κωφός

Revision as of 06:37, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κουφή, κουφόν,
A blunt, dull, obtuse, opp. ὀξύς, κ. βέλος Il.11.390, cf. E.Fr.495.27; κ. καλάμη AP12.25 (Stat.Flacc.).
II metaph.,
1 of sound, mute, noiseless, κύματι κωφῷ Il.14.16; κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει is maltreating dumb, senseless earth, 24.54; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά the other parts sounded dull, opp. to the ringing of the hollow parts when struck, Hdt.4.200: neuter plural as adverb, κωφὰ δὲ πόντος κεῖτο Orph.A.1103; ὁ κουφὸς λιμήν, prob. the bay of Munychia, as opp. to the noisy Piraeus, X.HG2.4.31; κωφότερος ὁ ψόφος ἔσται, i.e. muffled, Aen.Tact.19; τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος] rings least, Plu.2.721f; κωφοὶ ἄνεμοι D.S.3.51.
2 after Hom., of men or animals, dumb, Parm.6.7, etc.; καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Orac. ap. Hdt.1.47; οὐ… παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι, i.e. is not so dumb but that he will answer the blind fool who assails him, Cratin.6; κωφότερος κίχλης Eub.29; κ. χάρις a mute gift (sc. an epitaph), Epigr.Gr.298 (Teos); so κωφοῖς δάκρυσι IPE2.299 (Panticapaeum); κ. τάφοι prob. in IG12(8).441.26; κουφὸν προσωπεῖον mute figure on the stage, Ph.2.520, cf. Plu.2.791e; κουφὸν πρόσωπον Cic. Att.13.19.3; κουφὸς καὶ ἄλογος, of a house, with no echoes, Luc.Dom. 1.
b deaf, h.Merc.92, Heraclit.34.A.Th.202, Ch.881; λήθην κωφήν, ἄναυδον S.Fr.670; ὅσοι γίνονται κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Arist.HA536b3 (hence of a deaf and dumb person, Hdt.1.34, BGU 1196.49 (i B. C.), cf. Hsch.); c.gen., κωφὴ ἀκοῆς αἴσθησις Antiph.196.5, cj. in Pl.Lg.932a; κ. Ἑλλάδος φωνᾶς deaf of one's Greek ear, i.e. ignorant of Greek, Dialex.6.12; σπαράγματα κωφὰ τοῦ βεβαιοῦντος Plu.2.1108d.
c metaph., νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει· τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά Epich.249; κ. πέτρος Moschio Trag.7; μαψαῦραι Call.Fr.67; ἐρημία D.S.3.40: neuter plural as adverb, κωφὰ χλιαίνεσθαι feebly, AP12.125 (Mel.).
3 ὄμμα κουφόν vacant, lacklustre eye, Arist.Phgn.807b23.
4 of the senses in general, dull, Thphr.Sens.19 (Comp.).
5 of the mind, dull, obtuse, ἐγὼ ὁ πάντα κ. S.Aj.911, cf. Pi.P.9.87; τὸ τῆς ψυχῆς ποιεῖν κ. Pl.Ti.88b: κωφοί, οἱ, 'the Dullards', title of satyr-play by Sophocles.
b of things, senseless, unmeaning, obscure, κ. καὶ παλαί' ἔπη S.OT290; κ. διήγησις Plb.3.36.4, cf. 5.21.4; ὑπόνοια Phld.Mus.p.71 K.; σκῶμμα Plu.2.712a; but κ. εὐπραγίαι is prob.f.l.for κοῦφαι, D.C.38.27. Adv. κουφῶς = obscurely, Vett.Val.251.25: Comp. κουφότερον, ἐνοχλεῖν = less acutely, Phld.Vit.p.21 J.

