γνῶσις: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[connaissance]], [[notion]];<br /><b>2</b> [[action de reconnaître]];<br /><b>3</b> action de connaître | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[connaissance]], [[notion]];<br /><b>2</b> [[action de reconnaître]];<br /><b>3</b> [[action de connaître de]] ; enquête <i>ou</i> instruction judiciaire ; décision, décret;<br /><b>4</b> connaissance (de qqn), relations d'amitié;<br /><b>[[NT]]</b>: connaissance chrétienne ; connaissance ésotérique, gnose.<br />'''Étymologie:''' [[γιγνώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:06, 7 December 2022
English (LSJ)
εως, ἡ,
A seeking to know, inquiry, investigation, esp. judicial, τὰς τῶν δικαστηρίων γ. D.18.224; τὴν κατὰ τοῦ διαιτητοῦ γ. Id.21.92, cf. 7.9, Lycurg.141; γ. περὶ τῆς δίκης PHib.1.92.13 (iii B. C.).
2 result of investigation, decision, PPetr.3p.118 (iii B. C.).
II knowing, knowledge, Heraclit.56; opp. ἀγνωσία, ἀγνωσίη, Hp. Vict.1.23 (dub.); opp. ἄγνοια, Pl.R.478c; ἡ αἴσθησις γ. τις Arist.GA731a33: pl., Θεὸς γνώσεων κύριος LXX 1 Ki.2.3.
b gnosis, profound knowledge, wisdom, higher knowledge, esoteric knowledge, 1 Ep.Cor.8.7,10, Ep.Eph.3.19, etc.; χαρισάμενος ἡμῖν νοῦν, λόγον, γνῶσιν PMag.Par.2.290.
2 acquaintance with a person, πρός τινα Test. ap.Aeschin.1.50; τῶν Σεβαστῶν IPE1.47.6 (Olbia).
3 recognizing, Th.7.44.
4 means of knowing, [αἱ αἰσθήσεις] κυριώταται τῶν καθ' ἕκαστα γ. Arist.Metaph.981b11.
III being known, γνῶσιν ἔχει τι = γνωστόν ἐστι, Pl.Tht.206b.
2 fame, credit, Hdn.7.5.5, Luc.Herod.3.
IV means of knowing: hence, statement in writing, PLond.5.1708, etc. (vi A. D.).
V = γνῶμα, Hsch. s. h. v.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1 conocimiento τῶν φανερῶν Heraclit.B 56, ἁ φύσις θείαν γα καὶ οὐκ ἀνθρωπίνην ἐνδέχεται γνῶσιν Philol.B 6, τῶν ... ἀγαθῶν ἴσμεν τὰ μὲν αὑτὰ δι' αὐτὰ αἱρετά, ὡς τὴν γνῶσιν Chrysipp.Stoic.3.26.25, τῶν πραγμάτων Diog.Oen.121.6, ὁ Ζεὺς ... αἴτιος ... γνώσεως Vett.Val.378.4, τιμὴ μεγίστη θεῷ θεοῦ γνῶσις Sext.Sent.44, γραφικὴ ... καὶ αἱ τοιαῦται ... οὐδεμίαν ... γνώσεως ποικίλης ἐπίδοσιν ἐμφαίνουσιν Aristid.Quint.1.22, op. ἄγνοια Pl.R.478c, op. πρᾶξις Arist.EN.1095a6, equiparado a la αἴσθησις de los animales, Arist.GA731a33, unido a μνήμη Plb.2.14.2, a μάθησις Plu.2.l7d, a ἱστορία Plu.2.44b, op. φρόνησις Tz.Ex.30.15
• πᾶσα γ. τοῦ γνωστοῦ ὁμοίωσις Porph.Sent.25
• del conocimiento médico ὅλην τὴν αἵρεσιν ἑαυτῶν οὕτως ὁρίζονται γνῶσιν φαινομένων κοινοτήτων Gal.1.81
• ἐν γνώσει εἶναι c. gen. conocer Plot.4.7.10
• en plu. Θεὸς γνώσεων κύριος LXX 1Re.2.3, μόνος ... βασιλέων φιλοσοφίαν οὐ λόγοις οὐδὲ δογμάτων γνώσεσι ... ἐπιστώσατο Hdn.1.2.4
• sabiduría, entendimiento, ciencia κοινὴ πᾶσιν ἀνθρώποις γ. Plb.3.36.6, οὐκ ἐν πᾶσιν ἡ γ. 1Ep.Cor.8.7, γνῶναι ... τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ Ep.Eph.3.19, κατὰ γνῶσιν = con discreción 1Ep.Petr.3.7, identificado con ἐπιστήμη Clem.Al.Strom.2.17.76.
