κεῖμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
(strοng)
(T21)
Line 30: Line 30:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=[[middle]] [[voice]] of a [[primary]] [[verb]]; to [[lie]] outstretched ([[literally]] or [[figuratively]]): be (appointed, laid up, made, [[set]]), [[lay]], [[lie]]. Compare [[τίθημι]].
|strgr=[[middle]] [[voice]] of a [[primary]] [[verb]]; to [[lie]] outstretched ([[literally]] or [[figuratively]]): be (appointed, laid up, made, [[set]]), [[lay]], [[lie]]. Compare [[τίθημι]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] 3rd [[person]] [[singular]] ἔκειτο; to [[lie]];<br /><b class="num">1.</b> [[properly]]: of an [[infant]], followed by ἐν [[with]] the dative of [[place]], Tdf. omits κείμενον),16; of [[one]] buried: [[ὅπου]] or οὗ, R G L brackets); [[ἐπί]] τί added, [[ἐπάνω]] τίνος (of a [[city]] [[situated]] on a [[hill]]), to [[stand]]: [[thus]] of vessels, χύτρας κειμενας, [[Xenophon]], oec. 8,19); of a [[throne]], [[Homer]], Iliad 2,777; [[Odyssey]] 17,331); κεῖσθαι [[πρός]] τί, to be brought [[near]] to a [[thing]] ([[see]] [[πρός]], I:2a.), τετραγονος κεῖται, to be (by God's [[intent]]) [[set]], i. e. [[destined]], appointed: followed by [[εἰς]] [[with]] the accusative indicating the [[purpose]], Passow, [[under]] the [[word]], p. 1694 b; (Liddell and Scott, [[under]] the [[word]], IV:2)), of laws, to be made, laid [[down]]: τίνι, ὁ [[κόσμος]] [[ὅλος]] ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται, lies in the [[power]] of the [[evil]] [[one]], i. e. is held in [[subjection]] by the [[devil]], [[ἀνάκειμαι]], [[συνανάκειμαι]], [[ἀντίκειμαι]], [[ἀπόκειμαι]], [[ἐπίκειμαι]], [[κατάκειμαι]], [[παράκειμαι]], [[περίκειμαι]], [[πρόκειμαι]].)
}}
}}

Revision as of 18:02, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεῖμαι Medium diacritics: κεῖμαι Low diacritics: κείμαι Capitals: ΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: keîmai Transliteration B: keimai Transliteration C: keimai Beta Code: kei=mai

English (LSJ)

