δυνατός: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui peut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> capable de : δυνατὸς [[πρός]] [[τι]] apte à qch ; λέγειν [[τε]] καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d'agir;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui peut remplir son office ; <i>en parl. d'animaux et de choses</i> : [[ἵππος]] [[δυνατός]] XÉN bon cheval ; [[ναῦς]] δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; <i>en parl. de pers.</i> fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d'âme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> puissant, influent (par le rang, la fortune, <i>etc.</i>) ; [[ἄνδρες]] δυνατοί XÉN <i>ou abs.</i> [[οἱ]] δυνατοί les riches <i>ou</i> les puissants, les grands;<br /><b>II.</b> ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l'inf. il est possible de ; <i>abs.</i> οὐχὶ ἐσώσαμέν [[σε]] οἷόν [[τε]] ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas <i>litt.</i> nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; <i>adv.</i> [[εἰς]] τὸ δυνατόν, [[ἐκ]] [[τῶν]] δυνατῶν XÉN selon le possible ; [[ὅσον]] [[γε]] δυνατόν EUR, [[ὡς]] δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; [[ὡς]] δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δύναμαι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui peut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> capable de : δυνατὸς [[πρός]] [[τι]] apte à qch ; λέγειν [[τε]] καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d'agir;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> qui peut remplir son office ; <i>en parl. d'animaux et de choses</i> : [[ἵππος]] [[δυνατός]] XÉN bon cheval ; [[ναῦς]] δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; <i>en parl. de pers.</i> fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d'âme;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> puissant, influent (par le rang, la fortune, <i>etc.</i>) ; [[ἄνδρες]] δυνατοί XÉN <i>ou abs.</i> [[οἱ]] δυνατοί les riches <i>ou</i> les puissants, les grands;<br /><b>II.</b> ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l'inf. il est possible de ; <i>abs.</i> οὐχὶ ἐσώσαμέν [[σε]] οἷόν [[τε]] ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas <i>litt.</i> nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; <i>adv.</i> [[εἰς]] τὸ δυνατόν, [[ἐκ]] [[τῶν]] δυνατῶν XÉN selon le possible ; [[ὅσον]] [[γε]] δυνατόν EUR, [[ὡς]] δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; [[ὡς]] δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[δύναμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῠνᾰτός:''' 3, Pind.<br /><b class="num">1)</b> [[сильный]], [[крепкий]], [[мощный]], [[могучий]] (χερσὶ καὶ ψυχᾷ Pind.; καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[могущественный]], [[влиятельный]] ([[ἄνδρες]] Xen.; [[πολιτεία]] Arst.): δ. χρήμασι Thuc., Plat. богатый, состоятельный; οἱ δυνατοί Soph., Thuc., Xen., Plat., Arst. власть имущие;<br /><b class="num">3)</b> [[умеющий]], [[умелый]], [[искусный]], [[способный]] (ποιεῖν τι Thuc. и [[κατά]] τι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[годный]], [[пригодный]], [[удобный]] (ὁδὸς δυνατὴ πορεύεσθαι Xen.; ἡ δυνατὴ οἰκεῖσθαι [[χώρα]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[хороший]], [[исправный]] ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἵππος]] Xen.; [[προτείχισμα]] Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> [[возможный]] (περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. [[δυνατόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῠνᾰτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[δύναμαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[ικανός]], [[ακμαίος]], [[ιδίως]], στο [[σώμα]], <i>τὸ δυνατώτατον</i>, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[ικανός]] να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ισχυρός]], στον ίδ.· <i>οἱ δυνατοί</i>, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε [[καταγωγή]], κοινωνική [[ιεραρχία]] και [[επίδραση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, [[πιθανός]], Λατ. [[quod]] fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυνατόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι</i>, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· <i>κατὰ τὸ δυνατόν</i>, [[quantum]] fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως <i>ἐς τὸ δ</i>., σε Ηρόδ.· [[ὅσον]] δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. [[ἔχει]], είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δῠνᾰτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν ([[δύναμαι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ισχυρός]], [[ρωμαλέος]], [[ικανός]], [[ακμαίος]], [[ιδίως]], στο [[σώμα]], <i>τὸ δυνατώτατον</i>, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[ικανός]] να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ισχυρός]], στον ίδ.· <i>οἱ δυνατοί</i>, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε [[καταγωγή]], κοινωνική [[ιεραρχία]] και [[επίδραση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., λέγεται για πράγματα, [[πιθανός]], Λατ. [[quod]] fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>δυνατόν</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι</i>, [[διαβατός]], προσπελάσιμος, σε Ξεν.· <i>κατὰ τὸ δυνατόν</i>, [[quantum]] fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως <i>ἐς τὸ δ</i>., σε Ηρόδ.· [[ὅσον]] δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-τῶς</i>, [[δυνατά]], ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. [[ἔχει]], είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῠνᾰτός:''' 3, Pind.<br /><b class="num">1)</b> [[сильный]], [[крепкий]], [[мощный]], [[могучий]] (χερσὶ καὶ ψυχᾷ Pind.; καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[могущественный]], [[влиятельный]] ([[ἄνδρες]] Xen.; [[πολιτεία]] Arst.): δ. χρήμασι Thuc., Plat. богатый, состоятельный; οἱ δυνατοί Soph., Thuc., Xen., Plat., Arst. власть имущие;<br /><b class="num">3)</b> [[умеющий]], [[умелый]], [[искусный]], [[способный]] (ποιεῖν τι Thuc. и [[κατά]] τι Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[годный]], [[пригодный]], [[удобный]] (ὁδὸς δυνατὴ πορεύεσθαι Xen.; ἡ δυνατὴ οἰκεῖσθαι [[χώρα]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[хороший]], [[исправный]] ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἵππος]] Xen.; [[προτείχισμα]] Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> [[возможный]] (περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. [[δυνατόν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνᾰτός Medium diacritics: δυνατός Low diacritics: δυνατός Capitals: ΔΥΝΑΤΟΣ
Transliteration A: dynatós Transliteration B: dynatos Transliteration C: dynatos Beta Code: dunato/s

English (LSJ)

