τομή: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(CSV import)
Line 49: Line 49:


ar: استئصال الخصية; ca: orquiectomia; ckb: ئۆرکئاکتمی; fa: ارکیدکتومی; fi: orkiektomia; it: [[orchiectomia]]; pl: orchidektomia; pt: [[orquiectomia]]; sv: orkidektomi; tr: orşiektomi; uk: орхіектомія; zh_yue: 閹膥; zh: 睾丸切除术
ar: استئصال الخصية; ca: orquiectomia; ckb: ئۆرکئاکتمی; fa: ارکیدکتومی; fi: orkiektomia; it: [[orchiectomia]]; pl: orchidektomia; pt: [[orquiectomia]]; sv: orkidektomi; tr: orşiektomi; uk: орхіектомія; zh_yue: 閹膥; zh: 睾丸切除术
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[sectio]], [[extrema pars trabis]]'', [[cut]], [[end of a beam]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.76.4/ 2.76.4], [<i>praeterea vulgo</i> <i>moreover in the common texts</i> [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.93.5/ 1.93.5], <i>ubi nunc</i> <i>where now</i> ἐντομῇ.]
}}
}}

Revision as of 14:47, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομή Medium diacritics: τομή Low diacritics: τομή Capitals: ΤΟΜΗ
Transliteration A: tomḗ Transliteration B: tomē Transliteration C: tomi Beta Code: tomh/

English (LSJ)

ἡ, (τέμνω)
A end left after cutting, stump of a tree, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Il.1.235; ῥιζῶν τομαί = the ends of the roots (left by cutting away the tree), S.Fr.534.5 (anap.); ὀπὸν.. στάζοντα τομῆς ib.2; δοκοῦ τομή = end of a beam, Th.2.76; ἡ τοῦ καλάμου τομή Thphr. HP 4.11.7, cf. Theoc.10.46; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι = stones cut square, Th.1.93 (sed leg. ἐντομῇ) ; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον = having fitted the lock to the place from which it was cut, A.Ch.229 (σκέψαιτο μὴ cod. M, distinxit Turnebus); πρὸς τὴν τομὴν μεταστρέφειν to the cut, Pl.Smp. 190e, cf. Arist.HA532a4.
b Ταύροιο τ. prob. = προτομή 1, Arat. 322.
2 Math., section, as a circle is the section of a sphere, a conic section of the cone, Arist.Mete.375b32, Pr.912a13, cf. App.Anth.4.74 (Synesius); with or without κοινή, the line in which two planes cut each other, Arist.Metaph.1060b14, Euc.11.16, Archim. Con.Sph.11, al., Apollon.Perg.Con.1.4, etc.; point of intersection of two lines, Archim.Spir.20, al., Ptol.Alm.3.3, etc.: abstract use, περὶ διωρισμένης τομῆς = On determinate section, name of lost treatise of Apollon.Perg.; τὰ περὶ τὴν τομήν the theorems about the section (sc. in extreme and mean ratio), Procl.in Euc.p.67 F.:—in conic sections, τομαὶ ἀντικείμεναι = opposite sections, i.e. branches of hyperbola, Apollon.Perg.Con.2.15; συζυγεῖς τομαί = conjugate sections of hyperbolas, ib.17.
3 incision or insection between parts of an insect's body (whence their name of ἔντομα), Arist.PA682b25.
4 ἡ εἰς ἄπειρον τομή = infinite divisibility, Epicur.Ep.1p.16U.
II cutting, cleaving, ἐν τομᾷ σιδάρου = by stroke of iron, S.Tr.887 (lyr.); πελέκεως τομή E.El.160 (lyr.); φασγάνου τομαί Id.Or.1101; cutting off or cutting down, ξύλου S.Tr.700; vine-cutting, PCair.Zen. 736.29 (iii B.C.); cutting up, εἰς τομὴν καὶ προσαγωγὴν χάλικος PPetr.3p.290 (iii B.C.); hewing, λίθων IG12.336.7, 11, SIG244 ii 58 (Delph., iv B.C.), IG42(1).106i19, al. (Epid., iv B.C.).
2 use of the knife in surgery, Hp.VC13; ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος Pl.R. 406d; οὔτε τομὴ οὔτε καῦσις Hp.Art.62; σιδήρου τομή Sor.1.80: pl., Pi.P.3.53, E.Fr.403.6; τὰς θεραπείας.. διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Pl.Prt. 354a, cf. Ti.65b.
3 castration, Luc. Philops.2.
4 τομὴ φαρμάκων = shredding of drugs, Conon 23.2.
5 pruning, ἀμπέλων Thphr. CP 3.14.2, Paus.2.38.3.
6 σκυτῶν τομή = cutting or shaping of leather, Pl.Chrm.173d.
7 αἱ τομαὶ τῆς γῆς, i.e. canals, Lib. Or.18.232.
III severance, separation, τομὴ καὶ διάκρισις Pl.Ti.61d, cf. 80e; of number, division, Id.Lg.738a; τομὴν ἔχειν ἔν τινι to admit a distinction in... ib.944b; χρονικαὶ τομαί = distinctions of tenses, A.D.Synt.10.18; process of division (sc. μεγέθους), Nicom. Ar.1.2.
2 logical division, Pl.Plt. 261a, Arist.APo.95b30, Metaph. 1038a28, Gal.10.899.
3 metaph., conciseness or precision in expression, Eun.VSp.461B.
4 τομὴ πράγματος = decisio, Glossaria
IV a cut, wound, Arist.HA632a18, Aen.Tact.11.14: metaph., wound, πόλις δεδεγμένη τ. Plu.Cor.16, cf. Per.11.
2 caesura in verse, Aristid.Quint.1.24; more generally, break between successive words, Hermog.Id.2.10, Heph.15.2, al., Eust.740.1.
V edge, cutting power, σιδήρου Arr.Tact.12.2.

