μέτειμι

From LSJ
Revision as of 14:20, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "n’a" to "n'a")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέτειμι Medium diacritics: μέτειμι Low diacritics: μέτειμι Capitals: ΜΕΤΕΙΜΙ
Transliteration A: méteimi Transliteration B: meteimi Transliteration C: meteimi Beta Code: me/teimi

English (LSJ)

(εἶμο A ibo), Att. fut. of μετέρχομαι (q.v.); Dor. inf. μετίμεν Foed.Delph.Pell.2 A 25: impf. μετῄειν: Ep. aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):—go between or among, μετεισάμενος κρατερὰς ὄτρυνε φάλαγγας Il.13.90; μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας 17.285. II go after or behind, follow, abs., ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341; Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298; τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8, etc. 2 c. acc., follow, ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d. b go to seek or fetch, go in quest of, μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19; εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ,… μέτει πάλιν S.El.430; μετῇσαν στρώματα Ar. Eq.605, cf. Ach. 728; μ. τινὰ… ἐκId.Pax 274; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25: metaph., search after, pursue, τέχνην Pl.Phdr.263b, Arist.Sens.436a21; ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN1098b4; μ. περί τινος Id.Rh.Al.1432b3, al.; περί τι Id.Metaph. 1044b4; μ. τὸν λόγον Pl.Men.74d, Sph.252b: abs., pursue a question, οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo.91b24, cf. Pl.Smp.210a, etc. c Trag., pursue with vengeance, εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch.273, cf.Ag.1666 (troch.), S.El.478 (lyr.); also in Th., τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62; μ. δίκας τινά (δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu.231; τὸν διδάσκαλον δίκην μέτειμι E.Ba.346; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib.517. d pursue, go about, δόλῳ μέτειμι… φόνον Id.Med.391. e canvass for an office, μ. ὑπατείαν, Lat. ambire consulatum, Plu.Publ.11; ἀρχήν Id.Cic.1. f μ. θυσίῃσι [τοὺς ἀνέμους] approach them with sacrifices, Hdt.7.178: c. acc. et inf., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν besought each one not... Th.8.73; also ἕκαστον μετιόντες ὅπως ἀποστήσωσιν Id.3.70 (unless . goes with ἔπρασσον). III pass by, A.R.2.688. 2 pass over, πρός τινα Hdn.5.4.6. 3 recur, return, ἐκεῖσε ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Ar.Nu.1408, cf. Ach. Tat.6.2.
μέτειμι (εἰμί A sum), to be among, c. dat. pl., ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91; ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388; οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109; εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386. II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu.575; κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT630, cf. Ant.1072, Ar.Av.1666, 1668; πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1292a3: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg.900e, etc. 2 sometimes the share is added in nom., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107, cf. E.IT1299, Pl.Prm.163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v. ἴσος 11.2), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap.19c. 3 with inf. as subj., πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν…; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R.490b, cf. 606b.

German (Pape)

