῖχος), thus Goth. staiga, OHG steiga f. mountain-path, road, Latv. staiga f. course, cf. Lith. adv. staigà suddenly (would be Gr. *στοιχή) etc., s. WP. 2, 614 f., Pok. 1017 f., also W.-Hofmann s. vestīgium w. further forms a. lit.

Middle Liddell


1. to walk, march, go or come, Od., Hdt., Trag.:—c. acc. loci, to go to, approach, Trag.
2. to go after one another, go in line or order (whence στίχος, στίχες, στοῖχος), Il., Hdt.
3. c. acc. cogn., στ. ὁδόν Aesch., Soph.

Frisk Etymology German

στείχω: {steíkhō}
Forms: (στίχω Hdt. 3, 14; coni. Dind. in S. Ant. 1129 ex H.), Aor. 2. στιχεῖν (Aor. 1. περίστειξας δ 277),
Grammar: v.
Meaning: ‘(in Ordnung) einherschreiten, marschieren, steigen, ziehen, gehen’ (ep. ion. poet. seit Il., auch äol. Prosa).
Composita : oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, δια-, ἐπι-, προσ-,
Derivative: Dazu, wohl als Deverbativum, aber auch auf στίχες bezogen (Leumann Hom. Wörter 185 f.), στιχάομαι, auch m. περι-, συν-, ib. in 3. pl. Ipf. ἐστιχόωντο (Il., Theok., Nonn.), Präs. στιχόωνται (Orph.), Akt. στιχόωσι, Ptz. n. pl. -όωντα (hell. u. sp. Ep.); ὁμοστιχάει 3. sg. Präs. begleitet (Ο 635: *ὁμόστιχος oder für ὁμοῦ στ.?). — Nomina. A. στίχες pl., Gen. sg. στιχός f. ‘Glied(er), Reihe(n)’, bes. von Soldaten, ‘Schlachtreihe, -linie’ (ep. poet. seit Il.). — B. στίχος m. Reihe, Glied, von Soldaten, Bäumen, usw., oft von Wörtern Zeile in Vers und Prosa (att. usw.); als Vorderglied z.B. in μονόστιχος aus einer Verszeile bestehend (Plu.). Davon στιχάς f. ib. nur in Dat. pl. στιχάδεσσι (Epigr.). Dem. -ίδιον (Plu.); -άριον Rock, eng anliegendes Kleidungsstück (Pap.). Adj. -ινος, -ικός, -ήρης, -ηρός, Adv. -ηδόν (sp.). Vb -ίζω in Reihen ordnen (LXX; v.l. στοιχ-) mit -ιστής. -ισμός (Tz.), περι- ~ = περιστοιχίζω (s.u.; A.). — C. στοῖχος m. ‘Reihe od. Kolonne von Soldaten, Choreuten, Schiffen usw., Schicht von Bausteinen, Reihe von Bäumen. Pfählen’ (ion. att.); oft als Hinterglied, z.B. τρίστοιχος aus drei Reihen bestehend (μ 91), -εί Adv. in drei Reihen ( 473), μεταστοιχεί Bed. unklar (Ψ 358 u. 757); σύστοιχος zur selben Reihe gehörig, beigeordnet, entsprechend (Arist. usw.). Davon στοιχάς f. in Reihen geordnet (ἐλᾶαι, Sol. ap. Poll. u.a.), -άδες (νῆσοι) N. einer Inselgruppe bei Massilia (A. R. u.a.); davon der Pfl.name στοιχάς (Orph., Dsk.) nach Strömberg 127 (mit Dsk.), wozu -αδίτης οἶνος ‘mit S. gewürzter Wein’ (Dsk.). Kultnamen des Zeus bzw. der Athena: -αῖος (Thera), -αδεύς (Sikyon), -εία (Epid.) mit Beziehung auf die Phylenordnung. Weitere Adj. -ιαῖος eine Reihe messend (att. Inschr.), -ικός (sp.); Adv. -ηδόν (Arist. usw.), -ηδίς (Theognost.) reihenweise. Verba: 1. στοιχέω (wegen der Bed. schwerlich deverbativ mit Schwyzer 720), auch m. περι-, συν- u. a., eine Reihe bilden, in Reih und Glied stehen, übereinstimmen, zustimmen, zufrieden sein, folgen (X., att. Inschr., Arist. hell. u. sp.); -ούντως ‘übereinstimmend, folgerichtig (Galatien, aug. Zeit). 