ξύλον
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
[ῠ], τό (pl. spelt
A ξύλεα Abh. Berl. Akad. 1928(6).32 (Cos, v B. C.)), wood cut and ready for use, firewood, timber, etc., Hom., mostly in plural, Il.8.507,547, Od.14.418; ξύλα νήϊα = ship-timber, Hes.Op. 808; ξύλα ναυπηγήσιμα Th.7.25, X.An.6.4.4, Pl.Lg.706b, D.17.28; ξύλα τετράγωνα = logs cut square, Hdt.1.186, cf. Pl.Prt.325d, Arist.EN 1109b7.
2 in plural, also, the wood-market, ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ar.Fr. 403.
II in sg., piece of wood, log, beam, post, once in Hom., ξύλον αὖον… ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Il.23.327; ξύλον σύκινον = spoon made of fig wood, Pl.Hp.Ma.291c; peg or lever, Arist.MA701b9; perch, ἐπὶ ξύλου καθεύδειν Ar.Nu.1431: by poet. periphrasis, Ἀργοῦς ξύλον A.Fr.20; ἵπποιο κακὸν ξύλον, of the Trojan horse, AP9.152 (Agath.): hence anything made of wood, as,
2 cudgel, club, Hdt.2.63,4.180, Ar.Lys.357, PHal.1.187 (iii B.C.); μετὰ ξύλων εἰσπηδῆσαι PTeb.304.10 (ii A.D.); ξύλοις συντρίψειν Luc.Demon.50; of the club of Heracles, Plu.Lyc.30.
3 an instrument of punishment,
a wooden collar, put on the neck of the prisoner, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ar.Nu.592; ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι… τὸν αὐχένα Id.Lys.680; or,
b stocks, in which the feet were confined, Hdt.9.37, 6.75, Ar.Eq.367, D.18.129; ξ. ἐφέλκειν Polyzel.3; ἐν τῷ ξ. δεδέσθαι Lys.10.16 (v. ποδοκάκκη), cf. Act.Ap.16.24, OGI483.181 (Pergam., ii A.D.): also in plural, ἔδησεν ἐν τοῖς ξ. And.1.45.
c πεντεσύριγγον ξύλον = pillory (v. sub voc.) was a combination of both, with holes for the neck, arms, and legs, Ar.Eq.1049.
d gallows, κρεμάσαι τινὰ ἐπὶ ξύλου LXX De.21.22; ξύλον δίδυμον = ib.Jo.8.29: prov., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, i.e. if one must be hanged, at least let it be on a noble tree, App.Prov.2.67, cf. Ar.Ra.736; in NT, of the cross, Act.Ap.5.30,10.39.
e stake on which criminals were impaled, Alex.222.10.
4 bench, table, esp. money-changer's table, D.45.33.
5 πρῶτον ξύλον = front bench in the Athenian theatre, Ar.Ach.25, V.90, cf. Sch.adlocc.: hence οὑπὶ τῶν ξύλων = the official who had to take care of the seats, Hermipp.9 (according to Meineke).
6 the Hippocratic bench, Hp.Fract.13, Art.72.
III of live wood, tree, [ὄρος] δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις X.An.6.4.5, cf. Call.Cer.41, Agatharch.55, LXX Ca.2.3, al.: opp. σάρξ, Thphr.HP1.2.6,al.; τῷ ξ. τοῦ δένδρου ἀνάλογον τὴν λεγομένην εἶναι γῆν Plot.6.7.11; τὸ ξύλον τῆς ἀμπέλου E.Cyc.572; εἴρια ἀπὸ ξύλου, of cotton, Hdt.3.47; εἵματα ἀπὸ ξύλων πεποιημένα Id.7.65, cf.Poll.7.75.
IV of persons, blockhead, APl.4.187; of a stubborn person, σίδηρός τις ἢ ξύλον πρὸς τὰς δεήσεις Ach.Tat.5.22.
V xylon, a measure of length, = 3 (also 2 2/3) cubits, the side of the ναύβιον, Hero *Geom.23.4,11, POxy.669.11,28 (iii A.D.), 1053 (vi/vii A.D.).
