ζυγόν
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
τό, also ζυγός, ὁ, (in various senses), h.Cer.217, Pl.Ti.63b, Theoc.30.29, LXXGe.27.40, al., Plb.4.82.2, Ev.Matt.11.29, Jul.Or.5.173a, etc.: rarely in pl., A ζυγοί LXXPr.11.1, Sch.Th.1.29: Delph. δυγός (q.v.). I yoke of a plough or carriage, ζ. ἵππειον Il.5.799, 23.392; ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους 5.731, cf. Od.3.383; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένι θεῖναι βουσί Hes.Op.815, cf. 581; ὑπὸ ζυγόφιν (i.e. ζυγοῦ) λύον ἵππους Il.24.576: prov., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ. 'to be in the same boat', Aristaenet.2.7, Zen.3.43; ταὔτ' ἐμοὶ ζ. τρίβεις Herod.6.12. 2 metaph., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται h.Cer.217; ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Thgn.1023; ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Pi.P.2.93; δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.7.8.γ, A.Th.75 (pl.), 471, etc.; δουλείας, ἀνάγκης ζ., S.Aj.944, E.Or.1330; ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον S.Ant.291; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ… so as to prevent... X.Cyr.3.1.27; ζυγῷ ζυγῆναι Pl.R.508a; ἄγειν ὑπὸ τὸν ζ. τινάς Plb.4.82.2, cf. D.H.3.22; ὑπὸ τὸν ζ. ὑπαγαγεῖν D.C.Fr.36.10; ζυγὸν ὑποστῆναι D.H.10.20. II crossbar of the φόρμιγξ, Il.9.187. 2 ζυγὸς ἡ τῆς ἀμπέλου πρὸς τὴν χάρακα συζυγία Gp.5.29.6. III in pl., thwarts or benches joining the opposite sides of a ship, Od.9.99, 13.21, Hdt.2.96: rarely in sg., θοὸν εἰρεσίας ζυγόν S.Aj.249 (lyr.): metaph., of the seat of authority compared to the helmsman's seat, ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. E.Ion595; ἐπεὶ δ' ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ' ἀρχῆς Id.Ph.74; σὺ ταῦτα φωνεῖς νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός; while on the main thwart sits authority, A.Ag.1618; also of a coachman's seat, box, PMasp.303.15 (vi A.D.). 2 in pl., panels of a door, IG12.372.199,22.1457.14,1672.155; cf. ζευγίον. IV beam of the balance, ζυγὸν ταλάντου A.Supp.822 (lyr.), cf. Arist.Mech.850a4: hence, the balance itself (cf. πῆχυς IV), αἴρειν τὸν ζυγόν Pl.Ti.63b; ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι Id.R.55oe; ζυγῷ or ἐν τῷ ζ. ἱστάναι, Lys.10.18, Pl. Prt.356b; ζυγὸν ἱστάναι D.Prooem.55: in pl., Id.25.46, SIG975.39 (Delos, iii B.C.): prov., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Pythag. ap. D.L.8.18. b the constellation Libra, Hipparch.3.1.5, Ph.1.28, Man.2.137, etc.; ζ. Ἀφροδίτης Porph.Antr.22. V καρχασίου the yard-arm at the mast head, Pi.N.5.51, cf. Ach.Tat.5.16. VI cross-strap of a sandal, Ar.Lys.417, Poll.7.81; ζυγός, ὁ, Phot. VII pair, κλεινὸν ζυγόν, of persons, E.Hel.392; κατὰ ζυγά in pairs, Arist.HA544a5, Theoc.13.32. VIII rank or line of soldiers, opp. file (στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο τέσσαρες Th.5.68; ὁ ζυγός Polyaen.4.4.3 (τὰ ζυγά 2.10.4); κατὰ ζυγόν line with line, Plb.1.45.9; κατ' ἄνδρα καὶ ζ. Id.3.81.2; esp. front rank, Ael.Tact.7.1, Arr.Tact.8.1; also of the Chorus, Poll.4.108. IX ζυγὰ ἢ ἄζυγα even or odd, a game, Sch.Ar.Pl.817. X measure of land, SIG963.13 (Amorgos, iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1141] τό (nach Plat. Cratyl. 