   A κεῖσαι Il.19.319, etc. (κατά-κειαι h.Merc.254, Arc. κεῖοι Tab.Defix. in Philol.59.201), κεῖται Il.6.47, Hdt.1.9,4.62 (v.l.κέεται), IG 12.94.25; pl. κεῖνται A.Supp.242, Ion. κέᾰται Il.11.659, al., Hdt. (προσ-κέανται is f.l. 1.133, cf. προσ-κέαται, v.l. -κέονται, Hp.Fract.6), κείᾰται Mimn.11.6 (κατα- Il.24.567), κέονται Il.22.510, Od.16.232, prob. in Alc.94, συγ-κέονται Aret.SD2.4; imper. κεῖσο, κείσθω, Il.18.178, Hdt.2.171; subj. 3sg. κέηται Pl.Sph.257c, Lycurg.113, Ep. κεῖται (fr. κέψ-ε-ται) Il.19.32, Od.2.102, al., δια-κέησθε Isoc.15.259, κείωνται IG22.1176.21; opt. 3sg. κέοιτο Hdt.1.67, Hp.Art.14 (κατα-), Is.6.32, Pl.R.477a; inf. κεῖσθαι Il.8.126, Hp.Prog.3, Hdt.2.127, al., κέεσθαι v.l.in ib.2, cf.Hp.Aër.6, Archim. Aequil.1 Prooem.; part. κεί μενος Il.7.265, etc.: impf. ἐκείμην Od.13.284, etc., Ep. κείμην 9.434; Ep. 3sg. κέσκετο 21.41, (παρε-) 14.521; Ion. 3pl. ἐκέατο Hdt.1.167, Ep. κέατο Il.13.763, κείατο 11.162; κεῖντο 21.426, (ἐπέ-) Od.6.19: fut. κείσομαι Il.18.121, A.Ch.895, etc., Dor. κεισεῦμαι Theoc.3.53. (Cf. Skt. śéte ( = κεῖται), also śáyate 'lie', Gr. κοίτη, κοιμάομαι, perh. Lat. cunae, etc.):—to be laid (used as Pass. to τίθημι): hence, lie, lie outstretched, used by Hom. mostly with Preps., πυρὴν . . ᾗ ἔνι κεῖται Πάτροκλος Il.23.210; κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ 9.556; ἐπὶ γαίῃ 11.162; ὑπ' αἰθούσῃ Od.21.390; also ἐπί τινος, ὀστέα . . κείμεν' ἐπ' ἠπείρου 1.162; τὸ δ' ἥμισυ κεῖτ' ἐπὶ γαίης Il.13.565, cf. 20.345; but ὁ δ' ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα lay stretched over... Od.11.577, al.; later κεῖσθαι εἰς... in pregnant sense, εἰς ἀνάγκην κείμεθ' E.IT620; εἰς ὀλίγην κ. κόνιν AP9.677 (Agath.); also ἐπὶ τὴν ὁδὸν κ. to be strewn upon the path, Call.Iamb.1.250: Archit., κείμενον σχῆμα, opp. ὠρθωμένον, plan, opp. elevation, Apollod.Poliorc.163.3: c.acc., τόπον . . ὅντινα κεῖται S.Ph.145 (anap.).    2 lie down to rest, repose, Od.13.281, etc.; πορφυρέᾳ κείμενος ἐν χλανίδι Simon.37.12; lie, remain, κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι . . Ἀχιλλεύς Il.2.688, cf. 7.230, etc.; οὐ χρῆν ἥσυχον κεῖσθαι πόδα S.Fr.142.13; lie still, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, of Odysseus under the ram's belly, Od.9.434: metaph., κακὸν κείμενον a sleeping evil, S.OC510 (lyr.); τοῦ κύματος κειμένου Ael.NA15.5.    3 lie sick or wounded, ἐν νήσῳ κεῖτο, of Philoctetes, Il.2.721, cf. 15.240; κείσεται οὐτηθείς 8.537, cf. 11.659; γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος 18.435; κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457; lie in misery, ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ 1.46; κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός 21.88, cf. S.Ph.183 (lyr.); κ. ἐν κακοῖς E.Ph.1639, Hec.969; κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν to kick him when he's down, Ar.Nu.550.    4 lie dead, Il.5.467, 16.541, al., A.Ag.1438, 1446, S.Ph.359; κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Id.Ant.1240: rare in Prose, χίλιοι . . νεκροὶ κείμενοι Hdt.8.25, cf. Hdn. 2.1.8.    b freq. also in epitaphs, lie buried, τῇδε κείμεθα Simon. 92, cf. 97; κεῖσαι ζῶν ἔτι μᾶλλον τῶν ὑπὸ γᾶς Id.60; also κ. ἐν Ταρ τάρῳ Pi.P.1.15; ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ' Ἅιδῃ, A.Ch.895, S.El.463, OT972; also in Prose, τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Hdt.1.67, cf. 4.11,9.105, Th.2.43; κ.ὑπό τινων to be buried by... Plu.2.583c.    5 freq. of a corpse, lie unburied, Il.18.338, 19.32; κεῖται . . νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος 22.386; μὴ δή με ἕλωρ Δαναοῖσιν ἐάσῃς κεῖσθαι 5.685; also κεῖτ' ἀπόθεστος . . ἐν πολλῇ κόπρῳ lay uncared for, of the old hound of Odysseus, Od.17.296; εὐνὴ . . κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16.35; of places, lie in ruins, δόμοι . . χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί A.Ch. 964 (lyr.), cf. Pl.R.425a, Lyc.252.    6 of wrestlers, have a fall, A.Eu.590; πεσών γε κείσομαι Ar.Nu.126.    II of places, to be situated, lie, νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Od.7.244, cf. 9.25, 10.196, etc.; ἐν τῇ [γῇ] κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (for κεῖται) Hdt.5.49; Αἴγινα . . πρὸς νότου κ. πνοάς A.Fr.404; πρὸ Μεγάρων κ. Th.3.51; πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Id.1.37; θέσιν κέεσθαι νοσερωτάτην Hp.Aër.6, cf. Arist. HA496a14; κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, Id.Mete.360b14,363a3.    