[Seite 157] (s. εἶμι), 1) zwischen, unter Mehreren gehen, ῥεῖα μετεισάμενος κρατερὰς ὤτρυνε φάλαγγας, leicht dazwischen wandelnd, Il. 13, 90. 17, 285. – 2) nachgehen, hinterhergehen, ἢ ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι, ich werde nachgehen, folgen, Il. 6, 341; πόλεμόνδε, nach dem Kriege, in den Krieg gehen, 13, 298. – Dah. verfolgen, nachsetzen, auch rächen, bestrafen, τινά, Aesch. Ag. 1651, τοῦ πατρὸς τοὺς αἰτίους, Ch. 271; auch δίκας μέτειμι τόνδε φῶτα, Eum. 222; vgl. Soph. Δίκη μέτεισιν οὐ μακροῦ χρόνου, El. 469; δόλῳ μέτειμι καὶ σιγῇ φόνον, Eur. Med. 391, u. δίκῃ μέτειμί τινα, Bacch. 346; auch τῶν δ' ἄποιν' ὑβρισμάτων μέτεισι Διόνυσός σε, ib. 517; so Plat. Legg. VI, 154 e u. Sp., wie Luc. D. D. 6, 2 u. öfter; – ἴχνος, einer Spur nachgehen, sie verfolgen, Plat. Phaedr. 276 d; dah. τέχνην ῥητορικήν, d. i. die Rhetorik betreiben, Phaedr. 263 b u. öfter; ὀρθῶς μετιέναι τὴν σοφίαν, Xen. Mem. 4, 2, 9; Arist. de sens. 1; Luc. Icarom. 31; übh. untersuchen, behandeln in der Rede, Plat. Conv. 210 a Soph. 252 b u. Folgde; ὑπατείαν, sich um das Consulat bewerben, Plut.; mit Bitten angehen, ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, Thuc. 8, 73, vgl. 3, 70; auch τινὰ θυσίαις, Her. 7, 178, vgl. μετέρχομαι; – nach Etwas gehen, um es zu holen, μετῇσαν στρώματα, Ar. Equ. 603; Her. 3, 15. 28. 9, 33; τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ, Xen. Hell. 2, 11, 6. – 3) übergehen zu etwas Anderem, Luc. Prom. 18; πρός τινα, zu Einem übertreten, zu dessen Partei, Hdn. 5, 4, 11. – 4) zurückkehren; ἐκεῖσε τοῦ λόγου μέτειμι Ar. Nubb. 1390; Sp. – Adj. verb. μετιτέον, D. L. 6, 5. (s. εἰμί), unter, zwischen Mehreren sein, zusammen sein, Umgang oder Verkehr mit ihnen haben; ὄφρ' ἂν ἔγωγε ζωοῖσιν μετέω, Il. 22, 388, wie ὄφρα ζωοῖσι μετείω, 23, 47, οὔτοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, Od. 14, 487, so lange ich am Leben bin; οἷς δ' ὁ γέρων μετέῃσιν, Il. 3, 109; ἵν' ἀθανάτοισι μετείη, Od. 15, 251; θανὼν φθιμένοισι μετείην, 24, 436; Δαναοῖσιν ἀριστῆες μετέασιν, Il. 7, 227, öfter; vgl. Her. 1, 171; absolut οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, es wird keine Rast dazwischen stattfinden, Il. 2, 386; – μέτεστί μοί τινος, ich habe Antheil, Anspruch an Etwas, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος Aesch. Eum. 545; κἀμοὶ πόλεως μέτεστι Soph. O. R. 630; O. C. 754; οὐ μετῆν αὐτοῖσι τήν γ' ἐμὴν κτανεῖν, El. 526, d. i. es stand nicht in ihrer Macht, sie hatten nicht das Recht; vollständig sagt Eur. μέτεστιν ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος, I. T. 1299; Her. 6, 107; μέτεστί μοι τούτου, Ar. Av. 1666; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδαύρου, da sie kein Anrecht auf Epidaurus hätten, Thuc. 1, 28; vgl. Plat. Polit. 275 d Legg. X, 900 d; ὅτῳ ἀξίως τούτου τοῦ πράγματος μέτεστι, Plat. Phaed. 61 c; Parm. 141 d u. öfter; auch ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, Apol. 19 c; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, Thuc. 2, 37; Xen. Hier. 4, 2; φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ, sie hatte keine Sorgen, Xen. Cyr. 7, 2, 28; An. 3, 1, 20 u. öfter; Sp., μόνοις ἀνθρώποις μέτεστι νοῦ καὶ λογισμοῦ, Pol. 6, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

1impf. μετῆν, f. μετέσομαι;
I. (μετά, entre);
1 être dans l'intervalle : οὐ παυσωλὴ μετέσσεται IL il n’y aura pas d'interruption;
2 être parmi, τινι;
II. échoir à qqn pour sa part, lui être attribué, dévolu, permis : μέτεστί μοί τινος ou μέτεστί μοί τι, j’ai part à qch ; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδάμνου THC attendu qu’ils n’ont pas de droit sur Épidamne ; qqf avec un inf. : οὐ μετῆν αὐτοῖς κτανεῖν SOPH ils n'avaient pas le droit de tuer.
Étymologie: μετά, εἰμί.
2impf. μετῄειν, f. μέτειμι;
aller vers, càd :
I. aller à, particul. aller chercher;
II. aller à la suite de, càd :
1 suivre;
2 poursuivre, rechercher : σοφίαν XÉN la sagesse ; ὑπατείαν PLUT briguer le consulat ; avec un acc. : θυσίῃσί σφεας μετήϊσαν HDT ils s'efforcèrent par des sacrifices de se les rendre favorables en parl. des vents ; ἕκαστον μή avec l'inf. THC presser chacun de ne pas faire ; avec idée d'hostilité poursuivre, châtier, punir : τινά, qqn ; δίκας τινά ESCHL poursuivre qqn d'un châtiment;
III. passer d'un endroit à un autre, d'une chose à une autre;
Moy. (part. ao. μετεισάμενος) passer entre, dans l'intervalle.
Étymologie: μετά, εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