ή, όν, also ός, όν Pi.N.2.14, Apollon. Cit.2:—A strong, mighty, in body or mind, ὅ τι ἦν αὐτῶν δυνατώτατον = the ablest-bodied men, Hdt.9.31; sound in limb, opp. ἀδύνατος, Lys.24.12; σῶμα δ. πρός τι X.Oec.7.23; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pi.N.9.39; τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς X.Mem.2.1.19; εἴς τι Pl.Hp.Mi.366a; κατά τι ib.366d (Sup.): c. acc., ibid. (Sup.); of ships, fit for service, Th.7.60; of things, δυνατώτερον ἀδικία δικαιοσύνης = injustice is stronger than justice Pl.R.351a; δυνατὸς λόγος a powerful argument, Epicur.Ep. 1p.31U.; δυνατὸν προτείχισμα Plb.10.31.8. 2 c. inf., able to do, Hdt. 1.97, etc.; λῦσαι δυνατός = mighty to loose, Pi.O.10(11).9; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος Th.1.139, Pl.Prt.319a; δυνατώτατοι καὶ τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λῃτουργεῖν Decr. ap. Arist.Ath.29.5; ἐᾶν τοὺς δ. ἄρχειν X.Ath.1.3; ὅσονπερ δ. εἰμι, with inf. omitted, E.Or.523. 3 of outward power, powerful, influential, S.El.219; τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Hdt.1.53; οἱ δυνατοί = the chief men of rank and influence, Th.2.65; χρήμασι δ. Id.1.13, etc., cf.OGI669.13 (i A. D.). 4 able to produce, productive, χώρα δυνατωτέρα εἰς τὴν καρπῶν ἔκφυσιν Gp.2.21.5. 5 potential, Arist.Metaph.1048a27. II Pass., of things, possible, οὐ δύνατον γένεσθαι Sapph.Supp.5.21, cf. Hdt.9.111, A.Ag.97 (lyr.), etc.; ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι practicable, X.An.4.1.24; λόγου δ. κατανοῆσαι Pl.Phd.90c; βίον τοῖς πλείστοις κοινωνῆσαι δ. Arist.Pol.1295a30; κατὰ τὸ δυνατόν = as is possible, as far as possible, Lat. quantum fieri possit, Pl. Cra.422d, D.3.6, etc.; ἐς τὸ δυνατόν Hdt.3.24; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δ. μάλιστα Pl.Phdr.277a; ἐκ τῶν δυνατῶν X.An.4.2.23; ἐπὶ τὸ δυνατόν Id.Cyn. 5.8; ἐν δυνατῷ εἶναι BCH29.172 (Delos, ii B. C.); also ὅσον δυνατόν E.IA997; ὅσον καθ' ἡμᾶς δυνατόν Id.Ba.183; esp. with Sup., ὡς δυνατὸν πλεῖστον Isoc.12.278; ὡς δ. κακίστους X.Mem.4.5.5; γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη D.24.13; τὰ δυνατά = things which are practicable, Th.5.89, cf. Arist. Rh.1359b1. III Adv. δυνατῶς = strongly, powerfully, εἰπεῖν δυνατῶς Aeschin. 2.48: Sup. δυνατώτατα = most ably, Pl.R.516d. 2 δυνατόν ἔχει = it is possible, Hdt.7.11.

Spanish (DGE)

