παραβαίνω

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβαίνω Medium diacritics: παραβαίνω Low diacritics: παραβαίνω Capitals: ΠΑΡΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parabaínō Transliteration B: parabainō Transliteration C: paravaino Beta Code: parabai/nw

English (LSJ)

Ep. impf. παρέβασκε (v. infr.): acc. pl. pres. part.
A παρβεῶντας Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene) is prob. from a byform παραβάω: fut. παραβήσομαι: pf. παραβέβηκα; part. παραβεβώς, Ep. παραβεβᾰώς: pf. Pass. παραβέβασμαι (v. infr. 11.1): aor. 2 παρέβην: aor. Pass. παρεβάθην Th.4.23:—go by the side of, and in pf., stand beside, twice in Hom., c. dat., of one standing beside the warrior in the chariot (cf. παραβάτης), Ἕκτορι παρβεβαώς Il.11.522; of two warriors, παρβεβαῶτε… ἀλλήλοιιν 13.708; also impf. παρέβασκε, of the combatant in the chariot, 11.104; but παρεβεβήκεέ οἱ ἡνίοχος Hdt. 7.40.
II pass beside or pass beyond, mostly metaph. (lit. π. τὸν ὅρον PHal.1.87 (iii B. C.)), in trans. sense:
1 overstep, transgress, τὰ νόμιμα Hdt.1.65; δίκην A.Ag.789 (anap.); δίκην τὴν δεδικασμένην Antipho 5.87; εἴ τι τούτων παραβαίνοιμι IG12.15.42, cf. 76.57; θεοῦ νόμον E.Ion230 (lyr.); οὐ τοὺς νόμους μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρὸν τῆς ἀναρρήσεως καὶ τὸν τόπον Aeschin.3.204; θεσμούς, ὅρκους, Ar.Av.331, 332 (both lyr.), cf. Th.1.78, Lys.9.15; τὰς σπονδάς Ar.Av.461: c. acc. pers., π. τινὰ δαιμόνων sin against a god, Hdt.6.12, cf. D.H.1.23; οὓς παραβαίνειν αἰσχρόν disappoint, Chor.p.80 B. (cf. v): abs., παραβάντες = transgressors, A.Ag.59 (anap.); ὁ παραβαίνων Arist.Pol.1325b5:—Pass., to be transgressed or be offended against, σπονδὰς... ἅς γε ὁ θεὸς… νομίζει παραβεβάσθαι Th.1.123; νόμῳ παραβαθέντι Id.3.67; ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ Id.4.23; παραβεβασμένοις ὅρκοις D.17.12; παραβαινομένων abs., as offences were committed, Th.3.45.
b with Prep., π. παρὰ τὴν συγγραφήν AJA16.13 (Sardes, iv/iii B. C.).
c c. gen., go aside from, τῆς ἀληθείας Arist.Cael.271b8.
2 pass over, omit, S.Tr.499 (lyr.), D.18.211, Aristeas 297.
3 let pass, καιρούς Din.1.36.
4 οὔ με παρέβα φάσμα it escaped me not, E.Hec.704 (lyr.).
III pass on, π. εἰς ἀπέχθειαν Plb.38.12.3 (sed leg. προβῆναι).
IV come forward, especially of the Com. parabasis (v. παράβασις) παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον = step forward to address the spectators, Ar.Ach.629, Eq.508, Pax735; also οὐκ ἂν παρέβην εἰς λέξιν τοιάνδ' ἐπῶν Pl.Com. 92.2: similarly, metaph., δοκεῖν παραβεβηκέναι τῇ πρώτῃ σκηνῇ Procl. in Prm.p.523 S.
V in Med., c. acc. pers., commit an offence against, Chor.p.68 B.

German (Pape)

