βάθος

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰ́θος Medium diacritics: βάθος Low diacritics: βάθος Capitals: ΒΑΘΟΣ
Transliteration A: báthos Transliteration B: bathos Transliteration C: vathos Beta Code: ba/qos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (βαθύς)
A depth or height, acc. as measured up or down, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029; αἰθέρος βάθος E.Med.1297, cf. Ar. Av.1715; βάθους μετέχειν to be a solid, possessing depth as well as length and breadth, Pl.R. 528b; εἴτ' ἐν βάθεσιν εἴτ' ἐν τάχεσιν Id.Plt. 299e; βάθους αὔξη Id.R.528d; opp. μῆκος, πλάτος, Arist.Ph.209a5; μεγέθους τὸ ἐπὶ τρία [συνεχὲς] β. Id.Metaph.1020a12: with Preps., ἐκ βάθεος = in depth, Hdt.1.186; ἐκ βάθους = through and through, Plot. 5.8.10; εἰς βάθος Arist.Mete.386a23, al.; ἐν βάθει Id.Sens.440a14, etc.; κατὰ βάθους Id.Mete.339b12; κατὰ βάθος = in a descending scale, metaph. of causation, Dam.Pr.95: freq. in military sense, depth of a line of battle, X.HG3.4.13, etc.; ἐπὶ βάθος τάσσεσθαι in depth of line, Th.5.68; ἐς β. ἐκτάξαι Arr.An.1.2.4; βάθος τριχῶν, of long thick hair, Hdt.5.9; ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp.14.7; interior of a country, Str.3.3.7, al.; depth, of perspective in a picture, Procop.Gaz.Ecphr. p.157 B.: pl., βάθη = depths, Pl.Ti.44d, etc.; deep water, opp. shallows near shore, LXX Ps.68(69).2, al., Ev.Luc.5.4; ἐν τοῖς βάθεσιν Arist.HA599b9.
b Astron., = ταπείνωμα, Vett.Val.241.26.
2 metaph., κακῶν ὁρῶν βάθος A.Pers.465; ἢ μακροῦ πλούτου βάθει S.Aj.130, cf. Ep.Rom.11.33; βάθος ἡγεμονίας Plu.Pomp.53; depth of mind, βάθος τι ἔχειν γενναῖον, of Parmenides, Pl.Tht.184a; ἐν βάθει πόσιος = deep in drink, Theoc.14.29; βάθος καρδίας ἀνθρώπου LXX Ju.8.14; τὰ βάθη τοῦ θεοῦ, τὰ βάθη τοῦ Σατανᾶ, 1 Ep.Cor.2.10, Apoc.2.24.
3 of lit. style, bathos, ὕψους ἢ βάθους Longin.2.1. (Substituted for βένθος under the influence of βαθύς.)

