χωρίς: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χῶρι]] και σε <b>επιγρ.</b> [[χωρί]] Α<br />(ως καταχρ. [[πρόθεση]]) [[δίχως]], [[άνευ]] (α. «[[χωρίς]] [[θέρμη]] θερμάθηκε», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[χωρίς]] να θέλεις [[έξαφνα]] [[βαριά]] ν' αναστενάζεις», Βαλαωρ.<br />γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χωρίς]] [[άλλο]]» — ανυπερθέτως, [[οπωσδήποτε]]<br />β) «[[χωρίς]] [[αμφιβολία]]» — αναμφίβολα, βεβαιότατα<br />γ) «[[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]]» — [[μάταια]], ανώφελα<br />δ) «[[χωρίς]] [[συζήτηση]]» — [[ασυζητητί]], με [[μεγάλη]] [[προθυμία]]<br />ε) «[[χωρίς]] [[μυαλό]]» — απερίσκεπτα<br />στ) «[[χωρίς]] λόγο» — αναίτια, [[δίχως]] να υπάρχει σοβαρή [[αιτία]] ή [[αφορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χωριστά]], [[χώρια]] («χωρὶς [[κέεται]] ὁ [[νεκρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>ἢ ὅτι</i>) [[εκτός]] από («Λυδοὶ δὲ νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ [[θήλεα]] [[τέκνα]] καταπορνεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) α) [[δίχως]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[θέληση]] κάποιου («ὃς τήνδ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[μακριά]] από κάποιον («χωρὶς ᾤκισται θεῶν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) ανεξάρτητα, [[εκτός]] τών άλλων («χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες | |mltxt=ΝΜΑ, και [[χῶρι]] και σε <b>επιγρ.</b> [[χωρί]] Α<br />(ως καταχρ. [[πρόθεση]]) [[δίχως]], [[άνευ]] (α. «[[χωρίς]] [[θέρμη]] θερμάθηκε», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[χωρίς]] να θέλεις [[έξαφνα]] [[βαριά]] ν' αναστενάζεις», Βαλαωρ.<br />γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[χωρίς]] [[άλλο]]» — ανυπερθέτως, [[οπωσδήποτε]]<br />β) «[[χωρίς]] [[αμφιβολία]]» — αναμφίβολα, βεβαιότατα<br />γ) «[[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]]» — [[μάταια]], ανώφελα<br />δ) «[[χωρίς]] [[συζήτηση]]» — [[ασυζητητί]], με [[μεγάλη]] [[προθυμία]]<br />ε) «[[χωρίς]] [[μυαλό]]» — απερίσκεπτα<br />στ) «[[χωρίς]] λόγο» — αναίτια, [[δίχως]] να υπάρχει σοβαρή [[αιτία]] ή [[αφορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> [[χωριστά]], [[χώρια]] («χωρὶς [[κέεται]] ὁ [[νεκρός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με το <i>ἢ ὅτι</i>) [[εκτός]] από («Λυδοὶ δὲ νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ [[θήλεα]] [[τέκνα]] καταπορνεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με γεν.) α) [[δίχως]] τη [[βοήθεια]] ή τη [[θέληση]] κάποιου («ὃς τήνδ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[μακριά]] από κάποιον («χωρὶς ᾤκισται θεῶν», <b>Ευρ.</b>)<br />γ) ανεξάρτητα, [[εκτός]] τών άλλων («χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες τοῦτο», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) με [[κάπως]] διαφορετικό τρόπο («χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέουσ' [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> διαφορετικού είδους ή διαφορετικής ποιότητας («[[χωρίς]] το τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια» — [[άλλο]] το να λέει [[κανείς]] [[πολλά]] και [[άλλο]] το να λέει ό,τι [[είναι]] χρήσιμο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> (με αρθρ.) τὸ [[χωρίς]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> το διαιρετό («τὸ ἓνκαὶ [[χωρίς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «χωρὶς αἰτιῶ» — [[δίχως]] αποδείξεις (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «χωρὶς ποιῶ» — [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] <b>(Ισοκρ.)