2 of things, lie or be in a place, ὅθι οἱ φίλα δέμνι' ἔκειτο Od.8.277; ἕλε δίφρον κείμενον placed there, 17.331, cf. 410; φόρμιγγα... ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι 8.255: in Prose, δύο τράπεζαι ἐκείσθην Lys.13.37; χύτρας εὐκρινῶς κειμένας X.Oec.8.19.    3 fit, of shoes, Herod. 7.121.    4 κεῖσθαι, posture, attitude, as a category, Arist.Cat.2a2.    III to be laid up, in store, of goods, property, etc., δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382; πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. 6.47; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα is reserved... 4.144; μνῆμα ξείνοιο . . κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισι was left lying... Od.21.41; of things dedicated to a god, κ. ἐν θησαυρῷ Hdt.1.51, cf. 52, Alc.94; of money, κείμενα deposits, Hdt.6.86.ά; κ. σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ Th.1.129, cf. SIG22.15 (Epist. Darei), Pl.R.345a; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι at his bank, Isoc.17.44; παρά τινι Pl.Ep.346c; τἀργύριόν σοι κείσεται the caution-money shall be deposited, Ar.Ra.624; δραχ μὴν ὑπόθες.—Answ. κεῖται πάλαι Diph.73.2: metaph., εἰ ταῦτ' ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη shall be placed to her credit, S.Ant.485, cf. Pi.I. 5(4).18.    IV to be placed in position, τῶν ἐπὶ τοῦ τοίχου . . κειμένων κιόνων IG12.372.46.    2 to be set up, ordained, ἄεθλα κεῖτ' ἐν ἀγῶνι Il.23.273, cf. Hdt.8.26,93, Th.2.46; ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι S.Aj. 936 (lyr.).    3 of laws, κεῖται νόμος the law is laid down, E.Hec. 292; νόμοι ἐπ' ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται Th.2.37; νόμοι κεῖνται περί τινος Antipho 6.2 ; οἱ νόμοι οἱ κείμενοι the established laws, Ar.Pl.914, cf. Lys.1.48, etc.; οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι X.Mem. 4.4.21; οἱ νόμοι οἱ ὑπὸ οἱ τῶν βασιλέων κείμενοι Isoc.1.36, cf. D.24.62; καινὰ κεῖσθαι θέσμι' ἀνθρώποις E.Med.494; αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι the votes given by... D.H.7.47; οὐκέτι κ. ἡ διαθήκη no longer holds, Is.6.32; so of philosophical arguments, hold good, κατά τινων Phld.Rh.1.51 S.; θάνατος ὧν κεῖται πέρι E.Ion750; κείμεναι ζημίαι Lys.14.9, cf. Th.3.45.    4 to be laid down in argument, posited, assumed, τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω Pl.R.350d, etc.; ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Id.Plt.300e; freq. in Arist., κείσθω let it be assumed, Apr. 34b23,al.; τὸ ἐξ ἀρχῆς κείμενον the assumption, Metaph.1008b2, 1047b10(pl.); τὰ περὶ τὴν διάνοιαν ἐν τοῖς περὶ ῥητορικῆς κ. Po.1456a35.    5 of names, οὔνομα κεῖται the name is given, Hdt.4.184, 7.200, cf. X.Cyr.2.2.12, Pl.Sph.257c, etc.; ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον [ὄνομα] Is.3.32; κεῖσθαι without ὄνομα, Pl.Cra.392d; κείμενα ὀόματα established terms, Arist. Top.140a3, Demetr.Eloc.96.    6 metaph., πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα danger is set before men, that they may... S.Ph.503.    V metaph., of continuing conditions, ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο lay heavy, Od.24.423; εὔστομα κείσθω remain unspoken, Hdt.2.171; νεῖκος ἔκειτό τισι there was an enduring feud, S.OT491 (lyr.); Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόματι my name shall be a household word, AP9.62 (Even.); πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240; εὖ κείμενα A.Ch.693; μὴ κινεῖν (sc. κακὸν) εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb.15c, cf. Hyp. Fr.30, Suid.    2 ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, i.e. these things are yet in the power of the gods, to give or not, Il.17.514, 20.435.    3 κεῖσθαι ἔν τινι to rest entirely or be dependent on him, ἐν ἀγαθοῖσι κ. πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.71; ἐν ὔμμι ὡς θεῷ κείμεθα S.OC248 (lyr.); also ἐπί τινι, τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κ. Pi.P.8.76: also with simple dat., Λεωφίλῳ πάντα κεῖται Archil.69, prob.in Com.Adesp.1325; of things, depend upon, τὸ πανηγυρικὸν ἐν μελέτῃ καὶ τριβῇ κ. Phld.Rh.1.93 S.; τὰ . . γυμνάσια ἐν τῇ κινήσει κ. Antyll. ap. Orib.6.23.1.    4 Medic., to be left to settle, of urine, Hp.Epid.1.26.β.    b φάρυγξ οὐ φλεγμαίνουσα, κειμένη δέ, i.e. not swollen, ib.2.2.24.    5 Gramm., of words and phrases, to be found, occur, παρὰ τῷ ποιητῃ Str.7.3.6, cf. Ath.2.58b; κεῖται ἐν τῷ Περὶ Πλούτου Phld.Oec. p.39 J.; ποῦ κεῖται; Ath.4.165d, cf. Κειτούκειτος; κ. ἀντί τινος to be used instead of... Str.8.6.7; τὸ κείμενον the received text, Sch.vulg.Pi.O.2.48.

