ῥέζω

From LSJ
Revision as of 16:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέζω Medium diacritics: ῥέζω Low diacritics: ρέζω Capitals: ΡΕΖΩ
Transliteration A: rhézō Transliteration B: rhezō Transliteration C: rezo Beta Code: r(e/zw

English (LSJ)

(A), freq. in Ep. and Trag. (v. infr.), but rare in Att. Prose and Com. (Pherecr. 152 is mock heroic): impf.

   A ἔρεζον Il.2.400, Ep. ῥέζον Od.3.5, Ion. ῥέζεσκον Il.8.250: fut. ῥέξω Od.11.31, A.Eu.788 (lyr.), al.: aor. ἔρρεξα Il.9.536, 10.49, Pl.Lg.642c; poet. also ἔρεξα Hom. (v. infr.), Hes.Fr.174, S.OC538 (lyr.), etc.; Aeol. part. ῥέξαις Pi.O. 9.94:—Pass., aor. 1 opt. ῥεχθείη Hp.Epid.7.11; part. ῥεχθείς Il.9.250, 20.198. (ῥέζω from ϝρέγ-, cogn. with ἔρδω from ϝέργ- [through ϝέρzδω]: Dor. and Boeot. ῥέδδω Eust.226.8, 984.1, Hsch.; aor. part. ϝρέξαντα IG4.1607 (Cleonae).)    I do, act, deal, opp. εἰπεῖν, Od.4.205, 22.314; opp. παθεῖν, v. infr.:—Constr.,    1 abs., ὧδε δὲ ῥέξαι Il.2.802; οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Od.9.352, etc.    2 more freq. trans. c. acc. rei, do, accomplish, make, ὅσ' ἂν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέξειε 4.205; μέρμερα ἔργα, ὅσσ' ἄνδρες ῥέξαντες . . Il.10.525, cf. Od.22.314; τί ῥέξομεν; Il.11.838; μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι 22.305, cf. 2.274; ὅ τι ποσσίν τε ῥέξῃ καὶ χερσίν Od.8.148; so in Lyr. and Trag., ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Pi.N.4.32; τί ῥέξω; A.Eu.788, cf. Th.104 (both lyr.); τί ῥέξας τύχοιμ' ἂν . .; Id.Ch.316 (lyr.):—Pass., οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν for the mischief if once done, Il.9.250; ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω 17.32.    3 c. dupl. acc. pers. et rei, do something to one, κακὰ ῥέξαι τινά 3.354, Od.2.73; ἀγαθὰ ῥ. τινά 22.209, cf. Il.9.647; οὐδέν σε ῥέξω κακά 24.370, cf. 4.32, Od.2.72: with Adv., κακῶς μιν ἔρ. wronged him, 23.56; so ἡ πόλις ἡμᾶς οὐ καλῶς ἔρρεξε Pl.Lg.642c: but c. dat. pers., μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε do me (ethic dat.) no more mischiefs, Od.20.314; ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακά E.Med.1292 (lyr.).    4 with strengthd. signf., εἴ τι νόος ῥέξει if it shall avail aught, be of any service, Il.14.62.    II in special sense, perform sacrifices, ἱερὰ ῥ. Od.1.61, 3.5; ῥ. ἑκατόμβας ἀθανάτοις offer a hecatomb to the gods, Il.23.206, cf. Od. 5.102, Pi.P.10.34; ῥ. θαλύσιά τινι Il.9.535; θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώς εως S.Tr.288: abs., do sacrifice, ῥ. θεῷ Il.2.400, 8.250, etc.: sts. with the victim in acc., σοί . . ῥέξω βοῦν ἦνιν will sacrifice it, 10.292, cf. Od.9.553, 10.523.
(B), Dor. Verb,= βάπτω,

   A dye, Phot., EM703.27, cf. Epich. 107. (Cf. ῥέγος, ῥεγεύς, ῥεγιστής, and lengthd. ῥῆγος, ῥηγεύς, also ῥογεύς:—cogn. with Skt. rajyate 'is coloured or red'.)

