ἔμπορος
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ἔμπορον,
A one who goes on ship-board as a passenger, Od.2.319, 24.300.
II = ὁ ἐν πόρῳ ὤν, wayfarer, traveller, B.17.36, A.Ch.661, S.OC25,303, E.Alc.999 (lyr.).
III merchant, trader, Semon. 16, Hdt.2.39, Th.6.31, etc.; distinguished from the retail-dealer (κάπηλος) by his making voyages and importing goods himself, Pl.Prt. 313d, R.371a, Arist.Pol.1291a16, Sch.Ar.Pl.1156: metaph., ἔμπορος κακῶν A.Pers.598; ἔμπορος βίου = a trafficker in life, E.Hipp.964; ἔμπορος περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα Pl.Sph.231d; ὥρης ἔμπορος a dealer in beauty, AP9.416 (Phil.); ἔμπορος γυναικῶν IG14.2000.
2 as adjective, = ἐμπορικός, ναῦς ἔμπορος D.S.5.12.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
I 1pasajero que viaja en nave ajena εἶμι μέν ... ἔ.· οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος οὐδ' ἐρετάων γίνομαι me marcho como pasajero, pues no dispongo de naves ni remeros, Od.2.319, ἦ ἔ. εἰλήλουθας νηὸς ἐπ' ἀλλοτρίης; Od.24.300
•viajero en barco, navegante c. gen. ναύτης ἔ. Αἰγαίοιο marino que surca el Egeo Call.Del.317.
2 p. ext. viajero a pie, caminante ὥρα δ' ἐμπόρους μεθιέναι ἄγκυραν ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων de Orestes, A.Ch.661, ... ἢ μοῦνον ... στείχειν ἔμπορον οἷ' ἀλάταν ἐπ' ἀλλοδαμίαν; ¿o solitario marcha cual errante viajero a tierra extraña? de Teseo, B.18.36, cf. S.OC 25, 303, E.Alc.999
•fig. κακῶν μὲν ὅστις ἔ. κυρεῖ aquel que viaja por las desgracias A.Pers.598 (var., cf. ἔμπειρος I 2).
II 1mercader, comerciante gener. dedicado a importación y exportación por mar de mercancías al por mayor ὅσα ἐπὶ μεταβολῇ τις ... ἔ. ἔχων ἔπλει Th.6.31, cf. Call.Epigr.18.3, Ἕλληνες ... ἐπιδήμιοι ἔμποροι con sede en ciudades de Egipto, Hdt.2.39, ἐπὶ φορτίδι νηὶ ἔ. AP 7.287 (Antip.Thess.), cf. Wilcken Chr.273.2.9 (II/III d.C.), de ungüentos, Semon.15, de esclavos, Ar.Pl.521, cf. Vit.Aesop.W.23, de cereales SEG 48.96.26 (Atenas IV a.C.), de aceite ὅσοι δὲ τῶν ἐμπόρων ἐκ Πηλουσίου ξενικὸν ἔλαιον ... παρακομίζ[ω] σιν εἰς [Ἀλ] εξάνδ[ρ] ειαν PRev.Laws 52.25 (III a.C.), cf. SEG 15.108.42 (Atenas II d.C.), de vino ἐ. τῶν ἀπὸ τοῦ Ὅρμου PMonac.52.3 (II a.C.), οἱ ἔμποροι οἱ Κιτιεῖς IG 22.337.33 (Pireo IV a.C.), Ἐρυθραῖος ἔμπορος IPDésert 65.6 (I d.C.), cf. SB 13167ue.2.9, 19 (II d.C.)
•c. gen. ὥρης ἔ. comerciante de la belleza ref. un proxeneta AP 9.416 (Phil.), ἔ. εὐμόρφων ... γυναικῶν IUrb.Rom.1326.7 (II/III d.C.), ἔ. Τυχαίων mercader de estatuillas de Tique, IGLMus.Messina 34.2 (imper.)
•distinct de κάπηλος ‘comerciante al por menor’, ‘detallista’, Pl.R.371d, Prt.313c, Arist.Pol.1291a16, Sch.Ar.Pl.1156b
•distinct de νάυκληρος ‘armador’ X.Vect.5.3, Lys.19.50, SEG 26.72.38 (Atenas IV a.C.), τὸ κοινὸν τῶν Τυρίων Ἡρακλειστῶν ἐμπόρων καὶ ναυκλήρων ID 1519.36 (II a.C.), οἱ ἔμποροι καὶ ναύκληροι οἱ καταπλέοντες εἰς τὸ ἐμπόριον ID 1657.3 (I a.C.), cf. ICos ED 178a.23 (III a.C.), ματρῶναι στολᾶται, ναύκληροι κα[ὶ ἔμπο] ροι Ἐρυθραϊκαί SEG 8.703 (Egipto II/III d.C.)