418 d δυογόν, = δύω ἄγον, vgl. aber jugum, ζεύγνυμι), – 1) das Joch, mit welchem zwei Rinder od. Pferde vor den Pflug od. Wagen gespannt werden; es geht um den Nacken der Thiere u. wird an der Deichsel befestigt; von Hom. an überall; man bemerke: ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν (anspannen), Od. 3, 383; ὑπὸ ζυγόφιν λύον ἵππους, Il. 24, 576; ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θεῖναι βουσί, Hes. O. 51; κατὰ ζυγά, paarweise, Theocr. 13, 32. Häufig übtr. auf Sklaverei, τὸ δούλιον ζ. Aesch. Ag. 1226; δούλειον ζ. Plat. Legg. VI, 770 e; δουλείας ζυγά Soph. Ai. 944; ἀνάγκης ζ. Eur. Or. 1330; ἐπιθεῖναί τινι ζυγὰ τοῦ μὴ ὑβρίσαι Xen. Cyr. 3, 1, 26; übh. Band, τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν Plat. Rep. VI, 508 a. Sprichw. ταὐτὸν ζυγὸν ἕλκειν, Zenob. 3, 43. – 2) der kleine Querstab od. Steg oben an der Phorminx zwischen den Hörnern derselben, an welchem die Wirbel der Saiten befestigt sind, Il. 9, 187; Arist. mechan. 12. Auch πῆχυς genannt, womit Suid. es erkl. – 3) τὰ ζυγά, im Schiffe die Ruderbänke (die die beiden Seiten des Schiffes verbinden), Od. 9, 99. 13, 21; übertr. auf Rang im Staate, Aesch. Ag. 1618; ἐς τὸ πρῶτον πόλεως ὁρμηθεὶς ζυγόν Eur. Ion 595. S. auch ζυγός 2). – 41 ein Riemenan den Sandalen der Frauen, Ar. Lys. 417, masc. beim Schol. zu dieser Stelle; VLL., Hesych. erkl. ὁ παρακείμενος ἱμὰς τοῖς δακτύλοις. – 5) nach Schol. Ar. Plut. 817 war ζυγὰ ἢ ἄζυγα der gewöhnliche Ausdruck für Paar u. Unpaar (ἄρτια ἢ περισσά) spielen.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγόν: τό, ὡσαύτως ζῠγός, ὁ (μὲ τὴν σημασ. Ι.) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217, (μὲ τὴν σημασ. IV.) Πλάτ. Τιμ. 63Β, καὶ παρὰ μεταγενεστ. μὲ πᾶσαν σημασίαν. Κατὰ τὸ πλεῖττον οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁρίζον τὸ γένος τῆς λέξεως ἐν τῷ ἑνικῷ., ἀλλὰ τὸ πληθ. φαίνεται ὅτι εἶνε ἀείποτε ζυγὰ (πρβλ. ζεύγνυμι ἐν τέλ.) Πᾶν ὅ,τι ἑνώνει δύο σώματα, ἑπομένως, Ι. τὸ σταυροειδῶς ἐπὶ τοῦ ῥυμοῦ κείμενον ξύλον, τὸ προσδενόμενον διὰ τοῦ ζυγοδέσμου πρὸς τὸ τέλος τοῦ ῥυμοῦ καὶ ἔχον ζεύγλας (ἐπιτραχηλίους θέσεις) εἰς ἑκάτερον ἄκρον, δι’ οὗ δύο ἵπποι, ἡμίονοι ἢ βόες ἔσυρον ἅμαξαν ἢ ἄροτρον· παρ’ Ὁμ. ὁ τῶν ἵππων ζυγὸς συχνάκις ὁρίζεται εἰδικώτερον, ὡς ζυγὸν ἵππειον Ἰλ. Ε. 799. Ψ. 392· ὑπὸ ζυγὸν ἤγαγεν ἵππους, ἔζευξεν αὐτούς, Ἰλ. Ε. 731, Ὀδ. Γ. 383· ἐπὶ ζυγὰ θῆκεν ἵπποις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 813· ἐπὶ ζυγὸν αὐχένα θῆκε βουσὶ αὐτόθι 579· ὑπὸ ζυγόφιν (ὅ ἐ. ζυγοῦ) λύον ἵππους Ἰλ. Ω. 576· παροιμ., τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζ., ἐπὶ τῶν ὅμοια καὶ παραπλήσια πασχόντων, «᾿ς ἕνα τσουκάλι βράζουν», Ἀρισταίν. 2. 7, Παροιμιογρ. 2) μεταφ., ἐπὶ ζυγὸς αὐχένι κεῖται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 217· ἐχθροῖσιν ὑπὸ ζυγὸν αὐχένα θήσω Θέογν. 1023· ἐπαυχένιον λαβεῖν ζ. Πίνδ. Π. 2. 172· τὸ δούλιον ζ., ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, Ἡρόδ. 7. 8, 3, πρβλ. Αἰσχύλ Θήβ. 75, 471, κλ.