ἕρκος

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρκος Medium diacritics: ἕρκος Low diacritics: έρκος Capitals: ΕΡΚΟΣ
Transliteration A: hérkos Transliteration B: herkos Transliteration C: erkos Beta Code: e(/rkos

English (LSJ)

εος, τό,
A fence, enclosure (πᾶν ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Pl.Sph.220b) round gardens and vineyards, Od.7.113, Il. 5.90, 18.564; esp. round the court-yards of houses, Od.21.238 (pl.), al.; ὑπὲρ ἕρκος ὑπερθορεῖν Sol.4.29, Hdt.6.134: pl., S.Aj.1274; also, the place enclosed, courtyard, στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Il.16.231, cf. Od.8.57 (pl.), etc.; Κίσσιον ἕρκος, i.e. Susa, A.Pers.17(anap.); ποῖον γαίας ἕρκος; what city? E.Heracl.441; ἕρκος ἱερόν = sacred enclosure, S.Tr.607; shell of the pinna, Plu.2.980b.
2 wall for defence, ἕρκεϊ χαλκείῳ Il.15.567; ἕρκος..ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Hdt.7.191, cf. 9.99.
3 periphrasis, ἕρκος ὀδόντων the fence (consisting) of the teeth, mostly in phrase, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων; = what a word has escaped the barrier of your teeth Il.4.350, cf. Sol.27.1; ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Il.9.409, Od.10.328; κάρχαρον ἕρκος, without ὀδόντων, Opp.H.1.506; ἀγγέων ἕρκεσι, = ἄγγεσι, Pi.N.10.36; μέλαν ἕρκος ἅλμας, i.e. the sea, Id.Dith. Oxy.1.16, cf. P.2.80 (= ἐπιφάνεια, Sch.); σφραγῖδος ἕρκος, i.e. a seal, S.Tr.615.
4 metaph., defence, ἕρκος ἀκόντων, of a shield, a defence against javelins, Il.15.646; ἕρκος βελέων 5.316; ἕρκος ἰωχμοῖο, of the lion's skin, Theoc.25.279; ἕρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσας A. Pers.89 (lyr.).
b of persons, ἕρκος Ἀχαιῶν, of Ajax, Il.3.229; of Achilles, Pi.Pae.6.85; of soldiers, ἕρκος πολέμοιο = a defence against war, Il.4.299; of Achilles, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν..πολέμοιο 1.284; of Clytaemnestra, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257(lyr.): abs., Pi.P.5.113, etc.
5 a net, toils, for birds, Od.22.469: mostly in plural, σπίζ' ὅπως ἐν ἕρκεσιν S.Fr.431, cf. Ar.Av.528(anap.), Pherecr.209, Arist.HA617b24; for deer, Pi.N.3.51; coils of a lasso, Hdt.7.85: metaph., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν A.Ag.1611, cf. S.Aj.60, E.Med.986(lyr.); λέκτρων ἔχεσθαι φιλτάτοις ἐν ἕρκεσι Id.Ba.958, cf. Hymn.Is.158; χρυσοδέτοις ἕρκεσιν..γυναικῶν, of Eriphyle's necklace, S.El.838(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] τό (ἔργω, εἴργω), 1) Einschluß, Einfriedigung, Umhägung, Zaun, πᾶν, ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον ἕρκος εἰκὸς ὀνομάζειν Plat. Soph. 220 c; so bei Hom. Zaun um einen Garten, Od. 7, 112, ἀλωάων Il. 5, 89; ἀλωῆς H. h. M, rc. 188; Mosch. 