German (Pape)
[Seite 281] τό, das Holz (von ξύω), das abgehauen ist, zum Verbrennen oder zu anderer Benutzung für den Haus- und Schiffbau; ὑπὸ δὲ ξύλα κάγκανα κεῖται, Il. 21, 364; ὑπὸ δὲ ξύλα δαῖον, Il. 18, 347; oft so im plur., κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ, Od. 14, 418; nur einmal bei Hom. im singul., Il. 23, 327; ξύλον ξύλῳ ποτίκολλον, Pind. frg. 280; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Tr. 697; ξύλα νήϊα, Schiffbauholz, Hes. O. 810, vgl. νήϊος; ναυπηγήσιμα, Plat. Legg. IV, 706 b; ξύλα τετράγωνα, Balken, Her. 1, 186. Ganz allgemein, καὶ λίθῳ καὶ ξύλῳ καὶ ἀνθρώπῳ, Plat. Hipp. mai. 291 c; λίθους καὶ ξύλα Gorg. 468 a. – Uebh. alles aus Holz Gemachte, Stock, Knittel, Her. 2, 63. 4, 180, wie Sp., Pol. 6, 36, 3; Plut. vom Herakles δέρμα καὶ ξύλον ἔχων, Lycurg. 30; ξύλοις συντρίψειν, Luc. Demon. 50. – Besond. ein bei Sklaven gebrauchtes Zwangs-und Strafwerkzeug, in welches der Hals oder die Füße eingespannt wurden, τετρημένον, Ar. Lys. 680; ξύλῳ δῆσαί τινα, auch ἐν ξύλῳ, Equ. 367. 702; Her. 9, 37; Andoc. 1, 45; ἐν ξύλῳ δεδέσθαι, Lys. 10, 16, mit ποδοκάκη zusammen; Folgde; ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα, Ar. Ran. 716; auch Wahnsinnige oder Tolle wurden in dies Holz gesteckt, Her. 6, 75. – Πρῶτον ξύλον ist im athenischen Theater die vorderste, unterste Sitzbank; denn die Sitze waren vor Alters von Holz, der Name blieb aber auch in dem von Stein gebau'ten Theater; es saßen die Prytanen und Magistrate darauf, Ar. Ach. 25 Vesp. 90. – Vom Kreuz, an das die Verbrecher geheftet werden, N.T.; vgl. auch Alexis bei Ath. IV, 134 a. – Von lebendigem Holze, der Baum, bei alexandrinischen Dichtern, Callim. u. A. Doch nennt Her. 3, 47 die Baumwolle schon εἴρια ἀπὸ ξύλου; vgl. Poll. 7, 75. Oefters der Baumwollenbaum bei Sp.; εἵματα ἀπὸ ξύλων bei Her. 7, 65 scheinen Kleider aus Bast, βίβλος zu sein. – Übertr., ein hölzerner, stumpfsinniger Mensch, s. Iac. Ach. Tat. p. 815. – Auch ein bestimmtes Längenmaaß hieß so, = 3 πήχεις, 4½ Fuß, Mathem. vett.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. bois, particul.
1 bois mort, souche, tronc ou morceau de bois ; τὰ ξύλα = morceaux de bois ; particul. bois de construction pour navires;
2 bois sur pied, tronc d'arbre, arbre;
II. tout objet en bois :
1 bâton;
2 massue;
3 instrument de supplice pour esclaves, càd carcan, entraves pour les pieds.
Étymologie: R. Ξυ racler ; v. ξύω, ξέω.
Russian (Dvoretsky)
ξύλον: (ῠ) τό ξύω и ξέω
1 pl. срубленный лес, бревна: ξύλα νήϊα Hes. или ναυπηγήσιμα Thuc. корабельный лес; ξύλα τετράγωνα Her. четырехгранные бревна, балки;
2 pl. поленья, дрова (ξύλα κάγκανα Hom.);
3 пень или столб (ξ. ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Hom.);
4 деревянное сооружение: Ἀργοῦς ξ. Aesch. корабль Арго; ἵπποιο ξ. Anth. (Троянский) деревянный конь;
5 дубинка, палица, палка (ἔχοντες ξύλα Her.; μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων NT);
6 шейная или ножная колодка (ξ. σιδηρόδετον Her.; ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι Lys.): ξύλῳ φιμοῦν или ἐς ξύλον ἐγκαθαρμόσαι τὸν αὐχένα Arph. надеть на шею колодку;
7 скамья: πρῶτον ξ. Arph. первая скамья (в афинском театре, предназначавшаяся для πρυτάνεις);
8 стол менялы Dem.;
9 дерево (ὄρος δασὺ παντοδαποῖς ξύλοις Xen.; ξ. τῆς ζωῆς NT): τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου Eur. виноградная лоза; εἴρια ἀπὸ ξύλου Her. древесная шерсть, т. е. хлопок; εἵματα ἀπὸ ξύλων Her. предполож. одежды из древесной коры или луба;
10 NT = σταυρός;
11 ксил (мера длины = 1.39 м).