(δῠνατός) -ή, -όν
• Alolema(s): cret. νυν- ICr.4.41.2.5, 7 (Gortina V a.C.), beoc. διουν- SEG 28.449.14 (Queronea III/II a.C.), eol. δύνατος Balbill.28.4, Eust.75.36
• Morfología: [tb. -ός, -όν Pi.N.2.14]
A I1posible, realizable τοῦτο γὰρ οὐ δυνατόν Thgn.626, cf. Hp.Morb.1.1, Isoc.1.7, Plu.2.1055e, οὐ ... μόνον τὴν ἀρίστην (πολιτείαν) δεῖ θεωρεῖν, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατήν Arist.Pol.1288b38, πράγματα Plb.3.48.3, εἰς τὰ δυνατὰ μέρη Str.2.1.22, ἡ ἄνοιξις en una puerta, Ach.Tat.2.19.6, frec. c. dat. de pers. o personif. ῥέξαι δαίμονι πᾶν δυνατόν Call.Fr.586, ὅ τε τρόπος τῆς λήψεως ... δ. ... τοῖς βουλομένοις Plb.9.19.9, (ἔργον) δ. ἡμῖν I.AI 3.189, πάντα δυνατά σοι Eu.Marc.14.36, cf. Porph.Chr.Pap.2, tb. c. otras constr. τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ θεῷ ἐστιν Eu.Luc.18.27, εὐχαριστῶ Μητρὶ Λητῷ ὅτι ἐξ ἀδυνάτων δυνατὰ ποιεῖ SEG 6.248 (Frigia, imper.)
frec. en la expr. ὅσον δυνατόν cuanto es posible, en la medida de lo posible ὅσον δυνατὸν ἀκριβείᾳ con la mayor exactitud posible Th.1.22, cf. 6.22, E.IA 997, Pl.Smp.196d, εὐδαιμονεῖν ... εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατόν ser todo lo feliz que puede ser un hombre Pl.Phdr.277a, ὅσον καθ' ἡμᾶς δυνατόν en la medida de nuestras fuerzas E.Ba.183, ἐφ' ὅσον ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ δυνατὸν ἦν Plb.8.1b.8, como refuerzo de un sup. ἐφ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἔγγιστα Plb.1.46.9, καθ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἀκριβέστατα Plb.3.22.3
ὡς δυνατόν todo lo posible, lo más posible οἱ δὲ πεζοὶ κατὰ κράτος ἔθεον ὡς δυνατὸν ἐν τάξει X.HG 7.2.22, frec. como refuerzo de un sup. ὡς δυνατὸν ὀρθότατα Pl.Lg.640d, ὡς δυνατὸν ... κακίστους malos a más no poder X.Mem.4.5.5, γνώμην ... ὡς δυνατὸν δικαιοτάτην una propuesta lo más justa posible D.24.13, cf. Isoc.12.248
neutr. subst. τὸ δυνατόν lo posible τὸ δυνατὸν ἕκαστον ἀπεργάσεσθαι Pl.Hp.Ma.295e, διαρριπτῶν ἐπὶ τὸ δυνατόν X.Cyn.5.8, ποιιώσας αὐ[τ] ὰς τὰ ἐπιταδδόμενα πᾶν τὸ διουνατόν llevando ellas a cabo lo que se les ordene en todo lo posible, SEG l.c., τὸ δυνατὸν καὶ τὸ μὴ δυνατὸν ... διευκρινεῖν Plb.12.22.6,
tb. en otras expr. c. prep. en la medida de lo posible, todo lo posible κατὰ τὸ δυνατόν Th.1.53, 2.89, Pl.Cra.422d, D.3.6, Plb.1.55.4, D.S.1.3, CPR 15.2.1 (I d.C.), ἐς τὸ δυνατόν Hdt.3.24, Simon.36.14, Pl.R.500c, D.S.11.4, App.BC 5.45, πρὸς τὸ δυνατόν D.S.1.3, μέχρι τοῦ δυνατοῦ Pl.R.498e, Plb.3.84.9, ἕως τοῦ δυνατοῦ Plb.11.15.1
ἐν δυνατῷ εἶναι tener la posibilidad de hacer algo ἐὰν ἐν δυνατῷ εἶ ID 1497bis.36 (II a.C.), cf. SEG 43.488 (Tracia IV a.C.), εἴπερ ἦν ἐν δυνατῷ Luc.Am.31, ἐφ' ὅσον ἦν ἐν δυνατῷ καὶ ἁπλότητι δηλῶσαι ὑμῖν Ep.Barn.17.1
neutr. plu. subst. τὰ δυνατά las cosas posibles, lo que es posible τὰ δυνατὰ πάντα ἐμεμηχάνητο Hdt.8.71, μὴ πλέω προσάπτεσθαι τῶν δυνατῶν no pretender alcanzar más que lo que es posible Democr.B 3, cf. 191, τὰ δυνατὰ ... δεῖ τῇ πόλει ξυλλαμβάνειν τοὺς εὖ φρονοῦντας las personas razonables han de contribuir a (los gastos de) la ciudad con lo que puedan Ar.Ec.861, τὰ δυνατὰ δ' ἐξ ὧν ἑκάτεροι ἀληθῶς φρονοῦμεν Th.5.89, τὰ δυνατὰ τῶν χρημάτων todo el dinero posible D.S.14.115, τὰ δυνατά νυν τόλμησον E.Io 976, cf. Arist.Rh.1363a21, Epicur.Sent.[5] 39, dif. de ψευδῆ Arist.Cael.281b8, Περὶ δυνατῶν tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.191, en expr. ἐκ τῶν δυνατῶν en la medida de lo posible Hp.Fract.48, Th.2.3, 4.51, Pl.R.618c, X.An.4.2.23, D.S.16.10
en sup. τῶν δυνατῶν lo más posible εἰς τὸ μήκιστον καὶ ἐλάχιστον, τῶν γε δυνατῶν Hp.Vict.1.4, cf. 3.69
en medic. casos posibles e.d. casos que tienen cura τὰ δυνατὰ μὴ ἐξιᾶσθαι Hp.Morb.1.6, ἐγὼ δὲ ἐν μὲν τοῖς δυνατοῖς οὐδὲν κελευσθῆναι περιμένω Luc.Abd.2.
2 c. inf. limitativo posible, que se puede ἀληθὴς ... λόγος καὶ δυνατὸς κατανοῆσαι razonamiento verdadero y que se puede entender Pl.Phd.90c, εἰ σφίσι δυνατὰ εἴη τὰ ἐν τῇ Σικελίᾳ πράγματα ὑποχείρια γενέσθαι si los asuntos de Sicilia pudieran quedar bajo su control Th.3.86, cf. 8.106, βίον τε τὸν τοῖς πλείστοις κοινωνῆσαι δυνατόν Arist.Pol.1295a30, εἰ ἡμῖν (τοιαῦτα) δυνατὰ ... πρᾶξαι Arist.Rh.1359b1, tb. c. inf. pas. δυνατὴν καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι ὁδόν X.An.4.1.24, τὸ μὲν κλαπῆναι δυνατόν lo que puede ser arrebatado X.Eq.Mag.4.17, τῆς δυνατῆς οἰκεῖσθαι χώρας Arist.Mete.362a33, c. inf. sobreentendido μέρη τοῦ σώματος ἐγύμνωσεν ἂν τὰ δυνατά desnudó las partes del cuerpo, las que le era posible (desnudar), X.Eph.1.3.2.
II neutr. δυνατόν (ἐστι) c. inf.
