ὀνίνημι

Revision as of 09:21, 6 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D Mort." to "D Mort.")

English (LSJ)

[ῐ]

   A, ὀνίνης Pl.Hp.Ma.301c, ὀνίνησι Il.24.45, Hes.Th.429, etc. ; inf. ὀνινάναι dub. in Pl.R.600d ; part. ὀνινάς, ᾶσα Id.Phlb.58c (impf. supplied by ὠφέλουν) : fut. ὀνήσω Il.8.36, Orac. ap. Hdt.7.141, E.Andr.1004, etc. ; Dor. 3sg. ὀνασεῖ Theoc.7.36 : aor.ὤνησα Il.9.509, Hdt.9.76, E.Tr.933, Pl.Ap.27c ; Ep. ὄνησα Il.1.503 :—Med., ὀνίνᾰμαι Pl.Grg.525c : impf. ὠνινάμην Id.R.380b : fut. ὀνήσομαι Il.7.173, S.Tr.570, E.Hel.935, Pl.Ap.30c : aor. I ὠνησάμην only in Gal. 2.381 (unless in AP7.484 (Diosc.) we accept ὠνάσατο [with ᾰ] for the meaningless ὠνόσατο) ; ὀνήσω (2 pers. sg.) in Porph.Marc. 10 is f.l. either for ὠνήσω or for ὤνησο : aor. 2 ὠνήμην Thgn.1380, E.Alc.335, Pl.Men.84c ; imper. ὄνησο Od.19.68 ; part. ὀνήμενος 2.33 (cf. ἀπ-) ; also ὠνάμην, ὤνασθε E.HF1368, ὤναο Call.Aet.3.1.6, and freq. later, Luc.D Mort.12.2, etc. ; ὤνατο IG14.1389 ii 37, ὤναντο D.H.1.23 ; inf. ὄνασθαι E.Hipp.517, Pl.R.528a ; opt. ὀναίμην, which is freq. (v. infr. 11.2), may belong to either form : in Hom. ὠνάμην is the aor. I of ὄνομαι :—Pass. ὀνέομαι occurs twice, ὀνεῖται Stob.4.22.62, ὀνούμενοι Ps.-Luc.Philopatr.26 : aor. inf. ὀνηθῆναι X.An.5.5.2; Dor. ὠνάθην Theoc.15.55 :    I Act., profit, benefit, help, and sts. gratify, delight, abs., βουλὴν . . ὑποθησόμεθ' ἥτις ὀνήσει Il.8.36, cf. Hes.Th.429, E.Med. 533, etc.: with neut. Adj. or Adv., ὀ. παῦρα h.Merc.577 ; σμικρὰ ὀνήσει πόλιν E.Heracl.705 (anap.), cf. Pl.Phlb.58c ; μᾶλλον Simon.55, Aret. CA1.4: c.acc. pers., Il.5.205, 7.172, Orac. ap. Hdt.7.141, E.Hipp.314, Ar.Lys.1033, etc.: with neut. Adj., ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ' ὀνίνησι Il. 24.45, cf. 9.509, v.l. in X.An.3.1.38, etc. ; πολλὰ ὀ. τινά Od.14.67 ; τοσόνδε E.Tr.933 ; εἴ ποτε δή τι Il.1.395 : c. dat. modi, εἴ ποτε δή σε ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ ib.503 : c. part., Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι by not electing him, X.An.6.1.32, cf. Pl.Smp.193d, Hp.Ma. 301c ; ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω Id.Ap.27c : c. dupl. acc., σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει this benefit at least will thine old age bestow on thee, Od.23.24 ; also οὐδεμίαν ὤνησε κάλλος εἰς πόσιν ξυνάορον helped her in her relations with... E.Fr.909.1.    II Med., have profit or advantage, enjoy help or support, have enjoyment or delight, Il.6.260, 7.173, Od.14.415, E.Hipp.517, etc.: c. part., have benefit from being or doing so and so, Thgn.1380, Pl.Ap.30c, R.380b, Men.84c, etc.: but most freq. c. gen., have advantage from... have delight or enjoyment of . ., δαιτὸς ὄνησο Od.19.68 ; λέκτρων -ήσομαι E.Med.1348 ; πρὶν σφῷν ὄνασθαι ib.1025, cf. Alc.335 : freq. with neut. Adj. added, τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; what good will others have of thee, i. e. what good will you have done them? Il.16.31 ; τοσόνδ' ὀνήσῃ τῶν ἐμῶν . . πορθμῶν S.Tr. 570, etc. ; so ὄνασθαί τι ἀπό τινος Pl.R.528a ; also ὀ. τοῦτο ὅτι . . Luc. DMort.12.2 : also with an ironical sense, ὄναιο μέντἄν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε you'd be the better of it, if one were to wash you clean, Ar.Pl. 1062 ; ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί he'd be very nice if he were rubbed down with salt, Id.Nu.1237 ; so ὠνάθην μεγάλως ὅτι . . lucky for me that... Theoc.15.55 ; ὤνησο, διότι μὴ ὁ Ζεὺς ἐπήκουσέ σου Luc. Prom.20.    2 aor. opt. ὀναίμην, αιο, αιτο, in protestations, wishes, etc., ὄναιο mayst thou have profit, i. e. bless thee . ., E.Or.1677, etc. : and c. gen., ὄναιο τῶν φρενῶν bless thee for... Id.IA1359 ; ὄναισθε μύθων Id.IT1078, cf. Hel.1418 ; οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων so may I have profit of them, in a parenthesis, Ar.Th.469 ; οὕτως ὄναισθε τούτων D.28.20 ; ὄναιντο βίου Simon.128 ; μή νυν ὀναίμην, ἀλλ' . . ὀλοίμην may I not see good, but die, S.OT644 ; ὄναιο τοῦ γενναίου χάριν bless thee for thy noble spirit, Id.OC1042.    3 aor. part. ὀνήμενος, of those to whom (or of whom) one says ὄναιο (ὄναιτο), blessed, ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος Od.2.33 : for this sense of a part. cf. ἐπίτριπτος, οὐλόμενος.