•distinct de ἐκδοχεύς q.u. οἵ τε ξένοι οἱ εἰσπλέοντες καὶ οἱ ἔμποροι καὶ οἱ ἐγδοχεῖς PCair.Zen.21.10 (III a.C.), cf. ID 1520.28 (II a.C.)
•distinct de κυβερνήτης ‘piloto’, Plu.Demetr.33
•tb. por tierra, ref. caravanas por el desierto οἱ συναναβάντες ... ἔμποροι ἀπὸ Φοράθου OGI 632.3 (Palmira II d.C.), Πηλουσίου γὰρ καθ' ἡμέραν ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς (a Bostra) ἔμποροι PMich.466.37 (II d.C.)
•en pap. prob. tb. ref. a pequeños comerciantes PBerl.Leihg.42B.18 (II d.C.), POxy.1519.8 (III d.C.), ἔ. ἐν τῷ Νεμεσιείου SB 12498.14 (III d.C.)
•fig. κακὴν ... ἔμπορον βίου mala comerciante de su vida de Fedra, E.Hipp.964, ἔ. τις περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα de los sofistas, Pl.Sph.231d
•Ἔ. El comerciante tít. de una comedia de Filemón, Plaut.Mer.9, de Dífilo, Ath.227e, de Epícrates, Ath.655f.
2 adj. mercante νῆες D.S.5.12
•de los comerciantes ἔ. ἕδρη ref. las mesas de los mercaderes del Templo de Jerusalén, Nonn.Par.Eu.Io.2.15.
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, 1) wer auf einem fremden Schiffe als Passagier mitfährt, Od. 2, 319. 24, 300. Übh. wer auf der Reise ist, auch zu Lande vom Wanderer; ὥρα δ' ἐμπόρους μεθιέναι ἄγκυραν Aesch. Ch. 650; Soph. O. C. 304. 905; Eur. Alc. 100. – 2) Bes. der Großhändler, der Handel über das Meer ins Ausland treibt, nach Schol. Ar. Plut. 1155, der ihn mit αὐτοπώλης, κάπηλος, παλιγκάπηλος, μεταβολεύς zusammenstellt, ὁ ἀγοράζων καὶ ἐπὶ ξένης πωλῶν ἢ ἀπὸ τοῦ αὐτοπώλου ἢ ἀπὸ τοῦ καπήλου – vgl. κάπηλος; Plat. Prot. 313 d Polit. 290 a u. öfter, wie Folgde. Übertr., κακὴ ἔμπορος βίου, die gleichsam ihr Leben verkauft, Eur. Hipp. 934; κακῶν, d. i. der Unglück eingehandelt hat, mit Unglück belastet ist, Aesch. Pers. 590, l. d., besser ἔαπειρος, wie auch τῆς τῶν Ἀθηναίων πολιτείας ἔμποροι Dem. 12, 19 von Bekker in ἔμπειρος geändert ist. – Adi., = ἐμπορικός, ναῦς, ein Kauffahrteischiff, D. Sic. 5, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 tout homme qui chemine sur (une route) ou dans (un pays) : οἱ ἔμποροι les passants;
2 passager sur un vaisseau ; voyageur;
3 tout voyageur par terre ou par mer;
4 particul. voyageur pour affaires de commerce ; marchand en gros ; ἔμπορος βίου EUR qui trafique de sa vie.
Étymologie: ἐν, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπορος: II ὁ
1 прохожий, путник (τύμβος, σέβας ἐμπόρων Eur.);
2 путешественник Aesch., Soph., тж. пассажир наемного судна: εἶμι ἔ., οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολος Hom. я еду на чужом корабле, ибо нет у меня своего;
3 торговец, купец (преимущ. ведущий заморскую и - в отличие от κάπηλος - оптовую торговлю) Her., Thuc., Plat., Arst.: ἔ. περί τι Plat. и ἔ. τινος Anth. торговец чем-л.; κακὸς ἔ. βίου Eur. дешево продающий свою жизнь.
