ἦθος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(T22)
(16)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=[[ᾔθεος]] (ἐθους), τό ([[akin]] to [[ἔθος]], [[probably]] from ἘΩ, [[whence]] [[ἧμαι]], έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));<br /><b class="num">1.</b> a [[customary]] [[abode]], [[dwelling]]-[[place]], [[haunt]], [[customary]] [[state]] ([[Homer]], [[Hesiod]], [[Herodotus]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[custom]], [[usage]] (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη [[morals]], [[character]] (Latin mores) [[Menander]]; cf. [[Menander]] [[fragment]], Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)  
|txtha=[[ᾔθεος]] (ἐθους), τό ([[akin]] to [[ἔθος]], [[probably]] from ἘΩ, [[whence]] [[ἧμαι]], έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));<br /><b class="num">1.</b> a [[customary]] [[abode]], [[dwelling]]-[[place]], [[haunt]], [[customary]] [[state]] ([[Homer]], [[Hesiod]], [[Herodotus]], others).<br /><b class="num">2.</b> [[custom]], [[usage]] (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη [[morals]], [[character]] (Latin mores) [[Menander]]; cf. [[Menander]] [[fragment]], Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)  
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἦθος]])<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο [[χαρακτήρας]] του, η ψυχική του [[καλλιέργεια]], το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο [[ψυχικός]] του [[κόσμος]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ήθη</i><br />ο [[τρόπος]] της ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει της ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο [[κοινωνικός]] [[τρόπος]] ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών [[μελισσών]]» γ. «[[βελτίων]] ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ [[ἦθος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε [[κάθε]] [[κοινωνία]] και αναλογούν στις [[εκάστοτε]] αντιλήψεις για το τί [[είναι]] [[ορθό]] και [[πρέπον]] (α. «η [[δημοσίευση]] άσεμνων εικόνων αποτελεί [[προσβολή]] [[κατά]] τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)<br /><b>4.</b> [[διάθεση]], ψυχική [[ιδιότητα]] ή [[κατάσταση]] (α. «τὸ [[ἦθος]] πρᾷος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β. «με [[ήθος]] γλυκύτατον... του απεκρίθη»)<br /><b>5.</b> α) εξωτερική [[εμφάνιση]], [[παρουσιαστικό]], [[φυσιογνωμία]] («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)<br />β) χαρακτηριστικά<br />γ) η εξωτερική όψη, η [[έκφραση]] του ατόμου σε ορισμένη [[στιγμή]] (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ [[ἦθος]]», <b>Ξεν.</b><br />β. «το [[ήθος]] της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>6.</b> [[στάση]], [[συμπεριφορά]] («μην αλλάζεις [[ήθος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> [[συνήθεια]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ήθη</i><br />τα καμώματα, τα νάζια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα<br />[[μετά]] τον Όμ. και για ανθρώπους) [[τόπος]] διαμονής, [[τόπος]] μόνιμης εγκατάστασης, [[κατάλυμα]], [[ενδιαίτημα]], [[κατοικία]], [[στέκι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τον ήλιο) ο [[τόπος]] από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη [[αφετηρία]] του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῑλαι» — έλεγαν ότι ο [[ήλιος]] ανέτειλε έξω, [[μακριά]] από την κανονική του [[αφετηρία]], <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ηθικός]] [[χαρακτήρας]] [[κάθε]] ατόμου<br /><b>4.