</b><br />γ) «χωρὶς [[βλέπω]]» — [[αλληθωρίζω]] <b>(Τιμοκλ.)</b><br />δ) «χωρὶς [[τίθημι]]»<br />(σχετικά με χρήματα) [[βάζω]] στην [[άκρη]], [[αποταμιεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ., ως [[προς]] το [[θέμα]] της, συνδέεται με τα [[χώρα]] /[[χώρος]] και έχει σχηματιστεί με επιρρμ. κατάλ. -<i>ι</i>-<i>ς</i>, που ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόματος ή επιθέτου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἅλ</i>-<i>ις</i>, <i>μόλ</i>-<i>ις</i>, <i>μέχρ</i>-<i>ις</i>). Για τον τονισμό της λ. στη [[λήγουσα]] <b>[[πρβλ]].</b> [[ἀμφίς]]. Για τη σημ., [[τέλος]], του τ., <b>βλ. λ.</b> [[χωρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
English (LSJ)
Adv., also χωρί, q. v.: (v. χῆρος):—A separately, apart, once in Il., 7.470; χ. μὲν πρόγονοι, χ. δὲ μέτασσαι, χ. δ' αὖθ' ἕρσαι Od.9.221, cf. 4.130, Sapph.Supp.20a.16, IG12.108.32, al.; χ. ἡ τιμὴ θεῶν A.Ag.637; κεῖται χ. ὁ νεκρός Hdt.4.62; χ. περὶ αὐτῶν ἑκάστου οἱ νόμοι κεῖνται Antipho 5.10; χίλια τάλαντα . . χ. θέσθαι set them apart, in reserve, Th.2.24; χ. οἰκεῖν live apart, have an independent establishment, D.4.36, 47.72; χ. γενόμενοι being separated, X.Cyr. 4.1.18; χ. ἀπ' ἀλλήλων Parm.8.56, Pl.Phd.98c; μή με χ. αἰτιῶ without evidence, S.OT608; χ. ποιῆσαι distinguish, Isoc.15.68; χ. βλέπειν look two ways, squint, Timocl.27.6; opp. κοινῇ, Isoc.12.160; opp. κοινόν, E.Hec.860; χ. δέ . . and separately, and besides, Th.2.13; separately, Lys.22.16, Plu.Arist.20; λέγειν χ. περὶ ἑκάστου Lexap.Aeschin.1.35; χ. καὶ ἐν μέρει Id.3.2; περὶ τὸ ἓν καὶ χ. about the one and without [the one] Arist.Ph.203a14; otherwise, χ. δὲ μηδαμῶς Pl.Lg.950c; χ. ἢ ὁκόσοι except so many as... Hdt.2.77; χωρὶς ἢ ὅσα D.C.53.21; χωρὶς ἤ ὅτι Hdt.1.94,4.61,82; also χ. εἰ μή (condemned by Ps.-Hdn.post Moer.p.462P.), Plu.2.698f, A.D.Pron. 91.8, al.; χ. πλήν Paus.1.34.4. 2 metaph., of different nature, kind, or quality, Semon.7.1; χ. τό τ' εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται E.Alc. 528; χ. τό τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια S.OC808; χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε ἀλλήλοις διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Pl.Prt.336b. II as Prep. c. gen., without, A.Ag.926, etc.; without the help or will of, χ. Ζηνός S.Tr.1002(lyr.): after its case, πόνου χ. Id.El.915, cf. Theon. Sm.p.1H. 2 separate from, apart from, χ. ἀθανάτων Pi.O.9.41; χ. ἀνθρώπων στίβου S.Ph.487; χωρὶς ᾤκισται θεῶν E.Hec.2; χ. ὀμμάτων ἐμῶν Id.Or.272; ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Pl.Phd.67a, etc. 3 independently of, without reckoning, Hdt.1.93, 106, 6.58; χ. τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί A.Pr.293 (anap.); χ. δὲ τῆς δόξης οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ . . Pl.Ap.35b. 4 differently from, otherwise than, χ. μυρηρῶν τευχέων πνέων A.Fr.180.5; χ. δήπου σοφία ἐστίν ἀνδρείας Pl.La.195a, cf. D.19.13.