Greek (Liddell-Scott)
ξύλον: [ῠ], τό, (ἴσως ἐκ τοῦ ξύω), ξύλον κεκομμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, ξύλον πρὸς καῦσιν, οἰκοδομήν, κτλ., Ὅμ., παρ’ ᾧ κατὰ τὸ πλεῖστον κεῖται ἐπὶ ξύλων πρὸς καῦσιν χρησίμων, καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Θ. 507, 547, κ. ἀλλ. (πρβλ. ἄξυλος)· ξύλα νήια, πρὸς ναυπηγίαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 806· ξ. ναυπηγήσιμα Θουκ. 7. 25, Ξεν., κλ.· ξ. τετράγωνα, ξύλα κεκομμένα τετράγ., Ἡρόδ. 1. 186. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως ἡ τῶν ξύλων ἀγορά, ἐπὶ ξύλα ἰέναι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 356. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, τεμάχιον ξύλου, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ, ξ. αὖον... ἢ δρυὸς ἢ πεύκης Ἰλ. Ψ. 327· - ξύλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου κοιμῶνται ὄρνιθες, ἐπὶ ξύλον καθεύδειν Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - κατὰ ποιητ. περίφρασιν, Ἀργοῦς ξύλον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 19· ἵπποιο κακὸν ξ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· - ἐντεῦθεν, πᾶν πρᾶγμα ἐκ ξύλου κατεσκευασμένον, ὡς, 2) ῥάβδος, βακτηρία, ῥόπαλον, Ἡρόδ. 2. 63., 4. 180, Ἀριστοφ.· ἐπὶ τοῦ ῥοπάλου τοῦ Ἡρακλέους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 30. 3) κολαστήριον ὄργανον, α) βαρὺς κλοιὸς ἐκ ξύλου τιθέμενος ἐπὶ τοῦ αὐχένος τοῦ κολαζομένου, ξύλῳ φιμοῦν τὸν αὐχένα Ἀριστοφ. Νεφ. 592· ἐς τετρημένον ξ. ἐγκαθαρμόσαι... τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 680· ἤ, β) ξύλινα ποδόδεσμα, ἐν οἷς ἐκλείοντο οἱ πόδες, ποδοκάκκη, Ἡρόδ. 9. 39, καὶ οὕτω πιθαν. 6. 75, Ἀριστοφ. Ἱππ. 367· ξ. ἐφέλκειν Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1 - Λυσίας λέγει ὅτι τοῦτο (δηλ. τὴν ποδοκάκκην) ἐσήμαινεν ἡ νομικὴ φράσις: ἐν τῷ ξύλῳ δεδέσθαι, πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 24. γ) τὸ πεντεσύριγγον ξύλον (ἴδε ἐν λέξ.) ἦτο ὁ συνδυασμὸς ἀμφοτέρων μετὰ ὀπῶν διὰ τὸν τράχηλον, τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1049· πρβλ. χοῖνιξ ΙΙ, κλοιός, κύφων. 4) σανὶς ἢ δοκός, εἰς ἣν οἱ κακοῦργοι ἐδένοντο, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1. 10, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 148· καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ σταυρός, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 30, ι΄, 39, κ. ἀλλ.· πρβλ. Ἑβδ. (Δευτ. ΚΑ΄, 22 κ.ἑξ.)· - παροιμ., ἐξ ἀξίου τοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι, δηλ. ἂν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαγχονισθῇ τις, τοὐλάχιστον νὰ ἀπαγχονισθῇ ἐκ κλάδου δένδρου ἀξιολόγου, Παροιμιογρ. σ. 138· καθ’ ὃ ἑρμηνευτέα ἡ φράσις ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 736· οὕτως, Aeneae magni dextra cadis, Οὐεργιλίου Αἰνειὰς 10. 830, πρβλ. 11. 689. 5) σανίς, τράπεζα, μάλιστα ἀργυραμοιβοῦ, Δημ. 1111. 22. 6) πρῶτον ξύλον, ἡ πρώτη σειρὰ βάθρων τοῦ ἐν Ἀθήναις θεάτρου, ἐφ’ ἧς ἐκάθηντο οἱ πρυτάνεις (ὅθεν καὶ ἐκαλοῦντο πρωτόβαθροι)· ἡ φράσις προῆλθεν ἐκ τοῦ ὅτι κατ’ ἀρχὰς τὰ ἐν τῷ θεάτρῳ καθίσματα ἦσαν ἐκ ξύλου, διετηρήθη δὲ καὶ ὅτε ἦσαν ἐκ λίθου, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 25, Σφ. 90· ἐντεῡθεν, οὑπὶ τῶν ξύλων, ὁ ὑπάλληλος ὁ φροντίζων περὶ τῶν ἑδωλίων, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙΙ. ἐπὶ δένδρου, (ὄρος) δασὺ πολλοῖς καὶ παντοδαποῖς ξύλοις Ξεν. Ἀν. 6. 4, 5· ἀλλὰ τοῦτο σπάνιον πλὴν παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρίνοις, ὡς Καλλ. εἰς Δήμ. 41· ― ἂν καὶ ὁ Εὐρ. λέγει τὸ ξ. τῆς ἀμπέλου, Κύκλ. 572· καὶ ὁ Ἡρόδ. 3. 47, καλεῖ τὸν βάμβακα εἴρια ἀπὸ ξύλου, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 75· ― ἀλλὰ τὸ εἵματα ἀπὸ ξύλων, Ἡρόδ. 7. 65, ἐκλαμβάνει ὁ Winckelm. ὡς σημαῖνον ἐνδύματα ἐκ φλοιοῦ τῆς βύβλου. IV. ξυλοκέφαλος, ἠλίθιος ἄνθρωπος, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 815. V. μέτρον ἐκτάσεως, = 3 πήχ., Ἥρων ἐν Cotel. Monum. 4. σελ. 313.