4, 3; um den Hof der Wohnung, Od. 21, 238; übh. der Hof, Gehöft, λίπε δ' ἕρκεά τε μέγαρόν τε Od. 16, 341; πλῆντο δ' ἄρ' αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶι 8, 57; ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις Pind. N. 10, 36; oft bei Hom. ἕρκος ὀδόντων, bes. in der Vrbdg ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, welch ein Wort entfloh dir über die Umzäunung der Zähne, entfuhr dir; ἐπεὶ ἄρ κεν (ψυχὴ) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Il. 9, 409; καὶ πρῶτον (φάρμακον) ἀμείψεται ἕρκος ὀδ. Od. 10, 328; nicht an die Lippen zu denken, sondern an die Zähne selbst, die sehr natürlich als eine Pfahlreihe, eine Art Umhägung der Zunge angesehen werden können; so sagt Solon. frg. 1 παῖς ἕρκος ὀδόντων φύσας; Nic. Th. 548 τὸ μὲν ἕρκεϊ θρύψεν ὀδόντων θηλάζων; Opp. Hal. 1, 506 γένυές τε καὶ ἔνδοθε κάρχαρον ἕρκος. – Bei Soph. Tr. 604 ist ἕρκος ἱερόν das Gehege um den Altar; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένους, in des Lagers Wall eingeschlossen, Ai. 1253; σφραγῖδος ἕρκει, der Verschluß des Siegels, Tr. 612. – Der Schutz, die Schutzwehr, Schutzmauer, vom Schilde, ἕρκος ἀκόντων Il. 15, 496, vgl. 5, 315; φράξαντο δὲ νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ 15, 566; Hes. Th. 726; übertr., von Männern, z. B. Achilles, ὃς μέγα πᾶσιν ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο Il. 1, 383, ein Schutz in dem Kriege, vgl. 6, 5; ἀγωνίας δ', ἕρκος οἷον, σθένος Pind. P. 5, 113; ἀ νδρῶν γὰρ ὄντων ἕρκος ἐστὶν ἀσφαλές Aesch. Pers. 341, vgl. 17 Ag. 248; π οῖον δὲ γαίας ἕρκος οὐκ ἀφίγμεθα Eur. Heracl. 441; συνεφόρησαν τὰ ὅπλα ἕρκος εἶναί σφι Her. 9, 99. – 2) das Netz, die Schlinge, das Garn zum Fangen der Vögel, Od. 22, 469; Ar. Av. 528 πᾶς τις ἐφ' ὑμῖν ὀρνιθευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα; zum Fangen des Wildes, Pind. N. 3, 49 κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ δολίων ἑρκέων, u. der Fische, ἀβάπτιστός εἰμι, φελλὸς ἃς ὑπὲρ ἕρκος, ἅλμας P. 2, 80; übertr., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch. Ag. 1593; τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται Eur. Med. 986; El. 155; von listigen Anschlägen, χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφθέντα γυναικῶν Soph. El. 836, mit Hindeutung auf das goldene Halsband, um welches Eriphyle ihren Gatten verrieth.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. clôture, cloison, barrière, particul.
1 clôture de jardin ou de vigne;
2 enceinte de la cour de la maison ; espace enclos, cour ; ἕρκος ἱερόν SOPH l'autel de la cour;
3 clôture, enceinte, rempart (d'une ville, etc.) ; p. anal. ἕρκος ὀδόντων IL la barrière des dents, càd les deux rangées de dents qui ferment la bouche ; p. ext. tout ce qui sert de rempart, d'abri, de défense : ἕρκος ἀκόντων IL, ἕρκος βελέων IL, rempart contre les dards, contre les traits en parl. d'un bouclier ; ἕρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσας ESCHL contenir par des digues les flots de la mer ; ἕρκος πολέμοιο, rempart contre le combat;
II. p. anal. 1 filet ; fig. ruse, intrigue, piège;
2 collier.
Étymologie: cf. εἵργω.