[Seite 471] (s. βαίνω), 1) daneben, zur Seite treten, u. im perf., Ἕκτορι παρβεβαώς, Il. 11, 522, wie ὡς τὼ παρβεβαῶτε μάλ' ἕστασαν ἀλλήλοιιν, 13, 708, von dem Kämpfer, der neben dem Wagenlenker steht (vgl. παραβάτης), u. so in tmesi: πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσατο δίφρον, Il. 3, 262, wenn man nicht richtiger πάρ hier als Adverbium nimmt; von dem Wagenlenker, Her. 7, 40, παραβεβήκεε δέ οἱ ἡνίοχος, neben ihm stand der Wagenlenker. – 2) vorgehen, weitergehen, παραβήσομαι εἰς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, Her. 1, 5; Sp., wie Pol. 4, 73, 7. Dah. in der Comödie π. εἰς od. πρὸς τὸ θέατρον, hervortreten u. die Parabase vortragen, Ar. Ach. 629 Equ. 508 Pax 735 u. Plat. com. beim Schol. zu dieser Stelle. – 3) transit., überschreiten, übertreten, verletzen, δίκην παραβάντες, Aesch. Ag. 763; ὁρκώματα, Eum. 738; θεοῦ νόμον, Eur. Ion 231; τὰ νόμιμα, Her. 1, 65; ὅρκους, Ar. Thesm. 358, wie Thuc. 1, 78; νόμους, τὰ τεθέντα, Plat. Crito 53 e Legg. IV, 714 d; Folgde; τὰ κοινὰ δίκαια, Pol. 2, 58, 7; u. pass., παραβαίνεται καὶ τοῦτο (τὸ νόμιμον), Xen. Mem. 4, 4, 24; τῷ τῶν Ἑλλήνων νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι, Thuc. 3, 67, vgl. 45; παραβεβάσθαι τὰς σπονδάς, 1, 123; ἐν τοῖς παραβεβασμένοις (so!) ὅρκοις ἐμμένειν, Dem. 17, 12. – Auch τινὰ τῶν δαιμόνων, einen der Götter durch Gesetzübertretung verletzen, gegen ihn sündigen, Her. 6, 12; und absol., fehlen, πέμπει παραβᾶσιν Ἐρινύν, Aesch. Ag. 59. – Übergehen, mit Stillschweigen, τί, Soph. Trach. 499; Dem. 18, 211; dah. vernachlässigen, übersehen, wie Aesch. 3, 204 vrbdt οὐ τοὺς νόμους μόνον παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν; vgl. Din. 1, 36; – Eur. Hec. 704, οὐδὲ παρέβα με φάσμα μελανόπτερον, non fugit me.

French (Bailly abrégé)

f. παραβήσομαι, etc.
Pass. ao. παρεβάθην, pf. παραβέβασμαι;
I. intr. 1 marcher à côté, s'avancer à côté de ; se tenir à côté d'un conducteur sur un char de combat ; ou invers. se tenir à côté du guerrier en parl. du conducteur τινι;
2 s'avancer, passer;
II. tr. au fig. passer par-dessus :
1 transgresser, violer : νόμον PLAT une loi ; ὅρκους des serments ; Pass. νόμος παραβαθείς THC loi qui a été violée ; παραβεβασμένοι ὅρκοι DÉM serments violés ; abs. παραβαινομένων THC comme les peines établies étaient méprisées ; avec un rég. de pers. : π. τινὰ δαιμόνων HDT offenser qqe divinité par un acte de désobéissance ; abs. οἱ παραβάντες ESCHL les sacrilèges;
2 omettre, oublier, acc. ; laisser passer, négliger (l'occasion, etc.);
3 avec un n. de chose pour sujet passer à côté ou au delà, échapper : οὐδὲ παρέβα με φάσμα EUR cette vision ne m'a pas échappé, càd je l'ai présente dans l'esprit.
Étymologie: παρά, βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βαίνω, ep. imperf. iter. 3 sing. παρέβασκε; aor. pass. παρεβάθην; perf. παραβέβηκα, ep. ptc. παρβεβαώς, dual. παρβεβαῶτε, Ion. plqperf. 3 sing. παρεβεβήκεε; med.-pass. παραβέβασμαι, zelden later παραβέβαμαι; fut. pass. παραβαθήσομαι met acc. overtreden:; τὰ νόμιμα π. de gebruiken overtreden Hdt. 1.65.5; τὰς σπονδάς π. de verdragen schenden Aristoph. Av. 461; met acc. van pers.:; τίνα δαιμόνων παραβάντες τάδε ἀναπίμπλαμεν; tegen welke godheid hebben we gezondigd dat we dit moeten doorstaan? Hdt. 6.12.3; pass.:; ἀμύνατε … τῷ … νόμῳ ὑπὸ τῶνδε παραβαθέντι jullie moeten de wet die door deze mensen is overtreden beschermen Thuc. 3.67.6; παραβαινομένων omdat overtredingen gemaakt bleven worden Thuc. 3.45.3; ptc. subst. ὁ παραβαίνων de overtreder:. ὁ παραβαίνων οὐθὲν ἂν … κατορθώσειεν de overtreder kan niets meer herstellen Aristot. Pol. 1325b5. voorbijgaan aan, achterwege laten:. ἔστιν ἃ τῶν ψηφισμάτων παρέβην enige besluiten heb ik achterwege gelaten Dem. 18.211. met dat. gaan staan naast; perf. staan naast:. Ἕκτορι παρβεβαώς naast Hector staand Il. 11.522. intrans. naar voren treden, van acteurs, spec. in kom. parabasis:. π. πρὸς τὸ θέατρον zich tot het publiek wenden Aristoph. Ach. 629.