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
I en sent. vertical
1 hacia abajo profundidad Ταρτάρου A.Pr.1029, de un foso, Sol.Lg.60a, b, de una gruta, Lyc.1277, πόντου E.Tr.1, cf. Ar.Pax 140, de un canal, Gorg.B 3.37, de un pozo, Hierocl.Facet.51, de un río, X.Cyr.7.5.8
plu. profundidades, abismos Emp.B 39, Pl.Ti.44d, Arist.HA 599b9, τὰ βάθη τῆς θαλάσσης = aguas profundas, alta mar por op. a los bajíos de la orilla, LXX Ps.68.2
fig. en sg. κακῶν βάθος = abismo, pozo de maldades A.Pers.465, E.Hel.303
precedido de prep. en profundidad = ἐκ βάθεος Hdt.1.186, Plu.2.670b, ἀπὸ βάθους Aristid.Quint.69.24, διὰ βάθους Plu.Mar.21, ἐπὶ βάθους BGU 647.25 (II d.C.), ἐν βάθει Hp.Epid.5.46, κατὰ βάθος op. κατὰ πλάτος Dam.Pr.95
κατὰ βάθους = debajo de la tierra Heraclid.Pont.46b
al fondo = εἰς βάθος Arist.Mete.386a23, Eu.Luc.5.4, Plu.Brut.17, Hld.2.2.1, ἐπὶ βάθους Plu.2.680a.
2 hacia arriba altura αἰθέρος E.Med.1297, κύκλου Ar.Au.1715.
3 usos fig., de valores intelectuales profundidad mental Pl.Tht.183e
sentido profundo por op. a τὸ φαινόμενον Olymp.in Grg.47.1, de un mito, Olymp.in Grg.46.4, βάθος καρδίας ἀνθρώπου = el fondo del corazón humano LXX Iu.8.14.
II en sent. horizontal
1 fís. espesor, grosor, profundidad op. μῆκος, πλάτος Pl.Criti.115d, 118c, Arist.Ph.209a5, Chrysipp.Stoic.2.123, PGiss.42.5 (II d.C.), Numen.3.12
op. εὖρος Hp.Art.72
βάθους μετέχειν = tener profundidad e.d. ser un cuerpo sólido Pl.R.528b, de donde βάθος τοῦ σώματος Pl.Ti.53c, Gal.17(2).169, 173.
2 milit. fondo de un escuadrón, ἐπὶ βάθος τάσσεσθαι = formarse en profundidad e.d. formarse en columna Th.5.68, cf. X.HG 3.4.13, ἐς βάθος ἐκτάξαι Arr.An.1.2.4, βάθος τῶν τάξεων Hld.9.20.3.
III en forma combinada ref. al arraigo y densidad
1 abundancia y longitud, densidad arraigada τριχῶν Hdt.5.9.
2 segura abundancia, πλούτου βάθος = abundancia de riqueza S.Ai.130, E.El.1287, τοσοῦτον βάθος ἡγεμονίας = tanto poder Plu.Pomp.53, σεμνότητος βάθος = gran majestad Callistr.10.2
ἐν βάθει πόσιος = profundamente bebidos Theoc.14.29.
• Etimología: V. βαθύς.

German (Pape)

[Seite 423] τό, Tiefe, Höhe; Ταρτάρου Aesch. Prom. 1031; αἰθέρος Eur. Med. 1297; u. A.; Breite, Gegensatz μῆκος Pol. 6, 29; τριχῶν, Länge der Haare, Her. 5, 9; vgl. Theocr. 8, 29; ὑποκαθιεὶς ἄτομα πώγωνος βάθη Ephipp. Ath. XI. 509 d. – Vom Heere nach Achill. Tact. 7 τὸ μετὰ τὸ μέτωπον ἅπαν, Suid. ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος κατὰ βάθος λέγεται. So oft bei Xen., τὸ βάθος τάττειν τάξιν εἰς δώδεκα, zwölf Mann hoch stellen, Cyr. 2, 4, 4, dem μέτωπον, der Fronte, entgegengesetzt; ἐπὶ πολλῶν ποιήσαντες τὸ βάθος Hell. 3, 4, 13, u. sonst; ἐπὶ βάθος Thuc. 5, 68; οἱ ἐν βάθει, die tief im Lande wohnen, Geogr. – Von der Zeit, αἰώνων Synes. – Übertr. von jeder Fülle, κακῶν Aesch. Pers. 457. 698; πλούτου Soph. Ai. 130; ἡγεμονίας Plut. Pomp. 53 Eur. Hel. 303; Geistesfülle, Plat. Theaet. 183 e u. Sp.; ἐν βάθει πόσιος, tief im Gelag, Theocr. 14, 29.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 profondeur ; particul. profondeur d'une troupe rangée en bataille : ἐπὶ βάθος THC en profondeur, en colonne ; ἐκ βάθεος HDT en profondeur ; fig. κακῶν βάθος ESCHL abîme de maux ; πλούτου βάθος SOPH abondance (litt. profondeur) de richesses;
2 p. anal. en mesurant de bas en haut, hauteur : αἰθέρος βάθος EUR hauteur des airs;
3 p. ext. longueur : τριχῶν HDT longueur des poils (des chevaux).
Étymologie: R. Βαθ, être profond.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάθος -ους, zonder contr. -εος, τό βαθύς diepte
1. van een diepgelegen plaats diepte:; Ταρτάρου βάθη de dieptes van de Tartarus Aeschl. PV 1029; ταῦτα … ἐκ βάθεος περιεβάλετο dit waren de verdedigingswerken waarmee ze de stad vanuit de diepte (d.w.z. door te graven) omgaf Hdt. 1.186.1; van water; ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος vaar naar het diepe gedeelte NT Luc. 5.14; van de lucht; πτηνὸν ἆραι σῶμ’ ἐς αἰθέρος βάθος het lichaam met vleugels verheffen tot in de diepte van de ether Eur. Med. 1297; van de haren van een dikke vacht; Hdt. 5.9.2; geom., als de derde dimensie; Plat. Resp. 528b; milit., van opgestelde troepen. ἐπίβάθος ἐτάξαντο μὲν οὐ πάντες ὁμοίως in de diepte waren ze niet allemaal op dezelfde manier opgesteld Thuc. 5.68.3.
2. overdr. om grote omvang, hoeveelheid uit te drukken diepte, overvloed:; κακῶν ὁρῶν βάθος toen hij de diepe ellende zag Aeschl. Pers. 465; μακροῦ πλούτου β. overvloed aan grote rijkdom Soph. Ai. 130; ἡ κατὰ βάθους πτωχεία diepe armoede NT 2 Cor. 8.2; πόσιοςτέσσαρες ἐν βάθει ἦμες we zaten met z’n vieren diep in de drank Theocr. Id. 14.29; τοσοῦτον βάθος ἡγεμονίας zo’n grote overvloed aan macht Plut. Pomp. 53.10; van diepzinnigheid van geest. τὰ βάθη τοῦ θεοῦ de diepten van God NT 1 Cor. 2.10.