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, 1) das Abgeschnittene, Abgehauene, der abgeschnittene, abgehauene Teil, Stumpf eines Baumes, Il. 1, 235; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχός, Aesch. Ch. 228; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 697. – 2) der Schnitt, der Hieb, die Wunde, στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου, Soph. Trach. 883; ἀνάμεινον φασγάνου τομάς, Eur. Or. 1101; u. in Prosa, Thuc. 2, 76. – 3) das Schneiden, Abschneiden, ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος, Plat. Rep. III, 406, d, wie der Wundarzt; s. τέμνω, u. vgl. Tim. 65 b. – 4) Unterschied, Absonderung, καὶ διάκρισις, Plat. Tim. 61 d.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. coupure, particul. :;
1 coupure par ablation avec le gén. de la chose coupée ou de l'instrument : τομὴ σιδάρου SOPH coupure faire par le fer;
2 coupure par incision ; blessure;
3 endroit d'une coupure, trou béant, ouverture;
4 fig. précision du style;
5 t. de gramm. césure dans un vers;
II. tronc d'un corps mutilé, d'un arbre coupé : τομὴν ἐν ὄρεσφι λέλοιπε IL il a laissé sur les montagnes le tronc d'où il fut coupé en parl. d'un rameau.
Étymologie: τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τομή: дор. τομά (ᾱ) ἡ τέμνω
1 отрезок, пень Hom., Soph.;
2 (отрезанный) конец, край: δοκοὺς ἀρτήσαντες ἁλύσεσι ἀπὸ τῆς τομῆς ἑκατέρωθεν Thuc. подвесив балки цепями, (укрепленными) на обоих концах;
3 место отреза Plat., Arst.: τομῇ προσθεῖναί τι Aesch. приложить что-л. к месту отреза;
4 разрез(ание), рассечение, отсечение, отрубание, тж. мед. операция: καύσει ἢ τομῇ χρῆσθαι Plat. прибегать к прижиганию или к хирургической операции; τ. ξύλου Soph. распиливание дерева; σκυτῶν τ. Plat. кройка кож, т. е. сапожное дело; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι Thuc. пригнанные друг к другу под (прямым) углом камни;
5 удар или рана (σιδάρου Soph.; πελέκεως Eur.);
6 кастрация Luc.;
7 мат. сечение; (sc. κώνου) коническое сечение Arst.;
8 (на теле насекомого) втяжка, перетяжка Arst.;
9 разделение, раскол: δεδεγμένη τομὴν πόλις Plut. подвергшееся распадению государство; βαθυτάτην τομὴν τέμνειν Plut. вносить глубочайший раскол;
10 мат. деление (ἀριθμοῦ Plat.);
11 лог. деление, (рас)членение Arst.: τομὴν ἔχειν ἔν τινι Plat. проводить разграничение в чем-л.;
12 хирургический нож, скальпель (σιδηρόχαλκος τ. Luc.);
13 стих. цезура;
14 прорытие (sc. τοῦ Ἰσθμοῦ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τομή: ἡ, (τέμνω) κορμός, στέλεχος δένδρου, τὸ ἀπομεῖναν μέρος κατὰ τὴν ἀποτομὴν κλάδου, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Ἰλ. Α. 235, πρβλ. Θεόκρ. 10. 46· ῥιζῶν τομαί, τὰ ἀπομείναντα μέρη τῶν ῥιζῶν μετὰ τὴν ἀποκοπὴν τοῦ δένδρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 479. 4· ὀπόν... τομῆς στάζοντα αὐτόθι 2· δοκοῦ τ., τὸ ἄκρον δοκοῦ, Θουκ. 2. 