1 es posible, realizable, factible χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν Pi.N.10.45, cf. Sapph.16.21, 58.18, ἰητρικὴν οὐ δυνατόν ἐστι ταχὺ μαθεῖν Hp.Loc.Hom.41, ὅσα δυνατὸν ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ περιληφθῆναι cuanto le es posible abarcar a la inteligencia humana Hp.Vict.1.1, οὐ δυνατόν ἐστιν ἦμεν ψόφον Archyt.B 1, οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν S.Ai.162, οὐ δυνατόν σ' εἵργειν ἔσται Ar.V.384, τοὺς προσπλέοντας δυνατὸν ἦν ὁρᾶν X.HG 6.2.33, τῷ θυμῷ δυνατὸν τὸν λογισμὸν βοηθῆσαι LXX 4Ma.3.4, ἐν τίνι δικαιωθῆναι δυνατὸν τοὺς ἀνόμους ἡμᾶς ...; Ep.Diog.9.4, cf. Mnesith.Ath.17.2, Vett.Val.31.18, AP 16.53, δυνατόν ἐστιν ἐκ τῶν ἴσων ταῖς ΑΓ, ΔZ, HK τρίγωνον στήσασθαι Euc.11.22, cf. Archim.Sph.Cyl.1.33, frec. c. dat. de pers. ἀπὸ ὁμονοίης τὰ μεγάλα ἔργα ... ταῖς πόλεσι ... δυνατὸν κατεργάζεσθαι Democr.B 250, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους E.Supp.342, οὔτε ... ἀποπλεῖν τῷ τοῦτο βουλομένῳ δυνατὸν εἴη X.An.7.3.13, ὅτι μὴ δυνατόν ἐστί μοι κατὰ χώραν μένειν Luc.Icar.21, c. inf. sobreentendido ὧν γε δυνατόν οὐδ' ἐγὼ 'λλείψω χάριν no dejaré de hacerte el favor de lo que me sea posible E.IT 631, cf. D.S.1.77, AP 10.77 (Pall.), Balbill.l.c.
mat. frec. en la expr. εἰ γὰρ δυνατόν que introduce proposiciones incorrectas que van a reducirse al absurdo εἰ γὰρ δυνατόν, ἔστω τὸ Μ, καὶ πάλιν ἐπεζεύχθω ἡ ΒΜ ... Aristarch.Sam.6, cf. Archim.Sph.Cyl.1.33, Apollon.Perg.Con.1.1, Euc.3.4, tb. en la expr. μὴ γάρ, ἀλλ' εἰ δυνατόν mismo uso: μὴ γάρ, ἀλλ' εἰ δυνατόν, ἔστω τὸ Η, καὶ ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΗΑ, ΗΔ, ΗΒ Euc.3.1, cf. Autol.Sphaer.2, Archim.Aequil.1.8, Apollon.Perg.Con.2.3.
2 expresando modalidad deóntica es posible, lícito, está permitido ὅτι ἀτυχῆσαι τὸν χρηίζοντα οὔ σφι δυνατόν ἐστι porque (al rey) no le está permitido desoír a quien formula una petición en un banquete real, Hdt.9.111, τούτων λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ θέμις A.A.97, ποῖ γὰρ μολεῖν μοι δυνατόν; S.Ai.1006, οὐκ ἐδόκει αὐτῷ δυνατὸν εἶναι ἀμαχεὶ παρελθεῖν X.HG 7.5.18.
III otras formas c. inf.
1 que puede, que tiene posibilidad de ὡς δυνατὴ αὕτη ἡ πολιτεία γενέσθαι que sea posible que exista esa forma de gobierno Pl.R.471c, cf. 521a, εἰ ... ἐστιν ἔνια δυνατὰ καὶ εἶναι καὶ μή si hay cosas que pueden existir y no existir Arist.Cael.281a29, Int.21b38, GC 335a33.
2 que puede, que tiene el efecto de ὥστ' ἂν γένοιτο οὗτος ὁ λόγος δυνατός ... ἀσύμβλητον αὐτὸν ... ἁδρότητα λήψεσθαι de manera que este discurso tendría el poder de hacer que cualquiera adquiriera una fuerza incomparable Epicur.Ep.[2] 83.
B sent. act.
I de pers., dioses y asimilados
1 potente, poderoso, fuerte
a) en sent. fís. fuerte, robusto κατὰ τὴν σωματικὴν χρείαν ἦν ὁ ... ἀνὴρ δ. καὶ καταπληκτικός Plb.21.9.2, δ. ἰσχύι LXX 1Ma.10.19, ὅσῳ δυνατώτερος ἄρσην θηλυτέρης AP 12.17, tb. de anim. ἵπποι X.Cyr.5.3.35
subst. οἱ δυνατοί op. οἱ ἀσθενέστεροι Aesop.155
que tiene todas sus facultades op. ἀδύνατοςinválido’, Lys.24.12
medic. fuerte, que se encuentra con fuerzas Hp.Mul.1.63, Int.25, 30, para soportar un tratamiento, Hp.Morb.2.50, Acut.(Sp.) 53, dif. de ἰσχυρός Pl.Prt.350d;
b) ref. al potencial bélico τοὺς ... Ἑλλήνων δυνατωτάτους Hdt.1.53, op. ἀσθενής Hdt.9.31, τῇ ἐς πόλεμον παρασκευῇ δυνατώτεροι Th.1.25, δυνατώτατα ... ταῦτα τῶν ναυτικῶν ἦν Th.1.14, τὸν ἥσσω ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου κατείργεσθαι Th.1.76, cf. Pl.Plt.308a, D.S.16.9, πολλῶν ... καὶ δυνατῶν ἐστρατευκότων D.S.3.2;
c) en sent. moral y relig. δυνατοὶ γενόμενοι ... ταῖς ψυχαῖς habiendo adquirido fortaleza moral X.Mem.2.1.19, ἀνὴρ προφητὴς δ. ἐν ἔργῳ καὶ λόγῳ Eu.Luc.24.19, ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δ. εἰμι 2Ep.Cor.12.10, cf. Origenes Io.20.36 (p.377), οἱ δυνατοί los fuertes en la fe Ep.Rom.15.1, φυλάσσων ... τὰς ἐντολὰς τοῦ θεοῦ ἔσῃ δ. ἐν πάσῃ πράξει Herm.Mand.7.1.
2 poderoso
a) ref. la riqueza pudiente δυνατὴν ἔσχον χρημάτων προσόδῳ τὴν πόλιν Th.1.13, χρήμασί τε δυνατοὶ ἦσαν Th.1.13, cf. Pl.La.186c, X.An.1.9.24, ITemple of Hibis 4.13 (I d.C.);
b) ref. al status social o dignidad preminente, influyente, poderoso ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης ... εὐγενής τε καὶ δ. Th.1.126, δ. ὢν τῷ τε ἀξιώματι καὶ τῇ γνώμῃ Th.2.65
frec. subst. οἱ δυνατοί = las personas poderosas, las personas principales, las personas importantes οἱ δυνατοὶ καλὰ κτήματα ... ἀπολωλεκότες Th.2.65, οἱ δυνατοὶ τῶν Περσῶν Th.1.89, cf. I.BI 1.242, D.S.19.94, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν S.El.219, τῶν δυνατῶν οὐδείς σε γαμήσει AP 11.306 (Pall.), en sup. οἱ δυνατώτατοι ... πολῖται γιγνόμενοι Th.1.2, cf. 8
c. ref. esp. política los aristócratas, la facción aristocrática, op. al δῆμος: ὁ δῆμος αὐτῶν ἐξεδίωξε τοὺς δυνατούς Th.1.24, οἱ δυνατοὶ ... ἐκβάλλουσι τὸν δῆμον Th.5.4, cf. 3.27;
c) de dioses poderoso Δυνατὴ θεὸς Λητώ TAM 5(1).250, δ. εἶ de Dios Didache 10.4, cf. Meth.Creat.3, τὸ πνεῦμα τὸ θεῖον Herm.Mand.11.21, cf. Tat.Orat.7, del arcángel Gabriel PMag.7.1013, del alma, Clem.Al.Ex.Thdot.51.