Russian (Dvoretsky)

βάθος: εος (ᾰ) τό
1 глубина: ἐκ βάθεος Her., ἐπὶ β. Thuc., ἐν βάθει, εἰς β., τὸ β. и κατὰ βάθους Arst. в глубину, глубиною; τὴν τάξιν εἰς δώδεκα τάττειν β. Xen. построить (войско) в 12 рядов в глубину; πόσιος ἐν βάθει Theocr. в разгар попойки;
2 бездна, пропасть (Ταρτάρου, перен. κακῶν Aesch.);
3 глубина, высота (αἰθέρος Eur., Arph.);
4 длина (τριχῶν Her.);
5 обилие (πλούτου Soph.): ἡ κατὰ βάθους πτωχεία NT крайняя нищета;
6 глубокомыслие, серьезность (εὐσταθὴς καὶ β. ἔχων ἀνήρ Plut.).

Middle Liddell

βαθύς
1. depth or height, acc. as measured up or down, Lat. altitudo, Ταρτάρου βάθη Aesch.; αἰθέρος βάθος Eur.: in military sense, the depth of a line of battle, Thuc., Xen.:— β. τριχῶν depth, i. e. thickness or length, of hair, Hdt.:—in NTest., τὸ βάθος the deep water.
2. metaph., κακῶν βάθος Aesch.; πλούτου βάθος Soph.

English (Abbott-Smith)

βάθος, -εος (-ους), τό, [in LXX for מְצוּלָה,תַּחְתִּי, etc.;]
depth: Mt 13:5, Mk 4:5, Ro 8:39, Eph 3:18; τὸ β., the deep sea: Lk 5:4; metaph., β. πλούτου… Θεοῦ, Ro 11:33; τὰ β. τ. Θεοῦ (the Divine counsels), I Co 2:10; ἡ κατὰ βάθους πτωχεία, deep poverty, II Co 8:2.†

English (Strong)

from the same as βαθύς; profundity, i.e. (by implication) extent; (figuratively) mystery: deep (deepness, things), depth.

English (Thayer)

βαθέος (βάθους), τό (connected with the obsolete verb βάζω, βάω (but cf. Curtius, § 635; Vanicek, p. 195); cf. βαθύς, βάσσων, and ὁ βυθός, ὁ βύσσος; German Boden), depth, height — (accusative, as measured down or up);
1. properly: ὕψωμα); ὕψος); of 'the deep' sea (the 'high seas'), ἡ κατά βάθους πτωχεία αὐτῶν, deep, extreme, poverty, τά βάθη τοῦ Θεοῦ the deep things of God, things hidden and above man's scrutiny, especially the divine counsels, τοῦ Σατανᾶ, καρδίας ἀνθρώπου, τά βαθα τῆς θείας γνώσεως, Clement of Rome, 1 Corinthians 40,1 [ET] (cf. Lightfoot at the passage))); inexhaustible abundance, immense amount, πλούτου, Sophocles Aj. 130; βαθύς πλοῦτος, Aelian v. h. 3,18; κακῶν (Aeschylus Pers. 465,712); Euripides, Hel. 303; the Sept. Proverbs 18:3).