Russian (Dvoretsky)

παραβαίνω:
1 находиться или выступать, стоять рядом: Ἓκτωρι παρβεβᾰώς (= παραβεβώς) Hom. стоящий (в колеснице) рядом с Гектором; παραβεβήκεε οἱ ἡνίοχος Her. рядом с ним находился (или шел) возница;
2 преступать, нарушать (τὰ νόμιμα Her.; δίκην Aesch.; ὅρκους Arph.; τὰς σπονδάς Thuc.; τὴν παράδοσιν NT): παραβάντες Aesch. нарушители законов, преступники; τίνα δαιμόνων παραβάντες τάδε ἀναπίμπλαμεν; Her. за прегрешения против какого божества мы это терпим?; ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ Thuc. если хоть что-л. (из договорных условий) будет нарушено; παραβαινομένων Thuc. так как преступления совершались;
3 пропускать, обходить молчанием (τι Soph., Dem.);
4 упускать (τὸν καιρόν Aesch.): οὔ με παρέβα φάσμα Eur. (это) видение не ускользнуло от меня;
5 отходить, отклонять: τὸ μικρὸν παραβῆναι τῆς ἀληθείας Arst. небольшое отклонение от истины;
6 тж. med. проходить, продвигаться: π. εἰς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Her. продолжать (свое) повествование;
7 (о хоре в староатт. комедии) выступать с обращением к зрителям (см. παράβασις) (πρὸς τὸ θέατρον παραβῆναι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

παραβαίνω: μέλλ. -βήσομαι: πρκμ. -βέβηκα: μετοχ. -βεβώς, Ἐπικ. -βεβᾰώς: παθητ. πρκμ. -βέβασμαι (ἴδε κατωτ. Π. 1): ἀόρ. β΄ παρέβην: παθητ. ἀόρ. παρεβάθην ὑπόθεσ. τοῦ Δημ. κατὰ Ἀνδροτ. Βαίνω παραπλεύρως τινός, ἵσταμαι πλησίον· παρ’ Ὁμ. δίς, κατ’ Ἐπικ. μετοχ. τοῦ πρκμ., ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἐπὶ τοῦ ἅρματος πολεμιστοῦ (πρβλ. παραβάτης), Ἕκτορι παρβεβαὼς μετὰ δοτ., Ἰλ. Λ. 522· καὶ ἐπὶ δύο πολεμιστῶν, παρβεβαῶτε ... ἀλλήλοιιν Ν. 708· οὕτω καὶ παρατατ., παρέβασκε ἦν ἐν χρήσει ὡς = ἦν παραβάτης, Ἰλ. Λ. 104· τἀνάπαλιν παρ’ Ἡροδ. 7. 40, παραβέβηκε οἱ ἡνίοχος. ΙΙ. βαίνω παρά τι ἢ πέραν αὐτοῦ, καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ. ἐπὶ μεταβατ. σημασίας: 1) παραβαίνω, ὡς καὶ νῦν, τὰ νόμιμα Ἡρόδ. 1. 65· δίκης Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, πρβλ. Ἀντιφῶντα 139. 38· θεοῦ νόμον Εὐρ. Ἴων. 231· θεσμούς, ὅρκους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 331, 332· τὰς σπονδὰς αὐτόθι 461, πρβλ. Θουκ. 1. 78, Λυσ. 115. 27, κτλ.· - ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπου, π. τινὰ δαιμόνων, ἁμαρτάνω ἐναντίον θεοῦ τινος, Ἡρόδ. 6. 12· - ἀπολ., παραβάντες, οἱ παραβάται, Αἰσχύλ. Ἀγ. 59, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 3, 5. - Παθ., σπονδὰς ... ἄς γε ὁ θεὸς ... νομίζει παραβεβάσθαι Θουκ. 1. 123· νόμῳ παραβαθέντι ὁ αὐτ. 3. 67· ἐὰν καὶ ὁτιοῦν παραβαθῇ 4. 23· παραβεβασμένοις ὅρκοις Δημ. 214 ἐν τέλ.· παραβαινομένων, ἀπολ., ἂν καὶ γίνονται παραβάσεις, Θουκ. 3. 45. β) μετὰ γεν., ἐξέρχομαι, τῆς ἀληθείας Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 5, 2. 2) ἐν σιγῇ παρέρχομαι, παραλείπω, Σοφ. Τρ. 500, Δημ. 298. 11. 3) ἀφίνω τι νὰ παρέλθῃ, καιρὸν ὡς τὸ Λατ. omittere, Δείναρχ. 94. 44, πρβλ. Αἰσχίν, 83. 11. 4) οὔ με παρέβα φάσμα, δέν με διέφυγε, Εὐρ. Ἑκάβ. 704 ΙΙΙ. προχωρῶ ἐμπρός, προβαίνω, παραβήσομαι εἰς τὸ πρόσω (διάφορ. γραφὴ προβήσομαι) Ἡρόδ. 1. 5· π. εἰς ἀπέχθειαν (Schw. προβῆναι) Πολύβ. 38. 4, 3. IV. ἔρχομαι εἰς τὰ ἐμπρός, παρουσιάζομαι, ἐν τῇ κωμῳδίᾳ, παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον, προβαίνω ὅπως ὁμιλήσω πρὸς τοὺς θεατάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 629, Ἱππ. 508, Εἰρ. 735· πρβλ. παράβασις ΙΙΙ, παρὰ Β. ΙΙ. 3. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 55.