German (Pape)

[Seite 1411] (κεω, vgl. κείω), κεῖσαι, auch κεῖαι, H. h. Merc. 254, κεῖται, ion. κέεται, Her., bei Luc. de dea Syr. κέαται; κεῖνται, ep. u. ion. (κείαται u.) κέαται, Il. 16, 24 u. öfter, κέονται, Od. 16, 232 Il. 22, 510; conj. κέωμαι, κῆται, 19, 32 Od. 2, 102, wofür Buttmann κεῖται als alte Conjunctivsorm beibehalten wollte; inf. κεῖσθαι, ion. κέεσθαι, Hippocr., partic. κείμενος. – Impf. ἐκείμην, ἔκειτο u. κεῖτο, Hom. auch κέσκετο, Od. 21, 41; ἔκειντο, κείατο, Il. 11, 192 u. öfter; auch κέατο, 13, 763. – Fut. κείσομαι, dor. κεισεῦμαι, Theocr. 3, 53. – 1) liegen, sowohl von Menschen u. Thieren, als von leblosen Dingen; – a) schlafend daliegen, schlafen, ruhen, Hom. u. Folgde; auch müssig daliegen, rasten, unthätig, unbeschäftigt sein, Il. 2, 688. 7, 230. 18, 121 u. sonst. – b) schwach, ohnmächtig, krank, verwundet daliegen, Il. 2, 721. 8, 537. 11, 659. 15, 240. 18, 435 Od. 5, 457. – c) todt daliegen, oft im Hom.; auch von den Begrabenen, κεῖται θανών Aesch. Pers. 317, κεῖσαι δ' ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδε Ag. 1471, ἐν ταὐτῷ τάφῳ κείσῃ Ch. 882, κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Soph. Ant. 1225, νεοσφαγὴς κεῖται Ai. 883, κεῖται παρ' Ἅιδῃ Πόλυβος O. R. 972, ἐν Ἅιδο υ κείμενος El. 455, ἐν Ταρτάρῳ Pind. P. 1, 15, οἱ μὲν ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται πεσόντες Eur. Rhes. 415; Her. 1, 67 u. öfter; Plat. Menex. 242 d; bes. in späterer Prosa, Hdn. 2, 1, 19. 7, 5, 15. – Hingeworfen, hingestreckt sein, von den Ringern, Ar. Nubb. 126; οὐ κειμένῳ πω τόνδε κομπάζεις λόγον Aesch. Eum. 560. – Von verwüsteten Städten, in Schutt u. Trümmern liegen, Sp., wie Lycophr. 252; ἐπανορθοῦσα εἴ τι τῆς πόλεως ἔκειτο Plat. Rep. IV, 425 a. – d) im dauernden Unglück liegen; Od. 1, 46. 21, 88; πάντων ἄμμορος ἐν βίῳ κεῖται Soph. Phil. 138; ἐν οἵοις κείμεθ' ἄθλιοι κακοῖς Eur. Phoen. 1633. – e) weggeworfen, vernachlässigt, verachtet daliegen, Il. 5, 685 Od. 17, 296 u. öfter, bes. von den unbestattet daliegenden Todten; Aesch. ἄναγε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί Ch. 964. – 2) von Gegenden, Inseln, Städten, gelegen sein; Od. 7, 244. 9, 25. 10, 196; Aesch. frg. 316; Eur. Bacch. 18; πόλις, Ἀττική, Her. 1, 178. 6, 139; auch umschrieben, ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα, wie unser »ist gelegen«, 5, 49; Thuc. oft, u. Folgde; πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη, eine Stadt von einer sich selbst genügenden Lage, Thuc. 1, 37, wie Hippocr. sagt τὰς πόλιας ταύτας θέσιν κέεσθαι νοσερωτάτην, sie haben eine sehr ungesunde Lage. – Eben so von Sachen = sich an einem Orte befinden, sein; δίφρος, θρῆνυς κεῖται, Od. 17, 331. 410; εὐνή, 16, 35; οἶκος, 24, 358; κέσκετο μνῆμα 21, 41; θρόνος, κλίνη, χαλκήϊον, Her. 1, 9. 181. 4, 81; δίφρος, Plat. Rep. I, 328 c. – In vielen Vrbdgn entspricht es dem act. τίθημι u. vertritt die Stelle des perf. pass. τέθειμαι, gestellt, gelegt sein; εἰς ἀνάγκην κείμεθα Eur. I. T. 620; εἰς ὀλίγην κεῖται κόνιν Agath. 51 (IX, 677); κεῖμαι εἰς Ἄϊδος εὐνάς Ep. ad. 677 (App. 260); niedergelegt, aufbewahrt u. dah. vorräthig sein; κτήματα, κειμήλια κεῖται ἐν δόμοις u. ä.; oft Hom.; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα Il. 4, 144; ähnl. κείσεταί σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἀνάγραπτος Thuc. 1, 129; von der an der Wand hangenden Lyra, Od. 8, 225; von dem unter dem Bauche des Widders hangenden Odysseus, 9, 434; τράπεζαι ἔκειντο Lys. 13, 37; εὐκρινῶς κειμένας χύτρας Xen. Oec. 8, 19. – Uebertr. von Gemüthszuständen, πένθος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται, Trauer ist in, liegt auf der Seele, Od. 24, 423; θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, es liegt in den Knieen, d. h. in der Macht der Götter, hängt von ihrer Bestimmung, ihrem Willen ab; ἐν ὑμῖν ὡς θεῷ κείμεθα Soph. O. C. 247, wir ruhen in euch, hangen von euch ab, unsere Hoffnungen beruhen auf euch; ἐν γὰρ τῇ κλυτὰ πείρατα κεῖται ἀέθλων Ap. Rh. 2, 424; ἐν τῇ συγκλήτῳ κεῖται, es steht beim Senat, hängt von ihm ab, Pol. 6, 15, 6; vgl. Schäfer zu D. Hal. de C. V. 439. – Bes. tritt das Verhältniß zu τίθημι hervor in folgenden Vrbdgn: – a) κεῖται ἄεθλον, der Kampfpreis ist ausgesetzt, Il. 23, 723; Her. 8, 26. 93; ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι Soph. Ai. 916; auch νεῖκος, O. R. 490. – b) vom Gesetz; νόμος τοῖς τ' ἐλευθέροις ἴσος καὶ τοῖσι δούλοις αἵματος κεῖται πέρι, ist gegeben, besteht, Eur. Hec. 292; καινὰ κεῖσθαι θέσμ' ἐν ἀνθρώποις τανῦν Med. 494; βοηθεῖν τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις, den bestehenden, vorhandenen Gesetzen, = τοῖς τεθειμένοις, Ac. Plut. 914; νόμων ὅσοι ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἀδικουμένων κεῖνται, die zum Nutzen der Beleidigten gegeben worden, Thuc. 2, 37, neben ὅσοι ἄγραφοι ὄντες; oft in Prosa νόμοι, νόμιμα, Plat. Legg. IV, 705 d XI, 930 e Polit. 300 d; νόμοι κεῖνται περί τινος Antiph. 6, 1 u. sonst; auch πάτρια ἔθη, Plat. Polit. 299 d; auch mit ὑπό verbunden, Xen. Hem. 4, 4, 21, wie Dem. τῷ ὑφ' ἑαυτοῦ πρότερον κειμένῳ νόμῳ τἀναντία θεῖναι, 24, 62; νόμος κείμενος dem καινός entgeggstzt, 24, 25, womit Is. 6, 32 zu vgl., ὡς οὐκέτι κέοιτοσυνθήκη, nicht mehr bestehe; eben so κείμεναι ζημίαι, Lys. 14, 9, die gesetzlich bestimmten, festgesetzten Strafen, wie Thuc. 3, 45; Plat. Legg. X, 909 d, der auch τὰ ἐν γράμμασι τεθέντα καὶ κείμενα vrbdt, VII, 793 b; das Ausgesprochene, Festgesetzte, ἐπεκύρουν τὰς κειμένας ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνώμας D. Hal. 7, 47; ὡμολογημένον ἡμῖν κεῖται Plat. Polit. 300 e; τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω, es soll so bestimmt, festgesetzt sein, Soph. 250 e. – Bes. bei Sp. κεῖται παρά τινι, es findet sich bei einem Schriftsteller, wird bei ihm gelesen, vgl. Ath. II, 58 b IV, 165 d. – c) vom Namen, κεῖται ὄνομα, der Name ist gegeben, Her. 4, 184; τῷ οὔνομα κεῖται Δύρας, er heißt Dyras, 7, 198; ὀρθῶς αὐτῷ τὸ ὄνομα κεῖται Plat. Crat. 395 c; περὶ ἅττ' ἂν κέηται τὰ ὀνόματα Soph. 257 c; Xen. ὁ μὲν ἀλαζὼν ἔμοιγε δοκεῖ ὄνομα κεῖσθαι ἐπὶ τοῖς Cyr. 2, 2, 12. – d) bei Adverbien; εὖ κεάμενα, das im guten Zustande Befindliche, Aesch. Ch. 682; ὡς πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται Soph. Phil. 501; εἰ ταῦτ' ἀνατεὶ τῇδε κείσεται κράτη Ant. 481; εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων Her. 8, 102; μὴ κινεῖν εὖ κείμενον Plat. Phil. 15 e. – e) vom Gelde; κἄν τι πηρώσω γέ σοι τὸν παῖδα τύπτων, τἀργύριόν σοι κείσεται, das Geld soll erlegt werden, daliegen, Ar. Ran. 627; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι, ist bei diesem Wechsler angelegt, Isocr. 17, 44; παρά τινι Plat. Epist. VII, 436 c. – f) von Weihgeschenken, die in den Tempeln niedergelegt od. aufgestellt sind, ἀνάθημα κεῖται θεῷ.