μέτειμι:
I εἰμί
1 находиться (быть) (по)среди: ὄφρα ζωοῖσι μετείω Hom. пока я в живых; φθιμένοισι μ. Hom. быть среди погибших, т. е. погибнуть; οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται Hom. ведь никакого перерыва (в сражении) не будет;
2 преимущ. impers. быть уделом, относиться: φροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ Xen. (никакие) заботы ее не касались; τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Aesch. что тебе в этом?; κἀμοὶ πόλεως μέτεστιν, οὐχὶ σοὶ μόνῳ Soph. город принадлежит и мне, не тебе одному; μέτεστί θ᾽ ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος Eur. есть и ваше участие в совершившемся; ὡς οὐ μετὸν αὐτοῖς Ἐπιδάμνου Thuc. поскольку у них (т. е. коринфян) не было права на Эпидамн; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι Plat. ничто из этого не имеет ко мне (никакого) отношения; μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc. у всех - равный удел, т. е. равные права и обязанности.
II εἶμι (impf. μετῄειν, fut. μέτειμι, part. aor. 1 med. μετεισάμενος)
1 идти следом, следовать (ταὐτὸν ἴχνος Plut.; ἴθ᾽, ἐγὼ δὲ μέτειμι Hom.);
2 преследовать (δίκας Aesch. и δίκῃ τινά Eur.): δόλῳ μ. τὸν φόνον Eur. хитростью совершить убийство;
3 заниматься, изучать, насаждать (τέχνην τινά Plat.; σοφίαν Xen.): ἐάν τις ὀρθῶς μετίῃ Plat. если кто правильно исследует;
4 добиваться, искать, выпрашивать (ὑπατείαν Plut.);
5 просить, умолять (τινὰ θυσίῃσι Her.; ἕκαστον τῶν πολιτῶν Thuc.);
6 идти или отправляться за (чем-л.) (τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ Xen.): οἱ (ἱρέες) μετήϊσαν ἄξοντες Her. жрецы пошли, чтобы привести (Аписа); οἱ μετιόντες Her. посланные;
7 переходить Luc.: ἐκεῖσε δ᾽ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Arph. возвращаюсь к тому, на чем ты меня прервал;
8 med. являться посреди, входить, вступать: μετεισάμενος ἐσκέδασσε φάλαγγας Hom. врезавшись (в ряды троянцев, Эант), разметал (их) фаланги.

Greek (Liddell-Scott)

μέτειμι: (εἰμί, sum) εἶμαι μεταξύ, μετὰ δοτ. πληθ., ἀθανάτοισι, ζωοῖσι, φθιμένοισι μετεῖναι, Ὅμ.· ἀπολ., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται, δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι’ ἐμὲ ἀνάπαυλα, διακοπὴ πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἰλ. Β. 386. ΙΙ. ἀπροσ., μέτεστί μοί τινος, ἔχω μέρος τινὸς πράγματος, μετέχω τινὸς ἢ ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος πράγματος, Διὸς Καρίου ἱρὸν ἀρχαῖον, τοῦ Μυσοῖσι... καὶ Λυδοῖσι μέτεστι Ἡρόδ. 1. 171· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ποιηταῖς τε καὶ πεζογράφοις, τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; Αἰσχύλ. Εὐμ. 575· κἀμοὶ πόλεως μ. Σοφ. Ο. Τ. 630, πρβλ. Ἀντ. 1072, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1666-7· - οὕτω μετοχ. οὐδ. ἐν χρήσει ἀπολ., οὐδέν... Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης Ἡρόδ. 9. 54, πρβλ. Θουκ. 1. 28, Πλάτ. Νόμ. 900D, κτλ. 2) ἐνίοτε τὸ μέρος προστίθεται κατ’ ὀνομαστ., ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1299, Πλάτ. Παρμ. 163C μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον (ἴδε ἴσος ΙΙ. 2), Θουκ. 2. 37, πρβλ. 5. 47· ἐμοὶ τοὺτων οὐδὲν μ. Πλάτ. Ἀπολ. 19C. 3) μετ’ ἀπαρ., τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν...; θὰ εἶναι μέρος τῆς φύσεως αὐτοῦ νὰ ἀγαπᾷ τὸ ψεῦδος; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 490Β.

English (Autenrieth)

(1) (εἰμί), subj. μετείω, μετέω, inf. μετεῖναι, μετέμμεναι, fut. μετέσσομαι: be among (τισίν), intervene, Il. 2.386.
(2) (εἶμι), μέτεισιν, mid. aor. part. μετεισάμενος: go among, go after, go or march forth; πόλεμόνδε, Il. 13.298.

