κοῦφος

From LSJ
Revision as of 10:44, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοῦφος Medium diacritics: κοῦφος Low diacritics: κούφος Capitals: ΚΟΥΦΟΣ
Transliteration A: koûphos Transliteration B: kouphos Transliteration C: koyfos Beta Code: kou=fos

English (LSJ)

η, ον,
A light, nimble, Hom. only in neuter plural as adverb, κοῦφα ποσὶ προβιβάς stepping lightly on, Il.13.158, cf. Hes.Sc.323; κοῦφα βιβῶν Pi.O.14.16; κ. ποσὶν ἄγ' ἐς κύκλον Ar.Th.954 (lyr.); also κούφοις ποσί Pi.O.13.114; κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar.Ra.1353; πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο A.Pers.305; κ. ἐξᾶραι πόδα S.Ant.224; κ. ἅλμα E.El.439 (lyr.); κ. αἴρειν βῆμα Id.Tr.343; οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόμος LXX Ec.9.11: metaph., κουφότεραι… ἀπειράτων φρένες too buoyant, Pi.O. 8.61.
2 metaph., easy, light, τελεῖν… κούφαν κτίσιν to make achievement easy, ib.13.83; κ. εἰ δοίης τέλος A.Th.260; κ. νύξ an easier night, of a sick person, Jul.Mis.342a (Comp.); περίπατος Sor.1.46; τὸ ὅσιον ἅπαν κ. ἔργον OGI383.120 (Nemrud Dagh, i B. C.); of government, light, κουφοτέραν βασιλείαν less oppressive, Isoc.9.51; ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν X.Cyr.8.2.22; of an antagonist, easy-going, κουφότατος ἦν κρατήσας Id.Ages.11.12; δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Men.Per.Fr.1.
3 unsubstantial, airy, vain, τὸ νέον… κούφας ἀφροσύνας φέρον S.OC1230 (lyr.); οὐδὲν ἄλλο πλὴν… κούφην σκιάν Id.Aj. 126; ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Th.2.51; κ. καὶ πτηνοὶ λόγοι Pl.Lg.717c; κ. πρᾶγμα a trifle, ib.935a; κ. γράμματα a small letter, E.IT594; of persons, = κουφόνους, Hdn.5.7.1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ levity, Paus.5.21.14, cf. Hdn.7.8.6.
4 light in point of weight, opp. βαρύς, Pl. Phlb.14d, R.438c (Comp.), etc.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι = may earth lie lightly on thee, E.Alc.462 (lyr.), cf. Hel.853; κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι IG14.1942.4; κούφη σεῖο γαῖ' ὀστέα κεύθοι ib.329 (Himera); κ. πνεύματα light airs, S.Aj.558; ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Men.538.3; τὸ κουφότατον… τῶν κακῶν… πενία Id.Kith.Fr.2.
b Medic. in various uses, σικύαι κοῦφαι dry cuppings, Philum. ap. Orib.45.29.17, cf. Sor.2.11, etc.; also κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ on the surface, Philum.Ven.7.3; μὴν κοῦφος = the eighth month of pregnancy, Sor.1.56; of food, easy to digest, light, Arist.EN1141b18, etc.
c of troops, light-armed, οἱ κ. τῶν στρατιωτῶν Hell.Oxy.6.4; ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις X.Mem.3.5.27; κούφη στρατιά Plu.Fab.11; τὰ κ. τῆς δυνάμεως Plb.10.25.2.
d of ships, lightly-laden, Th.6.37, 8.27.
5 light, slight, ἁμαρτήματα Pl.Lg.863c; κουφότερα γυμνάσια, opp. ἀναγκαῖα, Arist.Pol.1338b40; κ. ἐργασίαι ib.1321a25.
