διαβάλλω

From LSJ
Revision as of 08:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβάλλω Medium diacritics: διαβάλλω Low diacritics: διαβάλλω Capitals: ΔΙΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diabállō Transliteration B: diaballō Transliteration C: diavallo Beta Code: diaba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα:—

   A throw or carry over or across, νέας Hdt.5.33,34; in wrestling, Ar.Eq.262 codd.    2 more freq. intr., pass over, cross, ἐκ… ἐς… Hdt.9.114; φυγῇ πρὸς Ἄργος E.Supp.931; πρὸς τὴν ἤπειρον Th.2.83: c. acc. spatii, δ. πόρον A. Fr.69 (dub.); γεφύρας E.Rh.117; τὸν Ἰόνιον Th.6.30; τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους Demetr.Com.Vet.1.    3 put through, τῆς θύρας δάκτυλον D.L.1.118; τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Arr.An.2.3.7 ( = Aristobul.Fr.4); κρίκων δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων D.Chr.30.20; διαβληθέντων τῶν ἀγκώνων διὰ μέσων τῶν τόνων Hero Bel.101.12, cf. 108.6.    II in Ar.Pax643 ἅττα διαβάλοι τις αὐτῷ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν, for παραβάλοι, whatever scraps they threw to him, with a play on signf. v.    III set at variance, ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222c, 222d, cf. R.498c; δ. τινὰς ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16; set against, τινὰς πρὸς τὰ πάθη, πρὸς τὴν βρῶσιν, Plu.2.727d, 730f; bring into discredit, μή με διαβάλῃς στρατῷ S.Ph.582; δ. [τινὰ] τῇ πόλει Pl.R.566b:— Pass., to be at variance with, τινί Id.Phd.67e; to be filled with suspicion and resentment against another, Hdt.5.35, 6.64, Th.8.81, 83; οὐδὲν ὑπολείπεται ὅτῳ ἄν μοι δικαίως διαβεβλῇσθε And.2.24; πρός τινα Hdt. 8.22, Arist.Rh.1404b21, Plb.30.19.2; τοὺς -βεβλημένους πρὸς τὴν φιλοσοφίαν Isoc.15.175; to be brought into discredit, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22; διαβεβλημένος discredited, Lys.7.27, 8.7.    IV put off with evasions, δ. τινὰ μίαν (sc. ἡμέραν) ἐκ μιᾶς Sammelb.5343.41 (ii A. D.), cf. PFlor.36.23 (iv A. D.).    V attack a man's character, calumniate, δ. τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96; Πελοποννησίους ἐς τοὺς Ἕλληνας Th.3.109; διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90; διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσι Th.5.45; accuse, complain of, without implied malice or falsehood, PTeb.23.4 (ii B. C.): c. dat. rei, reproach a man with .., τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.4; δ. τινὰ εἴς or πρός τι, Luc.Demon. 50, Macr.14:—Pass., διεβλήθη ὡς Ev.Luc.16.1; ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένος Hdn.2.6.6.    2 c. acc. rei, misrepresent, D.18.225, 28.1, etc.: speak or state slanderously, ὡς οὗτος διέβαλλεν Id.18.20, cf. ib.14; τοῦτό μου διαβάλλει ib.28: generally, give hostile information, without any insinuation of falsehood, Th.3.4.    3 δ. τι εἴς τινα lay the blame for a thing on... Procop.Arc.22.19.    4 disprove a scientific or philosophical doctrine, Gal.5.289:—Pass., Id.5.480, Plu.2.930b.    5 δ. ἔπος declare it spurious, Id.Thes. 34.    VI deceive by false accounts, impose upon, mislead, τινά Hdt.3.1, 5.50, 8.110, E.Fr.435:—Med., Hdt.9.116, Ar.Av.1648 (ubi v. Sch.), Th.1214:—Pass., Hp.Nat.Puer.30, Pl.Phdr.255a, Plu.2.563d.    VII divert from a course of action, πρὸς τὴν κακίαν τινάς ib.809f:—Pass., ψυχὴ -βέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3.    VIII Med., contract an obligation (?), Leg.Gort.9.26.    IX διαβάλλεσθαι ἀστραγάλοις πρός τινα throw against him, Plu.2.148d, 272f.