76· ἡ τοῦ καλάμου τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 7· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93· οὕτω, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, προσαρμόσασα τὸν βόστρυχον εἰς τὸ μέρος ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη, Αἰσχύλ. Χο. 230· πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν, πρὸς τὸ μέρος τὸ ἀποτμηθέν, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 4. 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς ὁ κύκλος εἶναι τομὴ τῆς σφαίρας, ἡ κωνικὴ τομὴ εἶναι τομὴ τοῦ κώνου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 5, 3, Προβλ. 15. 7, 3· ἡ γραμμή, καθ’ ἣν δύο ἐπίπεδα τέμνουσιν ἄλληλα, Ἐκκλ., κλπ.· πρβλ. Ἄρατ. 322, Ἀνθ. Π. παράρτ. 92. 3) ἡ τομὴ ἢ διαίρεσις ἡ μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τῆς κεφαλῆς τῶν ἐντόμων (ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα ἔντομα, insecta), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 6. ΙΙ. τὸ κόπτειν, κόψιμον, ἐν τομᾷ σιδήρου, διὰ τοῦ κτυπήματος τοῦ σιδήρου, Σοφ. Τρ. 887· πελέκεως τ. Εὐριπ. Ἠλ. 160 φασγάνου τομαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1101· ἡ ἀποκοπή, τὸ ἀποκόπτειν ἢ κατακόπτειν, ξύλου Σοφ. Τρ. 700. 2) μάλιστα ἐπὶ χειρουργικῆς ἐγχειρήσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904, Πλάτ., κλπ.· τομῇ χρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 406D· καῦσις καὶ τ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ― ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, Πινδ. Π. 3. 95, Εὐριπ. Ἀποσπ. 407. 6· τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Πλάτ. Πρωτ. 354Α, πρβλ. Τίμ. 65Β. 3) ἐκτομή, εὐνουχισμός, Λουκ. Φιλοψευδ. 2 (πρβλ. τέμνω Ι. 4). 4) τ. φαρμάκων, τὸ κατακόπτειν τὰ φάρμακα, κοπάνισμα αὐτῶν (πρβλ. τομαῖος), Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 134. 12. 5) κλάδευμα, κλάδευσις, ἀμπέλων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 2. 6) σκυτῶν τ., τὸ κόπτειν εἰς ὡρισμένον σχῆμα τὸ δέρμα, Πλάτ. Χαρμ. 173D. ΙΙΙ. ἀποκοπή, ἀποχωρισμός, τ. καὶ διάκρισις ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 61D, πρβλ. 80Ε· τ. ἀριθμοῦ, διαίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738Α· τομὴν ἔχειν ἔν τινι, ἐπιδέχεσθαι διαφοράν..., αὐτόθι 944Β, πρβλ. Πολιτικ. 261Α. 2) λογικὴ διαίρεσις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 12, 9, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 11. 3) μεταφ., συντομίαἀκρίβεια περὶ τὴν ἔκφρασιν, Εὐνάπ. 19. 3. IV. ἐγκοπή, ἐντομή, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 6· ― μεταφορ., τραῦμα, πόλις δέχεται τ. Πλουτ. Κοριολ. 16, πρβλ. Περικλ. 11. 2) ἡ ἐν τῇ στιχουργίᾳ τομῆ, caesura, Εὐστ. 740. 2· «τομαὶ δὲ στίχων εἶναι πέντε πενθημερής, ἐφθημερής, τρίτη τροχαϊκή, τετάρτη τροχαϊκή, καὶ βουκολική» Δράκων σελ. 126, Ἑρμογ. Ρητ. 379, 21, Ἀριστείδ. Κόϊντ. 53, 54, 51, 52, κλπ. V. ἄκρα, ἄκρον, Ἀρρ. Τακτ. 15.