Russian (Dvoretsky)

ἕρκος: εος τό
1 ограда, забор, изгородь (ἀλωάων Hom.): ἕρκος κασσιτέρου Hom. оловянная ограда; τὸ ἕρκος ὑπερθορεῖν Her. перескочить через ограду; ἑρκέων ἐγκεκλῃμένοι Soph. запертые внутри лагерного ограждения;
2 защитный вал, защита, оплот (ἔρκεσιν εἴργειν κῦμα θαλάσσης Aesch.): φράσσειν νῆας ἕρκεϊ χαλκείῳ Hom. оградить суда медной стеной, т. е. сомкнутым строем щитов преградить (врагу) путь к кораблям; ἕρκος ὀδόντων Hom. ограда (из) зубов, т. е. уста; σφραγῖδος ἕρκος Soph. скрепляющая печать; ἕρκος ἀκόντων Hom. защита от копий, т. е. щит; ἕρκος Ἀχαιῶν Hom. оплот ахейцев (= Λἴας); ἕρκος πολέμοιο Hom. боевая твердыня, т. е. храбрейшие бойцы;
3 огороженное место, обнесенный стеной участок: ἕρκος ἱερόν Soph. освященное место, алтарь; γαίας ἕρκος Eur. страна, край; τὸ Κίσσιον ἕρκος Aesch. Киссийская область (в Сузиане);
4 двор: μέσῳ ἕρκεϊ Hom. посреди двора; ἕρκεα καὶ δόμοι Hom. дворы и внутренние помещения;
5 преимущ. pl. петля, силок, аркан (ἕρκεσιν ἁλίσκεσθαι Arst.; перен. ἕρκεα γυναικῶν Soph.): οἱ ἐν ἕρκεσι ἐμπαλλασόμενοι Her. попавшиеся на аркан;
6 преимущ. pl. сети (ἐνιπλήσσειν ἕρκει Hom.; перен. τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch.): ἕρκος ἅλμας Pind. рыболовная сеть, невод.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρκος: -εος, τό, (ἔργω, εἵργω) φραγμὸς οἱοσδήποτε (πᾶν ὅσον ἂν ἕνεκα κωλύσεως εἴργῃ τι περιέχον Πλάτ. Σοφιστ. 220Β) πέριξ κήπων καὶ ἀμπελώνων, Ὀδ. Η. 113, Ἰλ. Ε. 90., Σ. 564. 2) ἰδίως, περίβολος περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας. Ὀδ. Φ. 238, κ. ἀλλ. (πρβλ. ἑρκεῖοςἕρκος ὑπερθορεῖν Σόλων 15. 28, Ἡρόδ. 6. 134· ἐν τῷ πληθ., Σοφ. Αἴ. 1253: - ὡσαύτως, τὸ περιπεφραγμένον μέρος, ἡ αὐλή, στὰς μέσῳ ἕρκεϊ Ἰλ. Π. 231., Ω. 306, πρβλ. Ὀδ. Θ. 57. κλ.· Κίσσιον ἕρκος, δηλ. τὰ Σοῦσα, Αἰσχύλ. Περσ. 17. γαίας ἕρκος, περιπεφραγμένη πόλις, Εὐρ. Ἡρακλ. 441· ἕρκος ἱερόν, δηλ. ὁ βωμός, Σοφ. Τρ. 607· ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς πίννης, Πλούτ. 2. 980. 3) τεῖχος πρὸς ὑπεράσπισιν, ἕρκεϊ χαλκείῳ Ἰλ. Ο. 566· ἕρκος… ἐκ ναυηγίων περιεβάλοντο Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. 9. 99. 4) περιφρ., ἕρκος ὀδόντων. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, «ποῖος λόγος τὸ περίφραγμα τῶν σῶν ὀδόντων διέφυγε» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 350, Σόλων 25 (3). 1· οὕτως, ἀμείψεται ἕρκος ὀδόντων Ἰλ. Ι. 409. Ὀδ. Κ. 328· κάρχαρον ἕρκος, ἄνευ τοῦ ὀδόντων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 506· ὡσαύτως, ἀγγέων ἕρκεσι, ἀντὶ τοῦ ἄγγεσι, Πινδ. Ν. 10. 68· σφραγῖδος ἕρκος, ὅ ἐστι σφραγίς, Σοφ. Τρ. 615. 5) μεταφ., πᾶς φραγμὸς ἢ μέσον ὑπερασπίσεως, ἕρκος ἀκόντων, ἐπὶ ἀσπίδος, χρησιμευούσης ὡς μέσον ἀμύνης ἐναντίον τῶν ἀκοντίων. Ἰλ. Ο. 646, πρ Δ. 137 ἕρκος βελέων Ε. 316· ἕρκος ἰωχμοῖο, ἀμυντήριον ἐν μάχῃ ἢ καταδιώξει, ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ Νεμέου λέοντος, Θεόκρ. 25. 279, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 99· ἕρκεσιν εἴργειν κῡμα θαλάσσας Αἰσχύλ. Πέρσ. 90: ― ἐπὶ προσώπων· οὕτωςΑἴας καλεῖται ἕρκος Ἀχαιῶν Ἰλ. Γ. 229., Ζ. 5., Η. 211· ἐπὶ ἀνδρείως πολεμούντων στρατιωτῶν, ἕρκος πολέμοιο Δ. 299· ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν… πολέμοιο Α. 284· οὕτως επὶ τῆς Κλυταιμνήστρας, γαίας μονόφρουρον ἕρκος Αἰσχύλ. Ἀγ. 257· ἀπολ., Πινδ. Π. 5. 151, κτλ.: ― πρβλ. τὴν λ. πύργος.· 6) ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ περιφράγματος ἢ τοῦ περιορισμοῦ, δίκτυον, βρόχος πρὸς σύλληψιν κτηνῶν, Ὀδ. Χ. 469· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυν., σπίζ’ ὅπως ἐν ἕρκεσι Σοφ. Ἀποσπ. 382, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 528· πρὸς σύλληψιν ἐλάφων, Πινδ. Π. 3. 89· πρὸς ἄγραν ἰχθύων, ὁ αὐτ. Π. 2. 147· ἐν Ἡροδ. 7. 85 ἐπὶ τοῦ βρόχου τῶν Σιγαρτίων: ― μεταφ. τῆς δίκης ἐν ἕρκεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1611, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 60, Εὐρ. Μήδ. 986, Ἠλ. 155, Βάκχ. 958· χρυσοδέτοις ἕρκεσιν… γυναικῶν, διὰ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου δι’ οὗ ἐξηπατήθη ἡ Ἐριφύλη νὰ προδώση τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα, Σοφ. Ἠλ. 838.