Greek (Liddell-Scott)

διαβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ· πρκμ. -βέβληκα·-ῥίπτω ἀπέναντι ἢ εἰς τὸ πέραν, διαβιβάζω ἀπέναντι, νέας Ἡρόδ. 5. 33, 34· ἐντεῦθεν. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, ὑπερβαίνω, διαβαίνω, διέρχομαι, ἐκ…, ἐς… Ἡρόδ. 9. 114· πρὸς… Εὐρ. Ἱκέτ. 931· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τοπικοῦ διαστήματος δ. πόρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66· γεφύρας Εὐρ. Ρήσ. 117· τὸν Ἰόνιον Θουκ. 6. 30· τὸ πέλαγος εἰς τόπον Δημήτρ. Σικελ. 1. 3) περῶ διὰ μέσου, τῆς θύρας δάκτυλον Διογ. Λ. 1. 118· τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ Ἀρρ. Ἀν. 2. 2. ΙΙ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ 643, ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ’ ἂν ἥδιστ’ ἤσθιεν, εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ παραβάλοι, οἱαδήποτε κομμάτια ἤθελε ῥίψει εἰς αὐτὴν …, μετὰ παιδιᾶς λεγόμενον ἐπὶ τῆς σημασ. IV. ΙΙΙ. ἐγείρω διαφορὰν μεταξύ τινων, κάμνω τινὰς νὰ ἐρίσωσιν· ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Πλάτ. Συμπ. 222C, D, πρβλ. Πολ. 498C· οὕτω, δ. [τινὰς] ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολ. 5.1, 8.- Παθ. διαφέρομαι πρός τινα, διαφωνῶ, τινὶ Πλάτ. Φαίδωνι 67Ε.

French (Bailly abrégé)

f. διαβαλῶ, etc.
I. (διά à travers) jeter à travers : νέας HDT litt. faire passer des navires à travers une mer, faire franchir une mer à des navires ; intr. se jeter à travers, traverser, franchir : τὸν Ἰόνιον THC la mer Ionienne ; δ. ἐς τὴν Νάξον HDT, πρὸς τὴν ἤπειρον THC passer la mer pour aller à Naxos, pour gagner le continent (voisin);
II. (διά de côté et d’autre) jeter de côté et d’autre, d’où
1 séparer, désunir : διαβεβλῆσθαί τινι PLAT être brouillé avec qch, càd faire fi de qch;
2 déconseiller, dissuader, détourner de : τινα πρός τι PLUT détourner qqn de qch (litt. à l’égard de qch);
3 p. ext. attaquer, accuser, calomnier : τινα πρός τινα, τινα ἔς τινα, τινά τινι accuser une personne auprès d’une autre ; abs. dire du mal de, décrier;
4 tromper, acc.;
Moy. διαβάλλομαι (f. διαβαλοῦμαι);
1 διαβάλλεσθαι πρός τινα ἀστραγάλοις PLUT ou τοῖς κύβοις PLUT jouer avec qqn aux osselets ou aux dés;
2 tromper, acc..
Étymologie: διά, βάλλω.

Spanish (DGE)