Greek Monolingual

το (AM βάθος)
1. η απόσταση από πάνω μέχρι κάτω
2. ο βυθός θάλασσας, λίμνης ή πηγαδιού
3. τα βαθιά νερά
4. η μία από τις τρεις διαστάσεις των σωμάτων, αντίστοιχη με το μήκος και το πλάτος
5. (για νοήματα) το ουσιαστικό περιεχόμενο
το σύνολο των γνωρισμάτων μιας έννοιας, των στοιχείων που μας την κάνουν γνωστή και μας επιτρέπουν να την ξεχωρίζουμε από τις άλλες
6. το εσωτερικό μιας χώρας
7. λάκκος, βαθούλωμα
8. (για παράταξη) η απόσταση από το μέτωπο ως την ουρά
νεοελλ.
1. εσωτερικό επίπεδο σε προοπτική ζωγραφικού πίνακα, φόντο
2. (για χώρο) η οριζόντια απόσταση, όπως μετριέται από το εξωτερικό προς το εσωτερικό
3. χαμηλός τόπος
4. στον πληθ. συμφορά, δυστυχία
5. φρ. α) «ή του ύψους ή του βάθους» — άνθρωπος των άκρων, που δεν βρίσκει μέση λύση στα προβλήματα του
β) ειρων. «χαίρε βάθος αμέτρητο» (λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα δυσνόητα και ασαφή)
γ) «κατά βάθος» — ουσιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. βάθος συνδέεται με τα βαθύς, βένθος, είναι μεταγενέστερος αυτών και σχηματίστηκε από το θ. του βαθύς. Η υπόθεση κατά την οποία το βάθος είναι αρχαίος τ. με -α- βραχύ σε αντιδιαστολή προς το -α- μακρό του βήσσα, το δε βένθος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το πάθος-πένθος είναι αβέβαιη. Η λ. βάθος είναι μεθομηρική, απαντά στην Ιωνική-Αττική και συνήθως χαρακτηρίζει τον Τάρταρο ή τον αιθέρα. Συχνή, επίσης, είναι η μεταφορική σημασία του όρου (πρβλ. «βάθος κακών», Αισχύλος
«βάθος πλούτου», Σοφοκλής), ενώ, τέλος, στον Λογγίνο η λ. βάθος αναφέρεται στο λογοτεχνικό ύφος και χρησιμοποιείται σε αντίθεση προς το ύψος.
ΠΑΡ. νεοελλ. βάθη (η).
ΣΥΝΘ. αβαθής, αμετροβαθής, ισοβαθής
αρχ.
αγχιβαθής, αεροβαθής, αμετροβαθής, εγγυβαθής, υψιβαθής
αρχ.-μσν.
πολυβαθής
νεοελλ.
ανισοβαθής, βαθομέτρηση].

Greek Monotonic

βάθος: [ᾰ],-εος, τό (βαθύς),
1. αιτ., σύμφωνα με το πώς θέλει κανείς να μετρήσει βάθος ή ύψος· Λατ. altitudo· Ταρτάρου βάθη σε Αισχύλ.· αἰθέρος βάθος σε Ευρ.· με στρατιωτική σημασία, το βάθος μιας γραμμής στρατού, σε Θουκ., Ξεν.· βάθος τριχῶν, η φράση δηλώνει το βάθος, δηλ. την πυκνότητα ή το μάκρος των μαλλιών, σε Ηρόδ.· σε Καινή Διαθήκη, τὸ βάθος, το βαθύ νερό, αντίθ. προς τα ρηχά νερά κοντά στην ακτή
2. μεταφ., κακῶν ὁρῶν βάθος, σε Αισχύλ.· πλούτου βάθος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