English (Autenrieth)
(ξύω): mostly pl., wood, not standing, but cut; sing., trunk of a tree, Il. 23.327.
English (Slater)
ξύλον wood ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
Spanish
English (Strong)
from another form of the base of ξέστης; timber (as fuel or material); by implication, a stick, club or tree or other wooden article or substance: staff, stocks, tree, wood.
English (Thayer)
ξύλου, τό (from ξύω to scrape, plane), from Homer down; the Sept. for עֵץ;
1. wood: universally, ξύλον θύϊνον, that which is made of wood, as a beam from which anyone is suspended, a gibbet, a cross (A. V. tree, which see in B. D. American edition), עֵץ, καλόν, ξυλοπεδη, ποδοκάκη, ποδοστράβη, Latin nervus, by which the Latin renders the Hebrew סַד, a fetter, or shackle for the feet, Job (B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Stocks)): Herodotus 6,75; 9,37; Aristophanes eq. 367,394, 705); a cudgel, stick, staff: plural, Herodotus 2,63; 4,180; Demosthenes, p. 645,15; Polybius 6,37, 3; Josephus, b. j. 2,9, 4; Herodian, 7,7, 4).
2. a tree: ξυλος τῆς ζωῆς, see ζωή, 2b., p. 274{a}.
Greek Monotonic
ξύλον: [ῠ], τό (πιθ. από το ξύω)·
I. ξύλο κομμένο και έτοιμο για χρήση, καυσόξυλο, κούτσουρο, ξυλεία για οικοδομή κ.λπ., σε Όμηρ.· ξύλα νήϊα, ξυλεία για ναυπήγηση πλοίου, σε Ησίοδ.· ξύλα ναυπηγήσιμα, σε Θουκ.· ΙI. 1. στον ενικ., κομμάτι ξύλου, στύλος, σε Όμηρ.· κοντάρι, σε Αριστοφ.· ραβδί, ρόπαλο, στυλιάρι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.·
2. περιλαίμιο από ξύλο, που έμπαινε στο λαιμό του φυλακισμένου, σε Αριστοφ.· επίσης, ξύλινα δεσμά που εφαρμόζονταν στα πόδια του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· πρβλ. πεντεσύριγγος.
3. σανίδα ή δοκάρι στο οποίο δένονταν οι εγκληματίες, σταυρός μαρτυρίου, σε Καινή Διαθήκη
4. τραπέζι αργυραμοιβού, σε Δημ.
5. πρῶτον ξύλον, η πρώτη σειρά ξύλινων καθισμάτων (για τους επιφανείς, τους πρυτάνεις) στο αθηναϊκό θέατρο, σε Αριστοφ.
III. λέγεται για ξύλο που δεν έχει κοπεί, δέντρο, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: wood, construction-wood-, firewood, tree, beam, stick, foot-, neckblock, banc, table (Il.); also as length-measure = the side of the ναύβιον (Hero Geom., pap.).
Compounds: Very many compp., e.g. ξυλουργός (ξυλοργός, ξυλεργός) m. carpenter with -έω, -ία, ξυλικός (IA.; cf. on δημιουργός); μονόξυλος made from one piece of wood, of πλοῖον a.o. (IA.). On ξύλοχος s. v.
Derivatives: 1. Dimin.: ξυλάριον small piece of wood (LXX, pap. a.o.), ξυλήφιον piece of wood (Hp., hell.), ξυλάφιον id. (Eust.; on ξυλήφιον, ξυλάφιον Wackernagel Glotta 4, 243 f. [Kl. Schr. 2, 1200f.]); ξύλιον piece of wood (pap. IVp). Further subst.: 2. ξυλεύς m. woodcutter, name of a sacrificial attendant in Olympia (inscr. Ia, Paus., H.) with ξυλεύω, ξυλεύομαι = fetch wood (hell. inscr., Men., H.), ξυλεία f. fetching wood, store of wood, construction-wood (Plb., Str., pap.); Bosshardt 75; 3. ξυλίτης ἰχθῦς ποιός H. (explan. in Strömberg Fischnamen 25); -ῖτις (γῆ, χέρσος) f. shrub-coutry (pap.; Redard 109 w. n.); 4. ξυλών, ξυλῶνος m. place for wood (Delos III--IIa). Adj. 1. ξύλινος of wood, wooden (Pi., B., IA.), 2. ξυλικός id. (Arist.) with ξυλικάριος woodhandler (?) (Korykos; from Lat. -ārius), 3. -ηρός regarding wood (Delos IIIa), -ηρά f. woodzmarket? (pap. Ip), 4. -ώδης woodlike, -coloured (Hp., Arist., Thphr.). Verbs. 1. ξυλ-ίζομαι fetch wood (X., Plu.) with ξυλισμός fetching wood (Str., D.H.), -ιστής who fetches wood (sch.); 2. ξυλ-όομαι, ξυλόω become wood, make, make of wood (Thphr., LXX) with -ωσις f. woodwork (Th., hell. inscr.), -ωμα, ξυλωμάτιον id. (Delos IIIa a.o.); 3. ξυλεύω, s. above on ξυλεύς.
