ἐπιούσιος
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ἐπιούσιον, either, sufficient for the coming day (and so current) day, (ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα)), or, for the day (ἐπὶ τὴν οὖσαν (sc. ἡμέραν)), ἄρτος Ev.Matt.6.11, Ev.Luc.11.3; τὰ ἐπιούσια dub. sens. (cf. Phil.Woch.47.889) in Sammelb.5224.20. (Very rare word in Origen's day, De Orat. 27.7.)
German (Pape)
[Seite 967] auf den folgenden Tag, ἄρτος, bis zum folgenden Tage ausreichendes, od. zum Leben hinreichendes (gew. tägliches) Brot, Math. 7, 11 u. Luc. 11, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du jour suivant, quotidien;
NT: nécessaire à l'existence.
Étymologie: ἔπειμι².
Russian (Dvoretsky)
ἐπιούσιος: относящийся к наступающему дню (каждому), т. е. повседневный, насущный (ἄρτος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιούσιος: -ον, (ἐπιοῦσα, ἴδε ἔπειμι (εἷμι) ΙΙ): - ἐπαρκὴς διὰ τὴν ἡμέραν, ἄρτος Εὐαγγ. κ. Μάτθ. ϛʹ, 11, κ, Λουκ. ια΄, 3· πρβλ. ἐπηετανός. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιούσιος ἄρτος, ὁ ἐπὶ τῇ οὐσίᾳ ἡμῶν ἁρμόζων». - Κατ’ Εὐθύμ. Ζυγαβην. (τ. Α΄, σ. 110): «ἐπιούσιον δὲ προσηγόρευσε, τὸν ἐπὶ τῇ οὐσίᾳ καὶ ὑπάρξει καὶ συστάσει τοῦ σώματος ἐπιτήδειον· ἢ κατὰ Χρυσόστομον ἐπιούσιον εἶπε τὸν ἐφήμερον». - Κατὰ τὸν Ὠριγέν. περὶ Εὐχῆς 16: «πρῶτον δὲ τοῦτ’ ἰστέον ὅτι ἡ λέξις ἡ ἐπιούσιος παρ’ οὐδενὶ τῶν Ἑλλήνων οὔτε τῶν σοφῶν ὠνόμασται οὔτε ἐν τῇ τῶν ἰδιωτῶν συνηθείᾳ τέτριπται, ἀλλ’ ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν». - «πέπλασται δὲ κατὰ τὸ περιούσιος· ἀλλὰ καθὼς τοῦτο σημαίνει τὸ πολύ, τὸ πλῆθος, τὸ περισσόν, τὸ ἄφθονον, ἔπειτα δὲ καὶ τὸ ἐξαίρετον, οὕτω καὶ τὸ ἐπιούσιος, σημαίνει τὸ ἱκανός, τ. ε. ἐπαρκῆς, χρειώδεις» σημ. Θ. Φαρμακίδου ἐν Ζυγαβην. ἔνθ᾿ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 6. σ. 331, κἑξ.
English (Strong)
perhaps from the same as ἐπιοῦσα; tomorrow's; but more probably from ἐπί and a derivative of the present participle feminine of εἰμί; for subsistence, i.e. needful: daily.