2 gnosis, conocimiento místico religioso que pretende ser verdadero o científico:
a) cristiano γ. σωτηρίας Eu.Luc.1.77, llamado a veces γ. ἀληθής Iren.Lugd.Haer.4.33.8
• del conocimiento de Dios, unido a πίστις Ep.Barn.1.5, a σοφία Clem.Al.Strom.7.10.55, a θεωρία Iust.Phil.2Apol.8.3, a ἀγάπη Clem.Al.Strom.7.7.46, del contemplativo o místico γ. ..., θέα τίς ἐστι τῆς ψυχῆς τῶν ὄντων ... τελειωθεῖσα δὲ τῶν συμπάντων Clem.Al.Strom.6.8.69
• ref. al conocimiento recíproco del Padre y el Hijo dentro de la Trinidad, Clem.Al.Paed.1.9, cf. Origenes Io.32.28
• del conocimiento angélico, no discursivo, sino intuitivo, Dion.Ar.DN 7.2;
b) gnosis considerada herética ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 1Ep.Ti.6.20, llamada τελεία por los gnósticos, Iren.Lugd.Haer.1.6.2
• ἡ ... καθαρότης ... αὕτη τυγχάνει ἡ διὰ τῆς γνώσεως Manes 84.12.
3 acción de reconocer, reconocimiento τοῦ οἰκείου Th.7.44.
4 conocimiento de una persona, trato, relaciones de amistad πρὸς αὐτόν Test. en Aeschin.1.50, ἡ πρὸς σὲ τοῦ δεσπότου θεοῦ γ. POxy.939.4 (IV d.C.), ἡ θεία γραφὴ γνῶσιν οἶδε τὴν οἰκειότητα Cyr.Al.Io.M.73.1044C, τῶν Σεβαστῶν IPE 12.47.6 (Olbia)
• de ahí conocimiento carnal, relación sexual Clem.Al.Strom.3.17.104.
II investigación, pesquisa judicial τῶν δικαστηρίων D.18.224, κατὰ τοῦ διαιτητοῦ D.21.92, cf. Lycurg.141, περὶ τῆς δίκης PHib.1.92.13(III a.C.).
III 1 resultado de una investigación, decisión, resolución, PPetr.3 p.118 (III a.C.).
2 sentencia, decisión imperial M.Ant. en SEG 29.127.2.73 (Atenas II d.C.).
3 lista, certificado χρυσοῦ PSI 791.1 (VI d.C.), γεωργῶν POxy.2055.1 (VI d.C.).
IV 1 formas de conocimiento, medios para conocer ref. a los sentidos κυριώταταί γ' εἰσὶν αὗται τῶν καθ' ἕκαστα γνώσεις Arist.Metaph.981b11.
2 relación por escrito, PLond.5.1708 (VI d.C.).
3 en plu. cuentas ἐπίτροπον γνώσεων τῶν ἐξοχωτάτων καθολικῶν equiv. al lat. procurator rationum summarum, Abh.Berl.Akad.1932(5).46.
V 1 el hecho de ser conocido πολὺ τὸ τῶν στοιχείων γένος ἐναργεστέραν τε τὴν γνῶσιν ἔχειν φήσομεν καὶ κυριωτέραν Pl.Tht.206b.
2 fama, crédito, reputación Luc.Herod.3, γ. οὐκ ἄσημος καὶ τιμὴ ἔνδοξος Hdn.7.5.5.
VI otro n. del número tres Iambl.Theol.Ar.14.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, 1) das Erkennen, Thuc. 7, 44; Einsicht, Kenntniß, Plat. Soph. 267 b; γνῶσιν ἔχειν Theaet. 193 d u. öfter; auch Folgde; höhere Einsicht, Weisheit, K. S. Aber γνῶσιν ἔχει τι, es wird erkannt, Plat. Theaet. 206 b. – 2) das richterliche Erkenntniß, Dem. 7, 9 u. öfter; vgl. Poll. 2, 129; bes. vom Schiedsrichter: Dekret, Luc. merc. cond. 12. – 3) das Bekanntsein, Bekanntschaft; κατὰ τὴν γνῶσίν μοι τὴν πρὸς αὐτόν Aesch. 1, 50. 68 (in Zeugenaussagen); Ruf, Ruhm, Luc. Herod. 3; Hdn. 7, 5, 12.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 connaissance, notion;
2 action de reconnaître;
3 action de connaître de ; enquête ou instruction judiciaire ; décision, décret;
4 connaissance (de qqn), relations d'amitié;
NT: connaissance chrétienne ; connaissance ésotérique, gnose.