German (Pape)

[Seite 1547] (κόπτω, wie obtusus), eigtl. stumpf, abgestumpft; κωφὸν βέλος, das stumpfe, kraftlose Geschoß, Il. 11, 390, Gegensatz ὀξὺ βέλος; danach βέλεμνα Anacr. 40, 11; καλάμη Flacc. 2 (XII, 25). – Gew. – a) an der Zunge gelähmt, stumm; κωφὸν κῦμα, die stumme, geräuschlose Woge, Il. 14, 16, wie Rufin. 2 (V, 35); Ap. Rh. κῦμα κωφὸν καὶ ἄβρομ ον, 4, 153; a. sp. D.; vgl. κωφὸς λιμήν Xen. Hell. 2, 4, 22; καὶ ἄκλυστος Plut. philos. esse cum princ. 3; vgl. Zenob. 4, 68; κωφὴ γαῖα, die stumme, wenn sie geschlagen wird, nicht schreiende, d. i. unempfindliche Erde, Il. 24, 54; auch ἄνεμοι ἀβληχροὶ καὶ κωφοί, D. Sic. 13, 51; von einem Menschen, Her. 1, 34, der 1, 85 ἄφωνος heißt, wohl taubstumm, denn 1, 38 heißt es von ihm, er sei διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν; u. so erkl. VLL. ὁ κωφός, ὁ οὔτε λαλῶν οὔτε ἀκούων; vgl. auch Her. 1, 47; – Soph. sagt auch κωφὰ ἔπη, O. R. 290, neben παλαιά, verschollen, von denen man Nichts mehr hört. – b) stumpf von Gehör, taub; H. h. Herc. 92; ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω; Aesch. Spt. 184, wie Ch. 869; bei den Attikern die herrschende Bdtg; ἀσθενές τε καὶ κωφὸν καὶ τυφλὸν γίγνεται Plat. Rep. III, 411 d; Phaedr. 270 e u. sonst; κωφὴν ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Antiphan. bei Ath. X, 450 f; Arist. H. A. 4, 9 bemerkt ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται; vgl. Ammon. – Übh. – c) unempfindlich, stumpf an Geist, dumm; ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ' ἄϊδρις Soph. Ai. 894, Schol. τὰ πάντα ἀναίσθητος, wie auch Pind. P. 9, 90 gefaßt werden kann; Ar. Ach. 651 sagt von Alten οὐδὲν ὄντας, ἀλλὰ κωφοὺς καὶ παρεξηυλημένους, Plat. vrbdt τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν καὶ δυσμαθές, Tim. 88 b; κωφὴν καὶ ἀναίσθητον 75 e. – Bei Pol. 3, 36, 4 ist ἀνυποτακτος καὶ κωφὴ διήγησις eine unverständliche, vgl. 5, 21, 4; – Pythag. Ἑλλάδος φωνᾶς κωφός, der kein Griechisch sprechen kann.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
A. litt. émoussé : βέλος κωφόν IL trait émoussé, sans force ; γαῖα κωφή IL la terre insensible;
B. p. suite :
I. silencieux, qui résonne sourdement : κύματι κωφῷ IL vague silencieuse (avant qu'elle ne se brise);
II. sourd;
III. sourd et muet;
IV. faible d'esprit, inintelligent, sot, stupide;
V. en parl. de ch. sans valeur, càd :
1 oublié : κωφὰ καὶ πάλαια ἔπη SOPH paroles sans valeur et anciennes;
2 qui n'a pas de sens : κωφὸν σκῶμμα PLUT raillerie insignifiante;
3 difficile à comprendre, inintelligible, obscur;
Cp. κωφότερος, Sp. κωφότατος.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω ; cf. lat. ob-tusus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωφός -ή -όν [~ κηφήν] stomp, zonder uitwerking; overdr.: κωφὸν γὰρ βέλος ἀνδρὸς ἀνάλκιδος want het projectiel van een laf man is ongevaarlijk Il. 11.390. geluidloos:; κύματι κωφῷ met geluidloze deining Il. 14.16; ὁ κωφὸς λιμήν de stille haven Xen. Hell. 2.4.31; dof:; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά de rest klonk dof Hdt. 4.200; gevoelloos:. κ. γαῖα de ongevoelige aarde Il. 24.54. stom, zonder stem:. καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω ik versta de stomme en zonder dat hij spreekt hoor ik hem Hdt. 1.47.3. doof:; ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι mensen die zonder begrip horen, lijken op doven Heracl. B 34; met gen.: κωφὸς τῶν τοιούτων προοιμίων doof voor dergelijke inleidingen Plat. Lg. 932a. dom, stompzinnig:. τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη de rest zijn stompzinnige en achterhaalde verhalen Soph. OT 290; τὸ τῆς ψυχῆς κωφὸν... ἀμνῆμόν τε ποιεῖν de ziel doof en vergeetachtig maken Plat. Tim. 88b.