6 empty, κεράμια Gp.7.24.2, cf. PLond.5.1656.6 (iv A. D.), PFlor.314.8(v. A. D.): hence as substantive, κοῦφον (sc. κεράμιον), τό, jar, in plural, POxy.1631.16 (iii A. D.), PFay. 133.6 (iv A. D.), PStrassb.1.10 (vi A. D.).
7 Act., relieving, assisting, χερὶ κούφᾳ Pi.P.9.11: prob. to be taken in this sense in Theoc. 11.3.
II Adv. κούφως = lightly, nimbly, κ. ὀροῦσαι A.Eu.112; κ. ἐσκευασμένοι, of soldiers, Th.4.33; ὡπλισμένοι X.Mem.3.5.26, etc.; κούφως ἔχειν = to be relieved, Arist.Pr.873a16.
2 metaph., lightly, with light heart, κουφότερον μετεφώνεε Od.8.201; κ. νοῆσαι Sapph.Supp. 5.14; κούφως φέρειν, opp. δεινῶς φέρειν, E.Med. 449, 1018; ὡς κουφότατα φέρειν Hdt.1.35; διάγουσα κούφως = doing well, of a patient, Hp.Epid.1.26.δ.
3 lightly, with ease, A.Pr.701.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
léger :
1 non chargé : κούφη στρατιά PLUT troupes légères;
2 qui ne pèse pas, facile à porter ou à supporter : κουφότερα ὅπλα XÉN armement léger ; κούφα dor. σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι EUR que la terre te soit litt. tombe sur toi légère ! fig.εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν XÉN la bonne renommée est plus légère à porter ; κούφη βασιλεία ISOCR royauté facile à supporter ; en part. de pers. d'un caractère facile;
3 léger d'allure, de démarche : κοῦφος πούς SOPH pied léger ; pl. neutre adv. • κοῦφα : κοῦφα ποσὶ προβιβάς IL s'avançant d'un pied léger;
4 libre de soucis;
5 léger, vide, vain;
Cp. κουφότερος, Sp. κουφότατος.
Étymologie: DELG mot ancien.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοῦφος -η -ον licht; van beweging:; κοῦφα ποσὶ προβιβάς licht op zijn voeten voortstappend Il. 13.158: κοῦφον ἅλμα ποδῶν lichte sprong van voeten Eur. El. 439; van gewicht:; ὅπως κοῦφαι ὦσιν αἱ νῆες (buit achterlatend), om de schepen licht te laten zijn Thuc. 8.27.4; van aanraking:; κούφοις πνεύμασιν zachte winden Soph. Ai. 558; van voedsel:; τὰ κοῦφα εὔπεπτα κρέα lichte vleessoorten zijn gemakkelijk verteerbaar Aristot. EN 1141b18; van wapens, uitbr. van troepen lichtbewapend:. ἄνθρωποι κούφως ἐσκευασμένοι mannen met lichte uitrusting Thuc. 4.33.2. overdr. licht, onbelangrijk:; κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον de oorzaak van lichte vergrijpen Plat. Lg. 863c; licht te verdragen:; ἡγούμενοι κουφοτέραν εἶναι τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν οἴκοι πολιτειῶν in de mening dat de heerschappij van Euagoras lichter te dragen was dan de regeringen thuis Isocr. 9.51; adv.: κούφως φέρειν met acc. licht verdragen:; κούφως φερούσηι κρεισσόνων βουλεύματα die de beslissingen van je meerderen makkelijk verdraagt Eur. Med. 449; ijl, ijdel, vluchtig:. ἐλπίδος τι εἶχον κούφης ze koesterden ijdele hoop Thuc. 2.51.6; κούφων καὶ πτηνῶν λόγων ijdele en vluchtige woorden Plat. Lg. 717d.