· δουλείας, ἀνάγκης ζ. Σοφ. Αἴ. 944, Εὐρ. Ὀρ. 1330· ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον Σοφ. Ἀντ. 291· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή…, ὥστε νὰ μὴ..., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 27· ζυγῷ ζυγῆναι Πλάτ. Πολ. 508Α. ΙΙ. τὸ ἐγκάρσιον ξύλον, τὸ συνδέον τὰ δύο κέρατα τῆς φόρμιγγος εἴς ὃ προσηλοῦνται οἱ κόλλοπες καὶ ἐντείνονται αἱ χορδαί, Λατ. transtillum. Ἰλ. Ι. 187. 2) τὸ ἐγκάρσιον ξύλον τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, εἰς ὃ προσηλοῦτο ὁ στήμων, τὸ «ἀντί», πρβλ. ζυγόω. 3) τὸ τῶν Ρωμαίων jugum, Διον. Ἁλ. 3. 22, κτλ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐγκάρσια ἑδώλια τὰ ἑνοῦντα τὰς ἀπέναντι πλευρὰς πλοίου ἢ λέμβου, Λατ. transtra, Ὀδ. Ι. 99, Ν. 21, Ἡρόδ. 2. 96· σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, θοὸν εἰρεσίας ζυγὸν Σοφ. Αἴ. 249· - μεταφ., ἐς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. Εὐρ. Ἴωνι 595· ἐπεὶ δ’ ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ’ ἀρχῆς ὁ αὐτ. Φοιν. 74. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, τὸ λίθινον ἀνώφλιον ἢ κατώφλιον τῆς θύρας, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 91· - ὡσαύτως, = Λατ. impages, τὰ προσπήγματα, οἱ σιδηροῖ δεσμοὶ θύρας, ἴδε Ἐπιγρ. Βρεττ. Μουσ. σ. 73. 3) ἡ μεσαία σειρὰ τῶν κωπηλατικῶν καθισμάτων τριήρους· μεταφ., κρατούντων τῶν ἐπὶ ζυγῷ δορός, ἐνῷ οἱ ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ (οἱ τῆς ἄνω σειρᾶς) κυβερνῶσι τὸ πλοῖον, Αἰσχύλ Ἀγ. 1618. IV. ἡ φάλαγξ τοῦ ζυγοῦ (ζυγαριᾶς), ζυγὸν ταλάντου ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 822, Δημ. 1461. 17, πρβλ. Ἀριστ. Μηχαν. 1, 2· - ἐντεῦθεν, αὐτὸς ὁ ζυγὸς (πρβλ. πῆχυς IV), αἴρειν τὸν ζυγὸν Πλάτ. Τιμ. 63Β· ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι ὁ αὐτ. Πολ. 550Ε· ζυγῷ ἢ ἐν τῷ ζ. ἱστάναι Λυσ. 117. 40, Πλάτ. Πρωτ. 356Β· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 784. 10· - παροιμ., ζ. μὴ ὑπερβαίνειν Πυθ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 18. V. καρχασίου, ἡ κατὰ τὴν κορυφὴν τοῦ ἱστοῦ κεραία, Πίνδ. Νεμ. 5. 92. VI. σανδαλίου ὁ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἄλλο μέρος δεσμός, Ἀριστοφ. Λυσ. 417, Πολυδ. Ζ΄, 81· ζυγὸς Φωτ. VII. ζεῦγος, κλεινὸν ζυγὸν Εὐρ. Ἑλ. 792· κατὰ ζυγά, κατὰ ζεύγη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 12, 1, Θεόκρ. 13. 32. VIII. κατὰ πρόσωπον γραμμὴ στρατιωτῶν, ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατὰ βάθος (ἥτις ἐκαλεῖτο στοῖχος), ἐν τῷ πρώτῳ ζ. ἐμάχοντο Θουκ. 5. 68· ὁ ζυγὸς Πολύαιν. 4. 5, 4· κατὰ ζυγόν, γραμμὴ μὲ γραμμήν, Πολύβ. 1. 45, 9· - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Πολυδ. Δ΄, 108· πρβλ. ζυγέω ΙΧ. ζυγὰ ἢ ἄζυγα, ἄρτια ἢ περισσά, «ζυγὰ ἢ μονά», παιγνίδιον, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 816.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
A. tout ce qui sert à joindre deux objets ensemble :
I. joug pour deux bœufs ou deux chevaux : ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν IL, OD amener sous le joug ; ζυγὰ ἐπιθεῖναι τινι XÉN imposer le joug à qqn ; fig. le joug (de la mort, de la nécessité, etc.) ; δούλιον ζυγόν HDT, δουλείας ζυγόν SOPH joug de la servitude;