Russian (Dvoretsky)

κωφός:
1 тупой (βέλος Hom.);
2 с притупившимися чувствами, расслабленный, дряхлый (γέροντες Arph.);
3 бесчувственный (γαῖα Hom.);
4 безмолвный, бесшумный, немой (κῦμα Hom.; λιμήν Xen.; λήθη Soph.);
5 глухой, тж. глухонемой (παῖς Her.);
6 пустой, бессмысленный (ἔπη Soph.);
7 плохо видящий, подслеповатый (ὄμμα Arst.);
8 тупоумный: ὁ πάντα κ. Soph. ничего не смыслящий;
9 нелепый, непонятный (σκῶμμα Plut.).

English (Autenrieth)

(κόπτω): blunted, Il. 11.390; ‘dull-sounding,’ of a wave before it breaks, Il. 14.16 ; κωφὴ γαῖα, dull, ‘senselessdust, of a dead body, Il. 24.54.

English (Slater)

κωφός dumb κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει pr. (P. 9.87)

English (Strong)

from κόπτω; blunted, i.e. (figuratively) of hearing (deaf) or speech (dumb): deaf, dumb, speechless.

English (Thayer)

κωφη, κωφόν (κόπτω to beat, pound), blunted, dull; properly, βέλος, Homer, Iliad 11,390; hence a. blunted (or lamed) in tongue; dumb: Herodotus and following; the Sept. for אִלֵּם blunted, dull, in hearing; deaf: Homer h. Merc. 92; Aeschylus, Xenophon, Plato, and following; the Sept. for חֵרֵשׁ, Psalm 38:14>), etc.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωφός, -ή, -όν)
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ.
β. «νοῦς ὁρῆ καὶ νοῦς ἀκούει
τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.)
2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ. Ρόδ.)
αρχ.
1. εξασθενημένος, ανίσχυρος, αδύνατος
2. (για μέταλλο) αυτός που ηχεί λίγο, που δεν παράγει δυνατό ήχο («τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ σίδηρος]», Πλούτ.)
3. (για λιμάνι) αυτός που έχει γαλήνη («παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν λιμένα», Ξεν.)
4. βουβός, μουγκός («τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός», ΚΔ)
5. (στο θέατρο) αυτός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς να μιλάει, βωβό πρόσωπο
6. λησμονημένος
7. αυτός που δεν βλέπει καλά
8. βλάκας, ηλίθιος («ἐγὼ δ' ὁ πάντα κωφός, ὁ πάντ' ἄιδρις», Σοφ.)
9. ακατάληπτος, δυσνόητοςἀνυπότακτος καὶ κωφὴ γίγνεται ἡ διήγησις», Πολ.)
10. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Κωφοί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους
11. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κωφά
α) ήσυχα, ήρεμα
β) ασθενικά, αδύναμα.
επίρρ...
κωφῶς (Α)
ασαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κηφήν. Αρχικά σήμαινε τον εξασθενημένο και στη συνέχεια η σημ. εξειδικεύθηκε δηλώνοντας αυτόν που έχει αμβλυμένη την ακοή του. Ο τ. κουφός προήλθε από τον τ. κωφός με κώφωση (βλ. και κουφός).
ΠΑΡ. κωφεύω, κωφότης, κωφώνω (κωφώ)
αρχ.
κωφαίνω, κωφεύς, κωφίας, κωφώ (Ι), κωφώ (ΙΙ), κωφώδης
νεοελλ.
κωφίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κωφάλαλος. (Β' συνθετικό) εθελόκωφος, υπόκωφος
αρχ.
δύσκωφος, ετερόκωφος, λασιόκωφος.