German (Pape)
[Seite 1388] 1) advb., gesondert, getrennt, besonders, einzeln; Hom. χωρὶς δ' αὖθ' Ἑλένῃ πόρε δῶρα, Od. 4, 130, u. öfter; χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι 9, 221; χωρὶς ἡ τιμὴ θεῶν Aesch. Ag. 623; Soph. O. C. 812; κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός Her. 4, 62; χωρὶς ἤ, außer, χωρὶς ἢ ὁκόσοι, ausgenommen so viel wie, 2, 77; χωρὶς ἢ ὅτι, ausgenommen daß, 1, 94. 130. 164. 4, 61. 82; Plat. oft, χωρὶς ἀφελόντες ἀπὸ τῶν ἄλλων Polit. 258 c; χωρὶς διαιρεῖν, διαλαβεῖν u. ä.; über χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή u. χωρὶς πλήν vgl. Lob. zu Phryn. p. 459; χωρὶς οἰκεῖν, abgesondert wohnen, seine eigne Wirthschaft haben, Dem. 47, 35 u. öfter; Ggstz von κοινῇ Isocr. 12, 160. – Uebtr., verschiedenartig, von verschiedener Beschaffenheit, Simonds. mul. 1; vgl. Schäf. Theogn. 91; χωρὶς γενόμενοι, in verschiedene Schaaren getheilt, Xen. Cyr. 4, 1,18; – anders, von anderer Art, Soph. O. R. 208; – außerdem, Plat. Legg. XII, 950 c. – 2) praepos. c. genit., getrennt wovon, ohne; χωρὶς ἀθανάτων Pind. Ol. 9, 44; Aesch. Ag. 900; μή μ' ἀφῇς ἐρῆμον οὕτω χωρὶς ἀνθρώπων στίβου Soph. Phil. 485, u. oft; χωρὶς εἶναι ἀλλήλων, im Ggstz von ὁμοῦ εἶναι, Xen. Cyr. 6, 1,7; χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν, fern von meinen Augen, Eur. Or. 272; abgesehen wovon, außer, Her. 1, 93. 106. 6, 58; χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ' ἢ σοί Aesch. Prom. 290; – verschieden wovon, anders als, χωρὶς δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. Lach. 195 a, u. öfter, wie Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρίς: Ἐπίρρ., ὡσαύτως, χῶρι, ὃ ἴδε· (ἴδε ἐν λ. χῆρος)· - «χωριστά», κεχωρισμένως ἀπὸ τῶν ἄλλων, κατ’ ἰδίαν, ἅπαξ ἐν Ἰλ. Ζ. 470· χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ’ αὖθ’ ἕρσαι Ὀδ. Ι. 221, πρβλ. Δ. 130, κλπ.· χ. ἡ τιμὴ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 637· μή με χ. αἰτιῶ, χωρὶς αἰτίας, χωρὶς ἀποδείξεων, Σοφ. Ο. Τ. 608 κεῖται χ. ὁ νεκρὸς Ἡρόδ. 4. 62· χ. κεῖνται οἱ νόμοι περί τινος Ἀντιφῶν 140. 23· χίλια τάλαντα ... χ. θέσθαι, χωριστά, κατὰ μέρος, Θουκ. 2. 24· χ. οἰκεῖν, κατοικεῖν χωριστά, ἰδιαιτέρως, Δημ. 50. 22., 1161. 15· χ. γενόμενοι, χωρισθέντες, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· χ. ποιεῖν, διακρίνειν, Ἰσοκρ. 342D· παραδόξως: χωρὶς βλέπειν, δηλ. κατὰ δύο διευθύνσεις, περὶ τοῦ Καλλιμέδοντος ὃς ἦν διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, δηλ. «ἀλλοίθωρος», Τιμοκλῆς ἐν «Πολυπράγμονι» 1· ἀντίθετ. τῷ κοινῇ, Ἰσοκρ. 266D· τῷ κοινὸν Εὐρ. Ἑκ. 860· χ. δέ ..., καὶ χωριστά, καὶ προσέτι, Θουκ. 2. 13· ἀντίθετ. τῷ ἰδίᾳ μέν, Πλουτ. Ἀριστείδ. 20· χωριστά, καθ’ ἕκαστον, Λυσίας 165. 35· χ. λέγειν Αἰσχίν. 5.32, πρβλ. 54. 