German (Pape)

leicht; κοῦφα ποσὶ προβιβάς, leicht, behend einherschreitend, Il. 13.158; vgl. Hes. Sc. 323, wie χώρει κοῦφα ποσίν Ar. Th. 953; κοῦφον ἐξάρας πόδα Soph. Ant. 224; κοῦφα βιβῶν Pind. Ol. 14.17; κούφοις ποσί, mit leichten, schnellen Füßen, 13.109; χείρ P. 9.11; πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο Aesch. Pers. 297; ἀνέπτατ' ἐς αἰθέρα κουφοτάταις πτερύγων ἀκμαῖς Ar. Ran. 1356; – κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, sit tibi terra levis, Eur. Alc. 464; κούφοις πνεύμασιν βόσκου, leicht, sanft, Soph. Aj. 555; dah. = nichtig, gering, ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ὄντας ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν 126; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος Aesch. Spt. 242; in Prosa, Gegensatz βαρύς, Plat. Phil. 14d, Rep. IV.438c; κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Legg. IV.717c; auch Sp. – Κούφη στρατιά, die Leichtbewaffneten, Plut. Fab. 11; τὰ κοῦφα καὶ τὰ πρακτικώτατα τῆς δυνάμεως Pol. 10.23.1; vgl. ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὃπλοις Xen. Mem. 3.5.27. – Κουφότερον μετεφώνεε, er redete leichter, leichteres Herzens, Od. 8.201; sonst auf den Geist übertragen = leichtsinnig, τὸ νέον κούφας ἀφροσύνας φέρον Soph. O.C. 1232, wie φρένες κουφότεραι Pind. Ol. 8.61; in späterer Prosa, κοῦφος καὶ ἄφρων νεανίας Hdn. 5.7.1; τὸ κοῦφον τοῦ νοῦ, der Leichtsinn, Paus. 5.21.14; – ἐλπίς, nichtig, Thuc. 2.51 und Sp.
• Adv. κούφως; ὤρουσεν Aesch. Eum. 112; ἥλοντο ὑψηλά τε καὶ κούφως Xen. An. 6.1.3; φέρειν, leicht ertragen, συμφοράς Eur. Med. 1014; συμφορὴν κουφότατα φέρων Her. 1.35; κούφως καὶ μετρίως φέρειν τὰς συμφοράς Plat. Menex. 248c; – ἄνθρωποι κούφως ἐσκευασμένοι, Leichtbewaffnete, Thuc. 4.33; vgl. Xen. Cyr. 5.3.35; – κουφοτέρως, Call. bei Stob. fl. 113.6.

Russian (Dvoretsky)

κοῦφος:
1 легкий, легковесный: βαρύτερα πρὸς κουφότερα Plat. более тяжелое по сравнению с более легким; κούφα σοι χθὼν ἐπὰνωθε πέσοι! Eur. да будет легка тебе земля! (заключительная формула погребального обряда; ср. лат. sit tibi terra levis!); κουφότερα ὅπλα Xen. легкое вооружение;
2 легковооруженный (στρατιά Plut.);
3 легко переваривающийся, удобоваримый (κρέας Arst.);
4 легко переносимый, необременительный (δεσπότης Men.; βασιλεία Isocr.): ἡ εὔκλεια ὅσῳ ἂν πλείων ᾖ, τοσούτῳ καὶ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται Xen. чем больше слава, тем легче становится (ее) нести;
5 легкий, нетрудный (ὁδός Plut.);
6 легкий, подвижный (πήδημα Aesch.; ποδες Pind.; πούς Soph.; ἅλμα ποδῶν, βῆμα Eur.);
7 легкий, нежный (πνεύματα Soph.);
8 легкомысленный, безрассудный, пустой (φρένες Pind.; λόγοι Plat.);
9 пустой, призрачный (σκιά Soph.; ἐλπίς Thuc.);
10 незначительный, ничтожный (πρᾶγμα Plat., Plut.; ἁμάρτημα Plat.);
11 небольшой, короткий (γράμματα Eur.). - см. тж. κοῦφα и κοῦφον.

English (Autenrieth)

light, agile; adv., κοῦφα, quickly, Il. 13.158; κουφότερον, with lighter heart, Od. 8.201.