</b> ο [[χαρακτήρας]] του ανθρώπου ως [[αποτέλεσμα]] έξεως («[[ἦθος]] ανθρώπῳ [[δαίμων]]», Ηράκλ.)<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[εξωτερίκευση]] του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η [[μίμηση]] του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου<br /><b>6.</b> (για έργα τέχνης) [[έκφραση]], [[ηθική]] [[εντύπωση]] («ἡ δὲ Ζεύξιδος [[γραφή]] [[οὐδέν]] ἔχει [[ἦθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> (για [[μουσική]]) το ύφος, ο [[ιδιαίτερος]] [[αισθητικός]] [[χαρακτήρας]] κλίμακας ή οργάνου<br /><b>8.</b> [[πρόσωπο]] του δράματος<br /><b>9.</b> (για πράγματα) [[φύση]], [[είδος]]<br /><b>10.</b> ηθικό [[δίδαγμα]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἤθη</i> και <i>ἤθεα</i><br />α) [[κατάλυμα]] ζώων, [[στάβλος]], [[αχούρι]]<br />β) [[χοιροστάσιο]]<br />γ) (για λιοντάρια) [[σπηλιά]], [[κρησφύγετο]]<br />δ) (για πτηνά και ψάρια) [[φωλιά]]<br />ε) (για δέντρα) ο [[τόπος]] όπου αυτά ευδοκιμούν<br />στ) (για την [[ψυχή]] ή για την ανθρώπινη [[υπόσταση]]) το ιδιαίτερο [[γνώρισμα]], η ενυπάρχουσα [[ιδιότητα]] («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς [[ἦθος]]» — η [[διάθεση]] ή η [[ενέργεια]] που προέρχονται από το [[ένστικτο]]<br />β) «τὸ τῆς ψυχῆς [[ἦθος]]» — η ψυχική [[διάθεση]], η [[ροπή]]<br />γ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η [[έκφραση]] του βλέμματος<br />δ) «ἐν ἤθει»<br />i) με [[κοσμιότητα]], με [[ευπρέπεια]]<br />ii) με [[έμφαση]]<br />iii) συμβολικά, μεταφορικά<br />iv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόπο<br />ε) «[[μετὰ]] ἤθους»<br />i) συμβολικά<br />ii) με [[έμφαση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sw</i><i>ē</i><i>dh</i>, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «[[συνήθης]] [[τόπος]] διαμονής», «[[συνήθεια]]», «[[είδος]]» κ.ά. Η [[ρίζα]] <i>ηθ</i>- εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της (-<i>ωθ</i>-) στον παρακμ. [[είωθα]] και τη συνεσταλμένη της στο [[έθος]] (<i>εθ</i>-). Η λ. [[ήθος]] απαντά ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ήθης</i>. Η [[διαφοροποίηση]] της σημασίας τών [[ήθος]] «[[χαρακτήρας]]» και [[έθος]] «[[συνήθεια]]» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηθικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηθαίος]], [[ηθάς]], [[ηθείος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ηθογράφος]], [[ηθοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηθολόγος]]<br />(Β' συνθετικό) [[αήθης]], [[ασυνήθης]], [[ευήθης]], [[κακοήθης]], [[καλοήθης]], [[συνήθης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακακοήθης]], [[γυναικοήθης]], <i>επισυνήθης</i>, [[κακήθης]], [[λατινοήθης]], [[μωροκακοήθης]], [[ομήθης]], [[ομοήθης]], [[πολυήθης]], [[συνομήθης]], [[υπερευήθης]], [[υποκακοήθης]], [[φιλοσυνήθης]], [[χειροήθης]], [[χοροήθης]], [[χρηστοήθης]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦθος Medium diacritics: ἦθος Low diacritics: ήθος Capitals: ΗΘΟΣ
Transliteration A: ē̂thos Transliteration B: ēthos Transliteration C: ithos Beta Code: h)=qos