Etymology: With ξύλον (from where on younger Att. vases σύλον, σύλινος; Schwyzer 211) agrees Lith. šùlas (bucket-, ton-) stave, stander, pillar, if from IE *ḱsulo-; besides, in vokalism deviating, several Slav. forms, e.g. Russ. šúlo n. garden-pole, Scr. šûlj m. block (IE *ḱseulo-?). Similarly with ū and anlaut. s-, Germ., e.g. OHG sūl f. style, pole, with au (IE ou?) Goth. sauls pillar. The relation between the Slav., Balt. and Germ. words has been amply discussed but hardly explained; s. Vasmer and Fraenkel s. vv. with ric lit. and further forms. Older lit. also in Bq, WP. 2, 503 f. and W.-Hofmann s. silva. Mann Slavon. Rev. 37, 134 still adduces Alb. shul bar, nail, siphon. -- Original connection with ξύω (e.g. Fick 3, 446, also as supposition Schwyzer 329) is not probable, secondary influence (Chantraine Form. 240) well acceptable.
Middle Liddell
ξῠ́λον, ου, τό, [perhaps from ξύω]
I. wood cut and ready for use, firewood, timber, Hom.; ξύλα νήια ship- timber, Hes.; ξ. ναυπηγήσιμα Thuc.
II. in sg. a piece of wood, a post, Hom.: a perch, Ar.: a stick, cudgel, club, Hdt., Ar.
2. a collar of wood, put on the neck of the prisoner, Ar.:—also stocks, for the feet, Hdt., Ar.; cf. πεντεσύριγγος.
3. a plank or beam to which malefactors were bound, the Cross, NTest.
4. a money-changer's table, Dem.
5. πρῶτον ξύλον the front bench of the Athenian theatre, Ar.
III*. of live wood, a tree, Xen.
Frisk Etymology German
ξύλον: {ksúlon}
Grammar: n.
Meaning: ‘Holz, Bau-, Brennholz, Baum, Balken, Stock, Fuß-, Halsblock, Bank, Tisch’ (seit Il.); auch als Längenmaß = die Seite des ναύβιον (Hero Geom., Pap.).
Composita: Sehr zahlreiche Kompp., z.B. ξυλουργός (-οργός, -εργός) m. Holzarbeiter, Zimmermann mit -έω, -ία, -ικός (ion. att.; vgl. zu δημιουργός); μονόξυλος aus einem Stück Holz gemacht, von πλοῖον u.a. (ion. att.). Zu ξύλοχος s. bes.
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutiva: ξυλάριον Hölzchen (LXX, Pap. u.a.), -ήφιον Holzstück (Hp., hell.), -άφιον ib. (Eust.; zu -ήφιον, -άφιον Wackernagel Glotta 4, 243 f. [Kl. Schr. 2, 1200f.]); ξύλιον Holzblock (Pap. IVp). Übrige Subst.: 2. ξυλεύς m. Holzholer, N. eines Opferdieners in Olympia (Inschr. Ia, Paus., H.) nnt -εύω, -εύομαι Holz holen (hell. Inschr., Men., H.), -εία f. das Holzholen, Holzvorrat, Bauholz (Plb., Str., Pap. u. a.); Bosshardt 75; 3. ξυλίτης· ἰχθῦς ποιός H. (tastende Erklärungsversuche bei Strömberg Fischnamen 25); -ῖτις (γῆ, χέρσος) f. Strauchland (Pap.; Redard 109 m. A.); 4. ξυλών, -ῶνος m. ‘Holzschup- pen’ (Delos III—IIa). Adj. 1. ξύλινος von Holz, hölzern (Pi., B., ion. att.), 2. -ικός ib. (Arist. usw.) mit -ικάριος ‘Holzhändler (?)’ (Korykos; aus lat. -ārius), 3. -ηρός Holz betreffend (Delos IIIa), -ηρά f. Holzmarkt? (Pap. Ip), 4. -ώδης ‘holzartig, -farben’ (Hp., Arist., Thphr.). Verba. 1. ξυλίζομαι Holz holen (X., Plu. u.a.) mit -ισμός das Holzholen (Str., D.H.), -ιστής Holzholer (Sch.); 2. ξυλόομαι, -όω zu Holz werden, machen, von Holz machen (Thphr., LXX usw.) mit -ωσις f. Holzwerk (Th., hell. Inschr. u.a.), -ωμα, -ωμάτιον ib. (Delos IIIa u.a.); 3. ξυλεύω, s. oben zu ξυλεύς.