торговый, купеческий (ναῦς Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπορος: -ον, (ἴδε περάω) ὁ ἐπιβαίνων ἀλλοτρίας νεώς, ἐπιβάτης πλοίου, Λατ. vector, Ὀδ. Β. 319, Ω. 300˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ναύκληρος, ἰδιοκτήτης. ΙΙ. = ὁ ἐν πόρῳ ὤν, ὁ ταξειδεύων κατὰ γῆν ἢ θάλασσαν, ταξειδιώτης, πλάνης, Αἰσχύλ. Χο. 661, Σοφ. Ο. Τ. 456, Ο. Κ. 25, 203, Εὐρ. Ἄλκ. 1000. ΙΙΙ. ἔμπορος ἐν τῇ σημερινῇ σημασίᾳ, Λατ. mercator, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 39, Θουκ. 6. 31, κτλ.˙ διαφέρει τοῦ καπήλου, τοῦ πωλοῦντος «λιανικῶς», διότι ὁ ἔμπορος κομίζει τὰ ἐμπορεύματα αὐτοῦ ἔξωθεν καὶ πωλεῖ αὐτὰ «χονδρικῶς», Πλάτ. Πρωτ. 313D, Πολ. 371D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1155˙ μεταφ., κακὴν ἄρ’ αὐτὴν ἔμπορον βίου λέγεις, εἰ δυσμενείᾳ τῇ σῇ τὰ φίλτατ’ ὤλεσεν Εὐρ. Ἱππ. 964˙ ἐμπ. περὶ τὰ τῆς ψυχῆς μαθήματα Πλάτ. Σοφ. 231D· ὥρης ἐμπ., ἐμπρευόμενος τὴν καλλονήν, Ἀνθ. Π. 9. 416˙ ἔμπ. γυναικῶν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 614. 5 2) ὡς ἐπίθ. = ἐμπορικός, ναῦς ἔμπορος Διόδ. 5. 12.
English (Autenrieth)
passenger, on board another's ship, Od. 2.319 and Od. 24.300.
English (Strong)
from ἐν and the base of πορεύομαι; a (wholesale) tradesman: merchant.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3), ἐμπόρου, ὁ (πόρος);
1. equivalent to ὁ ἐπ' ἀλλοτρίας νεώς πλέων μισθοῦ, ὁ ἐπιβάτης; so Hesychius, with whom agree Phavorinus and the Schol. ad Aristophanes, Plutarch, 521; and so the word is used by Homer.
2. after Homer one on a journey, whether by sea or by land, especially for traffic; hence,
3. a merchant (opposed to κάπηλος a retailer, petty tradesman): ἄνθρωπος ἔμπορος (see ἄνθρωπος, 4a.), WH text omits ἄνθρωπος). (the Sept. for סֹחֵד and רֹכֵל.)
Greek Monolingual
και έμπορας, ο (θηλ. εμπόρισσα) (AM ἔμπορος)
1. αυτός που αγοράζει ποσότητες εμπορεύσιμων ειδών και τά πουλάει με κέρδος («έμπορος λαδιού, σταριού, μηχανημάτων»)
2. (ειδ.) αυτός που πουλάει υφάσματα και είδη νεωτερισμού
μσν.
ως επίθ. ἔμπορος, -ον
ο εξουσιοδοτημένος για μια ενέργεια
αρχ.
1. επιβάτης πλοίου
2. οδοιπόρος, ταξιδιώτης στην ξηρά ή στη θάλασσα
3. αυτός που εκμεταλλεύεται τις γυναίκες («ἔμπορος εὐμόρφων γυναικών», Ανθ. Παλ.)
4. ως επίθ. ἔμπορος, -ον
εμπορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη φράση εν πόρῳ ων, «αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα». Αρχικά η λέξη δήλωνε τον ταξιδιώτη, αργότερα αυτόν που εμπορεύεται ταξιδεύοντας συνήθως μέσω θαλάσσης και, τέλος, μετέπεσε στη γενικότερη σημασία «έμπορος».
ΠΑΡ. εμπορεύομαι, εμπορία, εμπορικός, εμπόριο
νεοελλ.
εμποράκος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εμποριάρχης νεοελλ. εμπορεπίτροπος, εμποροδίκης, εμποροκαπετάνιος, εμποροκράτης, εμπορομεσίτης, εμπορομηχανικός, εμπορομπακάλης, εμποροναύτης, εμποροπανήγυρις, εμποροπλοίαρχος, εμπορορράπτης, εμποροϋπάλληλος. (Β' συνθετικό) μεγαλέμπορος, μικρέμπορος, οινέμπορος, σωματέμπορος
αρχ.