Étymologie: γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνῶσις -εως, ἡ γιγνώσκω
1. inzicht, kennis:; γνῶσις θεοῦ kennis van God NT Rom. 11.33; het herkennen:. τὴν... γνῶσιν τοῦ οἰκείου ἀπιστεῖσθαι dat men er niet op kon vertrouwen een bekende te hebben herkend (lett. dat het herkennen niet vertrouwd werd) Thuc. 7.44.2.
2. jur. uitspraak:. τὴν... κατὰ του διαιτητου γνῶσιν de uitspraak tegen de scheidsrechter Dem. 21.92.
3. bekendheid:. γνῶσιν ἔχειν bekend zijn Plat. Tht. 206b.
Russian (Dvoretsky)
γνῶσις: εως ἡ
1 познавание, познание Plat., Arst.;
2 знание (ἡ αἴσθησις γ. τίς, sc. ἐστιν Arst.);
3 наука (ἡ φθσικὴ γ. Arst.);
4 узнавание: τὴν γνῶσίν τινος ἀπιστεῖσθαι Thuc. не узнавать кого-л.;
5 юр. расследование, дознание, следствие (αἱ τῶν δικαστηρίων γνώσεις Dem.);
6 (личное), знакомство (πρός τινα Aeschin.);
7 отчетливость, ясность: ἐναργεστέραν τὴν γνῶσιν ἔχειν Plat. быть более известным, знакомым;
8 известность, слава (ἡ ἐς γνῶσιν ὁδός Luc.);
9 распоряжение, указ (αἱ τοῦ ἄρχοντος γνώσεις Luc.);
10 филос. поздн. гносис, гностическая философия.
English (Strong)
from γινώσκω; knowing (the act), i.e. (by implication) knowledge: knowledge, science.
English (Thayer)
γνώσεως, ἡ (γινώσκω) (from Thucydides down), knowledge: with the genitive of the object, σωτηρίας, τοῦ Θεοῦ, the knowledge of God, such as is offered in the gospel, τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ, of Christ as a saviour, τοῦ Θεοῦ, the knowledge of things which belongs to God, γνῶσις, by itself, signifies in general intelligence, understanding: ψευδωνομος γνῶσις, Wisdom of Solomon, such as is seen in right living, κατά γνῶσιν, wisely, knowledge: what is known concerning divine things and human duties, γνῶσις and σοφία are used together the former seems to be knowledge regarded by itself, the latter wisdom as exhibited in action: γνῶσις is simply intuitive, σοφία is ratiocinative also; γνῶσις applies chiefly to the apprehension of truths, σοφία superadds the power of reasoning about them and tracing their relations." Lightfoot on Colossians, the passage cited. To much the same effect Fritzsche (on Romans, the passage cited), "γνῶσις perspicientia veri, σοφία sapientia aut mentis sollertia, quae cognita intellectaque veritate utatur, ut res efficiendas efficiat. Meyer (on 1 Corinthians, the passage cited) nearly reverses Lightfoot's distinction; elsewhere, however (e. g. on Colossians, the passage cited, cf. 9), he and others regard σοφία merely as the more general, γνῶσις as the more restricted and special term. Cf. Lightfoot as above; Trench, § lxxv.)
Greek Monolingual
η (AM γνῶσις) γιγνώσκω
1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
2. βαθύτερη γνώση η οποία έχει αποκτηθεί με περισυλλογή και μελέτη («πηγή σοφίας και γνώσεως»)
3. φρόνηση, σύνεση («ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάζω γνώση» — συνετίζομαι
2. «φέρω εις γνώσιν (κάποιου)» — πληροφορώ
3. «λαμβάνω γνώσιν» — πληροφορούμαι
4. «είμαι εν γνώσει» — γνωρίζω, έχω ενημερωθεί
5. «έχουν γνώση οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους εναντίον κάθε επιβουλής
6. «κοντά στον νου κι η γνώση» — η εξυπνάδα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση και προσοχή
7. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — όταν αναγνωρίζεται ένα σφάλμα κάπως αργά
(αρχ.- μσν.) γνώμη, άποψη
αρχ.
1. δικαστική έρευνα
2. γνωριμία (με κάποιο πρόσωπο) («γνῶσις πρός τινα»)
3. υπόληψη, φήμη
4. σαρκική ένωση.
Greek Monotonic
γνῶσις: -εως, ἡ (γιγνώσκω),
I. δικαστική έρευνα, διερεύνηση, ανάκριση, σε Δημ.
II. 1. γνώση, σε Πλάτ., Κ.Δ.
2. εξοικείωση με ένα πρόσωπο, πρός τινα, παρ' Αισχίν.