German (Pape)

[Seite 837] fut. ῥέξω, aor. ἔρεξα u. ἔῤῥεξα, aor. pass. ῥεχθῆναι (mit ἔρδω, εργ zusammenhangend und durch Buchstabenumstellung daraus gebildet, s. Buttm. Lexil. II p. 265), thun, wirken, handeln; gew. mit einem acc., machen, vollbringen; im Ggstz von εἰπεῖν, Od. 4, 205. 22, 314, τάδε, 22, 158; αἴσυλα, Il. 21, 214 Od. 2, 232; μέρμερα, Il. 21, 217; μέγα ἔργον, Od. 23, 458; ὅστις τοιαῦτά γε ῥέζοι, Il. 23, 494 Od. 1, 47; καλά, Pind. P. 9, 96; κάλλιστα, Ol. 9, 94; ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε, N. 4, 32; τί ῥέξεις, Aesch. Spt. 100; τί ῥέξω; Eum. 784, ὡς τίνα δὲ ῥέξῃς παλάμαν; Soph. Phil. 1191, u. öfter, u. mit größerm Nachdruck, ῥέζειν τι, Etwas ausrichten, vermögen, Il. 14, 62; ποσσίν, Od. 8, 148; ῥεχθέν, das Gethane, Geschehene, Il. 9, 250. 17, 32. Auch τινά τι, Einem Etwas anthun, z. B. τινὰ κακόν, Il. 3, 354 Od. 2, 72. 18, 15; ἀγαθά τινα, 22, 209; τίς σε τοιάδ' ἔρεξε, Il. 5, 373; ὥς μ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν, 9, 647; auch κακῶς ῥέζειν τινά, Einen mißhandeln, Od. 23, 56 (wie Plat. Legg. I, 642 c, sonst ist das Wort nur poet.); u. c. dat., τινὶ ῥέζειν κακά, 20, 314, wie Eur. ὅσα δὴ βροτοῖς ἔρεξας ἤδη κακά, Med. 1292. – Bes. ἱερά, ἑκατόμβας ῥέζειν θεῷ, einem Gotte ein Opfer, Hekatomben vollbringen, opfern, sacra facere, Il. 23, 206 Od. 5, 102, wie Pind. P. 10, 34; oft auch βοῦν ῥέζειν θεῷ, Il. 10, 292. 294 Od. 3, 382, auch absolut, ῥέζειν θεῷ, Il. 2, 400. 9, 536 Od. 9, 553. 14, 251; εὖτ' ἂν ἁγνὰ θύματα ῥέξῃ πατρῴῳ Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως, Soph. Tr. 287. – Nach den Gramm. brauchten Dorier, wie Epicharm., ῥέζειν u. ῥήζειν auch für βάπτω, dah. ῥέγμα u. ῥῆγος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέζω: Ὅμηρ., Ἡσίοδ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ. (τὸ τοῦ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 2 εἶναι παρῳδία ἡρωϊκοῦ ὕφους)· παρατ. ἔρεζον Ὅμ., Ἐπικ. ῥέζον Ὀδ. Γ. 5, Ἰωνικ. ῥέζεσκον Ἰλ. Θ. 250· - μέλλ. ῥέξω Ὀδ. Λ. 31, Τραγ· - ἀόρ. ἔρρεξα Ἰλ. Ι. 536, Κ. 49, Πλάτ. Νόμ. 642C· παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως ἔρεξα Ὅμηρ., Τραγ., Δωρικ. μετοχ. ῥέξαις, Πινδ. Ο. 9. 