αρχέμπορος, αρχικερδέμπορος, εριέμπορος, θρισσέμπορος, καμηλέμπορος, κερδέμπορος, λογέμπορος, λιθέμπορος, λινέμπορος, ομέμπορος, παλινέμπορος, πεζέμπορος, συνέμπορος, ταπητέμπορος, φιλέμπορος, χοιρέμπορος, χοιριδιέμπορος, χριστέμπορος, ψυχέμπορος
νεοελλ.
αλατέμπορος, αλευρέμπορος, ανθρακέμπορος, βαμβακέμπορος, βιβλιέμπορος, βουτυρέμπορος, γανέμπορος, δερματέμπορος, δουλέμπορος, ελαιέμπορος, ζωέμπορος, καπνέμπορος, λαδέμπορος, λαθρέμπορος, ξυλέμπορος, σησαμέμπορος, σιταρέμπορος, σιτέμπορος, σταφιδέμπορος, σταφυλέμπορος, τυρέμπορος, υαλέμπορος, υφασματέμπορος, φαρμακέμπορος, φρουτέμπορος, χαρτέμπορος, χονδρέμπορος, χοντρέμπορος].
Greek Monotonic
ἔμπορος: -ον (ἐν, πόρος, πρβλ. περάω),·
I. αυτός που επιβιβάζεται πάνω σε πλοίο ως επιβάτης, Λατ. vector, σε Ομήρ. Οδ.
II. ὁ ἐν πόρῳ ὤν, αυτός που ταξιδεύει, ταξιδιώτης, περιπλανώμενος, εμπορευόμενος, σε Τραγ.
III. έμπορος, αυτός που διεξάγει εμπορικές συναλλαγές, Λατ. mercator, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μεταφ., ἔμπορος βίου, αυτός που εμπορεύεται μέσα στην ζωή, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: who travels on a ship, passager (Od.), traveller in gen. (B., trag.), usually merchant (Ion.-Att.; on the meaning beside κάπηλος, ναύκληρος Finkelstein ClassPhil. 30, 320ff.).
Compounds: several compp., e. g. συν-, οἰν-, μικρ-έμπορος.
Derivatives: ἐμπορία (sea-, wholesale-)trade (Hes.), ἐμπόριον commercial town (Ion.-Att.), ἐμπορικός belonging to a merchant/trade (Stesich., Ion.-Att.; s. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 115); denomin. verb ἐμπορεύομαι be ἔμπορος, travel, trade (Ion-Att.), also be (more) cunning (2 Ep. Pet. 2, 3), with ἐμπόρευμα, -εῖον, -ευτικός.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Hypostasis from ἐν πόρῳ (ὤν), "(be(ing) on travel"; s. πόρος and Porzig Satzinhalte 258. - Ngr. ἐμπορῶ I can stands for εὑπορῶ, s. Hatzidakis Glotta 22, 131f. (Unclear De Lamberterie, RPh 71, 1997, 159.)
Middle Liddell
ἔμ-πορος, ον adj [ἐν, πόρος, cf. περάω
I. one who goes on shipboard as a passenger, Lat. vector, Od.
II. = ὁ ἐν πόρῳ ὤν, any one on a journey, a traveller, wanderer, Trag.
III. a merchant, trader, Lat. mercator, Hdt., etc.:—metaph., ἔμπορος βίου a trafficker in life, Eur.
Frisk Etymology German
ἔμπορος: {émporos}
Grammar: m.
Meaning: ‘wer auf einem (fremden) Schiffe fährt, Passagier’ (Od.), Reisender im allg. (B., Trag.), gew. ‘Kauffahrer, -mann’ (ion. att.; zur Bedeutungsabgrenzung gegenüber κάπηλος, ναύκληρος Finkelstein ClassPhil. 30, 320ff.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z. B. συν-, οἰν-, μικρέμπορος. — Ableitungen: ἐμπορία ‘(See-, Groß-)handel' (seit Hes.), ἐμπόριον Handelsplatz (ion. att.), ἐμπορικός zum Kaufmann oder Handel gehörig (Stesich., ion. att.; vgl. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 115);
Derivative: denominatives Verb ἐμπορεύομαι ἔμπορος sein]], reisen, Handel treiben (ion. att.), auch überlisten (2 Ep. Pet. 2, 3), mit ἐμπόρευμα, -εῖον, -ευτικός.
Etymology: Hypostase aus ἐν πόρῳ (ὤν), "auf der (Über)fahrt (seiend)"; s. πόρος und Porzig Satzinhalte 258. — Ngr. ἐμπορῶ ich kann steht für εὐπορῶ, s. Hatzidakis Glotta 22, 131f.