II. le joug romain, sous lequel passaient les prisonniers de guerre;
III. barre qui unit les deux branches recourbées de la φόρμιγξ et où s’ajustent les cordes;
IV. t. de mar.
1 banc de rameurs, allant de l’un à l’autre côté du navire (lat. transtra), particul. au sg. banc du milieu (sur trois) ; τὰ ζυγά bancs de rameurs;
2 bau de navire, càd chacune des poutres qui soutiennent les planchers ou ponts (le bau lie l’un à l’autre les deux côtés du bâtiment);
V. fléau d’une balance (propr. ce qui unit les deux plateaux) ; balance;
B. tout objet accouplé :
I. couple, paire ; attelage;
II. rangée de soldats.
Étymologie: R. Ζυγ, v. ζεύγνυμι ; cf., lat. jugum.
English (Autenrieth)
(ζεύγνῦμι), gen. ζυγόφιν: (1) yoke or cross-bar by means of which beasts of draught were attached to whatever was to be drawn. (See adjacent cut, combined from several antique representations.) a, ὀμφαλός; b, ξυγόδεσμον; c, κρίκος; d, ζεῦγλαι; e, straps to fasten the ζεῦγλαι; f, λέπαδνα; g and h, οἴηκες, points of attachment for the collars, and rings through which the reins pass; i, ζυγόν; k, projections to hold, e. g., the reins of the παρήορος ἵππος. (Cf. also the Assyrian yoke on the chariot on board a ship, represented in the adjoining cut.)—(2) cross-bar of a lyre (see φόρμιγξ), to which the strings were attached, Il. 9.187.—(3) pl., ζυγά, rowers' benches, thwarts of a ship (see cut No. 32, under ἔδαφος).
English (Slater)
ζῠγόν
a yoke ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (ὥσπερ τῶν τετρώρων ἁρμάτων ὁ ῥυμὸς μεταξύ, οὕτω καὶ ἐν τοῖς τοῦ Ἡρακλέους τεμένεσιν ὁ νικηφόρος ἐν μέσῳ τὸν ἑαυτοῦ οἶκον εἶχε. Σ.) (N. 7.93) φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)
b yardarm ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου (N. 5.51)
Spanish
Greek Monotonic
ζυγόν: τό και ζυγός, ὁ, (πρβλ. ζεύγνυμι), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει δύο σώματα· και συνεπώς,
I. 1. ζυγός ή σταυροειδές ξύλο το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως τιμόνι της άμαξας· είχε μάλιστα ζεύγλας (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε κάθε άκρο, μέσω των οποίων τα δύο ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την άμαξα ή το άροτρο, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον ζυγόν, ο ζυγός της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· δουλείας, ἀνάγκης ζυγόν, σε Σοφ., Ευρ.· ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..., με αποτέλεσμα να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.
2. ζευγάρι, σε Ευρ.· κατὰ ζυγά, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.
II. κάθετο ξύλο που ενώνει τα δύο κέρατα της φόρμιγγας (φόρμιγξ), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.
III. 1. στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις απέναντι πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος ζυγόν, σε Ευρ.
2. μεσαία σειρά των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες, αυτοί που βρίσκονται στην επάνω σειρά και κυβερνούν το πλοίο, σε Αισχύλ.