142· - Παθητ., ἀόρ. α΄ εὐκτ. ῥεχθείη Ἱππ. 1213Β (κοιν. ὀρεχθείη)· μετοχ. ῥεχθεὶς Ἰλ. Ι. 250, Υ. 198. (Ἐκ τῆς √ϜΡΕΓ= ϜΕΡΓ, ὥστε τὸ ῥέζω εἶναι ἁπλῶς ποιητικὸς τύπος (ἐν χρήσει ἅπαξ παρὰ Πλάτωνι) τοῦ ἔργω, ἔρδω (πρβλ. Δωρ. καὶ Βοιωτ. ῥέδδω παρ’ Εὐστ. 226. 8., 984. 1, Ahr. D. Dor. σ. 96) Ι. ἐνεργῶ, πράττω, ἀντίθετον τῷ εἰπεῖν, Ὀδ. Δ. 205, Χ. 314· τῷ παθεῖν, ἴδε κατωτέρω. - Συντάσσεται, 1) ἀπολ. ὧδέ γε ῥέξαι Ἰλ. Β. 802· οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας Ὀδ. Ι. 352, κτλ. 2) συχνότερον μεταβατ. μετ’ αἰτ. πράγμ. πράττω, ἐκτελῶ, κάμνω, κατορθώνω, ὅσ’ ἂν πεπνυμένος ἀνήρ εἴποι καὶ ῥέξειε Ὀδ. Δ. 205 μέρμερα ἔργα, ὅσσ’ ἄνδρες ῥέξαντες ... Ἰλ. Κ. 524, πρβλ. Ὀδ. Χ. 314· τὶ ῥέξομεν; Ἰλ. Λ. 838· μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Χ. 305, πρβλ. Β. 274· ὅ τι ποσσίν τε ῥέξει καὶ χερσὶν Ὀδ. Θ. 148· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικε Πινδ. Ν. 4. 52· τί ῥέξω; Αἰσχύλ. Εὐμ. 789, πρβλ. Θήβ. 105· τί ῥέξας τύχοιμ’ ἄν...; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 315, κτλ.· πρβλ. δράω. - Παθ., οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ’ ἄκος εὑρεῖν, κακοῦ ὅπερ ἐλέχθη ἤδη, Ἰλ. Ι. 250 ῥεχθὲν δὲ καὶ νήπιος ἔγνω Ρ. 32. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τι εἴς τινα, συχν. παρ’ Ὁμ.· κακὸν ῥέζειν τινὰ Ἰλ. Γ. 354, Δ. 32, Ὀδ. Β. 72· ἀγαθὰ ῥ. τινὰ Χ. 209, πρβλ. Ἰλ. Ι. 647· προσέτι, οὐδέν σε ῥέξω κακὰ Ἰλ. Ω. 370· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., κακῶς ῥ. τινά, κακῶς μεταχειρίζομαί τινα, Ὀδ. Ψ. 56· οὕτως, ἡ πόλις ἡμᾶς οὐ καλῶς ἔρρεξε Πλάτ. Νόμ. 642C· σπανιώτερον μετὰ δοτ. προσ., μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε, μή με βλάπτετε πλέον, Ὀδ. Υ. 314· ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακὰ Εὐρ. Μήδ. 1292. 4) μετά τινος ἐπιτάσεως τῆς σημασίας, εἴ τι νόος ῥέξει, ἐὰν ὁ νοῦς ὠφελήσῃ εἴς τι, ἐὰν ἡ βουλὴ φανῇ χρήσιμος κατά τι, Ἰλ. Ξ. 62. ΙΙ. ἐν εἰδικῇ σημασίᾳ, τελῶ θυσίας, ὡς τὸ Λατ. sacra facere, operari, ἱερὰ ῥέζων Ὀδ. Α. 61, πρβλ. Γ. 5· ἑκατόμβας ῥέζειν ἀθανάτοις, θύειν ἑκατόμβας τοῖς θεοῖς, Ἰλ. Ψ. 206, Ὀδ. Ε. 102, Πινδ. Π. 10. 53· ῥ. θαλύσιά τινι Ἰλ. Ι. 535· θύματα Ζηνὶ τῆς ἁλώσεως Σοφ. Τρ. 288· καὶ ἀπολ., προσφέρω θυσίαν, ὡς τὸ Λατ. operari, facere, ῥέζειν θεῷ Ἰλ. Β. 400, Θ. 250, Ὀδ. Ι. 553, κτλ.· - ἐνίοτε τὸ θῦμα τίθεται κατ’ αἰτιατ., ῥέξω βοῦν ἦνιν, θὰ θυσιάσω, Ἰλ. Κ. 292, Ὀδ. Γ. 382, πρβλ. Κ. 523.