Greek Monotonic

κωφός: -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική σημασία,
I. αμβλύς, εξασθενημένος, ανίσχυρος, ανόητος· κωφὸν βέλος, το στομωμένο, αδύνατο βέλος, αντίθ. προς το ὀξύ, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ.,
1. βουβός, άλαλος, κύματι κωφῷ, με κύμα αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. λιμήν, πιθ. η ακτή της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.
2. μετά τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, βουβός, άλαλος, Χρησμ. παρά Ηροδ.· κουφός και άλαλος, στον ίδ.
3. κουφός, Λατ. surdus, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
4. λέγεται για το μυαλό, ανόητος, κουφός, βραδύνους, Λατ. fatuus, σε Σοφ.· επίσης αναίσθητος, χωρίς σημασία, ανέκφραστος, κ. καὶ παλαί' ἔπη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κωφός: -ή, -όν, (κόπτω) πρβλ. τὸ Λατ. tusus, ῥιζικὴ σημασία, ἀμβλύς, ἐξησθενωμένος, ἀνίσχυρος, κωφὸν βέλος, τὸ ἀμβλύ, ἀδύνατον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὀξύ, Ἰλ. Λ. 390· κ. καλάμη Ἀνθ. Π. 12. 25. ΙΙ. μεταφ.· 1) ἐπὶ τῆς γλώσσης καὶ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων, βωβός, ἄλαλος, κύματι κωφῷ, μὲ κῦμα βωβόν, ἀθόρυβον, δηλ. πρὶν ἢ θραυσθῇ, Ἰλ. Ξ. 11· κωφὴν γὰρ δὴ γαῖαν ἀεικίζει, ἀτιμάζει καὶ αὐτὴν τὴν ἄλαλον, δηλ. ἀναίσθητον γῆν (πρβλ. bruta tellus), Ω. 54· τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά, τὰ ἄλλα μέρη τοῦ ἐδάφους παρῆγον ἦχον ἀμβλύν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ζωηρὸν ἦχον τῶν κοίλων μερῶν κρουομένων, Ἡρόδ. 4. 200· ὁ κ. λιμήν, ἴσως ὁ λιμὴν τῆς Μουνιχίας κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν θορυβώδη τοῦ Πειραιῶς, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 31· τῶν μεταλλικῶν κωφότατος (ὁ σίδηρος), ἠχεῖ ἐλάχιστον, Πλούτ. 2. 721Ε. 2) μεθ’ Ὁμ., ἐπὶ ἀνθρώπων, βωβός, ἄλαλος, καὶ κωφοῦ συνίημι καὶ οὐ φωνεῦντος ἀκούω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· τὸ αὐτὸ πρόσωπον καλεῖται κωφὸς ἐν 1. 34, ἄφωνος ἐν 85, καὶ διεφθαρμένος τὴν ἀκοὴν ἐν 1. 38, ὥστε (ἂν μὴ αἱ μνημονευθεῖσαι τελευταῖαι λέξεις εἶναι γλώσσημα) ὁ Ἡρόδ. ἐξελάμβανε τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὸν κωφόν τε καὶ βωβόν, ἴδε κατωτ. β, καὶ πρβλ. Ἡσύχ.