English (Autenrieth)

εος (ϝέργω): hedge, wall, then the enclosure itself, i. e. the court, Il. 24.306, pl., Od. 8.57, etc.; bulwark, defence against, ἀκόντων, βελέων, Δ 13, Il. 5.316; said of persons, ἕρκος πολέμοιο, ἕρκος Ἀχαιῶν, Α 2, Il. 3.229 (cf. πύργος); ἕρκος ὀδόντων (the ‘fence of the teeth’), used in connections where we should always say ‘lips.’

English (Slater)

ἕρκος (ἕρκος, nom., acc.: ἑρκέων, ἕρκεσιν.)
   a net κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θ ἑρκέων (N. 3.51)
   b met., confines ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (τῇ τῆς θαλάσσης ἐπιφανείᾳ. Σ.) (P. 2.80) γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (v. ἄγγος) (N. 10.36) ]α φυγόντα καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ (ἕρκος add. Π̆{S}) Δ. 1. 1. ὁ δ' ἄφαρ πλεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν διερκέων (δἰ ἑρκέων Snell, i. e. stalls ) fr. 169. 29.
   c bulwark παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν (Pae. 6.85) ἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον σθνος (P. 5.113)

Greek Monolingual

ἕρκος, τὸ (AM)
φραγμός
μσν.
κιγκλίδωμα στη βάση της κλίμακας του άμβωνα
αρχ.
1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων
2. ο αυλόγυρος
3. η αυλή του σπιτιού
4. το όστρακο που περικλείει την πίννα
5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας
6. το δίχτυ, ο βρόχος που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ζώων ή πουλιών ή ψαριών
7. οι κυκλικές σπείρες του σχοινιού (λάσου), το οποίο εκσφενδονίζεται για σύλληψη άγριων ζώων
8. κάθε φραγμός ή μέσο υπεράσπισης («ἕρκος ἀκόντων» — ασπίδα που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας ενάντια στα ακόντια)
9. συνεκδ. υπερασπιστής, πρόμαχος, προπύργιο τών άλλων
10. φρ. α) «Κίσσιον ἕρκος» — τα Σούσα
β) «γαίας ἕρκος» — η πόλη
γ) «ἕρκος ἱερόν» — ο βωμός
δ) «μέλαν ἕρκος ἅλμας» — η θάλασσα
ε) «ἕρκος ὀδόντων» — ο φραγμός που σχηματίζεται από τις δύο σειρές τών δοντιών («ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;» — ποιὸς λόγος ξέφυγε απὸ το στόμα σου; Ομ. Οδ.)
στ) «κάρχαρον ἕρκος» — χωρίς δόντια
ζ) «σφραγῖδος ἕρκος» — η σφραγίδα
η) «χρυσόδετα ἕρκη γυναικών» — το χρυσό περιδέραιο με το οποίο εξαπατήθηκε η Εριφύλη και πρόδωσε τον άντρα της
θ) (για τον Αίαντα) «ἕρκος Ἀχαιῶν»
ι) (για τον Αχιλλέα) «ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο» — ια) (για γενναίους στρατιώτες) «ἕρκος πολέμοιο» — ιβ) (για την Κλυταιμνήστρα) «γαίας μονόφρουρον ἕρκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο του τύπου γένος. Εικάζεται συγγένεια του με το λατ. ρ. sarcio «επισκευάζω» και το χεττ. sărni «αποζημιώνω». Συνδέεται πιθ. και με το όρκος.
