λύχνος
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ὁ, pl.
A λύχνοι Batr.180, Ar.Eq.1315, Antiph.70,152, PPetr.2p.72 (iii B. C.): freq. also λύχνα, Hdt.2.62,133, E.Cyc.514 (lyr.), Call.Hec.1.4.11, etc., prob. in Alc.41.1. (Fr. λυκ-sno-, cf. Λύκη):—portable light, lamp, χρύσεος λ. Od.19.34; λύχνα καίειν, ἀνάπτειν, light lamps, Hdt. ll. cc.; ἅπτε, παῖ, λ. Ar.Nu.18; λύχνους ἅπτειν to have an illumination, Arr.Epict.2.17.37; λύχνους ἀποσβέσαι Ar.Pl.668; λ. ἀπεσβήκει had been put out, Pl.Smp.218b; περὶ λύχνων ἁφάς about lamp-lighting time, i. e. towards nightfall, Hdt.7.215, D.S.19.31; πάννυχος λ. παρακαίεται lamps are kept burning all night, Hdt.2.130; καύσεις λύχνων Sammelb.1161.14 (i B. C.); ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ Ar.Nu.56; cf. κεράτινος. 2 in pl., οἱ λύχνοι or τὰ λύχνα the lamp-market, οὑκ τῶν λ. ib.1065. II a fish, Str. 17.2.4, Hsch.; cf. Lat. lucerna, Plin.HN9.82.
German (Pape)
[Seite 74] ὁ (λυκη, S. Emp. adv. gramm. 243 ἀπὸ τοῦ λύειν τὸ νύχος), Leuchte, Leuchter, Lampe; χρύσεος, Od. 19, 34, aus welcher Stelle hervorgeht, daß der λύχνος tragbar ist, nicht wie der λαμπτήρ feststeht, ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ, Ar. Nubb. 156; λύχνον ἅπτειν, 18; oft auch ἀνάψαι, Anacr. 13, 15; λύχνος ἡμμένος, Thuc. 4, 133; λύχνον καίειν, Matth. 5, 15; auch sprichwörtlich, λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν, Diogen. 6, 27. – Ggstz ἀποσβεννύναι, Ar. Plut. 668; λύχνος ἀπέσβηκε, Plat. conv. 218 b; πάννυχος, Her. 2, 130; ὁ μὲν λύχνος διὰ τὸ λαμπρὰν φλόγα ἔχειν φῶς παρέχει Xen. Conv. 7, 4; περὶ λύχνων ἀφάς, um die Zeit, wo man Lichter anzündet, gegen Anfang der Nacht, Her. 7, 215. – Die Lampen wurden nach der Anzahl der Dochte, welche darin brannten, unterschieden (s. δίμυξος u. ähnliche). – Der plur. wurde auch λύχνα gebildet (s. unter λύχνον); neben λύχνους ἅψω, ἂν σωθῇς, ich werde illuminiren, Arr. Ep. 2, 17. – Bei Strab. XVII, 833 ein Fisch.
Greek (Liddell-Scott)
λύχνος: ὁ· πληθ. λύχνοι Βατραχομυομ. 179, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1315, Ἀντιφ. ἐν «Γάμῳ» 2, ὁ αὐτ. ἐν «Μετοίκῳ» 1· ἀλλ’ ὁ συνήθης τύπος τοῦ πληθ. εἶναι οὐδ. λύχνα Ἡρόδ. 2. 62, 133, Εὐρ. Κύκλ. 514, κτλ.· (ἴδε *λύκη)· - φῶς δυνάμενον νὰ μεταφέρηται, λύχνος, διαφέρον ἀπὸ τοῦ ἀκινήτου λαμπτῆρος, καθότι ὁ λύχνος ἐφέρετο ἐν τῇ χειρὶ ἢ ἐτίθετο ἐπὶ λυχνοστάτου (ἴδε λυχνεῖον, λυχνία, λυχνοῦχος), χρύσεος λ. Ὀδ. Τ. 34· λύχνα καίειν, ἀνάπτειν, Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἅπτε, παῖ, λύχνον Ἀριστοφ. Νεφ. 18· ὡσαύτως, λύχνους ἅπτειν, ποιεῖν λυχναψίαν, φωταψίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 17, 37· λ. ἀποσβέσαι Ἀριστοφ. Πλ. 668· λ. ἀπεσβήκει, εἶχε σβεσθῆ, Πλάτ. Συμπ. 218Β· περὶ λύχνων ἁφάς, κατὰ τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι, δηλ. ὅταν ἀρχίζῃ νὰ νυκτώνῃ, Ἡρόδ. 7. 215· πάννυχος λ. παρακαίεται, διατηρεῖται καίων πλησίον δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 130· ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ’ ἐν τῷ λύχνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 56· πρβλ. κεράτινος. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ λύχνοι ἢ τά λύχνα, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο οἱ λύχνοι, αὐτόθι 1065.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pl. οἱ λύχνοι ou τὰ λύχνα;
lampe : περὶ λύχνων ἁφάς HDT à l’heure où l’on allume les lampes.