English (Slater)

κοῦφος (-οις(ιν); -α, -ᾳ, -αν; -α acc.; comp. -ότεραι.)
   a light, nimble κούφοισιν ποσίν (O. 13.114) θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ (P. 9.11) ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν (N. 8.19) n. pl. pro adv., τόνδε κῶμον κοῦφα βιβῶντα (O. 14.17)
   b light, easy τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (= ὡς κουφόν τι, Gildersleeve) (O. 13.83) ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν (I. 1.45)
   c light, fickle κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες (O. 8.61)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM κοῦφος, -η, -ον)
1. άδειος, εσωτερικά κενός, κούφιος
2. ευκίνητος, γοργόςἱκάνω κοῦφον ἐξάρας πόδα», Σοφ.)
3. μάταιος, ανώφελος, άσκοπος (α. «κούφες ελπίδες» β. «καὶ ἐς τὸν ἔπειτα χρόνον ἐλπίδος τι εἶχον κούφης», Θουκ.
γ. «κούφων και πτηνῶν λόγων βαρυτάτη ζημία», Πλάτ.)
4. ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος, ματαιόδοξος («πείθει αὐτόν, κοῦφον ἄλλως καὶ ἄφρονα νεανίαν», Ηρωδιαν.)
5. ελαφρός, ανάλαφρος («κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι», Ευρ.)
6. ήρεμος, όχι σφοδρός (α. «αν πρέπ' εις τα κούφα πτερά της αύρας ο κτίστης τα θέμεθλ' ας στήσει», Βιζυην.
β. «κούφοις πνεύμασιν βόσκου», Σοφ.
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοῦφον
το κοίλωμα, η κουφάλα
αρχ.
1. εύκολος («αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰδοίης τέλος», Αισχύλ.)
2. ήπιος, όχι δύστροπος (α. «ἦλθον... ἡγούμενοι κουφοτέραν καὶ νομιμωτέραν εἶναι τὴν Εὐαγόρου βασιλείαν τῶν οἴκοι πολιτειῶν», Ισοκρ.
β. «δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κοῦφον ἐξαπατᾷ θεράπων», Μέν.)
3. αυτός που ανακουφίζει, που βοηθάει («ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ», Πίνδ.)
4. μηδαμινός, τιποτένιος («κούφου πράγματος», Πλάτ.)
5. (για τροφή) εύπεπτος
6. (για στρατιώτη) ελαφρά οπλισμένος
7. (για πλοίο) ελαφρά φορτωμένος
8. μικρός, λίγος (α. «τὸ ἁπλοῦν αὐτοῦ κούφων ἁμαρτημάτων αἴτιον ἡγούμενος», Πλάτ.
β. «κούφα γράμματα» — μικρή επιστολή, Ευρ.)
9. (για τον Λάζαρο) αδέσμευτος, ελευθερωμένος από τα δεσμά
10. άυλος, πνευματικός
11. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) τὸ κοῦφον ή ἡ κούφη
πιθάρι
12. φρ. ιατρ. α) «σικύαι κοῦφαι» — αναίμακτες βεντούζες (Ορειβ.)
β) «κούφου μένοντος τοῦ ἰοῦ» — ενώ ο ιός μένει στην επιφάνεια (Ορειβ.)
γ. «μὴν κοῦφος» — ο όγδοος μήνας της εγκυμοσύνης (Σωρ.)
επίρρ...
κούφως (AM)
1. ευκίνητα («καὶ ταῦτα κούφως ἐκ μέσων ἀρκυστά τῶν ὤρουσεν», Αισχύλ.)
2. ελαφράκούφως (ὡπλισμένοι», Ξεν.)
μσν.
με έντεχνο τρόπο, επιδέξια
αρχ.
1. μτφ. με ελαφρά καρδιά («κουφότερον μετεφώνεε Φαιήκεσσιν», Ομ. Οδ.)
2. εύκολα
3. φρ. «κούφως ἔχω» — αισθάνομαι τον εαυτό μου ελαφρό (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται ΙΕ προελεύσεως λ., παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν συγγενείς τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Το επίθ. πιθ. να προήλθε από κάποιο παλαιότερο ουσ., δεδομένου ότι η ετεροιωμένη βαθμίδα που φαίνεται να εμφανίζει καθώς και ο τονισμός του δεν συνηθίζονται στα επίθετα.
ΠΑΡ. κουφότητα (-ης)
αρχ.-μσν.
κουφίζω (ΙΙ)
μσν.
κουφώδης
μσν.- νεοελλ.
κουφάλα
νεοελλ.
κούφιος, κουφώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. κουφ(ο)- (II). (Β' συνθετικό) αρχ. υπόκουφος].
(II)
κοῦφος, τὸ (Μ)
1. κοιλότητα, κουφάλα
2. θωρακική κοιλότητα, στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουδ. κοῦφον (τὸ) < επίθ. κοῦφος (Ι).
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κουφάρι].