8· τὸ χ., τὸ διαιρούμενον, τὸ διαιρετόν, τὸ ἕν καὶ χ. Ἀριστ. Φυσικ. 3. 4, 4· - προσέτι, ἐκτός, χ. δὲ μηδαμῶς Πλάτ. Νόμ. 950C· - χ. ἢ ὁκόσοι, πλὴν ὅσοι ..., Ἡρόδ. 2. 77· χωρὶς ἢ, ἐκτὸς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι ὁ αὐτ. 1. 94· χωρὶς ἢ ὅτι, ἐκτὸς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι πολλῷ μέζονας ὁ αὐτ. 4.61, 82· - περὶ τοῦ χωρὶς εἰ, χωρὶς εἰ μή, καὶ χωρὶς πλήν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 459· χ. ἀπ’ ἀλλήλων Πλάτ. Φαίδ. 98C. 2) μεταφορ., διαφόρου φύσεως, εἴδους ἢ ποιότητος, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6.1, πρβλ. Schäfer εἰς Θέογν. 91· χ. τό τ’ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται Εὐρ. Ἄλκ. 528· χ. τὸ τ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια Σοφ. Ο. Κ. 808· χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Πλάτ. Πρω. 336Β· πρβλ. ἀμφὶς ΙΙ, ἐν τέλει. ΙΙ. ὡς πρόθ., μετὰ γεν., ἄνευ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926, Σοφ. Ἠλ. 945, κτλ.· ἄνευ τῆς βοηθείας ἢ θελήσεώς τινος, χ. Ζηνός Λατ. sine Diis, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1003. 2) χωριστὰ ἀπό τινος, μακρὰν ἀπό τινος, χ. ἀθανάτων Πινδ. Ο. 9. 61· χ. ἀνθρώπων στίβου Σοφ. Φιλ. 487· χωρὶς ᾤκισται θεῶν Εὐρ. Ἑκ. 2· χ. ὀμμάτων ἐμῶν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 272· ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδ. 67Α, κλπ. 3) ἀνεξαρτήτως ἀπό τινος, χωρὶς νὰ ὑπολογίσῃ τις ἢ χωρὶς νὰ ἀναφέρῃ ..., ἐκτὸς τῶν ἄλλων, προσέτι, Ἡρόδ. 1. 93, 106., 6. 58· χ. γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ’ ἢ σοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 290· χ. δὲ τῆς δόξης οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ ... Πλάτ. Ἀπολ. 35Β. 4) διαφόρως ἀπό τινος, ἄλλως πως ἤ, χ. μυρηρῶν τευχέων πνέουσ’ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179, Πλάτ. Λάχ. 195Α, πρβλ. Δημ. 345. 6.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
séparément :
I. à part : χωρὶς εἶναι XÉN être séparé ; χωρὶς μὲν…, χωρὶς δέ, d’un côté…, de l’autre ; χωρὶς οἰκεῖν DÉM habiter à part ; χωρὶς ποιεῖν ISOCR distinguer ; χωρίς τινι διδόναι IL ou πορεῖν OD donner qch à qqn en particulier ; p. suite :
1 séparément de, à part : ἡ ψυχὴ χωρὶς τοῦ σώματος PLAT l’âme séparément du corps ; loin de : χωρὶς ἀνθρώπων, à l’écart des hommes, loin des hommes ; χωρίς τινος, ἀπό τινος, loin de qqn ou de qch;
2 sans, avec le gén.;
3 à part, à l’exception de, outre, gén. : χωρὶς τούτων, à part cela, outre cela ; au commenc. d’une phrase, en outre ; χωρὶς ἡ ὁκόσαι HDT excepté toutes celles qui ; χωρὶς ἤ, χωρὶς ὅτι, χωρὶς ἢ ὅτι, excepté que ; θαυμασία δ’ ἡ χώρη οὐκ ἔχει χωρὶς εἰ ὅτι ποταμούς HDT le pays n’a rien de remarquable, excepté les fleuves ; χωρὶς εἰ μή, χωρὶς ἂν μή, excepté si, à moins que, etc.