German (Pape)

[Seite 347] fut. ὀνήσω, Eur. Heracl. 1044 u. A., aor. ὤνησα, Ar. Lys. 1033, das imperf. act. war nicht im Gebrauch, man gebrauchte dafür ὠφέλουν, 1) Act. nützen, helfen, fördern, Vortheil bringen, theils absolut, βουλὴν δ' Ἀργείοις ὑποθησόμεθ', ἥτις ὀνήσει, Il. 8, 36. 467, Hes. Th. 429. 436, theils c. accus. der Person oder Sache, der genützt oder die gefördert wird, οὗτ ος γὰρ δὴ Ἀχαιοὺς ὀνήσει, Il. 16, 172; εἴπ οτε δή σε μετ' ἀθανάτοισιν ὄνησα, ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ, 1, 503, vgl. 395. 5, 205. 7, 172, öfter; σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει, Od. 23, 24, hierin wenigstens wird dein Alter dir nützen; vgl. ἐμὲ πόλλ' ὤνησεν ἄναξ, 14, 67; Ggstz von σίνεσθαι, αἰδώς, ἥτ' ἄνδρας μέγα σίνεται ἠδ' ὀνίνησιν, Il. 24, 45, die einzige Stelle, in welcher bei Hom. das praes. vorkommt; οὑμὸς γάμος ὤνησεν Ἑλλάδα, Eur. Troad. 933; Andr. 1005; τὸ σὲ τέκνα τ' ὀνήσει, Her. 7, 141, im Orak.; Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι, Xen. An. 5, 9, 32; ὀνῆσαί τι τοὺς οἴκοι, 5, 6, 20, vgl. 3, 1, 38, οἶμαι ἂν ὑμᾶς μέγα ὀνῆσαι τὸ στράτευμα, ich glaube, ihr würdet dem Heere großen Vortheil verschaffen; σὺ ἡμᾶς ὀνίνης ἀεὶ νο υθετῶν, du nützest uns durch deine fortwährenden Ermahnungen, Plat. Hipp. mai. 301 c; τί μέγα τὴν πόλιν ὀνίνησιν, Plat. Legg. I, 641 b; Sp., οὐ πολύ σε ὀνήσει ἡ ἀθανασία, Luc. D. D. 13, 2. – 2) Med. ὀνίναμαι, impf. ὠνινάμην, Plat. Rep. II, 380 b, fut. ὀνήσομαι, aor. ὠνήμην, ὤνησο, so Hom. immer u. eigtl. ion., att. aber ὠνάμην, obwohl auch, bes. früher, Att. ὠνήμην vorzogen, Xen. auch ὠνήθην, An. 5, 5, 2, vgl. Lob. Phryn. 12. 13, perf. ὤνημαι, Liban. ep. 738, – Nutzen, Vortheil haben, Hülfe, Unterstützung finden; absolut, ἔπειτα δέ κ' αὐτὸς ὀνήσεαι, Il. 6, 260; καὶ δ' αὐτὸς ὃν θυμὸν ὀνήσεται, selbst in seinem Herzen Vortheil davon haben, 7, 173, vgl. Od. 14, 415; oft c. gen., Nutzen, Genuß von Etwas haben, δαιτὸς ὄνησο, genieße des Mahles, sei zufrieden damit, Od. 19, 68; τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; was soll ein Anderer Vortheil von dir haben, deiner froh werden? Il. 16, 31; τοσόνδ' ὀνήσει τῶν ἐμῶν πορθμῶν, Soph. Tr. 567; πρὶν σφῶν ὄνασθαι, Eur. Med. 1025; σοῦ οὐκ ὠνήμεθα, Alc. 336; das partic. Od. 2, 33 ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος wird durch ein zu ergänzendes εἴη erklärt, ἠθικῶς nach den Schol. ausgesprochen, wie macte, er scheint mir ein wackerer zu sein, habe er dessen Gewinn, gehe es ihm wohl; vgl. ὄναιο Θησεῦ, Soph. O. C. 1046; im Ggstz von ὀλοίμην, μὴ νῦν ὀναίμην, O. R. 644, möge mir keine Freude zu Theil werden, ich will verwünscht sein; ὄναιο, Eur. Or. 1677; I. A. 1008; οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων, Ar. Thesm. 469, so wahr ich Freude an meinen Kindern zu erleben wünsche; auch Folgde, ὀναίμην Luc. Cont. 2, ὄναιο τῆς εὐκλείας Pseudol. 22; auch ironisch, ὄναιο μέντἂν εἴ τις ἐκπλύνειέ σε, es würde dir heilsam sein, wenn Einer dich auswaschen wollte, Ar. Plut. 1053; ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί, Nubb. 1237; ὤνησο, διότι, es war dein Glück, daß, Luc. Prom. 20; ὠνάθην μεγάλως, ὅτι, Theocr. 