A ref. al mov. fís.
I tr.
1 pasar, cruzar c. ac. de espacio δέπας ἐν τῷ διαβάλλει ... πόρον de la copa del sol, A.Fr.69.3, γεφύρας E.Rh.117, τὸν Ἰόνιον Th.6.30, διεβάλομεν τὸ πέλαγος εἰς Μεσσαπίους cruzamos el mar para llegar al país de los mesapios Demetr.Com.Vet.1.2.
2 hacer cruzar, pasar ἐκ τῆς Χίου τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον Hdt.5.34.
3 echar, tirar ἅττα διαβάλοι τις αὐτῇ, ταῦτ' ἂν ἥδιστ' ἤσθιεν lo que uno le echase se lo comería (la ciudad) muy gustosamente Ar.Pax 643, cf. Eq.496
fig., de pers. ἄπωθεν ἡμᾶς πρὸς ἐκεῖνα τὰ πάθη Plu.2.727d.
4 pasar, introducir, meter διαβαλόντα τῆς θύρας τὸν δάκτυλον metiendo el dedo por la ranura de la puerta D.L.1.118, en v. pas. τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ clavija introducida en el timón del carro Aristobul.7a, cf. prob. ID 1441A.2.57 (II a.C.), δι' ἀλλήλων διαβεβλημένων (eslabones) engarzados entre sí D.Chr.30.20, cf. Hero Bel.101.10, δ. τὴν κρόκην tejer Poll.7.35.
II intr.
1 cruzar al otro lado, cruzar c. prep. y ac. de direcc. πρὸς Ἄργος E.Supp.931, ἐς τὴν Νάξον Hdt.5.33, πρὸς τὴν ... ἤπειρον Th.2.83, πέρην Hdt.6.44.
2 en v. med. tirar en el juego o en comparaciones con él, jugar (ἀστραγάλοις) διαβάλλεται πρὸς τοὺς ἐντυχόντας Plu.2.148d, τοῖς κύβοις πρὸς αὐτόν Plu.2.272f.
B fig.
I tr., c. compl. de pers. o abstr.
1 denigrar, desacreditar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. τὸν Κλεομένεα Hdt.6.51, cf. 61, Ἕλληνας Hdt.7.10η, cf. 6.94, Ar.Eq.288, Ach.380, Th.390, 411, Pl.204, V.950, Pl.Ep.317c, με E.Hipp.932, Pl.Ep.319c, τοὺς ... ἔνδον ... ψευδῆ διαβάλλει Ar.Eq.64, cf. Aeschin.2.44, LXX Da.6.24θ, en v. pas. μάτην διεβλήθης Babr.75.21, cf. Aesop.157
indic. ante quién, c. πρός y ac. διαβαλόντα μιν πρὸς Ὑδάρνεα habiéndole denigrado ante Hidarnes Hdt.6.133, τοὺς Ἀθηναίους πρὸς τὸν Ἀρταφρένεα Hdt.5.96, c. dat. de pers. με ... στρατῷ a mí ante el ejército S.Ph.582, cf. Pl.R.566b, τοὺς Ἰουδαίους τῷ βασιλεῖ LXX Da.3.8θ, en v. pas. Ἀχαιοῖς ... διαβληθήσομαι E.Hec.863, cf. Heracl.422, IA 1372, Ep.5.85, Ar.Ach.630, ἐς τοὺς ξυμμάχους Th.4.22, cf. Lys.7.27, 8.7
acusar de c. dat. de cosa ἀτυχία ᾗ με διαβάλλουσιν el infortunio por el que me acusan Antipho 2.4.4, c. ὡς y part. pred. ἄλλος πρὸς ἄλλον ... ὡς λυμαινόμενον τὴν πολιτείαν X.HG 2.3.23
c. complet. acusar de que διέβαλλον τοὺς Ἴωνας ὡς δι' ἐκείνους ἀπολοίατο αἱ νέες Hdt.8.90, διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσιν acusándoles de no tener propósitos sinceros Th.5.45, Λακεδαιμονίους ... διαβαλεῖν ἐς τοὺς ... Ἕλληνας ὡς καταπροδόντες τὸ ἑαυτῶν προυργιαίτερον ἐποιήσαντο Th.3.109, cf. Pl.Ep.334a, I.AI 12.176, με ... διαβαλεῖ ... ὅτι ... Ar.Ach.502, cf. Lys.12.58, διαβάλλοντες ἵν' ἔχωσι δημεύειν τὰ κτήματα Arist.Pol.1305a6, en v. pas. Θασίους διαβληθέντας ὑπὸ τῶν ἀστυγειτόνων ὡς ἀπόστασιν μηχανῴατο Hdt.6.46, cf. 9.17, Eu.Luc.16.1, ἐπὶ βίῳ μὴ σώφρονι διαβεβλημένων de los acusados de vida desordenada Hdn.2.6.6, c. εἰς y ac.: εἰς κιναιδίαν Luc.Demon.50, c. ac. de rel. τι πρὸς τὴν ὠμότητα ... διαβληθείς Luc.Macr.14