ΠΑΡ. αρχ. ερκάνη, ερκείος, ερκίον, ερκίτης, Έρκυν(ν)α, Ερκύνια.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) ερκοθηρικός, ερκόπεζα. (Β’ συνθετικό) αλιερκής, ευερκής, ομοερκής)].

Greek Monotonic

ἕρκος: -εος, τό (ἔργω, εἵργω),·
1. φράχτης, τείχος, μαντρότοιχος, περίφραξη, σε Όμηρ.· ιδίως, αυλόγυρος των σπιτιών, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μέρος περιφραγμένο, αυλή, σε Όμηρ.· Κίσσινον ἕρκος, δηλ. τα Σούσα, σε Αισχύλ.· γαίας ἕρκος, περιτειχισμένη πόλη, σε Ευρ.· ἕρκος ἱερόν, δηλ. βωμός, σε Σοφ.· ἕρκος ὀδόντων, το «δαχτυλίδι» ή το τείχος που σχηματίζουν τα δόντια γύρω από τα ούλα, δηλ. τα ίδια τα δόντια, σε Όμηρ.· σφραγῖδος ἕρκος, δηλ. σφραγίδα, σε Σοφ.
2. μεταφ., οποιοσδήποτε φραγμός ή μέσο υπεράσπισης, ἕρκος ἀκόντων, λέγεται για ασπίδα, που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας εναντίον των ακοντίων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕρκος βελέων, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, ἕρκος Ἀχαιῶν, λέγεται για τον Αίαντα, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο, λέγεται για τον Αχιλλέα, στον ίδ.
3. δίχτυ, ξώβεργα, παγίδα για πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., σε Αριστοφ.· μεταφ., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fence, enclosure, court-yard; fence, net (Il.).
Compounds: As 2. member e. g. in εὑ-ερκής well fenced (Il.); as 1. member in ἑρκο-θηρ-ικός belonging to the hunt with a net (Pl. Sph. 220c).
Derivatives: ἑρκίον fence (Il., cf. τειχίον: τεῖχος a. o.); ἕρκειος, ἑρκεῖος (after οἰκεῖος a. o.) belonging to the ἕρκος, court-yard, esp. as surname of Zeus protecting the house, whose altar is in the court (χ 935); ἑρκίτης a slave belonging to the place (Amer. ap. Ath. 6, 267c, H.). - ἑρκάνη fence (late) from cross with ὁρκάνη id. (A., E.), which has o-vocalism like ὅρκος (s. v.); cf. Chantraine Formation 198. Further ἕρκατος φραγμός, ἑρκάτη φυλακή H., Ο῝ρκατος locality in Kalymna (inscr. IIa; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 147); on the suffix cf. ὄρχατος; s. also ἔρχατος.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [912]*serk- twine
Etymology: Seems a verbal noun (like τέλος, γένος etc.), but there is no agreeing form. Acc. to Meringer IF 17, 157f. as *wicker-work to Lat. sarciō, -īre twine, restore, prop. *sew together; cf. sartum tectum unviolated, complete, prop. *twined and covered, sarcina f. bundle; to sarciō Hitt. šar-nin-k- (nasalinfix) restore damage, correct. - An orig. meaning twine, wicker-work is quite possible. Ernout-Meillet s. v. Pok. 912, W.-Hofmann s. sarciō. - On ἕρκος ὀδόντων s. Humbach, MSS. 21 (1967) 24ff. (lips, not teeth).