Greek (Liddell-Scott)

κεῖμαι: κεῖσαι (κατάκειαι, ἂν ὀρθὴ ἡ γραφή, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 254), κεῖται, Ἰων. κέεται· πληθ. κεῖνται, Ἰων. κέαται Ὅμ., Ἡρόδ., κείᾰται Μίμνερμ. 11. 6, κέονται Ἰλ. Χ. 510, Ὀδ. Π. 232·- προστ. κεῖσο, κείσθω Ὅμ.·- ὑποτακ. γ΄ ἑν. κέηται Πλάτ. Σοφ. 257C, Λυκοῦργ., Ἐπ. κῆται Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Β. 102, διακέησθε Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 278, προσκέωνται Ἱππ. 755Π, ἀλλὰ κείωνται Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 102. 10.- εὐκτ. κεοίμην, -οιτο, -οιντο·- ἀπαρ. κεῖσθαι Ἰλ. Θ. 126, Ἀττ., Ἰων. κέεσθαι Ἡρόδ. 2. 2·- μετοχ. κείμενος Ὅμ., κτλ·- παρατ. ἐκείμην, Ἐπ. κείμην Ὅμ., Ἐπ. γ΄ ἑν. κέσκετο Ὀδ. Φ. 41, πρβλ. Ξ. 521· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκέατο Ἡρόδ. 1. 167, κέατο Ἰλ. Ν. 763, κείατο Λ. 162·- μέλλ. κείσομαι Ὅμ., Ἀττ., Δωρ. κεισεῦμαι Θεόκρ. 3. 53. (Ἐκ τῆς √ΚΕΙ παράγονται ὡσαύτως τὰ κείω, κοίτη, κοιμάω, κῶας, κώμη, Κύμη· πρβλ. Σανσκρ. ←i (cubare), ←ê-tê (κεῖται), ←a- yanam (castra), Λατ. qui-es, καὶ ἴσως civis· Λιθ. ké-mas (κώμη, χωρίον)· Γοτθ. hai-ms (κώμη), Ἀρχ. Γερμ. hi-vo, hi-va (conjux). Ριζικὴ σημασία: εἶμαι κατατεθειμένος (χρησιμεύει δηλ. ὡς παθ. τοῦ τίθημι, πρβλ. ὑπόκειμαι), καὶ ἑπομένως εἶμαι πλαγιασμένος, ἐξηπλωμένος, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ προθέσ., ἐν, ἐπί, παρά, πρός, ὑπὸ τινι· ὡσαύτως ἐπὶ τινος· ἀλλὰ ὁ δ’ ἐπ’ ἔννεα κεῖτο πέλεθρα, ἦτο ἐξηπλωμένος εἰς ἔκτασιν…, Ὀδ. Λ. 577, ἀλλ.· βραδύτερον, κεῖσθαι εἰς…, βραχυλογικῶς, Εὐρ. Ι. Τ. 620, Ἀνθ. Π. 9. 677, κτλ.· καὶ μετ’ αἰτ., ὡς τὸ καθίζειν, τόπον… ὅντινα κεῖται Σοφ. Φιλ. 145. 2) κοιμῶμαι, ἀναπαύομαι, Ὅμ., κτλ.·- ὡσαύτως, μένω ἀργός, σχολάζω, ἀπραγμονῶ, κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι... Ἀχιλλεὺς Ἰλ. Β. 688, πρβλ. Η. 230, κτλ.· μένω ἥσυχος, ἡσυχάζω, λασίην ὑπὸ γαστέρ’ ἐλυσθεὶς κείμην, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὑπὸ τὴν κοιλίαν τοῦ Κριοῦ, Ὀδ. Ι. 434·- κακὸν κείμενον, κακὸν κοιμώμενον, Σοφ. Ο. Κ. 510· τοῦ κύματος κειμένου Αἰλ. π. Ζ. 15. 5. 3) κοίτομαι ἀσθενὴς ἢ πληγωμένος, κεῖτο γὰρ ἐν νήσῳ, ἐπὶ τοῦ Φιλοκτήτου, Ἰλ. Β. 721, πρβλ. Ο. 240· κείσεται οὐτοθεὶς Θ. 537., Λ. 659· γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435· κεῖτ’ ὀλιγηπελέων Ὀδ. Ε. 457· ὡσαύτως, εὑρίσκομαι ἐν ἀθλιότητι, ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Α. 46, πρβλ. Φ. 88, Σοφ. Φιλ. 183· εἶμαι ἐκτεθειμένος εἰς τὸ ἔλεος τοῦ νικητοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· κεῖσθαι ἐν κακοῖς Εὐρ. Φοίν. 1639, Ἐκ. 969· κειμένῳ ἐπιπηδᾶν, καταπατῶ τινα ὅταν τὸν εὔρω πεπτωκότα, Ἀριστοφ. Νεφ. 550. 4) κεῖμαι νεκρός, ὡς τὸ Λατ. jacere, συχνὸν παρ’ Ὁμ., οὕτω παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1438, 1446, Σοφ. Φιλ. 359· κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1240· σπάν. παρὰ πεζοῖς, χίλιοι… νεκροὶ κείμενοι Ἡρόδ. 8. 25. β) συχνὸν ὡσαύτως ἐν ἐπιταφίοις, εἶμαι τεθαμμένος, τῇδε κείμεθα Σιμων. 95, πρβλ. 97· κεῖσαι ζῶν ἔτι μᾶλλον τῶν ὑπὸ γᾶς ὁ αὐτ. 18· ὡσαύτως, κ. ἐν Ταρτάρῳ Πινδ. Π. 1. 29· ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ’ Ἅιδῃ Τραγ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Ἡρόδ. 1. 67, πρβλ. 4. 11., 9. 105, Θουκ. 2. 43. 5) κεῖμαι παραμελημένος, ἰδίως ἐπὶ ἀτάφου πτώματος (πρβλ. ἀκηδής), Ἰλ. Τ. 32., Σ. 338· κεῖται… νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Χ. 386· μὴ δή με ἕλωρ Δαναοῖσιν ἐάσῃς κεῖσθαι Ε. 685· οὕτω κεῖτ’ ἀπόθεστος… ἐν πολλῇ κόπρῳ, κατάκειται ἀπεριποίητος, ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ κυνὸς τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ρ. 296, πρβλ. Π. 35, κτλ.