Étymologie: R. Λυκ, briller.
English (Autenrieth)
Spanish
English (Strong)
from the base of λευκός; a portable lamp or other illuminator (literally or figuratively): candle, light.
English (Thayer)
λύχνου, ὁ, the Sept. for נֵר (from Homer down); a lamp, candle (?), that is placed on a stand or candlestick (Latin candelabrum) (cf. Trench, N. T. Synonyms, § xlvi.; Becker, Charicles, Sc. ix. (English translation, p. 156n. 5)): φῶς λύχνου, φῶς ἡλίου, L T Tr WH; ά῾πτειν λύχνον (ἅπτω, 1). To a lamp are likened — the eye, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, i. e. which shows the body which way to move and turn, Revelation 21:23.
Greek Monolingual
ο (AM λύχνος, Α πληθ. και ετερογεν. λύχνα, τὰ)
1. φορητή συσκευή που παράγει φωτισμό με καύση ελαίου ή λίπους μέσω θρυαλλίδας, το λυχνάρι
2. φρ. «περὶ λύχνων ἁφάς» — κατά την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει
μσν.
1. το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λυχναριών
2. φωτιά
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύχνοι ή τὰ λύχνα
το μέρος της αγοράς όπου πωλούνταν τα λυχνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύχνος (< λυκσνο-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα luk-της ΙΕ ρίζας leuk- «λάμπω, φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός) + επίθημα -sno και συνδέεται με συγγενείς τ., που παρουσιάζουν όμως φωνήεν -ευ- ή -ου- (πρβλ. αβεστ. raox-šna- «λαμπερός», λατ. luna, αρχ. πρωσ. luna «σελήνη», λατ. lumen «φως» < leuksmen, louksmen, lousmen). Στον ελλ. τ. η μηδενισμένη βαθμίδα λυ-, έναντι τών lou-, lu- τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οφείλεται πιθ. στην προτίμηση της Ελληνικής προς τη μηδενισμένη βαθμίδα εις βάρος της ετεροιωμένης λου-. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας απαντά επίσης στον τ. -λύκη (βλ. λύκη).
ΠΑΡ. λυχνάρι, λυχνείο, λυχνία, λυχνικός, λυχνίο, λυχνίς, λυχνίσκος, λυχνίτης
αρχ.
λυχναίος, λυχνέα, λυχνεύς, λυχνεών, λυχνιαίος, λυχνίας, λυχνίτις, λύχνον, λυχνώδης, λύχνωμα
μσν.
λυχνεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυχνοειδής, λυχνομαντεία, λυχνοποιός
αρχ.
λυχνάπτης, λυχναύγημα, λυχνέλαιο, λυχνόβιος, λυχνοδότης, λυχνοκαΐα, λυχνοκαυτώ, λυχνόπολις, λυχνοπώλης, λυχνούχος, λυχνοφόρος
νεοελλ.
λυχνοπέτα, λυχνοστάτης. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυχνος, επίλυχνος, υψίλυχνος].
Greek Monotonic
λύχνος: ὁ, πληθ., λύχνοι και λύχνα· φορητό φως (που μπορεί δηλ. να μεταφέρεται), λάμπα, λυχνάρι, το οποίο μεταφέρεται στο χέρι ή τίθεται σε λυχνοστάτη (λύχνιον), σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα όπου ανάβονται οι λύχνοι, δηλ. όταν αρχίζει να νυχτώνει, σε Ηρόδ.