French (Bailly abrégé)

1f. ῥέξω, ao. ἔρρεξα ou ἔρεξα, pf.2 ἔοργα;
Pass. seul. part. ao. ῥεχθείς;
1 faire, agir;
2 accomplir, exécuter, acc. : τινά τι, rar. τινί τι, faire qch (du bien, du mal, etc.) à qqn ; κακῶς ῥέζειν τινά OD faire du mal à qqn ; au sens religieux : ἱερὰ ῥέζειν offrir un sacrifice ; ἑκατόμβας ῥέζειν θεῷ IL on offrit des hécatombes à un dieu ; ῥέζειν βοῦν IL, OD offrir un bœuf en sacrifice ; ou simpl. ῥέζειν θεῷ IL, OD offrir un sacrifice à un dieu, sacrifier à un dieu.
Étymologie: R. Ϝεργ exécuter, v. ἔργον ; cf. ἔοργα, p. *ϜέϜοργα ; > Ϝρεγ, ῥεγ-, ῥέζω.
2teindre (mot dor.).

English (Autenrieth)

(ϝρ., ϝέργον), ipf. iter. ῥέζεσκον, fut. ῥέξω, aor. ἔρεξα, ἔρρεξε, ῥέξε, subj. ῥέξομεν, pass. aor. inf. ῥεχθῆναι, part. ῥεχθείς, cf. ἔρδω: do, work, act, μέγα ἔργον, εὖ or κακῶς τινά, Od. 23.56; οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας, Od. 9.352; pass., ῥεχθέν δέ τε νήπιος ἔγνω, ‘a thing once done,’ Il. 17.32; esp., ‘do’ sacrifice, ‘perform,’ ‘offer,’ ‘sacrifice,’ ἑκατόμβην, θαλύσια, abs. θεῷ, Il. 9. 535, Il. 8.250.

English (Slater)

ῥέζω (ῥέζοντ(α), -οντας; ῥέξαις.)
   a perform ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις (O. 9.94) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.96) ἐπεὶ ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν (N. 4.32)
   b sacrifice κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας ἐπιτόσσαις θεῷ ῥέζοντας (P. 10.34)

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α
1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ' ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ.
β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ.
γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.)
2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας ἀθανάτοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥέζω έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα wrg- της ρίζας werg- της λ. ἔργον (βλ. λ. έργο) με επίθημα -j. Ο τ. wrg- θα έδινε είτε Fράζω, είτε Fρόζω (με διαφορετική αντιπροσώπευση της συνεσταλμένης βαθμίδας, πρβλ. τον ρηματ. τ. της Μυκηναϊκής wozo- = Fόρζω), απ' όπου προήλθε το ρ. ῥέζω με φωνηεντισμό -ε- αναλογικά προς το ἔργον. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ῥέζω ανάγεται σε τ. wreg- της ρίζας, ο οποίος έχει προέλθει από την απαθή βαθμίδα werg- με μετάθεση τών φθόγγων (πρβλ. και λ. έρδω)].
(II)
Α
δωρ. βάφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ., η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη, πρέπει να ανάγεται σε μια ΙΕ ρίζα reg- «βάφω» και να συνδέεται με τα αρχ. ινδ.: rǻjyati «βάφομαι, κοκκινίζω» και rāga- «χρωματισμός, χρώμα». Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η απουσία του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά συνήθως σε ελλ. λ. που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από r- χωρίς αρκτικό F- ή s- (πρβλ. ἐρυθρός < ρίζα rubh-, -ρέφω < ρίζα rebh-). Παρόμοια απόδοση του αρκτικού r- με - (χωρίς προθεματικό) παρατηρείται πολλές φορές σε κάποιες νεώτερες και συνήθως δάνειες λ. (πρβλ. αιγυπτιακό ῥώψ, λατ. Ῥώμη, ῥάφανος) καθώς και σε ορισμένους τ. που ανάγονται σε ονοματοποιία (πρβλ. ῥάζω, επιφώνημα ῥυππαπαί)].