II. différemment : χωρὶς τό τ’ εἶναι καὶ τὸ μὴ νομίζεται EUR être ou n’être pas sont réputés choses différentes ; χωρὶς τά τ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια SOPH parler beaucoup et à propos sont choses différentes.
Étymologie: cf. χῆρος.
English (Autenrieth)
separately, apart, by oneself.
English (Slater)
χωρίς prep, c. gen.,
1 apart from ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων (O. 9.41)
English (Strong)
adverb from χώρα; at a space, i.e. separately or apart from (often as preposition): beside, by itself, without.
English (Thayer)
(ΧΑΩ, see χώρα (cf. Curtius, § 192)), adverb, from Homer down;
1. separately, apart: Winer s Grammar, § 54,6);
a. wilhout any person or thing (making no use of, having no association with, apart from, aloof from, etc.): 1Cor. (iv. 8); Treg. marginal reading); παραβολῆς, without making use of a parable, ὁρκωμοσίας, χωρίς αἵματος, ἁιματεχυσιας, without i. e. being absent or lacking: R. V. apart from); ἐκ),20,26 (in these three examples R. V. apart from); without connection and fellowship with one, R. V. apart from); destitute of the fellowship and blessings of one: χωρίς Χριστοῦ (cf. Winer s Grammar, § 54,2a.;. R. V. separate from Christ), without the intervention (participation or cooperation) of one, χωρίς θεμελίου, without laying a foundation, χωρίς τῆς σής γνώμης, without consulting you (cf. γνώμη, at the end (Polybius 3,21, 1,2. 7)), χωρίς ἀντιλογίας, οἰκτίρμων, χωρίς τοῦ σώματος, freed from the body, L T Tr WH ( ἐκτός, which seeb. α.); χωρίς ἁμαρτίας, without association with sin, i. e. without yielding to sin, without becoming stained with it, besides: ἄνευ.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α
(ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι
β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν' αναστενάζεις», Βαλαωρ.
γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «χωρίς άλλο» — ανυπερθέτως, οπωσδήποτε
β) «χωρίς αμφιβολία» — αναμφίβολα, βεβαιότατα
γ) «χωρίς αποτέλεσμα» — μάταια, ανώφελα
δ) «χωρίς συζήτηση» — ασυζητητί, με μεγάλη προθυμία
ε) «χωρίς μυαλό» — απερίσκεπτα
στ) «χωρίς λόγο» — αναίτια, δίχως να υπάρχει σοβαρή αιτία ή αφορμή
αρχ.
(ως επίρρ.)
1. χωριστά, χώρια («χωρὶς κέεται ὁ νεκρός», Ηρόδ.)
2. (με το ἢ ὅτι) εκτός από («Λυδοὶ δὲ νόμοισι παραπλησίοισι χρέωνται καὶ Ἕλληνες, χωρὶς ἢ ὅτι τὰ θήλεα τέκνα καταπορνεύουσι», Ηρόδ.)
3. (με γεν.) α) δίχως τη βοήθεια ή τη θέληση κάποιου («ὃς τήνδ' ἄτην χωρὶς Ζηνὸς κατακηλήσει;», Σοφ.)
β) μακριά από κάποιον («χωρὶς ᾤκισται θεῶν», Ευρ.)
γ) ανεξάρτητα, εκτός τών άλλων («χωρὶς δὲ τοῦ φόρου ἥρπαζον περιελαύνοντες τοῦτο», Ηρόδ.)
δ) με κάπως διαφορετικό τρόπο («χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέουσ' ἐμοί», Αισχύλ.)