IV. στρογγυλό κομμάτι ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως αντίβαρο στα προς ζύγιση αντικείμενα, σε Δημ.· η ίδια η ζυγαριά, ζύγι, σε Πλάτ.
V. καρχασίου ζυγόν, κεραία που βρίσκεται στην κορυφή του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.
VI. τάξη ή γραμμή στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά πρόσωπο, αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά βάθος παρατεταγμένη γραμμή των στρατιωτών), σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγόν -οῦ, τό en ζυγός, ὁ [ζεύγνυμι] ep. dat. ζυγόφι(ν ) juk:; ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους hij bracht de snelle paarden onder het juk Il. 23.294; ὑπὸ ζυγόφι ( ν ) onder het juk Il. 19.404; overdr.. οὐδ ’ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον zij hielden hun nek niet onder het juk (van het bestuur), zoals het recht vraagt Soph. Ant. 291; βύβλινον ζ. een juk van papyrus, (een brug met kabels van papyrus) Hdt. 8.20; δούλιον ζ. juk van de slavernij Hdt. 7.8.γ3. span, paar:; κλεινὸν ζυγόν een beroemd tweetal Eur. Hel. 392; milit.. ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ in het eerste gelid Thuc. 5.68.3. alg. overdr. van een dwarsverbinding kam (dwarshout dat de beide armen van de citer met elkaar verbindt):. ἀργύρεον ζύγον een kam van zilver Il. 9.187. riempje (van een sandaal):; τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν het riempje brengt mijn teentje in de knel Aristoph. Lys. 417; overdr. band:. τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν ze werden door een kostbaarder band verbonden Plat. Resp. 508a. dwarsstang:; ζυγὸν ταλάντου dwarsstang van de weegschaal Aeschl. Suppl. 822; uitbr. weegschaal:. ζυγῷ ἱστάναι wegen Lys. 10.18. ra (dwarsbalk aan de mast v. e. schip). Pind. roeibank:; εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι op de roeibank gaan zitten Soph. Ai. 249; meestal plur..; ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας ik sleepte ze onder de roeibanken en bond ze vast Od. 9.99; overdr.. ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ ’ ἀρχῆς hij zat op de zetel van de macht Eur. Ion 595; τὸ πρῶτον πόλεως ζυγόν de eerste positie in de stad Eur. Phoen. 74.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγόν: τό (эп. gen. ζυγόφιν)
1) распорка, перекладина, перемычка: ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζ. ἦεν Hom. в верхней же части (форминги) была серебряная кобылка;
2) поперечная балка, соединительный брус (соединяющий оба борта корабля): ἐπεὰν ναυπηγήσωνται, ζυγὰ ἐπιπολῆς τείνουσι αὐτῶν Her. сколотив плот, (египтяне) кладут поверх соединительные брусья;
3) коромысло (весов), рычаг (ταλάντου Aesch.);
4) тж. pl. весы: ἐν πλάστιγγι ζυγοῦ κεῖσθαι Plat. лежать на чашке весов; τὰ ἰσάζοντα ζυγά Arst. весы в равновесии;
5) ярмо (ἵππειον Hom.; ζυγὰ ἐπιθεῖναί τινι Xen.): ὑπὸ ζυγὸν ἄγειν Hom. подводить под ярмо;
6) перен. иго, бремя, гнет (δούλιον Her.; ζ. ἀνάγκης Eur.): ὑπὸ ζυγῷ λόφον ἔχειν Soph. иметь шею под ярмом, т. е. терпеть гнет;
7) мор. поперечная (корабельная) скамья (ζυγὰ ἐνὶ νηυσί Hom.): εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι Soph. занять скамьи гребцов, т. е. налечь на весла;
8) досл. средняя скамья (из трех в триере), перен. командное место: ἐπὶ ζυγῷ δορός Aesch. у кормила корабля;
9) воен. линия, ряд, строй, шеренга (ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ Thuc.): κατὰ ζ. Polyb. строй против строя;
10) перен. ряд, ранг, общественное положение: ὁρμᾶσθαι εἰς τὸ πρῶτον πόλεος ζ. Eur. стремиться занять первое в государстве место;
11) мор. шест или конец, нок (καρχασίου Pind.);
12) (в обуви) ременная перемычка, ремешок (τὸ ζ. πιέζει τὸν δάκτυλον τοῦ ποδός Arph.);
13) пара Eur.: κατὰ ζυγά Arst., Theocr. парами, попарно.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: yoke (Il.), also metaph., e. g. of a cross-wood, of the rowing benches connecting the two ship sides, of the tongue of a balance, of a pair, of a row or a rank of soldiers (oppos. στοῖχος), as land measure.