βάθος: -εος, τό, (βαθὺς) βάθοςὕψος ὅπως ἤθελέ τις μετρήσει πρὸς τὰ κάτω ἢ πρὸς τὰ ἄνω, Λατ. altitudo, ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029· αἰθέρος βάθος Εὐρ. Μήδ. 1297, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1715· βάθους μετέχειν, δηλ. νὰ εἶναί τι σῶμα στερεόν, ἔχον βάθος ὡς καὶ μῆκος καὶ πλάτος, Πλάτ. Πολ. 528Β, πρβλ. Ι): ― μετὰ προθ., ἐκ βάθεος, κατὰ τὸ βάθος, Ἡρόδ. 1. 186· εἰς βάθος Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9. 18, κλ.· ἐν βάθει ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 3. 14, κτλ.· κατὰ βάθους ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 5: ― ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας = τὸ βάθος γραμμῆς τινος στρατοῦ, ἀντιθ. πρὸς τὸ μέτωπον, Σουΐδ. «ὁ ἀπὸ λοχαγοῦ ἐπὶ οὐραγὸν στίχος», Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 4. 13, κλ.· ἐπὶ βάθος, κατὰ βάθος στήλης ἢ φάλαγγος, Θουκ. 5. 68· οὕτως ἐς β. ἐκτάσσειν Ἀρρ. Ἀν. 1. 2· β. τριχῶν, ἐπὶ μακρᾶς καὶ πυκνῆς κόμης, Ἡρόδ. 5. 9· ἄτομα πώγωνος βάθη Ἔφιππ. Ναυαγ. 1. 7: ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ Κ. Δ. τὸ βάθος, τὸ βαθὺ ὕδωρ, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ παρὰ τὴν ακτὴν ῥηχά· ― πληθ. τὰ βάθη Πλάτ. Τιμ. 44D, κτλ.· ἐν βάθεσιν ὁ αὐτ. Πολιτ. 299Ε· ἐν τοῖς βάθεσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 15, 3· πρβλ. βαθύς. 2) μεταφ., κακῶν ὁρῶν βάθος Αἰσχ. Πέρσ. 465· ἢ μακροῦ πλούτου βάθει (πρβλ. βαθύπλουτος) Σοφ. Αἴ. 130· βάθος διανοίας, β. τι ἔχειν γενναῖον, περὶ τοῦ Παρμενίδου, Πλάτ. Θεαιτ. 183Ε· ἐν βάθει πόσιος, βεβυθισμένος εἰς τὴν πόσιν, Θεόκρ. 14. 29.

Chinese

原文音譯:b£qoj 巴拖士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:深 相當於: (מְצֹולָה‎ / מְצֻלָה‎) (תַּחְתִּי‎)
字義溯源:深奧,深奧事,深,深水處,深度,低處;源自(βαθύς)=極深的);而 (βαθύς)出自(βάσις)=腳步), (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。這字有字面的意義:深。向下:低處向上:高深,深高向水平方向:深遠。這字也有隱喻的意義:深,深奧,極其。如:基督的愛是何等長闊高深( 弗3:18)。參讀 (ἄβυσσος)的同義字
出現次數:總共(8);太(1);可(1);路(1);羅(2);林前(1);林後(1);弗(1)
譯字彙編
1) 深(4) 太13:5; 可4:5; 羅11:33; 弗3:18;
2) 深度(1) 林後8:2;
3) 深奧事(1) 林前2:10;
4) 低處的(1) 羅8:39;
5) 深水之處(1) 路5:4

English (Woodhouse)

abyss, depth, depth of mind, yawning gulf

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

altitudo, height, 5.68.3.