English (LSJ)

εος, τό (cf. ἔθος),

   A an accustomed place: hence, in pl., haunts or abodes of animals, μετά τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων Il.6.511; [σύας] ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411; of lions, Hdt.7.125; of fish, Opp.H.1.93; of the abodes of men, Hes.Op.167, 525, Hdt.1.15, 157, A.Supp.64 (lyr.), E.Hel.274, Pl.Lg.865e, Arist.Mu.398b33; ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι away from his accustomed place, Hdt. 2.142; of plants, Callistr.Stat.7: metaph., with play on signf. 11, Pl.Phdr.277a.    II custom, usage: in pl., manners, customs, Hes.Op.137, Th.66, Hdt.2.30,35, 4.106, Th.2.61; τρόποι καὶ ἤθη Pl. Lg.896c; ἐθρέψω Ξέρξην ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤ. ib.695e; φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί PHib.1.7.94 (E.Fr.1024 = Men.218); τοῖς ἤθεσιν ἁπλοῦς D.S.5.21.    2 disposition, character, ἐπίκλοπον ἦθος Hes.Op. 67,78; ἦ. ἐμφυές Pi.O.11(10).21; ἀκίχητα ἤ., of Zeus, A.Pr.187; τοὐμὸν ἦ. παιδεύειν S.Aj.595; ὦ μιαρὸν ἦ. Id.Ant.746; τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isoc.2.31; βελτίων τῆς πόλεως τὸ ἦ. D.20.14; esp. moral character, opp. διάνοια, Arist.EN1139a1; as the result of habit, τὸ πᾶν ἦ. διὰ ἔθος Pl.Lg.792e, cf. Arist.EE1220a39; ἦ. ἀνθρώπῳ δαίμων Heraclit.119; ἦ. πηγὴ βίου Stoic. ap. Stob.2.7.1; τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης, Pl.R.400d, D.61.16: freq. opp. πάθος, Arist.Rh.1356a23 (pl.), etc.; ἠθῶν τε καὶ παθῶν μίμησις D.H.Pomp.3; τὸ ἦ. πρᾶος Pl.Phdr.243c: less freq. in dat., ἀγοραῖος τῷ ἤ. Thphr.Char.6.2, cf. Inscr.Magn.164.3 (i/ii A.D.): pl., traits, characteristics, Pl.R.402d, Arist.EN1144b4 (in sg., τὸ τῆς ἀνδρείας ἦ. Pl.Lg.836d): seldom in pl., of an individual, στερρὸν τὰ ἤθεα Hp.Ep.11; ἱερὸς κατὰ τὰ ἤθη Ath.1.1e.    b of outward bearing, ὡς ἱλαρὸν τὸ ἦ. X.Smp.8.3; ὑγρότης ἤθους Lycurg.33; ὑψηλὸς τῷ ἤ. Plu.Dio4: in pl., of facial expression, ὀφθαλμῶν ἤθη Philostr.Gym. 25.    c in Rhet., delineation of character, ἦ. ἔχουσιν οἱ λόγοι ἐν ὅσοις δήλη ἡ προαίρεσις Arist.Rh.1395b13; ἦ. ἐμφαίνειν Phld.Rh.1.200S.; esp. opp. πάθος, Longin.9.15, etc.; κατ' ἦ. λέγεσθαι, opp. κατὰ πάθος, D.H.Comp.22, cf. Lys.19: in pl., πραγμάτων καὶ ἠθῶν Phld.Po.5.5; ἐν πάθεσι καὶ ἤθεσιν Demetr.Eloc.28, etc.; so of works of art, ἡ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦ. Arist.Po.1450a29; πάθος καὶ ἦ. καὶ σχημάτων χρῆσις Ael.VH4.3; πολλὰ ἤθη ἐπιφαίνει Philostr.Her.2.10; also of Music, S.E.M.6.49.    d dramatis persona, εἰσάγει ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλο τι ἦ. Arist.Po.1450a11, al.    3 also of animals, ἦ. τὸ πρὸς τοκέων (prob.l.for ἔθος) A.Ag.727, cf.E.Hipp.1219, Pl.R.375e, Arist. HA487a12 (pl.); τὸ ἦ. ἀσθενής, of a bird, ib.615a18; of things, nature, kind, παρὰ δ' ἦ. ἑκάστῳ (to each of the four elements) Emp. 17.28; τοῦ πυρετοῦ Gal.7.353.    4 ἐν ἤθει tactfully (cf. ἠθικός 11.2), προσφέρεσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν Plu.2.73e. cf. Herm. in Phdr.p.195A.; διὰ μέτριον ἦθος, of the expression δοκεῖ μοι, Steph.in Hp.1.59D.

German (Pape)

[Seite 1157] τό (vgl. ἔθος), 1) der gewohnte Aufenthalt, Wohnsitz, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤθεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od. 14, 411, also Stall, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον ζῷον εἰς τὰ ἤθεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤθεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤθεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος θεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤθη Hel. 281; sp. D., ἤθεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω εἰς τὰ ἤθεα τὰ αὑτοῦ, An. 5, 20, 6; ἔνθα φίλα τὰ ἤθη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατὰ τρόπον ἤθει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Uebergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) Gewohnheit, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; ἦθος ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤθεα καὶ κέαρ ἀπαράμυθον Prom. 184; ὦ μιαρὸν ἦθος Soph. Ant. 742; παιδεύειν ἦθος Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤθη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤθεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤθεσι παιδευθέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ ἦθος, mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; φιλόπολις τὸ ἦθος Thuc. bei Poll. 9, 26; βελτίων τὸ ἦθος Dem. 20, 14; ἀσθενὴς τὸ ἦθος Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤθει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤθη, Ath. VI, 260 d, κράτιστος τὰ ἤθη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤθεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤθη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤθει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤθη, Ath. I, 1 e. – Vgl. ἔθος; Plat. vrbdt τρόπων ἤθεσι καὶ ἔθεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤθη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ ἦθος Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Ggstz von πάθος. S. die compp.