4. μτφ. διαφορετικού είδους ή διαφορετικής ποιότητας («χωρίς το τ' εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια» — άλλο το να λέει κανείς πολλά και άλλο το να λέει ό,τι είναι χρήσιμο, Σοφ.)
5. (με αρθρ.) τὸ χωρίς
(φιλοσ.) το διαιρετό («τὸ ἓνκαὶ χωρίς», Αριστοτ.)
6. φρ. α) «χωρὶς αἰτιῶ» — δίχως αποδείξεις (Σοφ.)
β) «χωρὶς ποιῶ» — διακρίνω, ξεχωρίζω (Ισοκρ.)
γ) «χωρὶς βλέπω» — αλληθωρίζω (Τιμοκλ.)
δ) «χωρὶς τίθημι»
(σχετικά με χρήματα) βάζω στην άκρη, αποταμιεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., ως προς το θέμα της, συνδέεται με τα χώρα /χώρος και έχει σχηματιστεί με επιρρμ. κατάλ. -ι-ς, που ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόματος ή επιθέτου (πρβλ. ἅλ-ις, μόλ-ις, μέχρ-ις). Για τον τονισμό της λ. στη λήγουσα πρβλ. ἀμφίς. Για τη σημ., τέλος, του τ., βλ. λ. χωρίζω.
Greek Monotonic
χωρίς: επίρρ.:
I. 1. χωριστά, κατ' ιδίαν, χωριστά από κάποιον ή κάποιους, σε Όμηρ.· κεῖται χωρὶς ὁ νεκρός, σε Ηρόδ.· χωρὶς θέσθαι, τοποθετώ χωριστά, κρατώ σε απόσταση, σε Θουκ.· χωρὶς οἰκεῖν, ζω χωριστά, σε Δημ.· μή με χωρὶς αἰτιᾷς, μη με κατηγορείς χωρίς αιτία, σε Σοφ.,· χωρὶςποιεῖν, διαχωρίζω, σε Ισοκρ.· χωρὶς δέ..., και χωριστά, πέραν, σε Θουκ.· χωριστά, ένας-ένας, σε Λυσ.· χωρὶς ἤ, εκτός, χωρὶς ἢ ὅτι, εκτός από αυτό, σε Ηρόδ.· χωρὶς ἢ ὁκόσοι, εκτός απ' όσους, στον ίδ.
2. μεταφ., από διαφορετική φύση, είδος, ποιότητα, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. ως πρόθ., με γεν., χωρίς, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· χωρὶς Ζηνός, χωρίς τη βοήθεια ή τη θέληση κάποιου, Λατ. sine Diis, σε Σοφ.
2. χωριστά από, μακριά από, χωρὶςἀνθρώπων στίβου, στον ίδ.· ἡ ψυχὴ χωρὶς τοῦ σώματος, σε Πλάτ.
3. ανεξαρτήτως, χωρίς να υπολογίσουμε, εκτός των άλλων, επιπλέον, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
4. διαφορετικά, αλλιώς, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
χωρίς:
I adv.
1) отдельно, порознь, врозь (δοῦναί τί τινι Hom.; κεῖσθαι Her.; οἰκεῖν Dem.): χ. θέσθαι τι Thuc. отложить в сторону, спрятать про запас что-л.; χ. γενόμενοι Xen. разделившись на отдельные группы;
2) лично, по личному мнению: χ. αἰτιᾶσθαί τινα Soph. обвинять кого-л. по личному впечатлению, т. е. не спросив его в чем дело; εἰ δ᾽ ἐμοὶ φίλος ὅδ᾽ ἐστί, χ. τοῦτο κοὐ κοινὸν στρατῷ Eur. если он мне дорог, то это чувство мое личное, а не (всего) войска; ἔστησαν δὲ τρόπαιον, ἰδίᾳ μὲν Λακεδαιμόνιοι χ. δ᾽ Ἀθηναῖοι Plut. они воздвигли трофей: лакедемоняне - свой, а афиняне - свой;
3) кроме того, сверх того: χ. δὲ χρυσίου ἀσήμου Thuc. кроме того (имелось) золото в слитках;
4) не считая, за исключением: χ. ἢ ὁκόσοι σφι ἱροὶ ἀποδεδέχαται Her. (египтяне едят животных), за исключением тех, которые считаются у них священными;
5) различно, иначе: χ. ᾤμην εἶναι τὸ συνεῖναί τε ἀλλήλοις διαλεγομένους καὶ τὸ δημηγορεῖν Plat. я считал, что беседовать друг с другом - одно, а говорить публично - другое; χ. τὸ τ᾽ εἶναι καὶ τὸ μή Eur. быть и не быть - вещи разные.