abs. lanzar calumnias o infundios, introducir falacias, mover a sospecha εὖ δὲ διαβαλών Th.3.42, cf. Aeschin.3.226, Men.Dysc.463, διαβάλλειν τε καὶ ἀπολύσασθαι διαβολάς introducir falacias y a continuación refutarlas como técnica sofística y retórica, Pl.Phdr.267d, cf. Arist.Rh.1415b18, 37, D.18.14, 20, part. subst. ὁ διαβάλλων calumniador Hdt.7.10η, Th.3.4, Pl.Ap.19b
sin intención falaz elevar una queja ante Δημητρίῳ PTeb.23.4 (II a.C.).
2 referir maliciosamente c. ac. de cosas y abstr. ἃ ... ὑποικουρεῖτε ... διαβαλῶ contaré lo que hacéis a escondidas Ar.Th.1169, τοὺς νόμους Is.11.4, διαβαλεῖν τὸ πρᾶγμα D.28.2 (pero v. B III 2), διαβάλλοι ... ἄν τις τὰ πολλὰ τῶν ἰδίων alguno podría interpretar falazmente la mayor parte de las propiedades en un argumento filosófico, Arist.Top.133b21, τὸ πράγμα ἐς βασιλέα διέβαλλον implicaron maliciosamente en el asunto al emperador Procop.Arc.22.19
en v. pas. ser interpretado torcidamente ἢ ἔπειτε ... διαβληθῇ (γράμματα) πρὸς Ξέρξην Hdt.8.22, τὰ περὶ τὴν καπηλείαν καὶ ἐμπορίαν ... διαβέβληται las clases que se dedican a la venta al por menor y al comercio son mal vistas Pl.Lg.918d
de opiniones y teorías discutir, poner en tela de juicio, censurar ἔπος un verso desde el punto de vista filológico, Plu.Thes.34, cf. S.E.M.7.90, c. dos ac. οὓς ... διαβάλλων τὴν φλυαρίαν Str.1.3.1
rechazar, derribar, refutar teorías u opiniones, Gal.5.289, en v. pas. τοῦ Χρυσίππου διαβληθήσεται δόξα Gal.5.480, cf. Plu.2.930b.
3 estropear, echar a perder c. ac. y dat. instrum. ὀνοματίοις τισὶ τὰ ὅλα διέβαλε Longin.43.2.
II frec. c. dos compl. de pers. malquistar c. dos ac. de pers. ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Pl.Smp.222d, cf. R.498c, c. ac. de pers. y giro prep. πρὸς τὴν κακίαν διαβαλοῦμεν αὐτούς los malquistaremos con la maldad Plu.2.809f, sólo c. dat. de pers. ἀλλήλοις Arist.Pol.1313b16
en v. med.-pas. esp. en perf. estar indispuesto con, avenirse mal c. dat. de pers., asimilados y abstr. θυγατρὶ ... διαβεβλημένος Hdt.1.118, cf. 5.35, 6.64, τῷ Τισαφέρνει Th.8.81, 83, μοι And.2.24, τῷ σώματι Pl.Phd.67e
c. πρός y ac. estar mal dispuesto hacia, mirar con malos ojos πρὸς αὐτήν (τὴν φιλοσοφίαν) Isoc.15.175, πρὸς ἐπιβουλεύοντα Arist.Rh.1404b20, cf. Plb.30.19.2, πρὸς τὴν ἀποικίαν διεβέβλητο Plu.Cor.13, ψυχὴ διαβέβληται πρὸς μάχην Arr.Epict.2.26.3, περὶ τὰς φιλίας Vett.Val.39.12
tb. c. ac. de anim. hacer irreconciliable τὸν ἰχθῦν διέβαλεν πρὸς τὴν βρῶσιν Plu.2.730f.
III indic. ‘engaño’
1 seducir, embaucar, engañar ἐκεῖνον εὖ Hdt.5.50, cf. 5.97, E.Fr.435, Cratin.436, POxy.1665.25 (III d.C.), 900.13 (IV d.C.)
en v. med. mismo sent. Ξέρξην διεβάλετο Hdt.9.116, cf. Ar.Au.1648, Th.1214, Crates Com.54, τὸν γέροντα διαβαλοῦμαι Archipp.38, en v. pas. διαβεβλημένος ὑπὸ Ἀμάσιος Hdt.3.1, κεῖναι διεβλήθησαν τρόπῳ τοιῷδε Hp.Nat.Puer.30, cf. Pl.Phdr.255a, Plu.2.563c
διαβαλόμενος dud., quizá complicado en fraude, ICr.4.72.9.26 (Gortina V a.C.) (aunque se ha interpr. como el que está comprometido (a pagar) por escrito op. διαϝειπάμενος ‘el que está comprometido (a pagar) de palabra’).
2 dar largas con pretextos de deudores διαβάλλων με μίαν (ἡμέραν) ἐκ μιᾶς dándome largas cada día, PFam.Teb.43.41 (II d.C.), cf. PFlor.36.23 (IV d.C.)
en v. med. διαβαλλόμενος aduciendo pretextos, BGU 1105.14 (I d.C.).