·- οὕτω καὶ ἐπὶ τόπων ἢ οἰκοδομῶν, κεῖμαι εἰς ἐρείπια, κρημνισμένος, δόμοι… χαμαιπετεῖς ἒκεισθ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Χο. 964, πρβλ. ἐπανορθοῦσα εἴ τι καὶ πρότερον τῆς πόλεως ἔκειτο Πλάτ. Πολ. 425Α, Λυκ. 252. 6) ἐπὶ παλαιστῶν, εἶμαι ἡττημένος, κατεβλήθην, Αἰσχύλ. Εὐμ. 590· πεσών γε κείσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 126. ΙΙ. ἐπὶ τόπων, κεῖμαι, ἔχω θέσιν τινά, νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Ὀδ. Η. 244, πρβλ. Ι. 25., Κ. 196, καὶ παρὰ Τραγ.· ἐν τῇ γῇ κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (ἀντὶ τοῦ κεῖται) Ἡρόδ. 5. 49· Αἴγινα… πρὸς νότου κ. πνοὰς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 327, πρβλ. Θουκ. 3. 51· προστιθεμένου τοῦ θέσιν, πόλιν αὐταρκῆ θέσιν κειμένη ὁ αὐτ. 1. 37· θέσιν κέεσθαι νοσερωτάτην Ἱππ. π. Ἀέρ. 283, πρβλ. τῶν τεθέντων ἐν γράμμασι καὶ κειμένων Πλάτ. Νόμ. 7. 793, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 3· κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, κτλ., ὁ αὐτ., κτλ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὑρίσκομαι ἔν τινι τόπῳ, νοουμένης τῆς διαρκείας, ὅθι οἱ φίλα δέμνι’ ἔκειτο Ὀδ. Θ. 277· ἕλε δίφρον κείμενον, εὑρισκόμενον ἐκεῖ που, Ρ. 331, πρβλ. 410· φόρμιγγα…, ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι Θ. 255· οὕτω παρὰ πεζοῖς, δύο τράπεζαι ἐκείσθην Λυσ. 133. 12, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 8. 19. III. κεῖμαι, εἶμαι ἀποθηκευμένος, πρβλ. κειμήλιον, πρᾶγμα ἀπόθετον, ἀποτεθειμένον ἐπὶ ἐμπορευμάτων, περιουσίας κτλ., δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Ἰλ. Ι. 382· πολλὰ δ’ ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. Ζ. 47· βασιλῆι δὲ κεῖται ἄγαλμα, εἶναι τετηρημένον…, Δ. 144· μνῆμα ξείνοιο… κέσκετ’ ἐνὶ μεγάροισι, ἦτο ἀφειμένον…, Ὀδ. Φ. 41·- ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀφιερωμένον εἰς θεόν, κ. ἀνάθημα, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51, 52·- ἐπὶ χρημάτων, κείμενα, ἀποτεθειμένα, κατὰ μέρος τεθειμένα, ὁ αὐτ. 6. 86, 1· κ. σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐσαεὶ ἀνάγραπτος Θουκ. 1. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 345Α· πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῑταί μοι, εἰς τὴν τράπεζάν του, Ἰσοκρ. 367D· παρά τινι Ἐπιστ. Πλάτ. 345C· τἀργύριόν σοι κείσεται, θὰ μείνῃ ὡς παρακαταθήκη, μέλλον νὰ χρησιμεύσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν τοῦ κυρίου δούλου τινὸς ὑποστάντος βλάβην ἐκ βασανιστηρίων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 624· δραχμὴν ὑπόθες.- Ἀπόκρ. κεῖται πάλαι Δίφιλ. ἐν «Συνωρ.» 1. 2. IV. πρόκειμαι, εἶμαι ὡρισμένος, κεῖται ἄεθλα ἐν ἀγῶνι δεδεγμένα ἱππῆας = ἐκδέχονται· ἔνθα ὁ Εὐστ. σημειοῖ, ὅτι τὸ κεῖται σύστοιχον τοῦ τίθεται, Ἰλ. Ψ. 273· ὅπλων ἔκειτ’ ἀγὼν πέρι Σοφ. Αἴ. 936, πρβλ. Ο. Τ. 490. 2) ἐπὶ νόμων, νόμος κεῖται ὡς παθ. τοῦ τίθημι νόμον, ὁ νόμος ἔχει τεθῆ, ἔχει ὁρισθῆ, Εὐρ. Ἑκ. 292, Μήδ. 494, Θουκ. 2. 37, κτλ.· νόμοι κεῖνται περί τινος Ἀντιφῶν 141. 22· οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, οἱ ὡρισμένοι νόμοι, Ἀριστοφ. Πλ. 914, πρβλ. Λυσ. 96. 10, κτλ.· οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 21, πρβλ. Ἰσοκρ. 10Α, Δημ. 720. 13· αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι, αἱ ψῆφοι ἃς ἔδωκαν οἱ…, Διον. Ἁλ. 7. 47· οὐκέτι κ. ἡ συνθήκη, δὲν ἰσχύει πλέον, Ἰσαῖ. 59. 28· κεῖται ζημία, εἶνε ὡρισμένη διὰ νόμου, πρόκειται, Θουκ. 3. 45· θάνατος κεῖται περί τινος Εὐρ. Ἴων. 756· κείμεναι ζημίαι Λυσ. 146. 20. 3) εἶναι κατατεθειμένον, δεδομένον, ἐν συλλογισμῷ, τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω = δεδόσθω, ὡρίσθω, Πλάτ. Σοφ. 250Ε, κτλ.· ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Πολιτικ. 300Ε· συχν. παρ’ Ἀριστ., κείσθω, ἔστω δεδομένον, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 15, 14, Ποιητ. 19. 2, κ. ἀλλ.· τὸ κείμενον, τὸ δεδομένον, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 38· τὰ κείμενα αὐτόθι 8. 4, 2, κ. ἀλλ. 4) ἐπὶ ὀνομάτων, κεῖται ὄνομα, ἔχει δοθῆ, Ἡρόδ. 4. 184., 7. 200, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 12, Πλάτ., κτλ.· ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον ὄνομα Ἰσαῖ. 41. 12· οὕτω κεῖσθαι ἄνευ τοῦ ὄνομα, Πλάτ. Κρατ. 392D· κείμενα ὀνόματα, ὡρισμένοι ὅροι, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4. V. μεταφορ., πένθος ἐνὶ φρασὶ κεῖται, νοουμένου συνεχοῦς τινος αἰσθήματος βάρους, Ὀδ. Ω. 423· κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμὸς Φ. 88. 2) ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, δηλ. ταῦτα ἐξαρτῶνται ἐκ τῆς θελήσεως τῶν θεῶν, Ἰλ. Ρ. 514., Υ. 435. 3) κεῖσθαι ἔν τινι, ἐντελῶς ἐξαρτῶμαι ἐκ τινος, Πινδ. Π. 5. 126., 10. 110 ἐν ὑμῖν ὡς θεῷ κείμεθα Σοφ. Ο. Κ. 248, Ο. Τ. 314· οὕτω, κ. ἐπί τινι Πινδ. Π. 8, 108, Λουκ., κτλ. 4) ἔχω πως, εὑρίσκομαι ἔν τινι καταστάσει, εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων, ὡς ὁ Wessel. ἐν Ἡροδ. 8. 102· κεῖσθαι καλῶς ἐν παράπλῳ Θουκ. 1. 44, ὅπερ κεῖσθαι καλῶς παράπλου ἐν 36 εἶπεν, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 693· μὴ κινεῖν εὖ κείμενον Πλάτ. Φίληβ. 15, ἐξ οὐ καὶ ἡ παροιμ. κακὸν εὖ κείμενον Σχολ. οὗ τὸ ἐναντίον ἐν Σοφ. Ο. Κ. 509 τὸ πάλαι κείμενον ἤδη κακὸν ἐπεγείρειν·- εἰ ταῦτ’ ἀνατὶ… κείσεται Σοφ. Ἀντ. 485, πρβλ. Φίλ. 503. 5) ἁπλῶς, εἶμαι, εὔστομα κείσθω (ἴδε εὔστομος) Ἡρόδ. 2. 171· νεῖκος κ. τισι, ὑπάρχει ἔρις μεταξὺ τινων, Σοφ. Ο. Τ. 490· Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόμασι, τὸ ὄνομά μου θὰ ἀναφέρηται συχνάκις, Ἀνθ. Π. 9. 62· πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Θέογν. 240. 6) ἀφίνω καθίζημα, ἐπὶ τῶν οὔρων, Ἱππ. 970Β·- ὡσαύτως, καταπραΰνομαι, ἐπὶ φλογώσεως, ὁ αὐτ. 1016G. 7) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἐπὶ λέξεων καὶ φράσεων, εὑρίσκομαι, ἀπαντῶ, παρά τινι Ἀθήν. 58Β· ποῦ κεῖται; ὁ αὐτ. 165D. πρβλ. Κειτούκειτος·- τὸ κείμενον, τὸ παρὰ πᾶσιν ἀποδεκτὸν γενόμενον, ἢ τὸ κ. τοῦ συγγραφέως, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὰ σχόλια, Casaub. εἰς Ἀθήν. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐκείμην, f. κείσομαι;
I. en parl. de pers. :
1 propr. être étendu, immobile, au repos : ὁ δ’ ἐπ’ ἐννέα κεῖτο πέλεθρα OD il était étendu, couvrant de son corps neuf arpents;
2 être à terre, être terrassé ; être étendu, blessé, mourant;
3 être étendu mort;
4 être abandonné (sans sépulture);
5 être inoccupé, inactif, inerte;
6 être dans le malheur, l’abattement ou le désespoir;
7 se trouver dans, avoir été jeté dans ; être plongé dans : εἰς ἀνάγκην EUR dans une nécessité funeste;
II. en parl. de choses (en ce sens, κεῖμαι remplace souv. chez les Att. le pf. Pass. de τίθημι);
1 être au repos;
2 être situé, être placé, se trouver;
3 être déposé : ἐπί τινος τραπέζῃ ISOCR dans une banque;
4 fig. résider ; πένθος ἐνὶ φρεσὶ κεῖται OD le deuil est dans mon cœur ; θεῶν ἐν γούνασι κεῖται IL cela est sur les genoux des dieux, càd à la disposition ou au pouvoir des dieux ; κεῖσθαι ἔν τινι SOPH dépendre de qqn;
5 fig. être institué, établi : οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι XÉN les lois établies par les dieux ; κεῖται ὄνομα HDT, XÉN le nom a été donné et reste, il porte le nom de;
6 se trouver dans tel ou tel état : εὖ κειμένων τῶν πρηγμάτων HDT les affaires étant en bon état.
Étymologie: R. Κι, Κει, être couché.