· οὐ μέν τοι παρὰ κωφὸν ὁ τυφλὸς ἔοικε λαλῆσαι Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 3· κωφὴ χάρις, ἄλαλον δῶρον, δηλ. ἐπιτάφιος, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 298· οὕτω, κωφοῖς δάκρυσι αὐτόθι 268. 26., 252. 6· κ. πρόσωπον βωβὸν πρόσωπον ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 337Ε· ― μεταφ., κωφὰ ἔπη, βωβά, λησμονημένα, Σοφ. Ο. Τ. 290 (ἐκτὸς ἂν ἑρμηνεύσωμεν: ἄνευ σημασίας, ἀνόητα, ἴδε κατωτ. 5). β. κωφός, βεβλαμμένος τὴν ἀκοήν, Λατ. surdus, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 92, Αἰσχύλ. Θήβ. 202, Χο. 881· λήθην κωφήν, ἄναυδον Σοφ. Ἀποσπ. 505· ὅσοι κ. ἐκ γενετῆς, πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 16· ― μετὰ γεν., κωφὴν δ’ ἀκοῆς αἴσθησιν ἔχουσιν Ἀντιφ. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 5, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 932Α· Ἑλλάδος φωνᾶς κωφός, κωφὸς ὡς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, δηλ. ἀγνοῶν τὴν Ἑλληνικήν, Ἀποσπ. Πυθαγ., πρβλ. Πλούτ. 2. 1108D. γ. μεταφ., κ. πέτρος Μοσχίων παρὰ Στοβ. 1. 125, 14· μαψαῦραι Καλλ. Ἀποσπ. 67· ἐρημία Διόδ. 3. 40· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κωφὰ χλιαίνεσθαι, ἀσθενῶς, Ἀνθ. Π. 12. 125. 3) ἀσθενὴς τὴν ὅρασιν, ἀμβλεῖαν ἔχων ὅρασιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 4. 4) ἐπὶ τῶν αἰσθητηρίων, ἀμβλύς, ἀσθενής, ἀδύνατος, Θεοφρ. Σημ. 19. 5) ἐπὶ τῆς διανοίας, ἀμβλύνους, βλάξ, ἠλίθιος, Λατ. fatuus, ἐγὼ ὁ πάντα κ. Σοφ. Αἴ. 911, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 151, Πλάτ. Τίμ. 88Β· ― καὶ ὅπως ἐπὶ πραγμάτων, ἀνόητος, μηδεμίαν ἔχων σημασίαν (ἀνωτ. Ι), κ. καὶ παλαί’ ἔπη Σοφ. Ο. Τ. 290· κ. διήγησις Πολύβ. 3. 36, 4, πρβλ. 5. 21, 4· σκῶμμα Πλούτ. 2. 712Α· εὐπραγίαι Δίων Κ. 38. Ἴδε ἐν λέξ. τυφλός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: blunt, dumb, mute (Il.), posthom. also deaf (h. Merc.).
Compounds: Compp., e.g. ὑπό-κωφος hardhearing (IA.).
Derivatives: κωφότης deafness (IA.), κωφεύς deaf man (Call.), κωφίας m. kind of snake = τυφλίας (Ael., H.); κωφεύω be silent (LXX), κωφάομαι, -άω get blunt etc., resp. make (Clearch., Opp.), κωφῆσαι κολοῦσαι, κώφησις κόλουσις H.; κωφόομαι, -όω get silent, deaf, make with κώφωμα, -ωσις (Hp.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably]
Etymology: Connected with κηφήν, κεκαφηότα; s. vv; would be *keh₂bʰ-, koh₂bʰ-, kh₂bʰ- if IE, but there is no IE comparandum.