English (Strong)

from διά and βάλλω; (figuratively) to traduce: accuse.

English (Thayer)

1st aorist passive διεβλήθην:
1. properly, to throw over or across, to send over, (τί διά τίνος).
2. very often, from Herodotus down, to traduce, calumniate, slander, accuse, defame (cf. Latin perstringere, German durchziehen, διά as it were from one to another; see Winer, De verb. comp. etc. Part v., p. 17)), not only of those who bring a false charge against one (διεβλητο πρός αὐτόν ἀδίκως, Josephus, Antiquities 7,11, 3), but also of those who disseminate the truth concerning a Prayer of Manasseh , but do so maliciously, insidiously, with hostility (cf. Lucian's Essay de calumn. non temere credend.) (Sept.; Theod.); so διεβλήθη αὐτῷ ὡς διασκορπίζων, Herodotus 5,35, et al.; τινα πρός τινα, Herodotus 5,96, et al.; followed by ὡς with participle, Xenophon, Hell. 2,3, 23; Plato, epistles 7, p. 334a.). (Synonym: see κατηγορέω.)

Greek Monolingual

(AM διαβάλλω)
κατηγορώ, συκοφαντώ, δυσφημώ
αρχ.
1. περνώ κάτι διά μέσου άλλου, διαπερνώ
2. ρίχνω απέναντι ή περνώ κάποιον ή κάτι απέναντι, διαπεραιώνω
3. διαβαίνω, υπερβαίνω
4. κάνω κάποιους να φιλονικήσουν
5. διαφωνώ
6. κατηγορώ ή λοιδορώ κάποιον για κάτι
7. διαστρέφω, παρουσιάζω κάτι όχι όπως είναι στην πραγματικότητα για να το συκοφαντήσω ή να το λοιδορήσω
8. εξαπατώ με ψευδείς πληροφορίες
9. (παθ. με δοτ.) γίνομαι ύποπτος, μισητός.