Page 1,508
Chinese
原文音譯:œmporoj 恩-坡羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在內-走(者)
字義溯源:商人,販賣人,旅客,客商,貿易商,買賣,買賣人;由 (ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入) 與 (πορεύομαι)=走過) 組成;其中 (πορεύομαι)出自 (πεῖρα)=察驗, (πεῖρα)出自 (πέραν)=那邊,而 (πέραν)出自 (πειράω)X*=穿過
出現次數:總共(5);太(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 客商(4) 啓18:3; 啓18:11; 啓18:15; 啓18:23;
2) 買賣(1) 太13:45
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἐπιβάτης πλοίου, ταξιδιώτης). Σύνθετο ἀπό το ἐν + πόρος τοῦ περάω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἔμπορος: ἐμπόρευμα, ἐμπορεύομαι, ἐμπορευτέα, ἐμπορευτικός, ἐμπορία, ἐμπορικός, ἐμπόριον.
Translations
traveller
Albanian: udhëtar, udhëtare; Arabic: مُسَافِر, سَائِح, سَيَّاح; Armenian: ճանապարհորդ, ճամփորդ, ուղևոր; Azerbaijani: səyyah, səyahətçi; Bashkir: сәйәхәтсе; Basque: bidaiari; Belarusian: падарожнік, падарожніца, вандроўнік, вандроўніца; Bengali: মুসাফির, রাহী; Bulgarian: пътешественик, пътешественица, пътешественичка, пъ́тник, пъ́тница, пъ́тничка; Burmese: ခရီးသည်; Catalan: viatger; Chinese Mandarin: 旅遊者/旅游者, 旅游者, 游客, 旅行家, 旅行者; Czech: cestovatel, cestovatelka; Danish: rejsende; Dutch: reiziger, reizigster; Esperanto: vojaĝanto; Estonian: rändaja; Finnish: matkustaja, matkailija, matkalainen, matkaaja; French: voyageur, voyageuse; Galician: viaxeiro; Georgian: მოგზაური; German: Reisender, Reisende; Greek: ταξιδιώτης, ταξιδιώτρια, ταξιδιώτισσα; Ancient Greek: δρομίας, ἔμπορος, κελευθήτης, κελευθοπόρος, ὁδευτής, ὁδίτης, ὁδίτας, ὁδοιπόρος, στιβεύς; Hebrew: נוֹסֵעַ, נוֹסַעַת; Hindi: मुसाफ़िर, यात्री; Hungarian: utazó; Icelandic: ferðamaður, ferðalangur; Irish: taistealaí, imeachtaí; Italian: viaggiatore, viaggiatrice, viandante, girovago; Japanese: 旅人, 旅行者; Kazakh: саяхатшы, жиһанкез; Khmer: អ្នកដំណើរ; Kikuyu: mũgendi; Korean: 여행자(旅行者); Kurdish Northern Kurdish: gerok; Kyrgyz: саякатчы; Lao: ນັກທ່ຽວ, ນັກເດີນທາງ; Latin: viator, viatrix, peregrinus; Latvian: ceļotājs, ceļotāja; Lithuanian: keliautojas; Macedonian: патник, патничка; Malay: perantau; Mongolian: аянч, аянчин; Ngazidja Comorian: msafiri; Norman: viageux; Norwegian Bokmål: reisende; Occitan: viatjaire; Old Church Slavonic Cyrillic: пѫтьникъ; Pashto: يونی, مسافر, سياح; Persian: مسافر, سیاح; Polish: podróżnik, podróżniczka; Portuguese: viajante; Romanian: călător, voiajor, drumeț; Russian: путешественник, путешественница, путник, путница; Scottish Gaelic: taistealaiche; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̑тнӣк, пу̑тница; Roman: pȗtnīk, pȗtnica; Slovak: cestovateľ, cestovateľka; Slovene: potnik, potnica; Spanish: viajero; Swahili: msafiri, wasafiri; Swedish: resenär, upptäcksresande; Tagalog: manlalakbay; Tajik: сайёҳ, мусофир; Tatar: сәяхәтче; Telugu: ప్రయాణికుడు; Thai: นักเดินทาง, ผู้เดินทาง; Tibetan: འགྲུལ་པ, འགྲུལ་བཞུད་བྱེད་མཁན; Turkish: yolcu, gezgin, seyyah; Turkmen: syýahatçy; Ukrainian: мандрі́вник, мандрі́вниця, подорожник, подорожниця; Urdu: مسافر, یاتری, سیاح; Uyghur: ساياھەتچى; Uzbek: sayyoh, sayohatchi; Vietnamese: người đi du lịch; Volapük: tävan, hitävan, jitävan; Welsh: teithiwr