Frisk Etymology German

ἕρκος: {hérkos}
Grammar: n.
Meaning: ‘Gehege, Zaun, Umzäunung, Vorhof, Fangnetz, Abwehr, Schutz’ (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in εὐερκής wohl umhegt (Il. usw.); selten als Vorderglied, so in der Zusammenbildung ἑρκοθηρικός zur Jagd mit Fangnetz gehörig (Pl. Sph. 220c).
Derivative: Ableitungen: ἑρκίον Umzäunung (ep. seit Il., vgl. τειχίον: τεῖχος u. a.); ἕρκειος, ἑρκεῖος (nach οἰκεῖος u. a.) zum ἕρκος, Vorhof gehörig, insbes. als Beiname des hausschirmenden Zeus, dessen Altar im Hofe stand (seit χ 935); ἑρκίτης ein zum Gehöft gehöriger Sklave (Amer. ap. Ath. 6, 267c, H.). — Daneben ἑρκάνη Umzäunung (spät) durch Kreuzung mit ὁρκάνη ib. (A., E.), das wie ὅρκος (s. bes.) ο-Vokal aufweist; vgl. zur Bildung im allg. Chantraine Formation 198. Außerdem ἕρκατος· φραγμός, ἑρκάτη· φυλακή H., Ὅρκατος Ortsbezeichnung in Kalymna (Inschr. IIa; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 147); zum Suffix vgl. ὄρχατος; s. auch ἔρχατος.
Etymology: Seiner Form nach ist ἕρκος als Verbalnomen anzusehen (wie τέλος, γένος usw.); eine sichere Anknüpfung bleibt aber noch zu finden. Nach Meringer IF 17, 157f. als *Flechtwerk zu lat. sarciō, -īre flicken, ausbessern, wiederherstellen, eig. *verflechten, zusammennähen; vgl. sartum tectum unversehrt, vollständig, eig. *geflochten und gedeckt, sarcina f. Bündel; zu sarciō jedenfalls heth. šar-nin-k- (Nasalinfix) entschädigen, ausbessern (Pedersen Hittitisch 145). — Eine ursprüngliche Bedeutung flechten, Flechtwerk ist gewiß nicht unmöglich; zum a-Vokal in sarciō s. Ernout-Meillet s. v. Ältere unhaltbare Vorschläge bei Bq; s. noch WP. 2, 502, Pok. 912, W.-Hofmann s. sarciō.
Page 1,561

Middle Liddell

ἕρκος, εος, ἔργω, εἵργω
1. a fence, hedge, wall, Hom.; esp. round the court-yards of houses, Od.:— also the place enclosed, the court-yard, Hom.; Κίσσινον ἕρκος, i. e. Susa, Aesch.; γαίας ἕρκος a fenced city, Eur.; ἕρκος ἱρόν, i. e. the altar, Soph.; ἕρκος ὀδόντων the ring or wall which the teeth make round the gums, i. e. the teeth, Hom.; σφραγῖδος ἕρκος, i. e. a seal, Soph.
2. metaph. any fence, ἕρκος ἀκόντων a defence against javelins, Il.; ἕρκος βελέων Il.:—of persons, ἕρκος Ἀχαιῶν, of Ajax, ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πολέμοιο, of Achilles, Il.
3. a net, toils, snare for birds, Od.; mostly in plural, Ar.:—metaph., τῆς Δίκης ἐν ἕρκεσιν Aesch.

English (Woodhouse)

bulwark, defence, fence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φράκτης, περίβολος). Ἀπό τό εἵργνυμιεἵργω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.