Etymology: Zu ξύλον (woraus auf jüngeren att. Vasen σύλον, σύλινος; Schwyzer 211 m. Lit.) stimmt lit. šùlas ‘(Eimer-, Tonnen-) Stab, Ständer, Pfeiler’, wenn aus idg. *ḱsulo-; daneben, im Vokal abweichend, mehrere slav. Formen, z.B. russ. šúlo n. Zaunpfahl, skr. šûlj m. Block (idg. *ḱseulo-?). Ähnlich mit ū und anlaut. s-, germ., z.B. ahd. sūl f. Pfosten, Säule, mit au (idg. ou?) got. sauls Säule. Wie sich die slav., balt. und germ. Wörter zueinander verhalten, ist lebhaft diskutiert worden und kaum. endgültig aufgeklärt; s. Vasmer und Fraenkel s. vv. mit reicher Lit. und weiteren Formen. Ältere Lit. auch bei Bq, WP. 2, 503 f. und W.-Hofmann s. silva. Mann Slavon. Rev. 37, 134 zieht noch heran alb. shul Stange, Nagel, Hebel. — Ursprüngliche Verbindung mit ξύω (z.B. Fick 3, 446, auch als Vermutung Schwyzer 329) ist nicht glaubhaft, sekundäre Beeinflussung (Chantraine Form. 240) gut denkbar.
Page 2,338-339
Chinese
原文音譯:xÚlon 克需朗
詞類次數:名詞(19)
原文字根:木 相當於: (עֵץ)
字義溯源:木料,木製品,木頭,木,木狗,樹,棒,十字架;源自(ξέστης)=容器);而 (ξέστης)出自(ξέστης)X*=光滑)。這字有時譯為:木頭(6次),除啓示錄的一次外,其餘五次在使徒行傳與書信中均係指十字架,就是主耶穌所釘的十字架
出現次數:總共(20);太(2);可(2);路(2);徒(4);林前(1);加(1);彼前(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 樹(6) 路23:31; 啓2:7; 啓22:2; 啓22:2; 啓22:14; 啓22:19;
2) 木頭(6) 徒5:30; 徒10:39; 徒13:29; 加3:13; 彼前2:24; 啓18:12;
3) 棒(5) 太26:47; 太26:55; 可14:43; 可14:48; 路22:52;
4) 木(2) 林前3:12; 啓18:12;
5) 木狗(1) 徒16:24
English (Woodhouse)
log, plank, timber, bourd, instrument for punishment, plunk
Mantoulidis Etymological
Ἴσως ἀπό τό ξύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
τό 1 madera a) para tallar: una imagen de un dios ἔστιν ἐπιθεῖναι τῇ τραπέζῃ ὑπόκενον Ἀπόλλωνα ἐν ξύλῳ δάφνης hay que poner sobre la mesa una imagen de Apolo hueca en madera de laurel P III 295 ἔχει δὲ καὶ πρᾶξις πάρεδρον, ὅς γίνεται ἐκ μορέας ξύλου· γίνεται δὲ Ἔρως πτερωτὸς χλαμύδα ἔχων tiene la práctica un asesor, que se hace con leña de moral: es un Eros alado con clámide P IV 1842 una imagen de un animal λαβὼν ξ. ἐλάϊνον ποίησον κυνοκε<φά>λιον καθήμενον toma madera de olivo y haz un pequeño papión sentado P VIII 53 un martillo λαβὼν πανουργικὸν ξ. γλύψον σφῦραν καὶ ἐν ταύτῃ κροῦε εἰς τὸ οὐ<τάτιον> λέγων τὸν λόγον toma madera de un patíbulo, talla un martillo y golpea con él en el ojo mientras dices la fórmula P V 73 b) para hacer un altar ποίησον κέρατα δʹ, ἐφ' οἷς ἐπιτίθης ξύλα κάρπιμα haz cuatro cuernos, sobre los que has de colocar madera de árboles frutales P XII 29 ποιήσας ἐπὶ τῷ βόθρῳ βωμὸν ἐκ ξύλων καρπίμων construye sobre el hoyo un altar con madera de árboles frutales P XII 212 c) para hacer una mesa αὔτοπτον θὲς τρίποδα καὶ τράπεζαν ἐλάϊνον ἢ ἐκ ξύλου δαφνῶν en una práctica de visión directa coloca un trípode y una mesa de madera de olivo o de laurel P III 292 d) para quemar: de olivo ποίησον ἐπὶ δύο πλίνθων ἐπὶ κροτάφων ἑστηκυϊῶν ἐκ ξύλων ἐλαΐνων, τουτέστιν κληματίδος, πυράν sobre dos ladrillos puestos de lado, haz una hoguera con madera de olivo, esto es, con una ramita P IV 31 de sauce τὰ σπλάγχνα ἀποπυρίσας ἐπὶ ξύλοις ἰτεΐνοις οὕτω κατάφαγε asa las entrañas sobre maderas de sauce y así cómetelas P IV 2397 de enebro ἐπίθυε δὲ μᾶλλον ἐπὶ ξύλων ἀρκευθίνων στύρακα Κρητικόν quema mejor resina cretense