Greek Monotonic

ῥέζω: παρατ. ἔρεζον, Επικ. ῥέζον, Ιων. ῥέζεσκον, μέλ. ῥέξω, αόρ. αʹ ἔρρεξα, ποιητ. ἔρεξα, Δωρ. μτχ. ῥέξαις — Παθ., μτχ. αορ. αʹ ῥεχθείς·
I. 1. κάνω, πράττω, ενεργώ, εκτελώ, καταφέρνω, κατορθώνω, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., εκτελώ, πετυχαίνω, κατορθώνω, κάνω, φτιάχνω, πράττω, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ, θεραπεία, αποκατάσταση βλάβης, ζημιάς που έχει ήδη προκληθεί, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με διπλή αιτ. προσ. και πράγμ., κάνω κάτι σε κάποιον· κακὸν ῥέζειν τινά, σε Όμηρ.· ἀγαθὰ ῥέζειν τινά, στον ίδ.· επίσης, σπάνια, με δοτ. προσ., μηκέτι μοικακὰ ῥέζετε, μη με βλάπτετε άλλο, πια, σε Ομήρ. Οδ.· ὅσαβροτοῖς ἔρεξας κακά, σε Ευρ.
3. με επιτετ. σημασία, εἴ τι νόος ῥέξει, εάν ο νους θα φανεί χρήσιμος σε κάτι, εάν η απόφαση ωφελήσει σε κάτι, εάν εξυπηρετήσει κάτι ολωσδιόλου, σε Ομήρ. Ιλ.
II. με ειδική σημασία, (εκ)τελώ προσφορές, θυσίες, σε Όμηρ., Σοφ.· απόλ., προσφέρω θυσία, όπως τα Λατ. operari, facere· ῥέζειν θεῷ, σε Όμηρ.· ενίοτε, το θυσιαζόμενο τίθεται σε αιτ., ῥέξω βοῦν ἦνιν, θα τον θυσιάσω, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥέζω:
I (impf. ἔρεζον - эп. тж. ῥέζον, fut. ῥέξω, aor. ἔρ(ρ)εξα - эп. тж. ῥέξα; adj. verb. ῥεκτός)
1) делать, совершать (οὐκ εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον Hom.): μέρμερα ἔργα ῥ. Hom. творить страшные дела; ῥεχθέντος κακοῦ ἄκος Hom. средство против совершенного зла; κακῶς ῥ. τινά Hom. или κακά τινι ῥ. Hom., Eur. дурно поступать с кем-л., обижать кого-л.; τινὰ ἀσύφηλον ῥ. Hom. позорить кого-л.;
2) быть в помощь, помогать: εἴ τι νόος ῥέξει Hom. (посмотрим), не поможет ли делу размышление;
3) приносить в жертву (βοῦν Hom.);
4) совершать жертвоприношение (θεῷ Hom.).
II дор. = βάπτω.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: to act, to perform, esp. of a sacrifice, to offer a sacrifice (ep. Il.).
Other forms: Fut. ῥέξω, aor. ῥέξαι, pass. ῥεχθῆναι.
Dialectal forms: Myc. woze 3 sg. pres. \/worzei\/ Aura Jorro 2, 451.
Compounds: Rarely w. ἐπι-, κατα- a.o.
Derivatives: Vbaladj. ἄ-ρεκ-τος undone (Τ 150, Simon.), Nom. ag. ῥεκτήρ, -ῆρος m. doer (Hes., Man.; Benveniste Noms d'ag. 39), -τήριος effective (Ion Hist.), f. -τειρα (Man.); ῥέκτης m. id. (Plu., Aret.), -τικός capable of smth. (Porph.), also ῥέκτας sacrificer (Tauromenion; Rom. times); παρρέκτης πάντα πράττων ἐπὶ κακῳ̃ H.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 150 a. 175; on ῥέζω with derivv. E. Kretschmer Glotta 18, 85 f.
Origin: IE [Indo-European] [1168] *u̯erǵ- work
Etymology: Beside the full grade (Ϝ)έργον stood originally a zero grade yot-present, IE *u̯r̥ǵ-i̯-eti (= Av. vǝrǝzyeiti a.o.), of which he Greek representative *Ϝράζω (= Myc. woze), was replaced by the full grade ἔρδω < *Ϝέργ-ι̯ω (after Ϝέργον). As secondary full grade, with diff. position of the liquida, came for it Ϝρεγ-, first in the aor. a. fut. ῥέξαι, ῥέξω, to which the pres. ῥέζω was formed, vbaladj. ἄ-ρ(ρ)εκτος etc.; cf. Schwyzer 716 n. 2 w. lit. On traces of the same full grade in Alban. a. Celt. Pok. 1168 w. lit.; on this w. extensive treatment Bader Les composés grecs du type de demiourgos (Études et Comm. 57 [Paris 1965]) 1ff. -- Further s. ἔρδω and ἔργον.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: to colour, βάπτειν (Epich. 107, Phot., EM).
Other forms: Aor. ῥέξαι.
Derivatives: ῥέγος (ἁλιπόρφυρον, Anacr.), more usu. ῥῆγος n. blanket, carpet (Hom.) = τὸ βαπτὸν στρῶμα (Et. Orion.), τό πορφυροῦν περιβόλαιον (EM); ῥέγματα (ποικίλα, Ibyc.); χρυσοραγές χρυσοβαφές H. Nom. ag. = βαφεύς, colourer': ῥεγεύς (EM as v. l. beside ῥαγ-, ῥηγ-), ῥηγεύς (sch., H.), ῥογεύς (inscr. Sparta, H.); s. Bosshardt 83.
Origin: IE [Indo-European] [854] *reg- (*sreg-?) paint.
Etymology: Dying wordfamily, which can hardly be separated from Skt. rájyati paint oneself, get red, excite oneself, rāga- m. painting, paint, excitement, though the lack of a prothet. vowel is very remarkable; cf. Schwyzer 310 (with parly diff. interpretations). The form with α must be secondary; but note also ῥηγ-. Pok. en Chantraine consider a basis *sreg-.