3 capaz de, capacitado para, eficaz ὅσονπερ δ. εἰμι en la medida de mi capacidad E.Or.523, gener. c. ac. de rel., gen. o constr. prep. δυνατώτατος ... τὰ λογιστικά Pl.Hp.Mi.366d, δυνατοὶ πολέμου LXX 2Pa.17.18, τοὺς ψευδεῖς φῇς εἶναι δυνατοὺς ... καὶ σοφοὺς εἰς ἅπερ ψευδεῖς Pl.Hp.Mi.366a, cf. Sph.232c, (χώραν) δυνατωτέραν ... εἰς τὴν τῶν καρπῶν ἔκφυσιν Gp.2.21.5, ἧττον τὸ σῶμα δυνατὸν πρὸς ταῦτα el cuerpo menos capacitado para esas actividades X.Oec.7.23, δυνατώτατος ... κατὰ ταῦτα Pl.Hp.Mi.366d, δυνατώτατον ἐν λόγῳ Theopomp.Hist.342, cf. D.S.13.37, δ. ... ἐν ταῖς γραφαῖς Act.Ap.18.24
c. inf. de verbos que implican actuación o una actividad intelectual o volitiva capacitado para, capaz de οὐ δυνατοί ἐσμεν κρίνειν τἀληθές no tenemos capacidad para discernir lo verdadero Anaxag.B 21, cf. Pl.R.618c, βουλεῦσαι ... δυνατοί Pi.N.9.39, τοὺς αὑτοῦ παῖδας ἕκαστος ἔσται δ. διαγιγνώσκειν Ar.Ec.636, ξείνια ... πλέον' ἐστ' οὐ δ. παρέχειν no está en condiciones de dar más regalos de hospitalidad Thgn.522, δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον Pi.N.6.33, οὐ ... δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώρην Hdt.1.97, λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος Th.1.139, cf. Pl.Prt.319a, Ar.Eq.350, Th.2.97, 4.66, δ. δρᾶν ὅσον πρόθυμος εἶ E.Heracl.731, cf. Ph.505, δ. ἐστ' ἀναγκάσαι E.Hipp.922, δ. ... τυγχάνειν ὅτου ἂν ἐπιθυμῇς X.Mem.3.6.2, cf. Plb.3.11.9, δυνατοὶ ... περιγενέσθαι τῶν ... δυνάμεων D.S.18.29, ὁ μόνος δ. ποιῆσαι ταῦτα 1Ep.Clem.61.3, cf. Eu.Luc.14.31, 1Ep.Clem.48.5
subst. ἐᾶν τοὺς δυνατωτάτους ἄρχειν permitir que los más capacitados ejerzan las magistraturas X.Ath.1.3, τοῖς δυνατωτάτοις καὶ τοῖς σώμασι καὶ τοῖς χρήμασι λῃτουργεῖν Decr. en Arist.Ath.29.5, ὁ ... δῆμος ἐζήτει τὸν δυνατώτατον εἰπεῖν D.S.16.85
neutr. sup. como adv. con gran eficacia τὰ ... ἀληθῆ σὺ ἂν δυνατώτατα εἴποις περὶ τούτων Pl.Hp.Mi.366d, cf. R.516d.
II de cosas
1 fuerte, resistente ἱμάς Hp.Art.47, δεσμός Hp.Art.70, τοῦ πάντος σώματος τὰ δυνατώτατα ... ὀστᾶ τυγχάνει Eus.M.23.312A
milit. potente, poderoso προτείχισμα Plb.10.31.8, ὅπλα ... δυνατά en una compar. 2Ep.Cor.10.4.
2 c. inf. act. o med. que puede λῦσαι δ. ... ἐπιμομφάν ... τόκος Pi.O.10.9, τὸ μὴ γενέσθαι δυνατόν lo que es imposible que exista Simon.37.22, στερεοῖς δέρμασιν ... δυνατοῖς ... (ἀμῦναι) καύματα Pl.Prt.321a, ὁ χρυσὸς τὸ τεῖχος ὑπερβῆναι δ. ἐστιν D.S.16.54
c. inf. sobreentendido τὰς ναῦς ἁπάσας, ὅσαι ἦσαν καὶ δυναταί καὶ ἀπλοώτεραι todas las naves, tanto las que estaban en condiciones como las que eran incapaces de navegar Th.7.60
fig. ἥτις (μύλη) δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῖξαι Ar.V.649
eficaz ὄξος ... χρωτὶ ... παραπλήσιον θαλάσσῃ καὶ δυνατώτερον Hp.Liqu.4, δυνατωτάτη ... τῶν ἀναγκέων el más eficaz de los métodos de reducción Hp.Art.47.
3 subst. τὸ δυνατόν riqueza, recursos τὸ κοινὸν αὔξοντος ... ἀπὸ τοῦ τῆς πόλεως δυνατοῦ X.HG 1.4.13.
III de abstr.
1 fuerte, poderoso, potente ὅτι ... δυνατώτερον ... εἴη ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R.351a, δόξα θεοῦ Trag.Adesp.617.12, ὁ ... Ἠρίννης ... πόνος ... ἑτέρων πολλῶν δυνατώτερος la obra de Erina, de mayor fuerza que la de otros muchos, AP 7.11 (Asclep.), πάθος ... εὐπαθείας δυνατώτερον Ph.1.418, δυνατῇ ... καὶ στερεᾷ οὐσίᾳ τῇ χαλκοῦ Ph.1.81, πίστις Herm.Mand.9.10, cf. Iren.Lugd.Haer.1.4.5, de la inspiración de la Sibila, Iust.Phil.Coh.Gr.38.2, τὸ σῶμα ἐργάζεσθαι οὐδὲν δύναται ... δυνατώτερον ... [τῆς ψυχῆς] Hippol.Haer.7.24.1
neutr. subst. τὸ δυνατόν poder θέλων ὁ θεὸς ... γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ Ep.Rom.9.22, τὸ δυνατὸν τῆς ἀναστάσεως Const.Or.S.C.20 (p.184), cf. Ath.Al.V.Anton.28.8, Thdr.Mops.M.66.920D, Dion.Ar.DN 8.2.
2 jur., c. ac. de rel. efectivo νόμοι ὅσοι μὴ ταῦτα δυνατοί leyes que no son efectivas para esto Pl.Lg.771a.
3 fil. posible, capaz λέγομεν δυνατὸν ὃ πέφυκε κινεῖν ἄλλο ἢ κινεῖσθαι ὑπ' ἄλλου Arist.Metaph.1048a28, cf. 1019a33, 1047a24.
C adv. δυνατῶς
1 con capacidad, con eficacia, con habilidad ποιοῦντες δ. ἐν τῇ ἐργασίᾳ LXX 1Pa.26.8, δ. καὶ ἐπιεικῶς ἐν ἑκάστοις ἀναστρεφόμενος comportándose en todos ellos (los tribunales) con eficacia y equidad, NIS 2.4.8 (II a.C.), cf. IPr.24.12 (III a.C.).
2 con fuerza, con energía ἠμύνοντο δ. Plb.10.14.6, δυνατοὶ δὲ δ. ἐτασθήσονται LXX Sap.6.6, φραξώμεθα δ. Ph.1.421, δ. τὸ γενόμενον ἔσται el suceso acaecerá con intensidad Vett.Val.192.14, τὸ πλῆθος τῆς πόλεως ἐστασίασαν δ. Io.Mal.Chron.M.16.407
con valor ἵνα δ. πάντα ἴδῃς, μηδὲν δειλαινόμενος Herm.Sim.9.1.3
en la esfera de la lengua con fuerza, con firmeza, con convicción ὅτι ... δ. ὁ Φίλιππος εἴποι Aeschin.2.48, cf. D.H.Th.28.2, 31.1, Luc.Am.52, Plu.2.208c, Caes.8, Basil.Ep.362, Orac.Sib.proem.79
con grandeza εἰπεῖν ... τὰ μεγάλα ... δ. D.H.Lys.16.3, ἀκριβῶς καὶ δυνατῶς D.H.Pomp.6.7, Th.13.3, δυνατῶς καὶ εὐθυβόλως Ph.1.480.
3 δυνατῶς ἔχειν = ser posible, ser factible οὐκ ὦν ἐξαναχωρέειν οὐδετέροισι δ. ἔχει Hdt.7.11, cf. Eus.PE 7.18.5.