English (Thayer)
ἐπιούσιον, a word found only in ἄρτος ἐπιούσιος ([Peshitta] Syriac oNQNSd 4MXL the bread of our necessity, i. e. necessary for us (but the Curetonian (earlier) Syriac reads)NYM) continual; cf. Lightfoot as below, I:3, p. 214ff; Taylor, Sayings of the Jewish Fathers, p. 139f); Itala (Old Latin) panis quotidianus). Origen testifies (de orat. 27) that the word was not in use in ordinary speech, and accordingly seems to have been coined by the Evangelists themselves. Many commentators, as Beza, Kuinoel, Tholuck, Ewald, Bleek, Keim, Cremer, following Origen, Jerome (who in Matt. only translates by the barbarous phrase panis supersubstantialis), Theophylact, Euthymius Zigabenus, explain the word by bread for sustenance, which serves to sustain life, deriving the word from οὐσία, after the analogy of ἐξουσιος, ἐνουσιος. But οὐσία very rarely, and only in philosophic language, is equivalent to ὕπαρξις, as in Plato, Theact., p. 185c. (app. to τό μή εἶναι), Aristotle, de part. anim. i. 1 (ἡ γάρ γένεσις ἕνεκα τῆς οὐσίας ἐστιν, ἀλλ' οὐχ ἡ οὐσία ἕνεκα τῆς γενέσεως; for other examples see Bonitz's Index to Aristotle, p. 544), and generally denotes either essence, real nature, or substance, property, resources. On this account Leo Meyer (in Kuhn, Zeitschr. f. vergleich. Sprachkunde, vii., pp. 401-430), Kamphausen (Gebet des Herrn, pp. 86-102), with whom Keim (ii. 278f. (English translation, iii. 340)), Weiss (Matthew, the passage cited), Delitzsch (Zeitschr. f. d. luth. Theol. 1876, p. 402), agree, prefer to derive the word from ἐπειναι (and in particular from the participle ἐπων, ἐπουσιος for ἐποντιος, see below) to be present, and to understand it bread which is ready at hand or suffices, so that Christ is conjectured to have said in Chaldean דְּחֻקָּנָא לַחְמָא (cf. חֻקִּי לֶחֶם my allowance of bread, ἰ in ἐπί is retained before a vowel in certain words (as ἐπίορκος, ἐπιορκέω, ἐπιόσσομαι, etc. (cf. Lightfoot, as below, I. § 1)), yet in ἐπειναι and words derived from it, ἐπουσια, ἐπουσιωδης, it is always elided. Therefore much more correctly do Grotius, Scaliger, Wetstein, Fischer (De vitiis lexamples etc., p. 306ff), Valckenaer, Fritzsche (on Matthew, p. 267ff), Winer (97 (92)), Bretschneider, Wahl, Meyer (Lightfoot (Revision etc., Appendix)) and others, comparing the words ἑκούσιος, ἐθελούσιος, γερούσιος (from ἑκών, ἐθελων, γέρων, for ἑκοντιος, ἐθελοντιος, γεροντιος, cf. Kühner, 1: § 63,3and § 334,1Anm. 2), conjecture that the adjective ἐπιούσιος is formed from ἐπιών, ἐπιοῦσα, with reference to the familiar expression ἡ ἐπιοῦσα (see ἄπειμι), and ἄρτος ἐπιούσιος is equivalent to ἄρτος τῆς ἐπιουσης ἡμέρας, food for the morrow, i. e. necessary or sufficient food. Thus, ἐπιούσιον, and σήμερον, admirably answer to each other, and that state of mind is portrayed which, piously contented with food sufficing from one day to the next, in praying to God for sustenance does not go beyond the absolute necessity of the nearest future. This explanation is also recommended by the fact that in the Gospel according to the Hebrews, as Jerome testifies, the word ἐπιούσιος was represented by the Aramaic מְחַר, quod dicitur crastinus; hence, it would seem that Christ himself used the Chaldaic expression לִמְחַר דִי לַחְמָא. Nor is the prayer, so understood, at variance with the mind of Christ as expressed in Lightfoot, as above, pp. 195-234; McClellan, The New Testament, etc., pp. 632-647; Tholuck, Bergpredigt, Matthew, the passage cited, for earlier references.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιούσιος, -ον)
1. ο επαρκής για την κάθε μέρα (άρτος), ο αναγκαίος, ο καθημερινός («τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον», ΚΔ)
κατά τον Ωριγένη η λ. «ἔοικε πεπλάσθαι ὑπὸ τῶν εὐαγγελιστῶν»
2. (το αρσ. ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. άρτος) ο επιούσιος
το καθημερινό ψωμί, το αναγκαίο για την κάθε μέρα, το καρβέλι, η καθημερινή τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. επιούσιος συνοδεύει το ουσ. άρτος στην ΚΔ και στη Βουλγάτα (Vulgata), όπου η λ. μεταφράζεται ως quotidianus «καθημερινός». Η υποτεθείσα προέλευση της λ. από τη φράση η επιούσα ημέρα «η επόμενη μέρα» είναι μάλλον απίθανη, ενώ φαίνεται πιο πιθανή η ερμηνεία του σχηματισμού της λ. ως «συνθέτου εκ συναρπαγής» από τη φράση επί την ούσαν (ημέραν) «για τη σημερινή μέρα»].