Greek Monolingual

(I)
μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους
2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος
μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα
β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ φύσεως κάποια ιδιότητα, είναι φυσικό μου να κάνω κάτι (πᾱσι μέτεστι γινώσκειν», Ηράκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἰμί «είμαι, βρίσκομαι»].
(II)
μέτειμι (Α)
1. προσέρχομαι ανάμεσα σε πολλούς
2. έρχομαι κατόπιν, ακολουθώ
3. πηγαίνω σε αναζήτηση κάποιου ή πηγαίνω να ζητήσω ή να φέρω κάποιον ή κάτι
4. συμμορφώνομαι
5. μτφ. ζητώ κάτι, κυνηγώ, επιδιώκω
6. εκτελώ, πραγματοποιώ
7. προσάγω κάποιον σε δίκη
8. παραβλέπω, παραλείπω
9. ερευνώ, εξετάζω, μελετώ ένα ζήτημα
10. καταδιώκω κάποιον για να τον εκδικηθώ
11. επιζητώ να καταλάβω αξίωμα
12. εξευμενίζω, εξιλεώνω
13. παρακαλώ, ικετεύω
14. μεταβαίνω ή μεταπηδώ σε άλλο μέρος
15. επανέρχομαι, επιστρέφω
16. έρχομαι σε άλλο ζήτημα
17. μεταπηδώ σε άλλη μέθοδο
18. ασκώ τέχνη ή επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εἶμι «πορεύομαι, πηγαίνω»].

Greek Monotonic

μέτειμι: (εἰμί, sum),
I. βρίσκομαι, είμαι ανάμεσα, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.· αμτβ., οὐ παυσωλὴ μετέσσεται, δεν θα έχω κανένα διάλειμμα ή ανάπαυση, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. απρόσ., μέτεστί μοί τινος, έχω μερίδιο ή αξίωση για ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, το ουδ. της μτχ. χρησιμ. ως αμτβ., οὐδὲν Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης, από τότε που οι Αιολείς δεν είχαν μερίδιο στη γη, σε Ηρόδ.
2. κάποιες φορές το μερίδιο προστίθεται σε ονομ., μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον, σε Θουκ.· ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μέτεστι, σε Πλάτ.
μέτειμι: Αττ. μέλ. του μετέρχομαι, παρατ. μετῄειν· Επικ. μτχ. αόρ. αʹ μετεισάμενος·
I. πηγαίνω μεταξύ ή ανάμεσα σε άλλους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. πηγαίνω κατόπιν ή πίσω, ακολουθώ, στο ίδ., Ξεν.
2. με αιτ., πηγαίνω στο κατόπι, πηγαίνω σε αναζήτηση, καταδιώκω, σε Αισχύλ., Θουκ.
3. καταδιώκω με εκδικητική διάθεση, σε Αισχύλ., Θουκ. δίκας μέτειμί τινα (όπου το δίκας είναι σύστ. αντ.), εκτελώ δικαστική απόφαση για κάποιον, σε Αισχύλ.
4. στοχεύω, πηγαίνω για μια δουλειά, σε Ευρ.
5. μέτειμί τινα θυσίαις, πλησιάζω κάποιον με θυσίες, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν, επεδίωκαν, προσπαθούσαν να μην επιτρέπουν σε κάθε έναν, σε Θουκ.
III. περνώ από ένα μέρος σε άλλο, σε Θουκ.

Middle Liddell

εἰμί sum]
I. to be among, c. dat. pl., Hom.; absol., οὐ παυσωλὴ μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.
II. impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt., attic:—so part. neut. used absol., οὐδὲν Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since the Aeolians had no share in the land, Hdt.
2. sometimes the share is added in nom., μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc.; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Plat.
attic fut. of μετέρχομαι imperf. μετῄειν epic aor1 part. μετεισάμενος
I. to go between or among others, Il.
II. to go after or behind, follow, Il., Xen.
2. c. acc. to go after, go in quest of, pursue, Hdt., Attic
3. to pursue with vengeance, Aesch., Thuc.; δίκας μ. τινα (where δίκας is acc. cogn.), to execute judgment upon one, Aesch.
4. to pursue, go about a business, Eur.
5. μ. τινὰ θυσίαις to approach one with sacrifices, Hdt.: c. acc. et inf., ἕνα ἕκαστον μετῄεσαν μὴ ἐπιτρέπειν besought each one not to permit, Thuc.
III. to pass over to another, Ar.