Middle Liddell

κωφός, ή, όν κόπτω
I. radical sense, blunt, dull, obtuse, κωφὸν βέλος the blunt, dull shaft, opp. to ὀξύ, Il.
II. metaph.:
1. dumb, mute, κύματι κωφῷ with dumb wave, before it breaks, Il.; κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει dishonours the dumb, senseless earth, Il.; τὰ μὲν ἄλλα ἔσκε κωφά the other parts of the ground sounded dull, opp. to the ringing of the hollow parts, Hdt.; ὁ κ. λιμήν, prob. the bay of Munychia, as opp. to the noisy Peiraeus, Xen.
2. after Hom., of men, dumb, Orac. ap. Hdt.: deaf and dumb, Hdt.
3. deaf, Lat. surdus, Hhymn., Aesch., etc.
4. of the mind, dull, stupid, Lat. fatuus, Soph.; also senseless, unmeaning, κ. καὶ παλαί' ἔπη Soph.

Frisk Etymology German

κωφός: {kōphós}
Meaning: stumpf, stumm (seit Il.), nachhom. auch taub (seit h. Merc.).
Composita: Kompp., z.B. ὑπόκωφος schwerhörig (ion. att.).
Derivative: Davon κωφότης Taubheit (ion. att.), κωφεύς tauber Mann (Kall.), κωφίας m. Art Schlange, = τυφλίας (Ael., H.); κωφεύω still sein (LXX), κωφάομαι, -άω ‘stumpf usw. werden, bzw. machen’ (Klearch., Opp.), κωφῆσαι· κολοῦσαι, κώφησις· κόλουσις H.; κωφόομαι, -όω verstummen, taub werden, machen mit κώφωμα, -ωσις (Hp. usw.).
Etymology: Zu κηφήν, κεκαφηότα; vgl. s. vv.
Page 2,64

Chinese

原文音譯:kwfÒj 可賀士
詞類次數:形容詞(14)
原文字根:啞
字義溯源:聽或講遲鈍的,耳聾,聾啞,啞吧,啞的,聾的,不能說話的;源自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἄλαλος)同義字
出現次數:總共(14);太(7);可(3);路(4)
譯字彙編
1) 啞吧(6) 太9:33; 太12:22; 太15:30; 太15:31; 路1:22; 路11:14;
2) 聾子(3) 太11:5; 可7:37; 路7:22;
3) 啞的(2) 太12:22; 路11:14;
4) 耳聾⋯的人(1) 可7:32;
5) 聾(1) 可9:25;
6) 一個啞吧(1) 太9:32

Mantoulidis Etymological

(=ἀνίσχυρος, ἄλαλος, κουφός). Ἀπό τό κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κωφός: κωφότης, κωφάω, κωφεύω (=εἶμαι βουβός), κώφησις, κωφόω, κώφωσις.

Translations

noiseless

Bulgarian: безшумен, беззвучен; Finnish: meluton; French: silencieux; German: geräuschlos; Greek: αθόρυβος; Ancient Greek: ἄβρομος, ἀδούπητος, ἄθροος, ἄθρους, ἄκλυτος, ἄκτυπος, ἄνηχος, ἀσμάραγος, αὐίαχος, αὐΐαχος, ἀψόφητος, ἄψοφος, κωφός; Hungarian: zajtalan, nesztelen, hangtalan; Latin: tacitus, impercussus; Norwegian Bokmål: lydløs; Ottoman Turkish: گورلدیسز‎; Polish: bezgłośny, bezszumny, bezszumowy; Romanian: silențios, nezgomotos; Russian: бесшумный; Turkish: gürültüsüz