Translations

depth

Albanian: thellësi; Arabic: عَمْق‎; Armenian: խորություն, խորք; Assamese: পোতন, গভীৰতা; Azerbaijani: dərinlik; Belarusian: глыбіня; Bulgarian: дълбочина; Burmese: အနက်; Catalan: profunditat; Chinese Cantonese: 深度; Mandarin: 深度; Czech: hloubka; Danish: dybde; Dutch: diepte; Esperanto: profundo; Estonian: sügavus; Faroese: dýpi; Finnish: syvyys; French: profondeur; Georgian: სიღრმე; German: Tiefe; Gothic: 𐌳𐌹𐌿𐍀𐌴𐌹, 𐌳𐌹𐌿𐍀𐌹𐌸𐌰; Greek: βάθος; Ancient Greek: βάθος; Hebrew: עומק \ עֹמֶק‎; Hindi: गहराई; Hungarian: mélység; Icelandic: dýpt; Indonesian: kedalaman; Irish: doimhneacht; Italian: profondità; Japanese: 深さ, 深度; Kapampangan: lalam, kelalaman; Kazakh: тереңдік; Khmer: ជំរៅ; Korean: 깊이, 심도; Kyrgyz: тереңдик; Lao: ຄວາມເລິກ; Latin: profunditas, altitudo; Latvian: dziļums, dzelme, dzīle; Lithuanian: gylis, gilumas; Low German: Deepde; Luxembourgish: Déift; Macedonian: длабочина; Malay: kedalaman; Malayalam: ആഴം; Maori: rētōtanga, hohonu; Norman: profondeu; Norwegian Bokmål: dybde; Nynorsk: djupn, djupne; Occitan: prigondor; Ottoman Turkish: دریڭلك‎; Persian: ژرفا‎, عمق‎; Polish: głębokość; Portuguese: profundidade, fundura, profundeza; Romanian: adâncime, profunzime; Russian: глубина; Serbo-Croatian Cyrillic: дубѝна; Roman: dubìna; Slovak: hĺbka; Slovene: globina; Spanish: profundidad; Swahili: kina; Swedish: djup, vidd, färgdjup; Sylheti: ꠝꠥꠠ; Tagalog: lalim, kalaliman; Tajik: умқ, чуқурӣ; Thai: ความลึก; Turkish: derinlik; Turkmen: çuňluk; Ukrainian: глибина; Urdu: گہرائی‎; Uzbek: chuqurlik, teranlik; Vietnamese: độ sâu; Welsh: dyfnder; Zulu: ukushona, ubude

height

Albanian: lartësi; Amharic: ከፍታ; Arabic: اِرْتِفَاع‎; Egyptian Arabic: ارتفاع‎; Armenian: բարձրություն; Azerbaijani: ucalıq, hündürlük, yüksəklik; Bashkir: бейеклек; Belarusian: вышыня, высачыня; Bengali: উচ্চতা; Bulgarian: височина; Burmese: အမြင့်, စောက်; Catalan: altura; Cherokee: ᎢᎦᏘ; Chinese Mandarin: 高低, 高度; Czech: výška; Danish: højde; Dutch: hoogte; Esperanto: alteco, alto; Estonian: kõrgus; Ewe: kɔkɔme; Finnish: korkeus; French: hauteur; Friulian: altece; Galician: altura; Georgian: სიმაღლე; German: Höhe; Alemannic German: Hööchi; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌴𐌹, 𐌷𐌰𐌿𐌷𐌹𐌸𐌰; Greek: ύψος; Ancient Greek: αἶπος, ἄκρον, ἔξαρσις, ἔπαρμα, ὕψος, ὕψωμα; Gujarati: ઊંચાઈ; Haitian Creole: wotè; Hebrew: רָמָה‎; Hindi: ऊंचाई; Hungarian: magasság; Icelandic: hæð; Italian: altezza; Japanese: 高さ, 高度; Kazakh: биіктік; Khmer: កំពស់; Korean: 높이, 고도; Kurdish Central Kurdish: بەرزی‎; Kyrgyz: бийиктик; Ladino: בוֹיי‎; Lao: ຄວາມສຸງ; Latgalian: augstums; Latin: altitudo, proceritas; Latvian: augstums; Lithuanian: aukštis, aukštumas; Luxembourgish: Héicht; Macedonian: висина, височина; Malay: ketinggian; Malayalam: ഉയരം; Maori: tiketike; Maranao: tas; Mauritian Creole: oter; Mongolian: өндөр; Norman: haûteu; Norwegian Bokmål: høyde; Oromo: hojjaa; Persian: بلندی‎, ارتفاع‎; Polish: wysokość; Portuguese: altura; Romanian: înălţime; Russian: высота, вышина; Sanskrit: ऊर्ध्व; Serbo-Croatian Cyrillic: висина; Roman: visina; Skolt Sami: õllivuõtt; Slovak: výška; Slovene: višina; Somali: kor, sare; Spanish: altura; Swedish: höjd, längd; Tagalog: taas; Tajik: баландӣ; Tausug: tas; Telugu: పొడుగు; Thai: ความสูง, ส่วนสูง; Turkish: yükseklik; Turkmen: beýiklik; Ukrainian: висота, височина, високість, височі́нь, вишина; Urdu: اونچائی‎; Uyghur: ئېگىزلىك‎; Uzbek: balandlik, yuksaklik; Venetian: altézsa; Vietnamese: độ cao, cao; Welsh: uchder; Yiddish: הייך‎; Zulu: ubude