15, 53; – Xen. vrbdt οἱ στρατηγοὶ ἔχρῃζον τὴν στρατιὰν ὀνηθῆναί τι, An. 5, 5, 2 (vgl. das activ.); οἱ δὲ ὠνίναντο κολαζόμενοι, Plat. Rep. II, 380 b; auch εἴ τίς τι δύναιτο ἀπ' αὐτῶν ὄνασθαι, VII, 528, wie Charm. 175 e; ὀνήσεσθαι im Ggstz von βλαβήσεσθαι, Alc. I, 120 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίνημι: ὀνίνης Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301C, ὀνίνησι Ἰλ. Ω. 45, Ἡσ., Ἀττ.: ἀπαρ. ὀνῐνάναι Πλάτ. Πολ. 600D: μετοχ. ὀνῐνάς, -ᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 58C· ― ὡς παρατατ. παραλαμβάνεται τὸ ὠφέλουν: ― μέλλ. ὀνήσω Ἰλ. Θ. 36, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Εὐρ. Ἀνδρ. 1004, Πλάτ.· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ὀνασεῖ Θεόκρ. 7. 36: ― ἀόρ. ὤνησα Ἰλ. Ι. 509, Ἡρόδ. 9 76, Εὐρ. Τρῳ. 933, Πλάτ.· Ἐπικ. ὄνησα Ἰλ. Α. 503· ― Μέσ., ὀνίνᾰμαι, Πλάτ. Γοργ. 525C: παρατατ. ὠνινάμην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380F: μέλλ. ὀνήσομαι Ἰλ. Η. 173, Σοφ., Εὐρ., Πλάτ.: ― ἀόρ. ὠνησάμην, μόνον παρὰ Γαλην. (ἐκτὸς ἐὰν ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, δεχθῶμεν ὠνάσατο [[[μετὰ]] ᾰ] ἀντὶ τοῦ ἀδιανοήτου ὠνόσατο): ἀόρ. β΄ ὠνήμην Θέογν. 1380, Εὐρ. Ἄλκ. 335, Πλάτ. Μένων 84C: προστ. ὄνησο Ὀδ. Τ. 68: μετοχ. ὀνήμενος Β. 33 (πρβλ. ἀπ-)· ὡσαύτως ὠνάμην, ὤνασθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1368, καὶ συχνάκις παρὰ μεταγεν., Λουκ. Νεκ. Διάλ. 12. 2, κτλ.· ὤνατο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 96· ὤναντο Διον. Ἁλ. 1. 23: ἀπαρ. ὄνασθαι Εὐρ. Ἱππ. 517, Πλάτ. Πολ. 528Α· ― ἡ εὐκτ. ὀναίμην, ἥτις εἶναι συνήθης (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3) δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον· παρ’ Ὁμ. ὠνάμην εἶναι ἀόρ. α΄ τοῦ ὄνομαι· ― ὁ παθ. τύπος ὀνέομαι μνημονεύεται ὑπὸ δύο μεταγεν. συγγραφ., ὀνεῖται Στοβ. 241. 50· ὀνούμενοι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26· καὶ ὁ ἀόρ. ὠνήθην ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἀναβ. 5. 5, 2, Δωρικ. ὠνάθην Θεόκρ. 15. 55. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄδηλος· τὸ ὀ- πιθανῶς εἶναι εὐφωνικόν· ἡ ῥίζα δὲ φαίνεται ὅτι εἶναι ΝΑ, μετὰ τοῦ ἀναδιπλασιαστ. νι, ὀνίνημι· ὁ Fick παραβάλλει τὸ Σανσκρ. nand (gaudeo), μεταβ. nanda-yâmi). Ι. ὠφελῶ, εὐεργετῶ, βοηθῶ, ὑποστηρίζω, καὶ ἐνίοτε ὡς τὸ Λατ. juvo, εὐφροσύνην ἢ ἡδονὴν παρέχω· ἀπολ., Ἰλ. Θ. 36, 467, Ἡσ. Θ. 429, Εὐρ. Μήδ. 533, κτλ.· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιρρ., παῦρα μὲν οὖν ὀνίνησι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 577· σμικρὰ δ’ ὀνήσει πόλιν ἡμετέραν; Εὐρ. Ἡρακλ. 705, Πλάτ. Φίληβ. 58C· μᾶλλον Σιμωνίδ. 24, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 4· ― συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ. προσ., Ἰλ. Ε. 205., Η. 172, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Εὐρ. Ἱππ. 314, Ἀριστοφ. Λυσ. 1033, κτλ.· συχν. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄνδρας μέγα σίνεται ἢ ὀνίνησι Ἰλ. Ω 45, πρβλ. Ι. 509, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38, κτλ.· τῷ κέ με πόλλ’ ὤνησεν ἄναξ, εἰ αὐτόθ’ ἐγήρα Ὀδ. Ξ. 67· καὶ τοσόνδ’ οὑμοὶ γάμοι ὤνησαν Ἑλλάδ’ Εὐρ. Τρῳ. 933· τι Ἰλ. Α. 395, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, εἴ ποτε δή σε ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ Α. 503, πρβλ. 395· μετὰ μετοχ., Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι, μὴ ἐκλέξαντες αὐτόν, Ξεν. Ἀν. 5. 