Other forms: Hell. mostly -ός m., rarely earlier, s. Schwyzer-Debrunner 37.)
Compounds: Often in compp., e. g. πολύ-ζυγος with many rowing benches, ζυγό-δεσμον yoke-straps (Il.), also ζυγη-φόρος carrying a yoke (A., analog.-metr. beside ζυγο-φόρος; Schwyzer 439 n. 1).
Derivatives: Seberal deriv.: 1. ζύγιον rowing bench (hell.). 2. ζυγίσκον meaning unclear (IG 22, 1549, 9, Eleusis, + 300a). 3. ζύγαινα the hammer-headed shark (Epich., Arist.; after the shape of the skull, Strömberg Fischnamen 35). 4. ζυγίς thyme (Dsc.; motivation of the name unknown, Strömberg Pflanzennamen 56). 5. ζούγωνερ (= *ζύγωνες) βόες ἐργάται. Λάκωνες H. 6. ζυγίτης name of a rower (sch.; Redard Les noms grecs en -της 44), f. ζυγῖτις Hera as goddess of marriage (Nicom. ap. Phot.; Redard 209). 7. ζυγία maple (Thphr.) prop. "yoke-wood" (s. Strömberg Theophrastea 114), because the hard maple was mainly used to make yokes (so even now in southern Italy), Rohlfs WB VI and 86; also Rohlfs ByzZ 37, 57, Dawkins JournofHellStud. 56, 1f.; diff. Strömberg Pflanzennamen 56 (after the pairwise attached fruits). 8. ζύγαστρον wooden cist, chest s.v. σίγιστρον - Adject. 9. ζύγιος belonging to the yoke etc. (Att. etc.; also as nautical expression, s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.). 10. ζύγιμος id. (Plb.; s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 94). 11. ζυγικός belonging to the tongue of a balance (Nicom. Harm.). Adv. ζυγ-άδην (Ph.), ζυγ-ηδόν (Hld.) pairwise. - Denomin. verbs: 1. ζυγόω yoke, connect (through a cross-wood), shut, hold the balance (A., hell.) with ζύγωμα bar, cross-rod (Plb.), ζύγωσις balancing (hell.), *ζύγωθρον in the denomin. aor. ipv. ζυγώθρισον (Ar. Nu. 745; meaning uncertain, weigh or shut?). 2. ζυγέω form a row or rank (Plb.). - Beside ζυγόν as 2. member the verbal root -ζυξ, e. g. ἄ-ζυξ unconnected, unmarried, ὁμό-, σύ-ζυξ yoked together, connected (also ἄ-, ὁμό-, σύ-ζυγος), s. Chantraine REGr. 59-60, 231f.
Origin: IE [Indo-European] [508} *ieug- connect
Etymology: Old name of a device, retained in most IE languages, e. g. Hitt. iugan, Skt. yugám, Lat. iugum, Germ., e. g. Goth. juk, IE *i̯ugóm; more forms Pok. 509f., W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. iugum. - The root noun -ζυξ also in Lat. con-iux spouse, Skt. a-yúj- not forming a pair, uneven (formally = ἄ-ζυξ except the accent), sa-yúj- connected, companion a. o. - Cf. ζεύγνυμι and ζεῦγος. Rix, Hist. Gramm. 60, 70 suggests Hi̯-, which is still uncertain.
Middle Liddell
[cf. ζεύγνυμι
anything which joins two bodies; and so,
I. the yoke or cross-bar tied by the ζυγόδεσμον to the end of the pole, and having ζεῦγλαι (collars or loops) at each end, by which two horses, mules or oxen drew the plough or carriage, Hom., etc.:—metaph., τὸ δούλιον ζ. the yoke of slavery, Hdt.; δουλείας, ἀνάγκης ζ. Soph., Eur.; ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μὴ… , so as to prevent… , Xen.