English (Autenrieth)

only perf. part. παρβεβαώς, -ῶτε, standing by one in the chariot. (Il.)

English (Strong)

from παρά and the base of βάσις; to go contrary to, i.e. violate a command: (by) transgress(-ion).

English (Thayer)

2nd aorist παρέβην; properly, to go by the side of (in Homer twice παρβεβαως of one who stands by another's side in a war-chariot, Iliad 11,522; 13,708 (but here of men on foot)); to go past or to pass over without touching a thing; tropically, to overstep, neglect, violate, transgress, with an accusative of the thing (often so in secular authors from Aeschylus down (cf. παρά, IV:1,2)): τήν παράδοσιν, τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ὁ παραβαίνων, he that transgresseth, oversteppeth, i. e. who does not hold to the true doctrine, opposed to μένειν ἐν τῇ διδαχή, R G (where L T Tr WH ὁ προάγων (which see)) (so οἱ παραβαίνοντες, transgressors of the law, Josephus, contra Apion 2,18, 2; 29,4; 30,1)); (τήν διαθήκην, τό ῤῆμα κυρίου, τάς συνθήκας, Polybius 7,5, 1; Josephus, Antiquities 4,6, 5; Aelian v. h. 10,2; besides, παραβ. δίκην. τόν νόμον, τούς ὅρκους, πίστιν, etc., in Greek writings). In imitation of the Hebrew סוּר followed by מִן, we find παραβαίνειν ἐκ τίνος and ἀπό τίνος, so to go past as to turn aside from, i. e. to depart, leave, be turned from: ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἀπό τῶν ἐντολῶν, ἀποπο τῶν λόγων, Alex. manuscript; once so in the N.T.: ἐκ (L T Tr WH ἀπό) τῆς ἀποστολῆς, of one who abandons his trust (R. V. fell away], Sept. also for עָבַר, הֵפִיר, to break, שָׁטָה, to deviate, turn aside.) (Synonym: παραβαίνειν to overstep, παραπορεύεσθαι to proceed by the side of, παρέρχεσθαι to go past.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, παρβαίνω Α
αθετώ, παραβιάζω, αναιρώ (α. «παραβαίνω τον όρκο» β. «θεοῦ δε νόμον οὐ παραβαίνομεν», Ευρ.)
αρχ.
1. (για πολεμιστές που μάχονταν από άρματα) πορεύομαι παραπλεύρως κάποιου, στέκομαι δίπλα του («παρεβεβήκεε δὲ οἱ ἡνίοχος τῷ οὔνομα ἦν Πατιράμφης», Ηρόδ.)
2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάτι, προχωρώ πέρα από κάτι («τὸν ὅρον ὑπερβαίνειν», πάπ.)
3. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον», ΚΔ)
4. παρασιωπώ, παραλείπω («ἔστιν ἅ τῶν ψηφισμάτων, παρέβην», Δημοσθ.)
5. αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω, παραμελώ («οὐ τοὺς νόμους παραβέβηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸν καιρόν», Δείν.)
6. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, διαφεύγω κάτι («οὔ με παρέβα τὸ φάσμα», Ευρ.)
7. προβαίνω, προχωρώ εμπρός
8. (στην κωμωδία για τον χορό που μιλούσε εν ονόματι του ποιητή) έρχομαι προς τα εμπρός, προχωρώ προς το προσκήνιο για να μιλήσω στους θεατές («αυτὸν ἐπῄνει πρὸς τὸ θέατρον παραβάς», Αριστοφ.)
9. (το αρσ. της μτχ. του αορ. στον πληθ.) οἱ παραβάντες
οι παραβάτες
10. (το ουδ. της μτχ. του μέσ. ενεστ. στον πληθ.) τὰ παραβαινόμενα
οι παραβάσεις.