German (Pape)

[Seite 673] adj verb. zu δύναμαι; 1) der etwas kann, im Stande ist, sowohl von kraftvollem Körper, z. B. τὸ σῶμα δ. πρὸς ταῦτα φύσας Xen. Oec. 7, 23, als geistig geschickt wozu, λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφάν Pind. Ol. 10, 8; δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασθαι Plat. Theaet. 185 b; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pind. N. 9, 39; δ. καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, kräftig an Leib und Seele, Xen. Mem. 2, 1, 19; u. übh. = vermögend, Macht habend; τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν Soph. El. 219; χρήμασιν δ. Thuc. 1, 13; Plat. Lach. 186 c; τοὺς Ἑλλήνων δυνατωτάτους, die mächtigsten, Her. 1, 55; Plat. Polit. 308 a; Xen. Cyr. 5, 2, 28; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος. Thuc. 1, 139; δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον ἡ ἀδικία τῆς δικαιοσύνης Plat. Rep. I, 351 a. – Auch von Dingen; προτείχισμα Pol. 10, 31, 8; von der Erde, ergiebig, fruchtbar, Geop. – 2) was gethan werden kann, möglich; λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ θέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 97; ποῖ γὰρ μολεῖν μοι δυνατόν; Soph. Ai. 163; u. so gew. in Prosa; auch auf das Subj. bezogen, ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, ein Weg, auf dem auch Lastvieh fortkommen kann, Xen. An. 4, 1, 24; ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. Rep. V, 472 d; τὸ δυνατόν, die Möglichkeit, Xen. Mem. 3, 5, 1; εἰς τὸ δ., nach Kräften, wie εἰς τὴν δύναμιν Phaedr. 252 d, öfter; κατὰ τὸ δ., Crat. 422 d; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα, so sehr es immer möglich ist, Phaedr. 277 a, wie ὅσον οὖν δυνατὸν πειρατέον, Conv. 196 d; vgl. Eur. I. A. 997 Bacch. 183; καθ' ὅσον μάλιστα δ. θνητῷ γίγνεσθαι Plat. Tim. 90 c; ὡς δυνατὸν ὀρθότατα Legg. II, 640 d, wie ὡς δ. ἄριστα, so gut wie möglich, IV, 710 b; γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη Dem. 24, 13; ἐκ τῶν δυνατῶν, Xen. An. 4, 2, 28. – Adv., δυνατῶς, kräftig, tüchtig, sehr, Plat. u. A.; δυνατῶς ἔχει μοι, = δυνατόν ἐστιν, Her. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui peut, càd :
1 capable de : δυνατὸς πρός τι apte à qch ; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος THC tout à fait capable de parler et d'agir;
2 abs. qui peut remplir son office ; en parl. d'animaux et de choses : ἵππος δυνατός XÉN bon cheval ; ναῦς δυνατή THC navire capable de tenir la mer ; en parl. de pers. fort, vigoureux : δυνατὸς τοῖς σώμασι καὶ ταὶς ψυχαῖς XÉN vigoureux de corps et d'âme;
3 en gén. puissant, influent (par le rang, la fortune, etc.) ; ἄνδρες δυνατοί XÉN ou abs. οἱ δυνατοί les riches ou les puissants, les grands;
II. ce qui se peut, possible : ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι XÉN route praticable même aux bêtes de somme ; δυνατόν ἐστι avec l'inf. il est possible de ; abs. οὐχὶ ἐσώσαμέν σε οἷόν τε ὂν καὶ δυνατόν PLAT nous ne t’aurions pas litt. nous ne t’avons pas sauvé, lorsque cela était possible et en notre pouvoir ; adv. εἰς τὸ δυνατόν, ἐκ τῶν δυνατῶν XÉN selon le possible ; ὅσον γε δυνατόν EUR, ὡς δυνατὸν πλεῖστον ISOCR autant que possible, le plus possible ; ὡς δυνατὸν κακίστους XÉN les plus mauvais possible.
Étymologie: adj. verb. de δύναμαι.