Middle Liddell


I. to do, act, deal, Od.:—absol., Hom.:—c. acc. rei, to do, accomplish, make, Hom., etc.: —Pass., μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ a remedy for mischief once done, Il.
2. c. dupl. acc. pers. et rei, to do something to one, κακὸν ῥέζειν τινά Hom.; ἀγαθὰ ῥ. τινά Hom.; also more rarely c. dat. pers., μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε do me no more mischiefs, Od.; ὅσα βροτοῖς ἔρεξας κακά Eur.
3. with strengthd. signf., εἴ τι ῥέξει if it shall avail aught, be of any service, Il.
II. in spec. sense, to perform sacrifices, Hom., Soph.; absol. to do sacrifice, Lat. operari, facere, ῥέζειν θεῶι Hom.:—sometimes with the victim in acc., ῥέξω βοῦν ἦνιν will sacrifice it, Soph.

Frisk Etymology German

ῥέζω: 1.
{rhézō}
Forms: Fut. ῥέξω, Aor. ῥέξαι, Pass. ῥεχθῆναι,
Grammar: v.
Meaning: wirken, vollbringen, bes. vom Opfer, Opfer darbringen (vorw. ep. u. trag. seit Il.).
Composita : vereinzelt m. ἐπι-, κατα- u.a.,
Derivative: Davon Vbaladj. ἄρεκτος ungetan (Τ 150, Simon.), Nom. ag. ῥεκτήρ, -ῆρος m. Täter (Hes., Man.; Benveniste Noms d’ag. 39), -τήριος wirksam (Ion Hist.), f. -τειρα (Man.); ῥέκτης m. ib. (Plu., Aret.), -τικός ‘zu etwas fähig’ (Porph.), auch ῥέκτας Opferer (Tauromenion; röm. Zeit); παρρέκτης· πάντα πράττων ἐπὶ κακῳ̃ H.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 150 u. 175; zu ῥέζω nebst Ableitungen E. Kretschmer Glotta 18, 85 f.
Etymology : Neben dem hochstufigen (ϝ)έργον stand ursprünglich ein schwundstufiges Jotpräsens, idg. *u̯r̥ĝ--eti (= aw. vərəzyeiti u.a.), dessen griechischer Ausläufer *ϝράζω (= myk. wo-zo?), durch das hochstufige ἔρδω aus *ϝέργι̯ω (nach ϝέργον) ersetzt wurde. Als sekundäre Hochstufe, mit veränderter Stellung der Liquida, trat dafür ϝρεγ-, zunächst im. Aor. u. Fut. ῥέξαι, ῥέξω, wozu Präs. ῥέζω, Vbaladj. ἄρ(ρ)εκτος usw.; vgl. Schwyzer 716 A. 2 m. Lit. Über Spuren derselben Hochstufe im Alban. u. Kelt. Pok. 1168 m. Lit.; dazu m. ausführl. Behandlung Bader Les composés grecs du type de demiourgos (Études et Comm. 57 [Paris 1965]) 1ff. — Weiteres s. ἔρδω und ἔργον.
Page 2,647
2.
{rhézō}
Forms: Aor. ῥέξαι
Grammar: v.
Meaning: färben, βάπτειν (Epich. 107, Phot., EM).
Derivative: Davon ῥέγος (ἁλιπόρφυρον, Anakr.), gewöhnlicher ῥῆγος n. Decke, Teppich (Hom.) = τὸ βαπτὸν στρῶμα (Et. Orion.), τό πορφυροῦν περιβόλαιον (EM); ῥέγματα (ποικίλα, Ibyk.); χρυσοραγές· χρυσοβαφές H. Nom. ag. = ’βαφεύς, Färber’ : ῥεγεύς (EM als v. l. neben ῥαγ-, ῥηγ-), ῥηγεύς (Sch., H.), ῥογεύς (Inschr. Sparta, H.); s. Bosshardt 83.
Etymology : Absterbende Wortgruppe, die sich schwerlich von aind. rájyati sich färben, sich röten, sich erregen, rāga- m. Färben, Farbe, Erregung trennen lässt, ob- gleich das Fehlen eines prothet. Vokals (ἐ-) stark auffällt; vgl. Schwyzer 310 (mit z.T. abweichender Auffassung der Ableitungen).
Page 2,647-648