Greek Monotonic

παραβαίνω: μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, -βέβαα, μτχ. -βεβώς, Επικ. -βεβαώς· αόρ. βʹ παρέβην· — Παθ., αορ. αʹ παρεβάθην [ᾰ]· παρακ. παραβέβασμαι·
I. προχωρώ πέρα από κάτι, με δοτ.· Ἕκτορι παρβεβαώς, στέκομαι δίπλα στον Έκτορα μέσα στο άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. παρέβασκε χρησιμ. ως = ἦν παραβάτης, στο ίδ.
II. 1. περνάω δίπλα ή πιο πέρα, προσπερνώ, παραβαίνω, τὰ νόμιμα, σε Ηρόδ.· δίκην, σε Αισχύλ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ., παραβάντες, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., παραβιάζομαι, καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει παραβεβάσθαι, σε Θουκ.· νόμῳ παραβαθέντι, στον ίδ.· παραβαινομένων, απόλ., παρόλο που γίνονται παραβάσεις, στον ίδ.
2. αφήνω, παραλείπω, σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα φάσμα, δεν μου διέφυγε, σε Ευρ.
III. προχωρώ εμπρός, παραβαίνω πρὸς τὸ θέατρον, εμφανίζομαι μπροστά για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη σκηνή), σε Αριστοφ.· πρβλ. παράβασις III.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι perf. -βέβηκα perf -βέβαα part. -βεβώς epic -βεβαώς aor2 παρέβην Pass., aor1 pass. παρεβάθην perf. παραβέβασμαι
I. to go by the side of, c. dat., Ἕκτορι παρβεβαώς standing beside Hector in the chariot, Il.; παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν Il.; so imperf. παρέβασκε is used as = ἦν παραβάτης, Il.
II. to pass beside or beyond, to overstep, transgress, τὰ νόμιμα Hdt.; δίκην Aesch.; τὰς σπονδάς Ar., Thuc.:—absol., παραβάντες the transgressors, Aesch.:—Pass. to be transgressed, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει παραβεβάσθαι Thuc.; νόμῳ παραβαθέντι Thuc.; παραβαινομένων, absol., though offences are committed, Thuc.
2. to pass over, omit, Soph., Dem.: οὔ με παρέβα φάσμα it escaped me not, Eur.
III. to come forward, π. πρὸς τὸ θέατρον to step forward to address the spectators, Ar.; cf. παράβασις III.

Chinese

原文音譯:paraba⋯nw 爬拉-白挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:在旁-步
字義溯源:作相反的事,違反,丟棄,越過,轉變方向,犯,干犯;由(παρά)*=旁,出於)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自 (βαθύς)X*=行走。參讀 (ἀδικέω)同義字
同源字:1) (ἀπαράβατος)不終止的 2) (παραβαίνω)作相反的事 3) (παράβασις)違犯 4) (ἀποστάτης / παραβάτης)違犯者 5) (ὑπερβαίνω)超越
出現次數:總共(4);太(2);徒(1);約貳(1)
譯字彙編
1) 犯(2) 太15:2; 太15:3;
2) 越過(1) 約貳1:9;
3) 已丟棄(1) 徒1:25

Lexicon Thucydideum

transgredi, violare, to cross, to violate, 1.78.4,
item likewise 2.71.4. 3.11.1, 3.12.1, 3.61.2, 3.64.3, 4.16.2, 4.97.2, 4.122.4,
item likewise 4.123.1. 5.30.1, 5.30.3. 5.47.8,
PASS. 1.123.2, 3.45.3, Ibid. in the same place 3.67.6, 4.23.1.