2. a pair, Eur.; κατὰ ζυγά in pairs, Theocr.
II. the cross-bar joining the horns of the φόρμιγξ, along which the strings were fastened, Il.
III. in pl. the thwarts joining the opposite sides of a ship or boat, the benches, Lat. transtra, Od., Hdt.; in sg., Soph.:—metaph., τὸ πόλεος ζ. Eur.
2. the middle of the three banks in a trireme; metaph., οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορός those on the upper bench, Aesch.
IV. the beam of the balance, Dem.: — the balance itself, Plat.
V. καρχασίου ζ. the yard-arm at the masthead, Pind.
VI. a rank or line of soldiers, opp. to a file, Thuc.
Frisk Etymology German
ζυγόν: {zugón}
Forms: (seit Il.; hell. meist -ός m., vereinzelt wohl schon früher, s. Schwyzer-Debrunner 37 m. Lit.)
Grammar: n.
Meaning: Joch, auch übertr., z. B. von einem Querholz, von dem die beiden Schiffsseiten verbindenden Ruderbänken, von dem Waagebalken, von einem Paar, von einer Reihe oder einem Glied von Soldaten (Gegensatz στοῖχος), als Ackermaß. Oft in Kompp., z. B. πολύζυγος mit vielen Ruderbänken, ζυγόδεσμον Jochriemen (Il. usw.), auch ζυγηφόρος jochtragend (A., E., analogisch-metrisch neben ζυγοφόρος; vgl. Schwyzer 439A. 1).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. ζύγιον Ruderbank (hell.). 2. ζυγίσκον Bed. unklar (IG 22, 1549, 9, Eleusis, um 300a). 3. ζύγαινα Art Haifisch (Epich., Arist. u. a.; nach der Form des Schädels, Strömberg Fischnamen 35). 4. ζυγίς Thymian (Dsk. u. a.; Benennungsmotiv unbekannt, Strömberg Pflanzennamen 56). 5. ζούγωνερ (= *ζύγωνες)· βόες ἐργάται. Λάκωνες H. 6. ζυγίτης Ben. eines Ruderers (Sch.; Redard Les noms grecs en -της 44), f. ζυγῖτις N. der Hera als Göttin der Ehe (Nikom. ap. Phot.; Redard 209). 7. ζυγία und 8. ζύγαστρον s. bes. — Adjektiva. 9. ζύγιος zum Joch gehörig (att. usw.; auch als nautischer Ausdruck, s. Morrison Class. Quart. 41, 128ff.). 10. ζύγιμος ib. (Plb.; s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 94). 11. ζυγικός zur Waage gehörig (Nikom. Harm.). Adv. ζυγάδην (Ph.), ζυγηδόν (Hld.) paarweise. — Denominative Verba: 1. ζυγόω ‘unterjochen, (durch ein Querholz) verbinden, verschließen, das Gleichgewicht halten’ (A., hell. u. spät) mit ζύγωμα Verschluß, Querholz (Plb. u. a.), ζύγωσις das Balancieren (hell.), *ζύγωθρον im denominativen Aor. Ipv. ζυγώθρισον (Ar. Nu. 745; Bedeutung unsicher, wägen oder verschließen?). 2. ζυγέω ‘eine Reihe od. ein Glied bilden’ (Plb. u. a.). — Neben ζυγόν steht als Hinterglied das verbale Wurzelnomen -ζυξ, z. B. ἄζυξ unverbunden, unvermählt, ὁμό-, σύζυξ zusammengejocht, verbunden (auch ἄ-, ὁμό-, σύζυγος), vgl. Chantraine REGr. 59-60, 231f.
Etymology : Alte Benennung eines alten Geräts, in der Mehrzahl der idg. Sprachen erhalten, z. B. heth. iugan, aind. yugám, lat. iugum, germ., z. B. got. juk, idg. *i̯ugóm; weitere Formen mit Lit. bei WP. 1, 201, Pok. 509f., W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. iugum. — Das Wurzelnomen -ζυξ hat Entsprechungen in lat. con-iux Gattin, auch Gatte, aind. a-yúj- kein Paar bildend, ungerade (formal = ἄζυξ bis auf den Akzent), sa-yúj- verbunden, Genosse u. a. — Vgl. ζεύγνυμι und ζεῦγος.
Page 1,615-616