Greek Monotonic

κοῦφος: -η, -ον,
I. 1. ελαφρύς, ευκίνητος, σε Τραγ.· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στο ουδ. πληθ. ως επίρρ., κοῦφα προβιβάς, πατώντας ελαφρά πάνω σε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., κουφότεροι φρένες, αρκετά ζωηρές, σε Πίνδ.
2. μεταφ. επίσης, ελαφρύς, εύκολος, σε Αισχύλ., Ξεν.
3. άδειος, κενός, μάταιος, ανύπαρκτος, ασήμαντος, σε Σοφ., Θουκ.
4. ελαφρύς ως προς το βάρος, αντίθ. προς το βαρύς, σε Πλάτ. κ.λπ.· κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσαι, μακάρι η γη να πέσει ελαφρά πάνω σου, sit tibi terra levis, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις, σε Ξεν.
II. 1. επίρρ. -φως, ανάλαφρα, ευκίνητα, σε Αισχύλ.· κ. ἐσκευασμένοι, λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ., Ξεν.
2. μεταφ., ανάλαφρα, ελαφρά τη καρδία, κουφότερον μετεφώνεε, σε Ομήρ. Οδ.· κούφως φέρειν, υποφέρω με ευκολία, σε Ευρ.· ὡς κουφότατα φέρειν, σε Ηρόδ.
3. εύκολα, ελαφρά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοῦφος: -η, -ον, ἐλαφρός, εὐκίνητος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., κοῦφα ποσὶ προβιβάς, προβαίνων ἐλαφρῶς, Ἰλ. Ν. 158, πρβλ. Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 323· οὕτω, κοῦφα βιβῶν Πινδ. Ο. 14. 25· χωρεῖν κ. ποσὶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 954· οὕτω καὶ κούφοις ποσὶ Πινδ. Ο. 13. 164, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1353· πήδημα κ. ἐκ νεὼς ἀφήλατο Αἰσχύλ. Πέρσ. 305· κ. ἐξᾶραι πόδα Σοφ. Ἀντ. 224· κ. ἅλμα, βῆμα, Εὐρ. Ἠλ. 439· κ. αἴρειν βῆμα ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 342· πρβλ. κουφίζω ΙΙ. 1· ― μεταφ. κουφότεραι... ἀπειράτων φρένες, παραπολὺ ἐλαφραί, Πινδ. Ο. 8. 80. 2) μεταφ., εὔκολος, τελεῖν... κούφαν κτίσιν ὁ αὐτ. 13. 117· κοῦφον εἰ δοίης τέλος Αἰσχύλ. Θήβ. 260· οὕτως ἐπὶ κυβερνήσεως, εὔκολος, ἐλαφρά, Ἰσοκρ. 199Β· ἡ εὔκλεια κουφοτέρα φέρειν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· ἐπὶ κυβερνήτου ἢ διοικητοῦ, εὔκολος, οὐχὶ δύστροπος, κουφότατος ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 11, 12· δεσπότην ἀπράγμονα καὶ κ. ἐξαπατᾷ θεράπων Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 1. 3) κενός, μάταιος, φαντασιώδης, ἀνύπαρκτος, τὸ νέον... κούφας ἀφροσύνας φέρον Σοφ. Ο. Κ. 1230 (Λυρ.)· οὐδὲν ἄλλο πλήν... κούφην σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἐλπίδος τι εἶχον κούφης Θουκ. 2. 51· κοῦφοι καὶ πτηνοὶ λόγοι Πλάτ. Νόμ. 717C· κ. πρᾶγμα, μηδαμινόν, «τιποτένιο», ὁ αὐτ. 935Α· κ. γράμματα, μικρὰ ἐπιστολή, Εὐρ. Ι. Τ. 594· ― ἐπὶ προσώπων, ??? κουφόνους, Ἡρῳδ. 5. 7· τὸ κοῦφον, κουφότης, ἐλαφρότης, Παυσ. 5. 21, 14, Ἡρῳδ. 7. 8. 4) παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐλαφρὸς (ὡς πρὸς τὸ βάρος), ἀντίθετ. τῷ βαρύς, Πλάτ. κτλ., κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι, εἴθε ἡ γῆ νὰ πέσῃ ἐλαφρὰ ἐπὶ σέ, «γαῖαν ἔχοις ἐλαφράν», sit tibi terra levis, Εὐρ. Ἄλκ. 462, πρβλ. Ἑλ. 853· κούφη σοι κόνις ἥδε πέλοι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551, 4· κούφοις πνεύμασιν βόσκου, ἐλαφραῖς πνοαῖς ἀνέμων, Σοφ. Αἴ 558· ὀστᾶ τε καὶ κ. κόνις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 9· τὸ κουφότατον... τῶν κακῶν... πενία ὁ αὐτ. ἐν «Κιθαρ.» 2· ― ἐπὶ τροφῆς, εὔπεπτος, ἐλαφρά, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 6. 7, 7, κτλ.· ― συχν. ἐπὶ στρατιωτῶν, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 27· κούφη στρατιά, ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στράτευμα, Πλουτ. Φάβ. 11· τὰ κ. τῆς δυνάμεως Πολύβ. 10. 23, 2· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 5) ἐλαφρός, ὀλίγος, μικρός, ἁμαρτήματα Πλάτ. Νόμ. 863C· κουφότερα γυμνάσια, ἀντίθετ. τῷ ἀναγκαῖα, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4, 7, πρβλ. 6. 7, 3. 6) ἐνεργ., ἀνακουφίζων, βοηθῶν, χερὶ κούφᾳ Πινδ. Π. 9. 18. ΙΙ. Ἐπίρρ. κούφως, εὐκόλως, ἐλαφρῶς, εὐκινήτως, κ. ὀρούειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 112· κ. ἐσκευασμένοι, ἐπὶ στρατιωτῶν, Θουκ. 4. 33· ὡπλισμένοι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 26, κτλ.· κούφως ἔχω, αἰσθάνομαι ἐμαυτὸν ἐλαφρόν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 15. 2) μεταφ., ἐλαφρῶς, μετ’ ἐλαφρᾶς καρδίας, κουφότερον μετεφώνεε Ὀδ. Θ. 201· κούφως φέρειν, ἀντίθετ. τῷ δεινῶς φ., Εὐρ. Μήδ. 449, 1018· ὡς κουφότατα φέρειν Ἡρόδ. 1. 35. 3) εὐκόλως, ἐλαφρῶς, μετ’ εὐκολίας, Αἰσχύλ. Πρ. 701.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: light, not heavy, easily movable, nimbly, vain, empty (Ν 158 and θ 201: κοῦφα resp. κουφότερον as adv.); on the meaning Treu Von Homer zur Lyrik 76 etc. (s. index).
Compounds: Few compp., e. g. κουφό-νοος `with a nimble mind (trag.), ὑπό-κουφος rather light (Dsc., Plu.).
Derivatives: κουφοτής f. `lightness (Hp., Pl.; accent after βαρυτής, Wackernagel Gött. Nachr. 1909, 59 = Kl. Schr. 2, 1117, Schwyzer 382); κουφεῖαι pl. prob. `vase-sherds, debris? (PTeb. 5, 199; IIa; κοῦφον (κεράμιον) also [empty] vessel'); NGr. (ἀγριο-)κουφίτης m. plant-name, `Erdrauch, Fumaria (Redard Les noms grecs en -της 68 u. 73). Denomin. κουφίζω `lighten, raise, cancel (Hp., Att.), rarely intr. `be light (Hes. Op. 463, Hp., trag.), with κούφισις (Th.), -ισμα (E.), -ισμός (hell.) lightening; κουφιστήρ `ring-pad (to lighten the pressure; medic.); κουφιστικός `lightening' (Arist.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Isolated, but still prob. inherited(?). Worthless speculations in Osthoff MU 6, 17f. and those noted in Bq. The full grade of the stem and the barytonesis are remarkable in the case of an adj. (Schwyzer 459); prop. adjectiv. subst.? - Through κοῦφος the old forms ἐλαχύς, ἐλαφρός were partly replaced resp. pushed back, which was not unimportant for these words.