9, 32, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 193D, Ἱππ. Μείζ. 301C· οὕτως, ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω Πλάτ. Ἀπολ. 27C. μετὰ διπλῆς αἰτ., σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει, τοῦτο τοὐλάχιστον θὰ ὠφελήσῃ τὸ γῆράς σου, Ὀδ. Ψ. 24· ὡσαύτως, οὐδεμίαν ὤνησε κάλλος εἰς πόσιν ξυνάορον, δὲν ἐβοήθησεν ὥστε νὰ λάβῃ …, Εὐρ. Ἀποσπ. 901. 1. ΙΙ. Μέσ. ἔχω κέρδος ἢ ὠφέλειαν, πορίζομαι ὠφέλειαν, ἀπολαύω βοηθείας ἢ ὑποστηρίξεως, ἔχω εὐφροσύνην ἢ ἡδονήν, Ἰλ. Ζ. 260, Η. 173, Ὀδ. Ξ. 415, Εὐρ. Ἱππ. 517, κτλ.· μετὰ μετοχ. ὠνήμην ἔρδων οἷά τ’ ἐλεύθερος ὢν Θέογν. 1380· ὀνήσεσθε ἀκούοντες Πλάτ. Ἀπολ. 30C, Πολ. 380Β, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ γεν. ὡς τὸ ἀπολαύω, δαιτὸς ὄνησο Ὀδ. Τ. 68, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1348· πρὶν σφῶν ὄνασθαι αὐτόθι 1025, πρβλ. Ἄλκ. 335· συχνάκις μετ’ οὐδ. ἀντωνυμίας, τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; τί καλὸν θὰ ἀπολαύσῃ ἄλλος ἐκ σοῦ; δηλ. τί καλὸν θὰ κάμῃς σὺ εἰς ἄλλον; Ἰλ. Π. 31· τοσόνδ’ ὀνήσει τῶν ἐμῶν... πορθμῶν Σοφ. Τρ. 570, κτλ.· οὕτως, ὄνασθαί τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολ. 528Α, Χαρμ. 164Β· πρός τινος Γαλην.· ὡσαύτως, ὀν. τοῦτο ὅτι..., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12.1. 2) μετοχ. ἀορ. ὀνήμενος = felix (ἴδε κατωτ. 3), ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι ὀνήμενος, «ὁ τὴν ἀγορὰν ἀθροίσας ἀγαθός μοι δοκεῖ, καὶ ὀνήμενος εἴη, τουτέστιν, ὄναιτο ταύτης» (Εὐστ.), Ὀδ. Β. 33. 3) εὐκτ. ἀορ. ὀναίμην, αιο, αιτο, ἐπὶ διαμαρτυριῶν, εὐχῶν, κτλ., ὄναιο, Λατ. sis felix! εὐτύχει! Εὐρ. Ὀρ. 1677, κλ.· καὶ μετὰ γεν., ὄναιο τῶν φρενῶν, νὰ χαρῇς τὸν νοῦν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1359· ὄναισθε μύθων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1078, πρβλ. Ἑλ. 1418· οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων, εἴθε οὕτω νὰ χαρῶ τὰ τέκνα μου, κοινῶς: «ἔτσι νὰ χαρῶ τὰ παιδιά μου», ἐν παρενθέσει, Ἀριστοφ. Θεσμ. 469· οὕτως ὄναιο τούτων Δημ. 842. 10· ὄναιντο βίου Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 516· μὴ νῦν ὀναίμην, ἀλλ’... ὀλοίμην, εἴθε νὰ μὴ χαρῶ (τὴν ζωήν μου), ἀλλὰ νὰ ἀποθάνω, Σοφ. Ο. Τ. 644 (ἔνθα τὸ βίου ἢ τοιαύτη τις λέξις δέον νὰ ὑπονοηθῇ, ἴδε ἀνωτ.)· ὄναιο τοῦ γενναίου χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1042· ― ὡσαύτως μετ’ εἰρωνικῆς σημασίας, ὄναιο μεντἄν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε, θὰ ἦσο καλλίτερα ἐάν σε ἔπλυνέ τις, Ἀριστοφ. Πλ. 1063· ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ’ ἂν οὑτοσί, δὲν θὰ ὠφελεῖτο ὀλίγον ἂν τὸν «ἁλάτιζαν», (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: «νά σ’ ἁλατίσω νὰ μὴ βρωμήσῃς), Ἀριστοφ. Νεφ. 1237· οὕτως, ὠνάθην μεγάλως ὅτι..., πόσον τυχηρὸς εἶμαι ὅτι..., Θεόκρ. 15. 55· ὤνησο, διότι μὴ ὁ Ζεὺς ἐπήκουσέ σου Λουκ. Προμ. 20· πρβλ. εὐτυχέω. ― Ὁ Κόντος (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 327) τὸ παρὰ Μιχ. Ἀκομινάτῳ ἐν τ. Β΄, σ. 291, 21 ὀνήσανται διώρθωσεν εἰς νοήσονται.