3. γνωριμία, αναγνώριση, παραδοχή, σε Θουκ.
III. το να γίνεται κάτι γνωστό· φήμη, υπόληψη, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
γνῶσις: -εως, ἡ, (√ΓΝΟ, γιγνώσκω) τὸ νὰ ζητήσῃ τις νὰ μάθῃ, ἡ μετὰ κρίσεως ἐξέτασις ἢ ἔρευνα ἰδίως δικαστική, Λατ. cognitio, τὰς τῶν δικαστηρίων γνώσεις Δημ. 302. 28· τὴν τοῦ διαιτητοῦ γν. ὁ αὐτ. 544. 2, πρβλ. 79. 1., 775. 14, Λυκοῦργ. 168. 1. ΙΙ. τὸ γιγνώσκειν, κατέχειν τι ἐν τῇ διανοίᾳ, συχν. παρὰ Πλάτ., ὡς Πολ. 478C, Ἀριστ., κ. ἀλλ.·― ἰδίως: ὑψηλοτέρα γνῶσις, βαθυτέρα σοφία, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. 8. 7, 10, π. Ἐφεσ. 3. 19, Ἐκκλ.· πρβλ. γνωστικός. 2) γνωριμία μὲ πρόσωπόν τι, πρός τινα παρ’ Αἰσχίν. 8. 4. 3) τὸ γνωρίζειν, ἀναγνωρίζειν, Θουκ. 7. 44. 4) σαρκικὴ γνωριμία, μῖξις, Κλήμ. Ἀλ. 470. ΙΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τι γνωστόν, γνῶσιν ἔχει τι = γιγνώσκεται Πλάτ. Θεαιτ. 206Β·― φήμη, ὑπόληψις, Ἡρωδιαν. 7. 5, Λουκ. Ἡροδ. 3.
Middle Liddell
γιγνώσκω
I. a judicial inquiry Dem.
II. a knowing, knowledge, Plat., NTest.
2. acquaintance with a person, πρός τινα ap. Aeschin.
3. a knowing, recognising, Thuc.
III. a being known, fame, credit, Luc.
Chinese
原文音譯:gnîsij 格挪西士
詞類次數:名詞(29)
原文字根:知道(的)
字義溯源:知識,認識,知道,教導,智慧,測度,學問;源自(γινώσκω)*=知道)
出現次數:總共(29);路(2);羅(3);林前(10);林後(6);弗(1);腓(1);西(1);提前(1);彼前(1);彼後(3)
譯字彙編:
1) 知識(23) 路1:77; 路11:52; 羅2:20; 羅11:33; 羅15:14; 林前1:5; 林前8:1; 林前8:1; 林前8:7; 林前8:11; 林前13:2; 林前13:8; 林前14:6; 林後4:6; 林後6:6; 林後8:7; 林後11:6; 西2:3; 提前6:20; 彼前3:7; 彼後1:5; 彼後1:6; 彼後3:18;
2) 認識(3) 林後2:14; 林後10:5; 腓3:8;
3) 知識的(3) 林前8:10; 林前12:8; 弗3:19
English (Woodhouse)
judicial, understanding, judicial investigation, theory as opposed to practice
Wikipedia EN
Gnosis is the common Greek noun for knowledge (γνῶσις, gnōsis, f.). The term is used in various Hellenistic religions and philosophies. It is best known from Gnosticism, where it signifies a spiritual knowledge or insight into humanity's real nature as divine, leading to the deliverance of the divine spark within humanity from the constraints of earthly existence.