English (Autenrieth)

(τέμνω): end left after cutting, stump, stock, Il. 1.235†.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τομά Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω, τμήση, αποκοπή, κόψιμο, εγκοπή, εντομή
2. (μετρ.) η κατά την απαγγελία διαίρεση στίχου σε δύο ή τρία συνήθως, μέρη, με σκοπό τη διευκόλυνση της αναπνοής του αφηγητή, καθώς και το σημείο στο οποίο γίνεται η διαίρεση αυτή (α. «τομή κατά τρίτον τροχαίον» — η μετά την πρώτη βραχεία συλλαβή του τρίτου δακτύλου τομή
β. «πενθημιμερής τομή» — η μετά την πρώτη συλλαβή του τρίτου ποδός τομή, δηλαδή μετά από πέντε μισούς πόδες
γ. «εφθημιμερής τομή» — η μετά τη θέση του τέταρτου ποδός τομή, δηλαδή η μετά από επτά μισούς πόδες
δ. «βουκολική τομή» — η στο τέλος του τέταρτου ποδός τομή)
3. ιατρ. (στη χειρουργική) διαίρεση τών ιστών του σώματος με τα κατάλληλα εργαλεία (α. «καισαρική τομή» β. «τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κεκλιμένη ή κατακόρυφη επιφάνεια που αποκαλύπτεται είτε φυσικά είτε τεχνητά διά μέσου ενός τμήματος του στερεού φλοιού της Γης
2. μαθημ. α) τόπος όπου συναντώνται γραμμές, επιφάνειες ή στερεά
β) μέθοδος ορισμού ενός πραγματικού αριθμού
γ) κοινό μέρος δύο συνόλων Α και Β η οποία συμβολίζεται Α∩Β
3. φρ. α) «γεωλογική τομή»
γεωλ. νοητή κατακόρυφη τομή στην επιφάνεια της Γης, στην οποία απεικονίζεται η κατά βάθος διάταξη τών διαφόρων γεωλογικών σχηματισμών
β) «βαθιά τομή»
μτφ. i) επισταμένη και πρωτοποριακή ανάλυση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης
ii) αποφασιστική παρέμβαση σε έναν τομέα με παραμερισμό ή απάλειψη τών πεπαλαιωμένων ή αρνητικών στοιχείων και προώθηση τών νέων και θετικών
γ) «λεπτή τομή»
(ορυκτ.-πετρογρ.) τεμαχίδιο ορυκτού ή πετρώματος, το οποίο, αφού υποστεί ειδική κατεργασία, χρησιμοποιείται για τη μελέτη τών οπτικών ιδιοτήτων του δείγματος στο πετρογραφικό μικροσκόπιο
δ) «σεισμική τομή»
(γεωφ.) ο συνδυασμός τών στοιχείων που λαμβάνονται από όργανα αναγραφής σεισμικών κυμάτων, τα οποία είναι διατεταγμένα σε ευθεία σχεδόν γραμμή μακριά από μια πηγή ενέργειας
ε) «στρωματογραφική τομή»
γεωλ. βλ. στρωματογραφικός
στ) «συνεχής τομή»
(γεωφ.) σεισμική μέθοδος χαρτογράφησης που χρησιμοποιεί μια σειρά θέσεων υπόγειων εκρήξεων και τις μετρήσεις τών ωστικών κυμάτων από αυτές για τη σχεδίαση, σε έναν συνεχή χάρτη, μιας σειράς τομών τών επιφανειακών ή υποεπιφανειακών γεωλογικών στρωμάτων μιας μεγάλης περιοχής
ζ) «τυπική τομή»
γεωλ. η ακολουθία τών ιζηματογενών στρωμάτων που λειτουργεί ως πρότυπο για πετρώματα δεδομένης ηλικίας
η) «χρυσή τομή»
i) μαθημ. η διαίρεση ευθύγραμμου τμήματος σε μέσο και άκρο λόγο, η οποία θεωρήθηκε ως η πιο αρμονική διαίρεση ενός τμήματος σε δύο άνισα μέρη
ii) μτφ. η σωστή αντιμετώπιση ενός θέματος που συνίσταται στην εύρεση μέσης λύσης
μσν.
οξύτητα, αιχμηρότητα
αρχ.
1. το σημείο από το οποίο έχει αποκοπεί κάτι, καθώς και το τμήμα που έχει αποκοπεί
2. κορμός δένδρου μετά το κόψιμο τών κλαδιών του
3. η μεταξύ του σώματος και της κεφαλής εντομή ή εγκοπή τών εντόμων
4. κλάδευμα
5. ευνουχισμός, εκτομή
6. διαχωρισμός («τὴν διάκρισιν καὶ τομὴν αυτοῦ περὶ τὸ σῶμα», Πλάτ.)
7. (για αριθμό) διαίρεση
8. λογική διαίρεση («εἴ τινα τομὴν ἔτι ἔχομεν ὑπείκουσαν ἐν τούτῳ», Πλάτ.)
9. αιχμή, κοφτερό άκρο («τομὴ σιδήρου», Αρρ.)
10. μτφ. α) χωρισμός («τῆς πόλεως δεδεγμένης τομήν», Πλούτ.)
β) (για έκφραση) συντομία, ακρίβεια, περιεκτικότητα
11. φρ. α) «τομὴ δοκοῦ [ή καλάμου]» — το άκρο δοκού [ή καλάμου] (Θουκ.)
β) «ταύρου τομή»
πιθ. προτομή ταύρου (Άρατ.)
γ) «χρονικαὶ τομαί» — χρονικές διακρίσεις, χρονικές υποδιαιρέσεις (Απόλλ. Δύσκ.)
δ) «αἱ τομαὶ τῆς γῆς» — οι διώρυγες (Λιβάν.)
ε) «σκυτῶν τομή» — η κοπή δέρματος κατά ορισμένο σχήμα (Πλάτ.)
στ) «ἡ εἰς ἄπειρον τομή» — η στο άπειρο διαιρετότητα (Επίκ.)
ζ) «τὰ περὶ τὴν τομὴν» — τα θεωρήματα του άκρου και μέσου λόγου (Πρόκλ.)
η) «τομαὶ ἀντικείμεναι»
(για κώνο) οι απέναντι τομές (Απολλ. Περγ.)
θ) «τομή πράγματος» — απόφαση
ι) «Περὶ διωρισμένης τομῆς» — τίτλος διατριβής του Απολλωνίου του Περγαίου, η οποία έχει χαθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τομ- της ρίζας του ρ. τέμνω (βλ. λ. τέμνω)].