2. στον πληθ., μέρος της αγοράς όπου πωλούνται λυχνάρια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λύχνος: ὁ (pl. иногда τὰ λύχνα) светильник (обычно, в отличие от λαμπτήρ, переносный): λ. ἡμμένος Thuc. или καιόμενος NT зажженный (горящий) светильник; περὶ λύχνων ἁφάς Her. когда зажигаются светильники, т. е. с наступлением ночи; οὑκ (= ὁ ἐκ) τῶν λύχνων Arph. продавец светильников.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.,
Meaning: (portable) light, lamp (τ 34), also as fishname (Str., H., as lat. lucerna ; after its lighting organs, evt after the exterior form, Strömberg Fischnamen 55f.).
Other forms: pl. also τὰ λύχνα, to which sg. λύχνον (cf. Schwyzer-Debrunner 37, Sommer Nominalkomp. 88)
Compounds: Several compp., e.g. λυχνοῦχος m. lamp-stander, lighter (com.), also as 2. member as in θερμό-λυχνον = λυχν-έλαιον lamp-oil (Att. inscr.).
Derivatives: 1. Diminut.: λυχνάριον (pap.), λυχνίσκος fishname (Luc.; cf. above). 2. name of a lighter: λυχνεῖον (com., Arist., hell. inscr.) with λυχνείδιον (-ίδιον), λυχνίον, -ιον (Antiph., Theoc., Luc.), also lamp (pap.), λυχνία, -έα, -εία (hell.; Scheller Oxytonierung 44 f.). 3. name of the ruby that emits light: λυχνίας λίθος (Pl. Com.), λυχνίτης (Str.), also name of Parian marble, as lamps were made of it (Varro ap. Plin.; s. Redard 56 a. 244 n. 13), λυχνεύς (Callix., H.), also lighter (Ath.; Boßhardt 63), λύχνις m. (D. P., Orph. L.), λυχνίς f. (Luc..; cf. 4). 4. plantname: λυχνίς f. rose campion, Lychnis coronaria (Thphr., Dsc.; because of the purpur-red colour, Strömberg Pflanzennamen 49), λυχνῖτις f. candlewick, Verbascum (Plin., pap., Dsc.), because the leaves were used as wick (Strömberg 106, Redard 73; cf. s. θρύον). 5. Other substant.: λυχνεών, -ῶνος m. place to keep lamps (Luc. VH 1, 29), λύχνωμα lint (sch. Ar. Ach. 1175, = λαμπάδιον), with nominal basis (Chantraine Formation 187). 6. Adjectives: λυχν-αῖος (Procl.), also -ιαῖος (S. E., Gal.) belonging to a lamp, -ώδης lamp-like (Heph. Astr.). 7. Verb: λυχνεύω lighten someb. (Areth. in Apok.).
Origin: IE [Indo-European] [688f] *leuk-sn-a moon, stars etc.
Etymology: Beside λύχνος from *λύκ-σν-ος we have with full grade Av. raox-šn-a- light, gleaming, OPr. lauxnos pl. stars, Lat. lūna = Praen. Losna, OCS luna moon, MIr. luan light, moon, IE *louk-sn- or *leuk-sn-; the deviating zero grade in λύχνος may be related with the diminished strength of the ου- diphthong in Greek (cf. Schwyzer 347). The words mentioned are all transformations of an old noun with suffixal -sn- from the verb for lighten, gleam, which is in Greek represented by λεύσσω; s. v. for further relatives (Hitt. luk-zi etc.). As intermediate form served prob. an s-stem (Av. raočah n. light from IE *leukos-, Lat. lūmen from *leuks-men- etc.). Quite uncertain is λουνόν λαμπρόν H.; hypotheses by v. Blumenthal Hesychst. 34 and Specht Ursprung 187. On the sn-suffix cf. esp. the synonymous Skt. jyót-sn-ā f. moonlight. - A zero grade noun *λυκ- (= Skt. rúc- f. light) appears in the hypostasis ἀμφι-λύκ-η adjunct of the night H 433 morning tilight, also as subst. (morning)twilight (A. R., Opp.; Bechtel Lex. s. v., also Leumann Hom. Wörter 53); after it also in λυκ-αυγής lighting in the morning (Luc.), λυκ-ό-φως, -ωτος n. twilight (Ael., H. s. λυκοειδέος, sch.); s. also λυκάβας, also λύσσα. - Schwyzer 489 (on the formation), WP. 2, 408ff., Pok. 687ff., W.-Hofmann s. lūna, Vasmer s. luná I; everywhere more forms a. lit.