Greek (Liddell-Scott)

ἦθος: -εος, τὸ, (ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔθος, ἴδε Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1)· - συνήθης διαμονή, ἐνδιαίτημα· ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. τὰ μέρη, ἔνθα συχνάζουσιν ἢ κατοικοῦσι ζῷα, μετά τ’ ἤθεα καὶ νόμον ἵππων Ἰλ. Ζ. 511· σύας ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Ὀδ. Ξ. 411· ἐπὶ λεόντων, Ἡρόδ. 7. 125· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 93· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων οἰκήσεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 166, 523, Ἡρόδ. 1. 15, 157, κτλ.· - σπάν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 64, Εὐρ. Ἑλ. 274, Ἀριστ. Κόσμ. 6, 16· - ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι, μακρὰν τοῦ συνήθους μέρους αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 142· ἐπὶ δένδρων, Καλλίστρ. 154. ΙΙ. ὡς τὸ ἔθος, συνήθεια, ἔθιμον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136, Ἡρόδ. 2. 80, 35, κ. ἀλλ. 2) οἱ τρόποι καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, ἡ διάθεσις αὐτῶν, ὁ χαρακτήρ, Λατ. ingenium, mores, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, 78· ἦθος ἐμφυὲς Πίνδ. Ο. 11 (10). 20· ἀκίχητα ἤθεα, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Πρ. 184· τοὐμὸν ἦθος παιδεύειν Σοφ. Αἴ. 595· ὦ μιαρὸν ἦθος, ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 745· τὸ τῆς πόλεως ἦθος Ἰσοκρ. 21Α· τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης Πλάτ. Πολιτ. 400D, Δημ. 1406. 5· διὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀγωγὴν πρᾶος, βελτίων, ἀσθενής τὸ ἦθος, ἤπιος, κτλ. κατὰ τὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Φαίδρ. 243Β, Δημ. 460. 28, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1· σπανιώτερον κατὰ δοτ., ἀγοραῖος τῷ ἤθει Θεόφρ. Χαρ. 6· - ὡσαύτως ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὡς ἱλαρὸν τὸ ἦθος Ξεν. Συμπ. 8, 3· ὑψηλὸς τῷ ἤθει Πλάτ. Δίωνι 4. β) ἐν τῇ Ρητορ., ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διάθεσις τοῦ ἀγορεύοντος ἐντυπούμενα διὰ τοῦ λόγου αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀκροατάς, ἠθικὴ ἐντύπωσις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 3., 2. 21, 16· κατ’ ἦθος λέγεσθαι, ἀντίθ. κατὰ πάθος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, πρβλ. Quintil. 6. 2, 8 κἑξ.· οὕτως ἐπὶ τῆς ἠθικῆς ἐντυπώσεως, ἣν ἐμποιεῖ ἄγαλμα, Φιλόστρ. 683· οὕτω, poëma moratum, Cic. Div. 1. § 66, πρβλ. Hor. A. P. 319. - Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. 2, τὸ ἦθος κεῖται σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ., πλὴν ὁπόταν λέγηται ἐπὶ πολλῶν προσώπων, ἀλλ’ ἴδε τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἀναφερομένους παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 364· 3) ἐν τῷ πληθ. καθόλου, ἐπὶ τρόπων, ὡς τὸ Λατ. mores, Ἡσ. Θ. 66, Ἡρόδ. 4. 106, Θουκ. 2. 61· ἤθεσι καὶ ἔθεσι, ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμοι 968D· τρόποι καὶ ἤθη αὐτόθι 896Ε· ἡ περὶ τὰ ἤθη πραγματεία Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7, κτλ. 4) ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων (οὕτως ὁ Coningt. ἀντὶ ἔθος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 727, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1219, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 12, κτλ.· - ἐπὶ πραγμάτων, φύσις, εἶδος, τοῦ πυρετοῦ Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. au plur. séjour habituel, demeure, résidence (écurie, étable, repaire, pâturage, etc.) ; abs. région où le soleil se lève;
II. caractère habituel :
1 coutume, usage;
2 manière d’être ou habitudes d’une personne, caractère : ἦθος τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης PLAT disposition de l’âme, de l’esprit ; τῆς πόλεως ISOCR caractère de la cité ; t. de rhét. impression morale (produite par un orateur) ; p. ext. τὰ ἤθη la personne elle-même;
3 p. ext. mœurs : ἤθη καὶ ἔθη, τρόποι καὶ ἤθη PLAT le caractère et les mœurs.
Étymologie: p. *Ϝήθος, ion. c. ἔθος, de la R. ΣϜεθ.

English (Autenrieth)

(ϝῆθος), pl. ἤθεα: accustomed places, haunts, Il. 6.511; of ‘pens,’ Od. 14.411.

English (Slater)

ἦθος (ϝηθ-, (O. 11.20) )
   a nature, character τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος (O. 11.20) ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (N. 8.35)
   b haunt, home Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι (Boeckh: ἤθεσιν codd.: contra Puech, “partager la vie”) (P. 4.258)

English (Strong)

a strengthened form of ἔθος; usage, i.e. (plural) moral habits: manners.