deaf

Abkhaz: адагәа; Afrikaans: dowe; Aghwan: 𐕆𐔼𐕒𐔽𐔰; Aklanon: bungoe; Al-Sayyid Bedouin Sign Albanian: i shurdhër; Arabic: أَصَمّ‎; Egyptian Arabic: أصم‎, أطرش‎; Aragonese: xordo; Armenian: խուլ; Aromanian: surdu; Assamese: কলা, অন্ধ; Asturian: sordu, xordu; Avar: гӏинкъаб; Azerbaijani: kar; Bashkir: һаңғырау; Basque: gor; Bau Bidayuh: bongam; Belarusian: глухі́; Bikol Central: bungog; Breton: bouzar; British Sign Language: H@Ear; Bulgarian: глух; Burmese: နားပင်း; Catalan: sord; Cebuano: bungol; Central Malay: pekak; Central Melanau: pakeak, tulek; Chamicuro: majchayi; Chechen: къора; Cherokee: ᏧᎵᎡᎾ; Chinese Cantonese: 耳聾, 耳聋, 聾, 聋; Mandarin: 聾, 聋, 耳聾, 耳聋; Min Nan: 耳聾, 耳聋; Cornish: bodhar; Corsican: sordu; Crimean Tatar: sağır; Czech: hluchý; Dalmatian: suard; Danish: døv; Dutch: doof, dove; Esperanto: surda; Estonian: kurt; Faroese: deyvur; Finnish: kuuro, kuulovammainen; French: sourd; Friulian: sort, sord; Galician: xordo; Georgian: ყრუ, სმენადაკარგული; German: taub, gehörlos; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌸𐍃; Greek: κωφός, κουφός; Ancient Greek: κωφός; Haitian Creole: soud; Hawaiian: kuli; Hebrew: חֵירֵשׁ‎; Higaonon: bungol; Hindi: बहरा; Hungarian: süket, siket; Hunsrik: daab; Iban: achak; Icelandic: daufur; Indonesian: tuli, tuna rungu; Ingrian: gluuhkoi; Irish: bodhar; Old Irish: bodar; Istriot: surdo; Italian: sordo; Japanese: 耳の聞こえない, 耳が不自由; Javanese: budheg, jampeng; Kazakh: саңырау; Khinalug: баьш; Khmer: ថ្លង់; Korean: 귀머거리의; Kurdish Central Kurdish: کھڕ‎; Northern Kurdish: kerr, guhgiran; Ladin: sëurt; Ladino: sodro; Lao: ຫູໜວກ; Latgalian: kūrslys; Latin: surdus; Latvian: kurls, nedzirdīgs; Lezgi: биши; Lithuanian: kurčias; Low German: dow; Luxembourgish: daf; Macedonian: глув; Malay: pekak, tuli, congek, tunakerna; Maltese: trux; Manchu: ᡩᡠᡨᡠ; Mansaka: bungul; Maori: turi, pūwharawhara; Maranao: bengel, biso; Marathi: बधीर, बहिरा; Mingrelian: ჸუნგა, ჸურუ, ჸუჯა, დაგუ̂ა; Musi: pekak; Navajo: ajéékałgo ąąh dahazʼą́, jééhkał; Ngarrindjeri: plombatji; Nicaraguan Sign North Frisian: duuf; Northern Sami: bealjeheapmi; Norwegian Bokmål: døv; Nynorsk: døv, dauv; Occitan: sord; Old English: dēaf; Old Javanese: buḍĕg; Oriya: ବଧିର; Oromo: duudaa; Pashto: کوڼ‎; Persian: کر‎, ناشنوا‎; Plautdietsch: doof; Polish: głuchy; Portuguese: surdo; Romanian: surd; Russian: глухой; Sanskrit: बधिर, कल्ल; Sardinian: suldu, surdu; Scots: deif; Scottish Gaelic: bodhar; Serbo-Croatian Cyrillic: глув, глух; Roman: gluv, gluh; Skolt Sami: kluuǥǥai; Slovak: hluchý; Slovene: gluh; Sorbian Lower Sorbian: głuchy; Spanish: sordo; Svan: ყუ̂რიუ̂, ყუგ; Swedish: döv; Tagalog: bingi; Tajik: кар; Telugu: చెవిటి; Thai: หูหนวก; Tibetan: འོན་པ; Tlingit: lkhool.áxhji; Turkish: sağır; Ubykh: дагәы; Ukrainian: глухий; Urdu: بہرا‎; Venetian: sórdo; Vietnamese: điếc; Volapük: surdik; Welsh: byddar; West Frisian: dôf; Yagnobi: кар; Yiddish: טויב‎, טויבלעך‎, חושימדיק‎; Yup'ik: niitesciigatelria