sobre leños de enebro P IV 2641 ξύλοις τε τοῖς ἀρκευθίνοις φλόγας πυρὸς βαλοῦσα alimentando las llamas del fuego con leños de enebro P IV 2588 P IV 2654 de ciprés παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμινα prepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364 2 sarmientos de vid, para realizar una ofrenda o una libación εἰς ἀμπέλινα ξύλα σπείσας οἶνον ἢ ζύτον ἢ μέλι ἢ γάλα tras haber derramado vino, cerveza, miel o leche sobre sarmientos de vid P IV 907 ποίει κολλούρια καὶ ἐπίθυε πρὸς τὸν ἀστέρα ἐπὶ ἀμπελίνων ξύλων ἢ ἀνθράκων haz unas píldoras y ofrécelas ante la estrella sobre sarmientos de vid o sobre carbones P IV 2895 P V 232 P VII 544 P XXXVI 296 3 tallo de col λαβὼν κοκκυμήλου καρδίας, ξ. κράμβης, ἐρεβίνθιον toma del corazón de un ciruelo, un tallo de col, un garbanzo SM 96A 63
Translations
wood
Abkhaz: амҿымаҭәахә; Afar: baho; Afrikaans: hout; Ahom: 𑜉𑜩; Aiton: မႝ; Alabama: itto; Albanian: dru; Amharic: እንጨት; Apache Western Apache: chizh; Arabic: خَشَب; Egyptian Arabic: خشب; Armenian: փայտ; Aromanian: lemnu; Assamese: কাঠ; Asturian: madera; Avar: цӏцӏул; Azerbaijani: ağac, oduncaq; Baluchi: دار; Bashkir: утын, үҙағас; Basque: zur; Belarusian: дрэва, драўні́на; Bengali: কাঠ; Blackfoot: mĭstcĭs; Breton: koad; Bulgarian: дърво, дървесина; Burmese: သစ်; Catalan: fusta; Chechen: дечиг; Cherokee: ᎠᏓ; Chickasaw: itti'; Chinese Cantonese: 木; Mandarin: 木, 木材, 木頭, 木头, 木料; Classical Tibetan: ཤིང་; Coptic: ϣⲉ; Crimean Tatar: taqta; Czech: dřevo; Dalmatian: lanc; Danish: træ, ved; Dutch: hout; Dzongkha: ཤིང; Esperanto: ligno; Estonian: puit, puu; Even: мо̄; Evenki: мо̄; Faroese: viður, træ; Finnish: puu; French: bois; Friulian: len; Galician: madeira, fuste; Gallo: boueil; Georgian: ხე, მერქანი; German: Holz; Greek: ξύλο, ξυλεία; Ancient Greek: ξύλον; Guaraní: yvyra; Gujarati: લાકડું; Hausa: ice; Haitian Creole: bwa; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: עֵץ, קֶרֶשׁ; Higaonon: kayo; Hindi: लकड़ी, काठ, काष्ठ; Hopi: koho; Hungarian: fa; Hunsrik: Hols; Icelandic: viður; Ilocano: kayo; Indonesian: kayu; Ingush: дахча; Interlingua: ligno; Irish: adhmad; Istriot: lìgno; Italian: legno; Japanese: 木, 木材; Kapampangan: dutung; Karakhanid: يِغَجْ; Kazakh: ағаш; Khmer: ឈើ; Korean: 나무, 목재(木材); Kurdish Central Kurdish: دار, چێو; Laki: چوو; Northern Kurdish: dar; Kyrgyz: жыгач; Ladin: legn, lën; Lakota: čháŋ; Lao: ໄມ້; Latgalian: kūks, kūkna; Latin: lignum; Latvian: koks, koksne; Lithuanian: medis; Livonian: pū; Lombard: legn; Luxembourgish: Holz; Lü: ᦺᦙᧉ; Macedonian: дрво; Malagasy: hazo; Malay: kayu; Manchu: ᠮᠣᠣ; Mansaka: kaoy; Manx: aamaid; Maranao: kayo; Marathi: लाकूड; Maricopa: 'ii; Middle Persian: 𐭰𐭥𐭯; Mingo: úwẽ'kææ', uyêta'; Mohawk: oyente; Mon: ဆု; Mongolian: мод; Mòcheno: holz; Nauruan: edabwike; Navajo: tsin; Nepali: काठ; Ngazidja Comorian: mri; Nogai: агаш; Northern Thai: ᨾᩱ᩶; Norwegian: tre, treverk, ved; Occitan: fusta; Ojibwe: mitig; Old English: holt; Old Turkic: 𐰃𐰍𐰲; Oriya: କାଠ; Ossetian: хъӕд; Panamint: huuppin; Pashto: لرګی; Pennsylvania German: Hols; Persian: چوب; Piedmontese: bosch; Plautdietsch: Holt; Polish: drewno; Portuguese: madeira; Romani: kaśt; Romanian: lemn; Romansch: lain; Russian: дерево, древесина, лес, лесоматериал; Saek: ไม; Saho: boxo; Sanskrit: काष्ठ, दारु; Sardinian: linna; Scottish Gaelic: fiodh; Serbo-Croatian Cyrillic: дрво; Roman: drvo; Shan: မႆႉ; Sicilian: lignu; Slovak: drevo; Slovene: les, gozd; Sorbian Lower Sorbian: drjewo; Spanish: madera; Sranan Tongo: udu; Swedish: trä, ved; Sylheti: ꠇꠣꠑ; Tagalog: kahoy; Tai Dam: ꪼꪣ꫁; Tai Nüa: ᥛᥭᥳ; Tajik: чӯб; Taos: łò'óne; Tatar: агач, үзагач; Thai: ไม้; Tibetan: ཤིང; Tigrinya: ዕንጨይቲ; Tocharian A: or; Tocharian B: or; Tok Pisin: diwai; Tupinambá: ybyrá; Turkish: odun, ağaç; Turkmen: agaç; Tuvan: ыяш; Ugaritic: 𐎓𐎕; Ukrainian: дерево, деревина, ліс; Urdu: لکڑی; Uyghur: ياغاچ; Uzbek: o'tin, yog'och; Venetian: legn, łegno; Vietnamese: gỗ; Vilamovian: hułc; Wageman: guda; Welsh: coed, pren; West Frisian: hout; Yucatec Maya: čeʼ; Yámana: yaku; Zazaki: kolı; Zhuang: faex; Zulu: umuthi, ukhuni
pillory
Afrikaans: skandpaal; Bulgarian: позорен стъ́лб; Catalan: picota; Chinese Mandarin: 頸手枷, 颈手枷, 頭手迦, 头手迦; Czech: pranýř; Danish: gabestok; Dutch: schandpaal; Esperanto: punpilorio; Estonian: häbipost; Finnish: häpeäpaalu; French: pilori; Galician: rollo, picota; German: Pranger, Schandpfahl; Greek: κύφωνας; Ancient Greek: ξύλον, ξύλον πεντεσύριγγον, κύφων; Hungarian: pellengér; Italian: gogna; Japanese: さらし台; Latin: patibulum; Lithuanian: gėdos stulpas; Macedonian: срамен столб; Norwegian: gapestokk; Polish: dyby, gąsior; Portuguese: pelourinho; Russian: позорный столб; Serbo-Croatian: stup srama, stub srama, stup sramote, prànger; Slovene: sramotilini steber, pranger; Spanish: picota; Swedish: stupstock, skampåle; Westrobothnian: håk
gallows
Arabic: مِشْنَقَة; Egyptian Arabic: مشنقة; Armenian: կախաղան; Azerbaijani: dar ağacı; Basque: urkamendi; Belarusian: шыбеніца; Bulgarian: бесило, бесилка; Burmese: ကြိုးစင်; Catalan: forca; Chinese Hokkien: 絞刑架, 绞刑架; Mandarin: 絞刑架, 绞刑架, 絞架, 绞架, 絞臺, 绞台; Czech: šibenice; Danish: galge; Dutch: galg; Esperanto: pendumilo, pendigilo; Estonian: võllas; Faroese: gálgi; Finnish: hirsipuu, hirsi, hirttopaikka; French: gibet, potence; Georgian: სახრჩობელა; German: Galgen; Alemannic German: Galge; Greek: αγχόνη, κρεμάλα; Ancient Greek: ἀγχόνη, ξύλον, φοῦρκα; Hebrew: גַּרְדּוֹם; Hungarian: akasztófa, bitófa, bitó; Icelandic: gálgi; Irish: croch; Italian: forca, patibolo; Japanese: 絞首台; Kazakh: дар, дар ағашы; Korean: 교수대(絞首臺); Kurdish Northern Kurdish: sêdare; Kyrgyz: дар, дарга; Latin: arbor, gabalus, patibulum; Latvian: kārtavas; Lithuanian: kartuvės; Low German: Galgen; Luxembourgish: Gaalgen; Macedonian: бесилка; Maori: pou tārore; Nogai: аскак; Norman: gibet; Norwegian: galge; Persian: چوبه دار, دار; Plautdietsch: Gaulj; Polish: szubienica; Portuguese: forca, cadafalso; Romanian: spânzurătoare; Russian: виселица, шибеница; Serbo-Croatian Cyrillic: шибеница, ве̏шала, вје̏шала; Roman: šibenica, vešala, vjȅšala; Slovak: šibenica; Slovene: vislice; Spanish: horca, patíbulo; Swedish: galge, galgbacke; Tagalog: bibitayan; Tajik: чӯбаи дор, дор; Tatar: дар; Thai: ตะแลงแกง; Turkish: darağacı; Ukrainian: шибениця; Uzbek: dor; Vietnamese: giá treo cổ, giá xử giảo; Vilamovian: guolgia; Welsh: crocbren; West Frisian: galge; Yiddish: תּליה; Zazaki: darağaci, darahenıki