French (Bailly abrégé)

impf. inus., à la place on emploie ὠφέλουν de ὀφελέω ; f. ὀνήσω, ao. ὤνησα, pf. inus.
être utile, profitable, avantageux : τινά à qqn : εἴ ποτε δή σε ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ IL si jamais je t’ai servi ou réjoui par mes paroles ou par mes actes ; ὤνησας ὅτι PLAT tu as bien fait de… ; σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει OD ton âge te servira du moins en ceci;
Moy. ὀνίναμαι (f. ὀνήσομαι ; ao.2 ὠνήμην, impér. ὄνησο, opt. ὀναίμηνinf. ὄνασθαι, part. ὀνήμενος) avoir profit, avantage à, trouver sa joie, sa jouissance dans, gén. ; avec un part. : j’ai cet avantage que, ou j’en tire ce profit que : ὀνήσεσθε ἀκούοντες PLAT il vous sera agréable, vous ne regretterez pas d’apprendre ; avec le gén. : recueillir du profit ou du plaisir de qch : δαιτὸς ὄνησο OD litt. jouis de ce repas, càd sois satisfait d’avoir mangé (et va-t’en) ; τι ὀν. τινός XÉN ou ἀπό τινος PLAT tirer profit de qch ; à l’opt. : ὄναιο τῆς εὐκλείας LUC puisses-tu jouir de ta bonne renommée ! ; ὄναιο τοῦ γενναίου χάριν SOPH puisses-tu recueillir de la joie pour ta générosité ! ; μὴ νῦν ὀναίμην, ἀλλ’ ὀλοίμην, εἰ SOPH puissé-je ne goûter aucune joie ! loin de là, je veux être maudit si ; ironiq. : ὄναιο μέντἂν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε AR il te serait utile que qqn voulût te laver, tu aurais profit à être lavé.
Étymologie: DELG étym. pas établie.

English (Autenrieth)

fut. ὀνήσω, aor. ὤνησα, ὄνησα, mid. fut. ὀνήσομαι, aor. 2 imp. ὄνησο, part. ὀνήμενος: act., benefit, help (τινά), mid., derive benefit or advantage from, enjoy, τινός, Il. 16.31; ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος, ‘bless him!’ Od. 2.33.

English (Strong)

a prolonged form of an apparently primary verb (onomai, to slur); for which another prolonged form (onao) is used as an alternate in some tenses (unless indeed it be identical with the base of ὄνομα through the idea of notoriety); to gratify, i.e. (middle voice) to derive pleasure or advantage from: have joy.

English (Thayer)

from Homer down; to be useful, to profit, help (Latin juvo); middle, present ὀνίναμαι; 2nd aorist ὠνήμην (and later ὠνάμην, see Lob. ad Phryn., p. 12 f; Kühner, § 343under the word, i., p. 880; (Veitch, under the word)), optative ὀναίμην; to receive profit or advantage, be helped (or have joy (Latin juvor)): τίνος, of one, Lightfoot at the passage). (Elsewhere in the Scriptures only in Sirach 30:2.)