Greek Monotonic
ἐπιούσιος: -ον, λέγεται για την ημέρα που έρχεται, επαρκής για την ημέρα, σε Καινή Διαθήκη [Από το ἡ ἐπιοῦσα (ἡμέρα), η επόμενη ημέρα.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of ἄρτος (Ev. Matt. 6, 11, Ev. Luk. 11, 3), in the Vulg. translated with quotidianus, is translated as daily; also ἐπιουσι[ων (Sammelb. 5224, 20; economic message), meaning unknown.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The most obvious interprettion as ἡ ἐπιοῦσα (ηΏμέρα) suggests for the coming day; but this seems materially improbable. If we start (with Debrunner Glotta 4, 249ff.) from ἐπι την οὖσαν (ἡμέραν), we get: for the relevant day. - See Blass-Debrunner-Frnk, Greek Gramm. of the New Testam. $ 123 and Koerster in Kittel, Theolog.Wörterbuch 2,587-595.
Middle Liddell
ἐπιούσιος, ον
for the coming day, sufficient for the day, NTest. (From ἡ ἐπιοῦσα ἡμέρα the coming day.)
Frisk Etymology German
ἐπιούσιος: {epioúsios}
Meaning: Beiwort von ἄρτος (Ev. Matt. 6, 11, Ev. Luk. 11, 3), in der Vulg. mit quotidianus, danach mit täglich übersetzt; außerdem ἐπιουσι[ων (Sammelb. 5224, 20; Wirtschaftsbericht), Bed. unbekannt.
Etymology: Die sprachlich unzweifelhaft am nächsten liegende Deutung aus ἡ ἐπιοῦσα (ἡμέρα) scheint eine Übersetzung für den kommenden Tag zu erfordern; trotz des dafür aufgebotenen exegetischen Scharfsinns muß sie als sachlich höchst unwahrscheinlich betrachtet werden. Wenn man dagegen (mit Debrunner Glotta 4, 249ff.) von ἐπι τὴν οὖσαν (ἡμέραν) ausgeht, was sprachlich gewiß härter ist, erhält man einen annehmbaren Sinn: für den betreffenden Tag. — Die Streitfrage muß immer noch als ungeklärt betrachtet werden; über die reiche Literatur und die zahlreichen Erklärungsvarianten orientiert Bauer Gr.-dt. Wb. zum NT. (5. Aufl. 1957) s. v.; dazu noch Dornseiff Glotta 35, 145ff., der das Rätsel durch einen Hinweis auf Exod. 16, 19ff. lösen will.
Page 1,539-540
Chinese
原文音譯:™pioÚsioj 誒披-烏西哦士
詞類次數:形,名(2)
原文字根:在上-是著(的)
字義溯源:日用的,為著生存的,每日的,為著明日,為著將來;或源自(ἔπειμι)=接著來);由(ἐπί)*=在⋯上)與(εἰμί)X*=行走,去)組成
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 日用的(2) 太6:11; 路11:3
Mantoulidis Etymological
(=τό ψωμί τῆς ἑπόμενης μέρας). Ἀπό τό ἐπιοῦσα τοῦ ἔπειμι. Σύμφωνα μέ ἄλλους τό ἐπιούσιος ἀπό τό ἔπειμι (ἐπί + εἰμί) καί σημαίνει τό ψωμί πού ἀρκεῖ γιά τή μέρα.