Greek Monotonic

διαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα·
I. 1. πετώ, ρίχνω διαμέσου, μεταφέρω, οδηγώ διαμέσου, διαβιβάζω απέναντι, νέας, σε Ηρόδ.
2. φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, απέναντι, διαβαίνω, στον ίδ.· επίσης με αιτ., δ. γεφύρας, σε Ευρ.· πέλαγος, σε Θουκ.
II. κατηγορώ, συκοφαντώ, δημιουργώ διαμάχη, φιλονικία ανάμεσα, διασύρω, κακολογώ, ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε αντιπαράθεση με, τινί, στον ίδ.
III. 1. δυσφημώ, κακολογώ, συκοφαντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ. — Παθ., διαβάλλεσθαί τινι, είμαι γεμάτος καχυποψία και μίσος απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· ἔς τινα, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., παρουσιάζω εσφαλμένα κάτι, μιλώ δυσφημιστικά, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, σε Ηρόδ., Δημ.· δίνω στον εχθρό πληροφορίες, χωρίς ανακρίβειες ή διάθεση εξαπάτησης, σε Θουκ.
IV. εξαπατώ μέσω ψευδούς πληροφόρησης, εξαπατώ κάποιον, τινά, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. — Παθ., διαβεβλῆσθαι ὡς..., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

διαβάλλω:
1) перебрасывать, переводить, переправлять (ἐκ τῆς Χίου τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον Her.);
2) просовывать (δάκτυλον τῆς θύρας Diog. L.);
3) проходить, переходить, проезжать (γεφύρας Eur.);
4) переправляться, переплывать (τὸν Ἰόνιον Thuc., Plut.; πρὸς τὴν ἀντιπέρας ἤπειρον Thuc.): φυγῇ πρὸς Ἄργος διαβαλεῖν Eur. бежать в Аргос;
5) сеять рознь, ссорить (τινὰ καί τινα Plat. и τινὰς ἀλλήλοις Arst.): διαβεβλῆσθαί τινι Plat. быть во вражде с кем-л.; δ. τινὰ πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut. внушить кому-л. ненависть к кому(чему)-л.;
6) клеветать, оговаривать, чернить (τινὰ πρός τινα Her., Isocr., Xen., τινά τινι Soph., Plat. и τινὰ ἔς τινα Thuc.): διαβαλεῖν τινα ὥς τινα Plat., Luc. ославить кого-л. кем-л.;
7) обвинять, упрекать, порицать (τινα Thuc.; πρός и εἴς τι Luc.);
8) покрывать позором, порочить (κάλλιστον ἔργον τῷ μισθῷ Plut.);
9) отвергать (как подложное), отбрасывать (τὸ ἔπος καὶ τὴν μυθολογίαν Plut.);
10) тж. med. вводить в заблуждение, обманывать (τινά Her., Arph.);
11) med. перебрасываться: δ. πρός τινα τοις κύβοις Plut. играть с кем-л. в кости.

Middle Liddell

fut. -βᾰλῶ perf. -βέβληκα
I. to throw over or across, to carry over or across, νέας Hdt.: hence,
2. seemingly intr., like Lat. trajicere, to pass over, cross, pass, Hdt.: also c. acc., δ. γεφύρας Eur.; πέλαγος Thuc.
II. to set at variance, make a quarrel between, ἐμὲ καὶ Ἀγάθωνα Plat.:—Pass. to be at variance with, τινί Plat.
III. to traduce, slander, calumniate, Hdt., etc.; διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς… traduced them saying that… , Hdt.:—Pass., διαβάλλεσθαί τινι to be filled with suspicion against another, Hdt.; πρός τινα Hdt.; ἔς τινα Thuc.
2. c. acc. rei, to misrepresent a thing, to state slanderously, Hdt., Dem.: to give hostile information, without insinuation of falsehood, Thuc.
IV. to deceive by false accounts, impose upon, τινά Hdt.:—so in Mid., Hdt.:—Pass., διαβεβλῆσθαι ὡς… to be slanderously told that… , Plat.

Chinese

原文音譯:diab£llw 笛阿-巴羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-投 相當於: (קְרַץ‎)
字義溯源:詆毀,通過,控告,告;由(διά)*=通過)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成。同源字: (βάλλω / ἀμφιβάλλω)拋, (διάβολος)詆毀者
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 被告到(1) 路16:1

English (Woodhouse)

abuse, cross, depreciate, disparage, slander, bring a person into bad odour with, bring one into odium with, discredit one person with another, go over, pass, pick holes in, run down, speak evil of

⇢ Look up "διαβάλλω" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)