English (Thayer)

ᾔθεος (ἐθους), τό (akin to ἔθος, probably from ἘΩ, whence ἧμαι, έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));
1. a customary abode, dwelling-place, haunt, customary state (Homer, Hesiod, Herodotus, others).
2. custom, usage (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη morals, character (Latin mores) Menander; cf. Menander fragment, Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)

Greek Monolingual

το (AM ἦθος)
1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος
2. στον πληθ. τα ήθη
ο τρόπος της ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει της ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο κοινωνικός τρόπος ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών μελισσών» γ. «βελτίων ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ ἦθος», Δημοσθ.)
3. οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε κάθε κοινωνία και αναλογούν στις εκάστοτε αντιλήψεις για το τί είναι ορθό και πρέπον (α. «η δημοσίευση άσεμνων εικόνων αποτελεί προσβολή κατά τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)
4. διάθεση, ψυχική ιδιότητα ή κατάσταση (α. «τὸ ἦθος πρᾷος», Πλάτ.)
β. «με ήθος γλυκύτατον... του απεκρίθη»)
5. α) εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)
β) χαρακτηριστικά
γ) η εξωτερική όψη, η έκφραση του ατόμου σε ορισμένη στιγμή (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος», Ξεν.
β. «το ήθος της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)
6. στάση, συμπεριφορά («μην αλλάζεις ήθος»)
νεοελλ.
1. ψυχική δύναμη
2. συνήθεια
3. στον πληθ. τα ήθη
τα καμώματα, τα νάζια
αρχ.
1. (για ζώα
μετά τον Όμ. και για ανθρώπους) τόπος διαμονής, τόπος μόνιμης εγκατάστασης, κατάλυμα, ενδιαίτημα, κατοικία, στέκι
2. (ειδ. για τον ήλιο) ο τόπος από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη αφετηρία του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῑλαι» — έλεγαν ότι ο ήλιος ανέτειλε έξω, μακριά από την κανονική του αφετηρία, Ηρόδ.)
3. ο ηθικός χαρακτήρας κάθε ατόμου
4. ο χαρακτήρας του ανθρώπου ως αποτέλεσμα έξεως («ἦθος ανθρώπῳ δαίμων», Ηράκλ.)
5. (ρητ.) η εξωτερίκευση του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η μίμηση του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου
6. (για έργα τέχνης) έκφραση, ηθική εντύπωση («ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδέν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.)
7. (για μουσική) το ύφος, ο ιδιαίτερος αισθητικός χαρακτήρας κλίμακας ή οργάνου
8. πρόσωπο του δράματος
9. (για πράγματα) φύση, είδος
10. ηθικό δίδαγμα
11. στον πληθ. τὰ ἤθη και ἤθεα
α) κατάλυμα ζώων, στάβλος, αχούρι
β) χοιροστάσιο
γ) (για λιοντάρια) σπηλιά, κρησφύγετο
δ) (για πτηνά και ψάρια) φωλιά
ε) (για δέντρα) ο τόπος όπου αυτά ευδοκιμούν
στ) (για την ψυχή ή για την ανθρώπινη υπόσταση) το ιδιαίτερο γνώρισμα, η ενυπάρχουσα ιδιότητα («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», Πλάτ.)
12. φρ. α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς ἦθος» — η διάθεση ή η ενέργεια που προέρχονται από το ένστικτο
β) «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» — η ψυχική διάθεση, η ροπή
γ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η έκφραση του βλέμματος
δ) «ἐν ἤθει»
i) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια
ii) με έμφαση
iii) συμβολικά, μεταφορικά
iv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόπο
ε) «μετὰ ἤθους»
i) συμβολικά
ii) με έμφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swēdh, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «συνήθης τόπος διαμονής», «συνήθεια», «είδος» κ.ά. Η ρίζα ηθ- εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της (-ωθ-) στον παρακμ. είωθα και τη συνεσταλμένη της στο έθος (εθ-). Η λ. ήθος απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ήθης. Η διαφοροποίηση της σημασίας τών ήθος «χαρακτήρας» και έθος «συνήθεια» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.
ΠΑΡ. ηθικός
αρχ.
ηθαίος, ηθάς, ηθείος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηθογράφος, ηθοποιός
αρχ.
ηθολόγος
(Β' συνθετικό) αήθης, ασυνήθης, ευήθης, κακοήθης, καλοήθης, συνήθης
αρχ.
ακακοήθης, γυναικοήθης, επισυνήθης, κακήθης, λατινοήθης, μωροκακοήθης, ομήθης, ομοήθης, πολυήθης, συνομήθης, υπερευήθης, υποκακοήθης, φιλοσυνήθης, χειροήθης, χοροήθης, χρηστοήθης.