Léxico de magia
ἡ conocimiento supremo como objetivo del mago διδοὺς ἐμοί, τῷ δεῖνα, ... πλοῦτον, εὐτεκνίαν, γνῶσιν dame riqueza, buena descendencia, conocimiento P III 578 P III 597 P III 598 ἐγνωρίσαμεν, μήτρα πάσης γνώσεως te conocimos, matriz de todo conocimiento P III 603 διέβαλεν γάρ σου τὰ ἱερὰ μυστήρια ἀνθρώποις εἰς γνῶσιν pues ha calumniado tus sagrados misterios para el conocimiento de los hombres P IV 2478 ἵνα με νῦν ἐρατῶν πρὸς σε τὴν γνῶσιν ἐλλυχνιάσῃς para que me ilumines con el conocimiento de las cosas que deseas P III 584 del nombre de la divinidad δῶρόν μοι ἐδωρήσω τὴν τοῦ μεγίστου σου ὀνόματος γνῶσιν me diste como regalo el conocimiento de tu más grande nombre P II 128 P III 159 P XII 93 de la divinidad misma χαίρομεν, ὅτι ἐν πλάσμασιν ἡμᾶς ὄντας ἀπεθέωσας τῇ σεαυτοῦ γνώσει nos alegramos, porque a nosotros, que estamos aún en nuestros cuerpos, nos has deificado con el conocimiento de ti P III 601 πλὴν θέλησον ἡμᾶς διατηρηθῆναι ἐν τῇ σῇ γνώσει salvo que quieras que nosotros nos mantengamos en tu conocimiento P III 608
Translations
Afrikaans: kennis; Albanian: dituri, dije, dijeni; Arabic: عِلْم, مَعْرِفَة; Armenian: իմացություն, գիտելիք; Assamese: জ্ঞান; Asturian: conocimientu, conocencia; Azerbaijani: bilik, elm, hünər, mərifət, məlumat, ürfan; Bashkir: белем; Belarusian: веданне; Bengali: জ্ঞান, এলেম; Bikol Central: kaaraman; Bulgarian: знание; Burmese: အသိပညာ, ဝိဇ္ဇာ; Cahuilla: 'e'nanill; Catalan: coneixement; Central Atlas Tamazight: ⵜⵓⵙⵙⵏⴰ; Chinese Cantonese: 知識, 知识, 見識, 见识; Dungan: җышы, җяншы, эрлин; Mandarin: 知識, 知识, 見識, 见识; Crimean Tatar: bilgi, bilme; Czech: znalost, vědění; Danish: viden, kundskab, kendskab; Dutch: kennis, weten, wetenschap; Esperanto: scio; Estonian: teadmine, teadmised; Faroese: vitan; Finnish: tieto, tiedot; French: connaissance, science; Middle French: sçavoir; Old French: savoir, conoissance, escient; Galician: coñecemento, sabenza, sabedoría; Georgian: ცოდნა; German: Wissen, Kenntnis; Greek: γνώση; Ancient Greek: γνῶσις; Hawaiian: ʻike; Hebrew: יֶדַע, ידיעה; Hindi: जान, ज्ञान, बुद्धि, इल्म; Hungarian: tudás, ismeret; Icelandic: þekking; Indonesian: pengetahuan; Interlingua: cognoscentia; Irish: fios; Italian: conoscenza; Japanese: 知識; Kapampangan: pamibaluan, pangabalu; Kazakh: білім, ғылым; Khmer: ចំណេះ, ញាណ, វិជ្ជា; Korean: 지식, 앎; Kyrgyz: билим; Lao: ຄວາມຮູ້, ວິຊາ; Latin: notitia, notio, agnitio, cognitio, intelligentia; Latvian: zināšana; Lithuanian: žinojimas, mokėjimas, išmanymas; Macedonian: знаење; Malay: pengetahuan, ilmu; Maori: mātauranga, mōhio ngutu; Mongolian: эрдэм, мэдлэг; Ngazidja Comorian: udjuzi 11; Norwegian Bokmål: kunnskap, viten; Nynorsk: kunnskap; Occitan: coneissença; Old French: saveir; Pali: ñāṇa, vijjā; Persian: دانش, شناخت, علم, معرفت; Plautdietsch: Wissenschoft; Polish: wiedza; Portuguese: conhecimento; Quechua: riqsiy; Romanian: cunoaștere, știre; Russian: знание, осведомлённость; Sanskrit: ज्ञान, बुद्धि, विद्या, बोध; Scots: kennin; Scottish Gaelic: fios; Serbo-Croatian Cyrillic: знáње; Roman: znánje; Slovak: znalosť; Slovene: znanje; Spanish: conocimiento; Sundanese: ᮕᮍᮝᮨᮛᮥᮂ; Swahili: maarifa; Swedish: kunskap; Sylheti: ꠉꠣꠀꠘ; Tagalog: karunungan; Tajik: дониш, маърифат; Tamil: அறிவு; Tatar: белем; Telugu: జ్ఞానము, బోధ; Thai: ความรู้, วิชา, วิทยา; Tibetan: ཤེས་བྱ, ཡོན་ཏན; Tocharian B: karsalñe; Tok Pisin: save; Turkish: bilim, marifet, bilgi; Turkmen: bilim, maglumat; Ugaritic: 𐎄𐎓𐎚; Ukrainian: знання; Urdu: گیان, علم; Uyghur: بىلىم; Uzbek: bilim, bilish; Vietnamese: tri thức; Waray-Waray: kaaram; Welsh: adnabyddiaeth, gwybodaeth; West Frisian: witten; Yiddish: וויסן; Zazaki: zanış, elm