2. -ίζω, oft m. περι-, auch δια-, κατα-, in eine Reihe einstellen, ordnen (A. Pr. 484 u. 232, X. u.a.) mit -ισμός (Poll.); περι- ~ ‘rings mit Netzen (Netzpfählen) um. stellen, umgarnen’ (D., Plb. usw.). — D. στοιχεῖον, oft pl. -εῖα n. Buchstaben in freistehender, alphabetischer Form (neben γράμματα Schriftzeichen, Schrift), auch (daraus entstanden?) ‘Grundsätze, (systematische) Lehrsätze, Grundstoffe, (physikalische) Elemente’ (Pl., Arist. usw.), ‘Himmels. körper, Elementargeister, Naturdämonen, Zaubermittel’ (sp. u. byz.); auch Schattenlinie als Zeitmesser (att. Kom.; vgl. σκιὰ ἀντίστοιχος E. Andr. 745) u.a.; eig. "Gegenstand der sich auf eine Reihe bezieht, in eine Reihe eingeht, den Teil eines Ganzen bildet, Reihenglied" (zur Bild. vgl. σημεῖον, μνημεῖον, ἐλεγεῖον u.a.); zu der in mehrfacher Hinsicht unklaren Bed.entwicklung Burkert Phil. 103, 167 ff. m. weiterer ausführl. Lit., insbes. Diels Elementum (1899). Anders Lagercrantz (s. Bq); abzulehnen. — Davon στοιχειώδης zu den στοιχεῖα gehörig, elementar (Arist. usw.), von der Gerste mehrzeilig im Gegensatz zum ἄστοιχος πυρός (Thphr.), somit entweder = στοιχώδης od. dafür verschrieben. Denom. Vb. στοιχειόω in die Grundsätze einführen (Chrysipp. u.a.), mit magischen Kräften ausrüsten, verzaubern (byz.; vgl. Blum Eranos 44, 315ff.) mit -ωσις, -ωμα, -ωτής, -ωτικός (Epikur., Phld. u.a.), -ωματικός (Ps.-Ptol.); vgl. darüber noch Mugler Dict.géom. 380 f.
Etymology : Altererbte Wortsippe mit zahlreichen Vertretern auch in anderen idg. Sprachen. Das hochstufige thematische Präsens στείχω stimmt genau zu germ. und keltischen Formen, z.B. got. steigansteigen’, air. tiagu schreiten, gehen, idg. *stéighō. Daneben steht im Aind. ein tiefstufiges Nasalpräsens stigh-no-ti steigen; ähnlich, in der Bed. abweichend, aksl. po-stignǫ hingelangen, erreichen, treffen (Länge des Stammvokals sekundär). Abweichende Bed. zeigt ebenfalls das hochstufige Jotpräsens lit. steig-, Inf. steĩg-ti ‘(be)gründen, stiften, errichten’, auch (veraltet) sich beeilen; darüber Fraenkel s. v. — Dazu zahlreiche Nomina, bes. im Germ.: ahd. steg m. ‘Steg, kleine Brücke’, awno. stig n. Schritt, Stufe aus urg. *stiga-z, -n, idg. *stigh-o-s (= στίχος), -o-m; ags. stige -n. ‘das Hinauf-, Herabsteigen’ (i-Stamm aus älterem Wz.nomen = στίχες?). Mit oi-Abtönung alb. shtek Durchgang, Eingang, Weg, Haarscheitel (= στοῖχος), ebenso got. staiga, ahd. steiga f. Steig, Weg, lett. staiga f. Gang, vgl. lit. Adv. staigà plötzlich (wäre gr. *στοιχή) u.a.m., s. WP. 2, 614 f., Pok. 101 7 f., auch W.-Hofmann s. vestīgium m. weiteren Formen u. Lit.
Page 2,783-785