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, -έομαι)
ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον
αρχ.
1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον
2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β' πρόσ.) ὄναιο
να χαίρεσαι, να χαρείς
3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β') ὀνήμενος
ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το σύστημα του ρ. ὀνίνημι έχει σχηματιστεί από θ. ὀνᾱ- / ὀνη- (πρβλ. ὄνη-σις, ὀνή-τωρ, αόρ. ὤνησα, μέλλ. ὀνή-σω). Ο ενεστ. -νί-νη-μι (με ενεστωτικό διπλασιασμό και προθεματικό φωνήεν ο- και τα παράγωγά του ανάγονται πιθ. σε ρίζα με λαρυγγικό φθόγγο -ә3n-eә2 (ή -H3n-eH2). Ο αόρ. ὠνάμην είναι νεώτερος του ὠνήμην, όπως και ο μέσος ενεστ. ὀνίναμαι, είναι υστερογενής, σχηματισμένος αναλογικά προς το ἵσταμαι. Προβλήματα γεννά η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή ενός τ. ono (που σήμαινε πιθ. «όφελος»), ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί σε ρίζα ә3en (H3en). Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση του ρήματος με το αρχ. ινδ. nā-tha- «αρωγή, βοήθεια». Το θ. του ρήματος ὀνίνημι εμφανίζεται σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Ὀνήτωρ, Ὀνήτης) και συγκεκριμένα σε σύνθ. ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό Ὀνᾱσι
/ Ὀνησι- του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. Ὀνασαγόρας, Ὀνασίθεμος, Ὀνασίκυπρος, Ὀνησίβιος, Ὀνάσανδρος, Ὀνασίλος, Ὀνασώ)].

Greek Monotonic

ὀνίνημι: ὀνίνης, ὀνίνησι, απαρ. ὀνῐνάναι, μτχ. ὀνῐνάς, -ᾶσα· παρατ. από το ὠφέλουν· μέλ. ὀνήσω, Δωρ. γʹ ενικ. ὀνασεῖ· αόρ. αʹ ὤνησα, Επικ. ὄνησα — Μέσ., ὀνίνᾰμαι, παρατ. ὠνινάμην, μέλ. ὀνήσομαι, αόρ. βʹ ὠνήμην, προστ. ὄνησο, μτχ. ὀνήμενος· επίσης ὠνάμην, βʹ πληθ. ὤνασθε· ευκτ. ὀναίμην, απαρ. ὄνασθαι — Παθ., αόρ. αʹ ὠνήθην, Δωρ. ὠνάθην·
I. Ενεργ., ωφελώ, ευεργετώ, βοηθώ, υποσηρίζω, και όπως το Λατ. juvo, τέρπω, ευχαριστώ· απόλ. και με αιτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πολλὰ ὀν. τινα, σε Ομηρ. Οδ.· ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω, πόσο με ευχαρίστησες με την απάντησή σου, σε Πλάτ.
II. 1. Μέσ., έχω κέρδος ή όφελος, προσπορίζομαι ευεργεσία, παίρνω χαρά ή απόλαυση, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., αποκτώ όφελος από, λαμβάνω ευχαρίστηση από, δαιτὸς ὄνησο, σε Ομήρ. Οδ.· τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; ποιο καλό θα αποκτήσουν οι άλλοι από εσένα, δηλ. τι καλό θα τους κάνεις; σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὄνασθαί τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.
2. μτχ. αορ. βʹ ὀνήμενος = felix, ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος, μου φαίνεται γενναιόψυχος, ευνοημένος από τους θεούς, σε Ομήρ. Οδ.
3. ευκτ. αορ. ὀναίμην, -αιο, -αιτο, σε διαμαρτυρίες ή ευχές κ.λπ., ὄναιο, Λατ. sis felix! να είναι ευτυχής!, σε Ευρ. κ.λπ.· και με γεν., ὄναιοτῶν φρενῶν, ευλογημένος να είσαι για τη σύνεσή σου, στον ίδ.· μὴ νῦν ὀναίμην, μακάρι να μη χαρώ τη ζωή μου (όπου πρέπει να συμπληρωθεί η λέξη βίου), σε Σοφ.· επίσης με ειρων. σημασία, ὄναιο μέντἄν, θα ήταν καλύτερο για σένα, καλό θα σού 'κανε! σε Αριστοφ.· ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί, καλό θα τού 'καναν αν τον έτριβαν με αλάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνίνημι: (fut. ὀνήσω, aor. ὤνησα - эп. ὄνησα, impf. от ὀφελέω - ὠφέλουν; inf. ὀνινάναι; med.: ὀνίνᾰμαι, impf. ὠνινάμην, aor. ὠνήμην - эп. ὀνήμην, поздн. ὠνάμην, opt. ὀναίμην - ион. 3 л. pl. ὀνοίατο, inf. ὄνασθαι, part. ὀνήμενος, imper. ὄνησο; aor. pass. ὠνήθην - дор. ὠνάθην с ᾱ)
1) приносить пользу, быть полезным, оказывать услугу или помощь, помогать (ἢ ἔπει ἢ ἕργῳ Hom.; τινὰ μέγα Hom., Hes., Xen., Plat.): σὺ ἡμᾶς ὀνίνης ἀεὶ νουθετῶν Plat. ты всегда помогаешь нам своими указаниями; τί μέγα τὴν πόλιν ὀνίνησιν; Plat. большую ли пользу приносит это государству?; ὡς ὤνησας, ὅτι ἀπεκρίνω! Plat. как хорошо ты поступил, что дал ответ!;
2) med. извлекать пользу, получать выгоду или помощь, испытывать удовольствие: ὄνασθαί τί τινος Xen., τι ἀπό τινος Plat. извлечь какую-л. пользу из чего-л.; ὀνήσεσθε ἀκούοντες Plat. вам будет интересно послушать; δαιτὸς ὄνησο Hom. будь доволен пиром, т. е. поел и уходи; τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; Hom. кто же другой получит от тебя помощь?; ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος (sc. εἴη)! Hom. он, видно, славный человек, да будет ему благо!; οὕτως ὀναίμην τῶν τέκνων! Arph. клянусь счастьем своих детей! (досл. желал бы я так видеть радость от своих детей!); μὴ ὀναίμην εἰ σέ τι δέδρακα, ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν Soph. не видеть мне счастья, если я сделал тебе что-л. из того, в чем ты винишь меня; ὄναιο τοῦ γενναίου χάριν! Soph. да осенит тебя счастье за твое благородство!