Middle Liddell

κοῦφος, η, ον
I. light, nimble, Trag.; used by Hom. only in neut. pl. as. adv. κοῦφα προβιβάς stepping lightly on, Il.:—metaph., κουφότεραι φρένες too buoyant, Pind.
2. metaph. also light, easy, Aesch., Xen.
3. empty, unsubstantial, vain, Soph., Thuc.
4. light in point of weight, opp. to βαρύς, Plat., etc.; κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι may earth lie lightly on thee, sit tibi terra levis, Eur.; of soldiers, ὡπλισμένοι κουφοτέροις ὅπλοις Xen.
II. adv. -φως, lightly, nimbly, Aesch.; κ. ἐσκευασμένοι, of soldiers, Thuc., Xen.
2. metaph. lightly, with light heart, κουφότερόν μετεφώνεε Od.; κούφως φέρειν to bear lightly, Eur.; ὡς κουφότατα φέρειν Hdt.
3. lightly, with ease, Aesch.

Frisk Etymology German

κοῦφος: {koũphos}
Meaning: leicht, von geringer Schwere, leichtbeweglich, gehaltlos, nichtig, leer (seit Ν 158 und θ 201: κοῦφα bzw. κουφότερον als Adv.); zur Bed. Treu Von Homer zur Lyrik 76 usw. (s. Wortreg.).
Composita: Wenige Kompp., z. B. κουφόνοος leichtsinnig (Trag., sp. Prosa), ὑπόκουφος etwas leicht (Dsk., Plu.).
Derivative: Ableitungen: κουφοτής f. Leichtigkeit (Hp., Pl. usw.; Akzent nach βαρυτής, Wackernagel Gött. Nachr. 1909, 59 = Kl. Schr. 2, 1117, Schwyzer 382); κουφεῖαι pl. etwa Topfscherben, Schutt? (PTeb. 5, 199; IIa; κοῦφον κεράμιον auch ‘[leeres] Gefäß’); ngr. (ἀγριο-)κουφίτης m. Pflanzenname, Erdrauch, Fumaria (Redard Les noms grecs en -της 68 u. 73). Denominativum κουφίζω erleichtern, aufheben, tilgen (Hp., att. usw.), selten intr. leicht sein (Hes. Op. 463, Hp., Trag.), mit κούφισις (Th. u. a.), -ισμα (E. u. a.), -ισμός (hell. u. sp.) Erleichterung; κουφιστήρ Polster (um den Druck zu erleichtern; Mediz.); κουφιστικός erleichternd (Arist. u. a.).
Etymology: Isoliert, aber trotzdem wohl altererbt. Wertlose Vermutungen über die Etymologie sind bei Osthoff MU 6, 17f. und bei Bq notiert. Die Hochstufe des Stammes und die Barytonese fallen bei einem Adj. auf (Schwyzer 459); eig. adjektiviertes Subst.? — Durch κοῦφος wurden die alten ἐλαχύς, ἐλαφρός teilweise ersetzt bzw. zurückgedrängt, ein Umstand, der für die Bedeutungsentwicklung dieser Wörter nicht ohne Belang war.
Page 1,936

English (Woodhouse)

active, easy, flitting, light, nimble, not serious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐλαφρός, εὔκολος, ἄδειος, μάταιος, μικρός). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα κουφίζω.