Russian (Dvoretsky)

δῠνᾰτός: 3, Pind.
1) сильный, крепкий, мощный, могучий (χερσὶ καὶ ψυχᾷ Pind.; καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Xen.);
2) могущественный, влиятельный (ἄνδρες Xen.; πολιτεία Arst.): δ. χρήμασι Thuc., Plat. богатый, состоятельный; οἱ δυνατοί Soph., Thuc., Xen., Plat., Arst. власть имущие;
3) умеющий, умелый, искусный, способный (ποιεῖν τι Thuc. и κατά τι Plat.);
4) годный, пригодный, удобный (ὁδὸς δυνατὴ πορεύεσθαι Xen.; ἡ δυνατὴ οἰκεῖσθαι χώρα Arst.);
5) хороший, исправный (ναῦς Thuc.; ἵππος Xen.; προτείχισμα Polyb.);
6) возможный (περὶ δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. δυνατόν.

Greek (Liddell-Scott)

δῠνᾰτός: -ή, -όν, ὡσαύτως -ός, όν Πίνδ. Ν. 2. 21· ἰσχυρός, ἀκμαῖος, ἰδίως κατὰ τὸ σῶμα, τὸ δυνατώτατον, οἱ ῥωμαλεώτατοι ἄνδρες, Ἡρόδ. 9. 31· σῶμα δ. πρός τι Ξεν. Οἰκ. 7, 23· χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Πίνδ. Ν. 9. 91· τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 19·- ἐπὶ πλοίων, κατάλληλος πρὸς ὑπηρεσίαν, Θουκ. 7. 60. 2) μετ’ ἀπαρ., ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 97, κτλ.· δ. λῦσαι, ἰσχυρὸς εἰς τὸ νὰ λύσῃ, Πίνδ. Ο. 10. 11· λέγειν δ. Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὅσον περ δ. εἰμι, παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., Εὐρ. Ὀρ. 522·- οὕτω και, δ. κατά τι, πρός τι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσ. 366D. Ξεν. Οἰκ. 7, 23. 3) ἐπὶ ἐξωτερικῆς δυνάμεως, ἰσχυρός, ἔχων ῥοπήν. Σοφ. Ἠλ. 219· τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Ἡρόδ. 1. 53· οἱ δυνατοί, οἱ πρῶτοι ἄνδρες, οἱ ἄριστοι. οἱ ἐξέχοντες τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἐπίδρασιν, Θουκ. 2. 65· δ. χρήμασι ὁ αὐτ. 1. 13, κτλ.·- ὡσαύτως, εὔπορος, οὐχὶ πένης, ἀντίθ. ἀδύνατος, Λυσ. 169. 17. 4) ἱκανὸς νὰ παραγάγῃ, παραγωγός, εὔφορος, χώρα Γεωπ. 2. 21, 5. ΙΙ. παθ. ἐπὶ πραγμάτων, ὅ,τι δύναται νὰ γίνῃ, Λατ. quod fieri possit, Ἡρόδ. 2. 54, κτλ.·- δυνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 9. 111, Αἰσχύλ. Ἀγ. 97, κτλ.· ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, εὔβατος, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 24·- κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Πλάτ. Κρατ. 422D, Δημ. 30. 11· οὕτως, ἐς τὸ δ. Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Φαίδρ. 277Α· ἐκ τῶν δυνατῶν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 23· ὡσαύτως, ὅσον δυνατόν, εἰς ὅσον δ. μάλιστα, καθ’ ὅσον μάλιστα δ., ὡς δ. ἄριστα, Εὐρ. Ι. Α. 997, Πλάτ., κτλ.·- τὰ δ., πράγματα ἅτινα δύνανται νὰ γείνωσι, Θουκ. 5. 89, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 2. ΙΙΙ. ἐπίρρ. -τῶς, Λατ. valide, valde, εἰπεῖν δ. Αἰσχίν. 34. 22· δ. ἔχει Ἡρόδ. 7. 11·- ὑπερθ. -ώτατα, Πλάτ. Πολ. 516D.

English (Slater)

δῠνᾰτός, -όν (-ός, -ῷ; -οί: -όν nom.; -ά acc. comp. δυνατώτερον.)
   1 c. inf.,
   a personal, able to ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκοςθνατῶν (O. 10.9) καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.14) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον (sc. οἱ Βασσίδαι) (N. 6.33) παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί (N. 9.39)
   b impersonal, possible ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν (N. 8.45) εἰ δυνατόν, Κρονίων (sc. ἐστί) (N. 9.28) ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (N. 10.45) ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν (Pae. 6.52) θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 1.
   2 n. pro subs., what is possible, attainableτᾶν ἐν δυνάτῳ φιλοτάτων” (P. 4.92) δυνατὰ μαιόμενος ἐν ἁλικίᾳ (P. 11.51)
   3 frag. ]ωδ' ἐπέων δυνατώτερον. (Pae. 4.5)

English (Strong)

from δύναμαι; powerful or capable (literally or figuratively); neuter possible: able, could, (that is) mighty (man), possible, power, strong.