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to be of use, to help, gratify
Other forms: aor. ὀνῆσαι, fut. ὀνήσω (Il.), Dor. ὀνασεῖ (Theoc.), midd. ὀνίναμαι (Att.), aor. ὀνήσασ-θαι (late), aor. 2 ὠνήμην, opt. ὀναίμην, ep. ἀπ-ονήμην, -όνητω (Il.), ὠνάμην, inf. ὄνασθαι (E., Pl.), fut. ὀνήσομαι (Il.).
Dialectal forms: Myc. onato = ὀνατόν, onate = ὀνατήρ (Carratelli Par. del Pass. 12, 82).
Compounds: Often w. ἀπο-, to benifit, to gain, to enjoy, to relish.
Derivatives: 1. ὄνηαρ (written ὄνειαρ, s. v.); 2. ὄνησις, Dor. etc. ὄνασις f. (φ 402; Holt Les noms d'action en -σις 73 w. n. 2, Benveniste Noms d'agent 77) benefit, advantage, gain, enjoyment with ὀνήσιμος useful, beneficial (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 14, Arbenz 35); 3. Όνήτωρ, -ορος m. PN (Π 604 u.a.), Dor. ὀνάτωρ (conj. Pi. O. 10,9) helper, ὀνήτωρ name of a plaster (medic.); 4. Όνήτης m. PN (Eretria IVa); for the PN in Όνησι- etc. Bechtel Hist. Personennamen 348ff.; 5. ὀνήμων = ὀνήσιμος (Cat. Cod. Astr.). 6. Primary comparative forms. sup. ὀνήϊσ-τος most useful (Ion. a.o.), comp. n. ὀνήϊον (Nic.), Dor. ὀνάϊον (Dodona IIIa) as positive reinterpreted; details in Leumann Mus. Helv. 2, 7 ff. (= KL Schr. 221 ff.). Egli Heteroklisie 77, also Seiler Steigerungsform 87f., who hardly believably assumes a noun *ὀνή usefulness as basis.
Origin: IE [Indo-European] [754] *h₃neh₂- help, be useful
Etymology: To be noted are the old medial aoristforms with long vowel ἀπ-ονήμην, -όνητο, -ονήμενος etc., opposed to which are not only the clearly secondary ὠνάμην, ὄνασθαι but prob. also ὀναίμην and ὀνίναμαι (ἵσταμαι : ἵστημι a.o.) are unoriginal (diff. Chantraine Gramm. hom. 1, 382); the quite late present ὀνίσκω (Ath. 2, 35c) was shaped to ὀνήσω after εὑρήσω : εὑρίσκω a.o. Further details in Schwyzer 688 f. -- No convincing etymology. By Wackernagel Dehnungsgesetz 50 (= Kl. Schr. 2, 946) a.o. (s. Bq and WP. 2, 315) compared with Skt. nāthá- n. refuge, help, which looks like a primary noun (Wackernagel-Debrunner II: 2, 718) but is further isolarted (cf. Mayrhofer s. nā́dhamānaḥ). Other attempts in Bq (rejected). Cf. ὄνειαρ.