Greek Monotonic

τομή: ἡ (τέμνω
I. το τμήμα που απομένει μετά το κόψιμο, κούτσουρο δέντρου, σε Ομήρ. Ιλ.· δοκοῦτομή, άκρη δοκαριού, σε Θουκ.· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, πέτρες κομμένες τετράγωνες, στον ίδ.· ομοίως, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, έχοντας προσαρμόσει τη μπούκλα στο μέρος από το οποίο κόπηκε, σε Αισχύλ.
II. κόψιμο, πελέκημα, σχίσιμο, ἐν τομᾷ σιδήρου, δια του χτυπήματος του σιδήρου, σε Σοφ.· φασγάνου τομαί, σε Ευρ.· ως χειρουργική εγχείρηση, τομῇ χρῆσθαι, σε Πλάτ.· διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν, δια καυτηριασμού και εντομών, στον ίδ.

Middle Liddell

τομή, ἡ, τέμνω
I. the end left after cutting, the stump of a tree, Il.; δοκοῦ τ. the end of a beam, Thuc.; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι stones cut square, Thuc.; so, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον having fitted the lock to the place from which it was cut, Aesch.
II. a cutting, hewing, cleaving, ἐν τομᾷ σιδήρου by stroke of iron, Soph.; φασγάνου τομαί Eur.:—as a surgical operation, τομῇ χρῆσθαι Plat.; διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν by cautery and the knife, Plat.