Lexicon Thucydideum

levis, light, trivial, 2.51.6, 6.37.1, 8.27.4.

Translations

light

Abkhaz: алас; Ahom: 𑜉𑜨𑜧; Arabic: خَفِيف; Moroccan Arabic: خفيف; South Levantine Arabic: خفيف; Aragonese: lixero; Armenian: թեթև; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: পাতল; Asturian: llivianu; Avar: тӏадагьаб; Azerbaijani: yüngül; Belarusian: лёгкі; Bulgarian: лек; Catalan: lleuger; Cebuano: gaan; Chechen: дай; Chepang: खुय्‍ङःमै; Chinese Cantonese: , ; Mandarin: , ; Chinook Jargon: wik-tʰil; Czech: lehký; Danish: let; Dutch: licht; Esperanto: malpeza, leĝera; Evenki: энимкун; Faroese: lættur; Finnish: kevyt; French: léger; Friulian: lizêr; Galician: livián, lixeiro; Georgian: მსუბუქი, მჩატე; German: leicht; Gothic: 𐌻𐌴𐌹𐌷𐍄𐍃; Greek: αβαρής, ελαφρός, ελαφρύς; Ancient Greek: ἐλαφρός, κοῦφος, ἀβαρής; Hebrew: קל, קלה; Hindi: हलका; Hungarian: könnyű; Icelandic: léttur, létt or; Ido: lejera; Ilocano: nalag-an; Indonesian: ringan; Ingush: дай, атта; Italian: leggero; Iu Mien: heng; Japanese: 軽い; Javanese: ènthèng; Kabuverdianu: lébi; Kazakh: жеңіл; Khmer: ស្រាល; Korean: 가볍다, 경량(輕量)의; Kurdish Central Kurdish: سووک; Northern Kurdish: sivik; Ladin: lesier; Lao: ຍ່ອງ, ເບົາ; Latin: levis; Latvian: viegls; Lezgi: кьезил; Lithuanian: lengvas; Lombard: legger; Lü: ᦢᧁ; Macedonian: лесен; Malay: ringan; Maltese: ħafif; Mizo: zäng; Mongolian: хөнгөн; Muong: nhẽl; Nanai: хэню; Norman: ligi; Northern Norwegian: lett; Nuosu: ꀁꇖ; Occitan: leugièr; Old Church Slavonic: льгъкъ; Old Prussian: lāngus; Ossetian: рог; Ottoman Turkish: خفیف; Pacoh: nghial; Papiamentu: lihé; Persian: سَبُک; Polish: lekki; Portuguese: leve; Quechua: chhalla; Romanian: ușor; Romansch: lev, liger; Russian: лёгкий; Rwanda-Rundi: huhwa; Sanskrit: लघु; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Shan: မဝ်; Sicilian: liggeru; Slovak: ľahký; Slovene: láhek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Spanish: ligero, liviano; Swahili: epesi; Swedish: lätt; Tagalog: magaan; Telugu: తేలిక; Thai: เบา; Tibetan: ཡང་པོ; Tocharian B: lankᵤtse; Turkish: yeğni, hafif; Tuvan: чиик; Tày: bâu, bau, nẩư; Ukrainian: легкий; Uzbek: yengil; Venetan: lesiéro, ƚixièro, lixiero, liđier; Vietnamese: nhẹ, nhẹ nhàng; Welsh: ysgafn; White Hmong: sib; Yakut: чэпчэки; Yiddish: לײַכט; Zazaki: senık; Zhuang: mbaeu