Middle Liddell

[impf. act for ὀνίνημι supplied by ὠφέλουν]
I. Act. to profit, benefit, help, assist, and, like Lat. juvo, to gratify, delight; absol. and c. acc. pers., Il., etc.; πολλὰ ὀν. τινα Od.; ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω how you pleased me by answering, Plat.
II. Mid. to have profit or advantage, derive benefit, have enjoyment or delight, Hom., etc.; c. gen. to have advantage from, have enjoyment of, δαιτὸς ὄνησο Od.; τί σευ ἄλλος ὀνήσεται; what good will others have of thee, i. e. what good will you have done them? Il.; so, ὄνασθαί τι ἀπό τινος Plat.
2. aor.2 part. ὀνήμενος, = felix, ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος he seems to me noble, favoured by the gods, Od.
3. aor. opt. ὀναίμην, αιο, αιτο, in protestations and wishes, ὄναιο, Lat. sis felix! Eur., etc.; and c. gen., ὄναιο τῶν φρενῶν bless thee for thy good sense, Eur.; μὴ νῦν ὀναίμην may I not thrive (where βίου must be supplied), Soph.:—also in ironical sense, ὄναιο μέν τἄν you'd be the better of it! Ar.; ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ' ἂν οὑτοσί he'd be very nice if he were rubbed down with salt, Ar.

Frisk Etymology German

ὀνίνημι:
{onínēmi.}
Forms: Aor. ὀνῆσαι, Fut. ὀνήσω (seit Il.), dor. ὀνασεῖ (Theok.), Med. ὀνίναμαι (att.), Aor. ὀνήσασθαι (spät), Aor. 2 ὠνήμην, Opt. ὀναίμην, ep. ἀπονήμην, -όνητω (seit Il.), ὠνάμην, Inf. ὄνασθαι (E., Pl. usw.). Fut. ὀνήσομαι (seit Il.), ep. poet.
Grammar: v.
Meaning: nützen, helfen, frommen
Composita : oft m. ἀπο-, Nutzen, Vorteil haben, sich erfreuen, genießen.
Derivative: Davon 1. ὄνηαρ (geschr. ὄνειαρ, s. d.); 2. ὄνησις, dor. usw. ὄνασις f. (seit φ 402; Holt Les noms d’action en -σις 73 m. A. 2, Benveniste Noms d’agent 77) Nutzen, Vorteil, Gewinn, Genuß mit ὀνήσιμος nützlich, ersprießlich (h. Merc. usw.; Zumbach Neuerungen 14, Arbenz 35); 3. Ὀνήτωρ, -ορος m. PN (Π 604 u.a.), dor. ὀνάτωρ (Konj. Pi. O. 10,9) Helfer, ὀνήτωρ Bez. eines Pflasters (Mediz.); 4. Ὀνήτης m. PN (Eretria IVa); zu den PN auf Ὀνησι- usw. Bechtel Hist. Personennamen 348ff.; 5. ὀνήμων = ὀνήσιμος (Cat. Cod. Astr.). 6. Primäre Steigerungsformen. Sup. ὀνήϊστος nützlichst (ion. u.a.), Komp. n. ὀνήϊον (Nik.), dor. ὀνάϊον (Dodona IIIa) als Positiv umgedeutet; Einzelheiten bei Leumann Mus. Helv. 2, 7 ff. (= KL Schr. 221 ff.). Egli Heteroklisie 77, auch Seiler Steigerungsform 87f., der wenig glaubhaft ein Nomen *ὀνή Nutzen als Grundlage erwägt. — 7. Myk. o-na-to = ὀνατόν, o-na-te = ὀνατήρ (Carratelli Par. del Pass. 12, 82)?
Etymology : Zu beachten sind die alten langvokaligen medialen Aoristformen ἀπονήμην, -όνητο, -ονήμενος usw., denen gegenüber nicht nur die offenbar sekundären ὠνάμην, ὄνασθαι sondern wohl auch ὀναίμην und ὀνίναμαι (ἵσταμαι : ἵστημι u.a.) unursprünglich sind (anders Chantraine Gramm. hom. 1, 382); das ganz späte Präsens ὀνίσκω (Ath. 2, 35c) wurde zu ὀνήσω nach εὑρήσω : εὑρίσκω u.a. gebildet. Weitere Einzelheiten bei Schwyzer 688 f. — Ohne überzeugende Etymologie. Von Wackernagel Dehnungsgesetz 50 (= Kl. Schr. 2, 946) u.a. (s. Bq und WP. 2, 315) mit aind. nāthá- n. Zuflucht, Hilfe verglichen, das wie ein primäres Nomen (-thá-; Wackernagel-Debrunner II: 2, 718) aussieht aber sonst isoliert steht (vgl. Mayrhofer s. nā́dhamānaḥ). Andere Versuche bei Bq (ablehnend).
Page 2,395-396

Chinese

原文音譯:Ñn⋯nhmi 哦你尼米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:益處
字義溯源:使滿足,利益,幫助,得益處,快樂,有用;源自(ὀνομάζω)X*=忽略)
出現次數:總共(1);門(1)
譯字彙編
1) 得益處(1) 門1:20