English (Thayer)

δυνατή, δυνατόν (δύναμαι); (from Pindar down), the Sept. for גִּבּור; able, powerful, mighty, strong;
1. absolutely;
a. mighty in wealth and influence: ); οἱ δυνατοί, the chief men, Josephus, b. j. 1,12, 4 ἧκον Ἰουδαίων οἱ δυνατοί; Xenophon, Cyril 5,4, 1; Thucydides 1,89; Polybius 9,23, 4). ὁ δυνατός, the preeminently mighty one, almighty God, strong in soul: to bear calamities and trials with fortitude and patience, δυνατός εἰμί with an infinitive, "to be able (to do something; (Buttmann, 260 (224); Winer's Grammar, 319 (299))): R G; R G; δύναται; δυνατός ἐν τίνι, mighty, i. e. excelling in something: ἐν ἔργῳ καί λόγῳ, ἐν λόγοις καί ἔργοις, ἐν γραφαῖς:, excelling in knowledge of the Scriptures, πρός τί, mighty, i. e. having power for something: δυνατόν (in passive sense, cf. Buttmann, 190 (165)) possible: εἰ δυνατόν (ἐστι), οὐκ ἦν δυνατόν followed by infinitive δυνατόν τί ἐστι τίνι (Buttmann, 190 (165)), παρά Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι, Τό δυνατόν αὐτοῦ, what his power could do, equivalent to τήν δύναμιν αὐτοῦ, Winer's Grammar, § 34,2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δυνατός, -ή, -όν
Μ και δυνατός, -όν) δύναμη
1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός
2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.»)
3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός»)
4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει, κατορθωτός
5. φρ. «κατά το δυνατόν», «όσο είναι δυνατόν», «ως δυνατόν» — όσο μπορεί να γίνει, μέσα σε περιορισμένες δυνατότητες
μσν.- νεοελλ.
1. θαρραλέος, γενναίος
2. (για όρκο) σταθερός, ισχυρός
3. (για ομιλία, λόγο) βροντερός
νεοελλ.
1. αυτός που διαθέτει κύρος και ασκεί επιρροή
2. (για πυρετό) υψηλός
3. (για κρασί ή ποτό) με υψηλή περιεκτικότητα οινοπνεύματος
μσν.
1. σκληρός, άτεγκτος
2. (για τόπο) άγονος
3. πολύς, υπερβολικός
4. οἱ δυνατοί
τάξη γαιοκτημόνων με μεγάλη ισχύ και προνόμια από το κράτος
5. το ουδ. ως ουσ. το δυνατόν
α) δύναμη
β) σκληρότητα.

Greek Monotonic

δῠνᾰτός: -ή, -όν και -ός, -όν (δύναμαι),·
I. 1. ισχυρός, ρωμαλέος, ικανός, ακμαίος, ιδίως, στο σώμα, τὸ δυνατώτατον, οι ικανότεροι, οι πιο ρωμαλέοι άνδρες, σε Ηρόδ.· λέγεται για καράβια, κατάλληλος προς πλεύση, σε Θουκ.
2. με απαρ., ικανός να πράξει, σε Ηρόδ. κ.λπ.
3. ισχυρός, στον ίδ.· οἱ δυνατοί, οι άριστοι, οι εξέχοντες σε καταγωγή, κοινωνική ιεραρχία και επίδραση, σε Θουκ.
II. Παθ., λέγεται για πράγματα, πιθανός, Λατ. quod fieri possit, σε Ηρόδ. κ.λπ.· δυνατόν (ἐστι), με απαρ., στον ίδ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁδὸςδυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, διαβατός, προσπελάσιμος, σε Ξεν.· κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως ἐς τὸ δ., σε Ηρόδ.· ὅσον δυνατόν, σε Ευρ. κ.λπ.
III. επίρρ. -τῶς, δυνατά, ισχυρά, ρωμαλέα, σε Αισχίν.· δ. ἔχει, είναι εφικτό, είναι δυνατόν, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

adj adj δύναμαι
I. strong, mighty, able, especially in body, τὸ δυνατώτατον the ablest-bodied men, Hdt.:—of ships, fit for service, Thuc.
2. c. inf. able to do, Hdt., etc.
3. powerful, Hdt.; οἱ δυνατοί the chief men of rank and influence, Thuc.
II. pass., of things, possible, Lat. quod fieri possit, Hdt., etc.:— δυνατόν [ἐστι], c. inf., Hdt., Aesch., etc.; ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι practicable, Xen.: —κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Plat., etc.; so, ἐς τὸ δ. Hdt.; ὅσον δυνατόν Eur., etc.
III. adv. -τῶς, strongly, powerfully, Aeschin.; δ. ἔχει it is possible, Hdt.

Chinese

原文音譯:dunatÒj 低那拖士
詞類次數:形容詞(33)
原文字根:能
字義溯源:有力的,有大能的,有能力的,有權能的,有權勢的,可行,可能,剛強的,堅固的,能,能行,才能;源自(δύναμαι)*=能夠)。這字在新約有三種用法:
1)能力屬於一個人,或象徵性的神,天使,有權勢的人;甚至武器,誡命,等等。( 林後10:4; 12:10; 啓6:15)
2)有才能的人估量自己所能的,所具有的能力。( 路14:31; 提後1:12; 雅3:2)
3)有可能性,可能發生,可能實現。( 太19:26; 可10:27; 路18:27)。參讀 (δύναμαι)同義字
出現次數:總共(34);太(3);可(4);路(4);徒(7);羅(6);林前(1);林後(4);加(1);提後(1);多(1);來(1);雅(1)
譯字彙編
1) 能(11) 路14:31; 路18:27; 徒2:24; 徒11:17; 徒27:39; 羅4:21; 羅14:4; 提後1:12; 多1:9; 來11:19; 雅3:2;
2) 都能(3) 太19:26; 可10:27; 可14:36;
3) 能行(3) 太24:24; 羅12:18; 加4:15;
4) 有能力的(2) 林前1:26; 林後12:10;
5) 才能(2) 徒7:22; 徒18:24;
6) 可行(2) 太26:39; 可14:35;
7) 可能(2) 可13:22; 徒20:16;
8) 剛強的(1) 林後13:9;
9) 能將(1) 林後9:8;
10) 得能力(1) 林後10:4;
11) 堅固的(1) 羅15:1;
12) 能彀(1) 羅11:23;
13) 大能(1) 路24:19;
14) 有權勢的(1) 徒25:5;
15) 權能(1) 羅9:22;
16) 有權能的(1) 路1:49

English (Woodhouse)

able, mighty, powerful, fit for action, having capacity, having power, mighly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)