II praep. cum gen.
1) без (Aesch. etc.; πόνου χ. οὐδὲν εὐτυχεῖ Soph.);
2) вдали от (ἀθανάτων Pind.; ἀνθρώπων στίβου Soph.): ἐξαμεῖψαι χ. ὀμμάτων τινός Eur. скрыться с чьих-л. глаз;
3) кроме, помимо: χ. τοῦ φόρου ἥρπαζον τοῦτο ὅ τι ἔχοιεν ἕκαστοι Her. помимо обложения данью, (скифы) грабили все, что каждый имел; χ. τῆς δόξης Plat. не говоря об (общественном) мнении;
4) по-иному, иначе: χ. δήπου σοφία ἐστὶν ἀνδρείας Plat. ведь мудрость не то, что мужество.
Middle Liddell
I. separately, asunder, apart, by oneself or by themselves, Hom.; κεῖται χ. ὁ νεκρός Hdt.; χ. θέσθαι to set apart, keep in reserve, Thuc.; χ. οἰκεῖν to live apart, Dem.; μή με χ. αἰτιῶ accuse me not without evidence, Soph.; χ. ποιεῖν to distinguish, Isocr.; χωρὶς δέ . . , and separately, besides, Thuc.: — separately, one by one, Lys.; χωρὶς ἤ except, χ. ἢ ὅτι except that, Hdt.; χ. ἢ ὅκοσοι except so many as, Hdt.
2. metaph. of different nature, kind, or quality, Soph., Eur.
II. as prep. c. gen. without, Aesch., Soph., etc.; χ. Ζηνός without his help or will, Lat. sine Diis, Soph.
2. separate from, apart or aloof from, far from, χ. ἀνθρώπων στίβου Soph.; ἡ ψυχὴ χ. τοῦ σώματος Plat.
3. independent of, without reckoning, not to mention, besides, Hdt., Aesch.
4. differently from, otherwise than, Plat., Dem.
Chinese
原文音譯:cwr⋯j 何里士
詞類次數:副,介(40)
原文字根:地方
字義溯源:到某處,脫離,分開,除外,另,不,不用,不可,不要,不是,不在乎,沒有,無,無關,離開,以外,除了;源自(χώρα)=地方), (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開)
出現次數:總共(40);太(3);可(1);路(1);約(3);羅(6);林前(3);林後(1);弗(1);腓(1);提前(2);門(1);來(13);雅(4)
譯字彙編:
1) 沒有(12) 路6:49; 羅7:8; 羅7:9; 羅10:14; 門1:14; 來7:21; 來11:40; 來12:8; 雅2:18; 雅2:20; 雅2:26; 雅2:26;
2) 除了(4) 太14:21; 太15:38; 林後11:28; 來4:15;
3) 不用(4) 太13:34; 可4:34; 林前4:8; 來9:18;
4) 不(3) 來7:20; 來9:7; 來9:22;
5) 在⋯以外(2) 羅3:21; 羅4:6;
6) 非有(2) 來11:6; 來12:14;
7) 脫離(2) 提前2:8; 提前5:21;
8) 無(2) 林前11:11; 林前11:11;
9) 在⋯之外(1) 約1:3;
10) 離了(1) 約15:5;
11) 在⋯以外的(1) 弗2:12;
12) 另(1) 約20:7;
13) 無關(1) 來9:28;
14) 無可(1) 來7:7;
15) 不在乎(1) 羅3:28;
16) 都不要(1) 腓2:14;
17) 不得(1) 來10:28
English (Woodhouse)
except, separately, without, exclusive of, in default of, in sunder, outside of, without reckoning