English (Woodhouse)

blow, cut, cutting, act of cutting, cutting of limbs, end from which something has been cut, end left when something is cut off, end of anything that has been cut, stump left in cutting, surgical operation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κορμός δένδρου, κόψιμο). Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

stump

Arabic: جُذْمُور‎, كُنَّاشَة‎; Armenian: կոճղ; Assamese: মুঢ়া; Azerbaijani: kötük; Belarusian: пень; Breton: penngef, souch; Bulgarian: пън; Catalan: soca, monyó; Cherokee: ᎤᏂᏡᎬᎢ; Chinese Mandarin: 樹樁/树桩, 樹墩/树墩; Czech: pařez, pahýl; Dutch: stomp; Esperanto: stumpo; Estonian: könt, känd; Fakkanci: ɘ̄r-kìŋg; Finnish: tynkä, kanto; French: souche, moignon; Galician: cepa, toco, cozo, couce, raigoto, cachopo; German: Stumpf, Stubben; Ancient Greek: στύπος, τομή, πρέμνον; Hebrew: גֶּדֶם‎; Ingrian: kanto; Interlingua: stirpe; Irish: stoc; Italian: moncherino, ceppo; Japanese: 切り株; Korean: 그루터기; Latgalian: calms; Latvian: celms; Lezgi: пун; Lithuanian: kelmas; Macedonian: пенушка, чкунка; Maori: tumu, mutumutu, niho more, tumu, kōtumu; Mongolian Cyrillic: хожуул; Mongolian: ᠬᠣᠵᠤᠤᠯ᠎ᠠ; Norwegian Bokmål: stump; Old English: stubb; Piedmontese: sep; Polish: kikut, karpina, karpowina, pieniek, pniak, pień; Portuguese: toco, cotoco; Romanian: ciot; Russian: пень, пенёк, обрубок, культя, огрызок, обломок, огарок; Scottish Gaelic: stob; Serbo-Croatian Cyrillic: пањ; Roman: panj; Slovak: peň, pahýľ, kýpeť; Slovene: štor; Spanish: tocón, tueco, muñón, raíz, punta final, cabo; Swahili: kisiki; Swedish: stump, stubbe; Tagalog: tuod; Tarifit: tiyyart); Tausug: tunggul; Turkish: kütük; Udmurt: лӥял; Ukrainian: пень; Venetian: talpón; Welsh: boncyff, wystn; Yiddish: פּניאַק‎

castration

Arabic: ⁧إِخْصَاء⁩; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: castratie; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: castration; German: Kastrierung, Hodenentfernung; Greek: ευνουχισμός; Ancient Greek: ἀποτομή, ἀποφθορά, ἔκτμησις, ἐκτομή, εὐνουχία, εὐνουχισμός, θλῖψις, καρύδωσις, ὀρχοτομία, σπαδωνισμός, τὸ ἀπόκοπον, τομά, τομή; Hebrew: ⁧סירוס⁩; Indonesian: pengebirian; Italian: castrazione; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്‌ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: castração; Russian: кастрация; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: castración; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến

orchiectomy

Bulgarian: кастрация; Dutch: orchidectomie; English: orchiectomy, orchidectomy, orchi, orchie, testectomy; Esperanto: orkidektomio; Finnish: orkidektomia; French: orchiectomie; German: Hodenabschneiden, Hodenentfernung, Hodenexzision, Orchiektomie; Greek: ορχεκτομία, ορχιεκτομία; Ancient Greek: ὀρχοτομία; Russian: орхиэктомия; Spanish: orquiectomía; Turkish: orşiektomi

ar: استئصال الخصية; ca: orquiectomia; ckb: ئۆرکئاکتمی; fa: ارکیدکتومی; fi: orkiektomia; it: orchiectomia; pl: orchidektomia; pt: orquiectomia; sv: orkidektomi; tr: orşiektomi; uk: орхіектомія; zh_yue: 閹膥; zh: 睾丸切除术

Lexicon Thucydideum

sectio, extrema pars trabis, cut, end of a beam, 2.76.4, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.93.5, ubi nunc where now ἐντομῇ.]