English (Autenrieth)

κεῖσαι, κεῖται, 3 pl. κεῖνται, κέαται, κείαται, subj. κῆται, imp. κεῖσο, κείσθω, inf. κεῖσθαι, part. κείμενος, ipf. (ἐ)κείμην, 3 pl. κέατο, κείατο, iter. 3 sing. κέσκετο, fut. κείσομαι: lie, be placed or situated, of both persons and things, and often virtually a pass. to τίθημι, as κεῖται ἄεθλα, prizes ‘are offered,’ Il. 23.273; freq. where we saystand,’ δίφρος, θρῆνυς, Od. 17.331, 410; fig., πένθος ἐπὶ φρεσὶ κεῖται, Od. 24.423; ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, ‘rest’ in their disposal; see γόνυ.

English (Slater)

κεῑμαι (κεῖμαι, κεῖται; κείμενον: impf. κεῖτο.)
   a lit., lie ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφὼς (P. 1.15) κεῖτο γὰρ ἐν λόχμᾳ (sc. τὸ δέρμα λαμπρόν) (P. 4.244) πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών (P. 5.93) σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο (P. 9.83) ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.35) νεκρὸν ἵππον στυγέοισι κείμενον ἐν φάει (Wil.: κτάμενον codd.) fr. 203. 2. ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237.
   b met., be established, ordained τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει” (P. 8.76) ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (κεῖνται v. l., cf. Wackernagel, Sprachl. Untersuch. zu Hom., 97̆{1}) (P. 10.71) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.27) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται (Φυλακίδ' ἄγκειται e Σ Maas) (I. 5.18)
   c in tmesis. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς v. ἐπίκειμαι Παρθ. 1. 8.

Spanish

yacer

English (Strong)

middle voice of a primary verb; to lie outstretched (literally or figuratively): be (appointed, laid up, made, set), lay, lie. Compare τίθημι.

English (Thayer)

imperfect 3rd person singular ἔκειτο; to lie;
1. properly: of an infant, followed by ἐν with the dative of place, Tdf. omits κείμενον),16; of one buried: ὅπου or οὗ, R G L brackets); ἐπί τί added, ἐπάνω τίνος (of a city situated on a hill), to stand: thus of vessels, χύτρας κειμενας, Xenophon, oec. 8,19); of a throne, Homer, Iliad 2,777; Odyssey 17,331); κεῖσθαι πρός τί, to be brought near to a thing (see πρός, I:2a.), τετραγονος κεῖται, to be (by God's intent) set, i. e. destined, appointed: followed by εἰς with the accusative indicating the purpose, Passow, under the word, p. 1694 b; (Liddell and Scott, under the word, IV:2)), of laws, to be made, laid down: τίνι, ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται, lies in the power of the evil one, i. e. is held in subjection by the devil, ἀνάκειμαι, συνανάκειμαι, ἀντίκειμαι, ἀπόκειμαι, ἐπίκειμαι, κατάκειμαι, παράκειμαι, περίκειμαι, πρόκειμαι.)