λεῖος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῖος Medium diacritics: λεῖος Low diacritics: λείος Capitals: ΛΕΙΟΣ
Transliteration A: leîos Transliteration B: leios Transliteration C: leios Beta Code: lei=os

English (LSJ)

α, ον,

   A smooth to the touch, [αἴγειρος] Il.4.484; λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr.218, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra.414b, al., Arist.Cat.10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered, ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97; λ. ὕφασμα Pl.Plt.310e; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured, Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4; of plate, unembossed, φιάλαι IG11(2).161 B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).    2 in Hom., chiefly of level places or countries, λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330; ἐν λείῳ πεδίῳ ib.359; λ. ὁδός Od.10.103, Hes.Op.288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.); λ. ἄροσις Od.9.134; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30; πεδίον λ. Hdt.2.29; χωρίον λειότατον Id.7.9.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117; λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.    b c. gen., χῶρος . . λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.    3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA583a6; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth, ἱππίδια Epich.44; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA505a26; [γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib.565b2, Opp.H.1.380; τὸ λ. Hp.Epid.3.14, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac.462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91.    4 metaph., smooth, soft, πνεῦμα Ar.Ra.1003; of the sound of the voice, Pl.Plt.307a, Ti.67b, Phlb.51d; διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; also λ. μῦθοι A.Pr.647; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra.406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti.63e; λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr.411; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32; λ. ἡσυχίη AP7.278 (Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24; τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht.144b, Plu.2.384a; καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol. ap. Arist.Ath.12.3.    II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf. λειόω 11: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.)

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, eine glatte Haifischart. α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισθηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παθήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύθοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καθεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤθους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσθησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσθαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.

Greek (Liddell-Scott)

λεῖος: -α, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁμαλὸς εἰς τὴν ἀφήν, ἀντίθετ. τῷ τραχύς, αἴγειρος Ἰλ. Δ. 484· λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. Foës. Oec. εἰς Ἱππ.· τὰ τραχέα καὶ λ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ὑφασμάτων, ὁμαλός, ἁπλοῦς, ἄνευ κεντημάντων, λ. τε καὶ ὑφαντὰ Θουκ. 2. 97· λ. ὕφασμα Πλάτ. Πολιτ. 310Ε· χιτωνίσκιον λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 47· λεῖα ἐκπεποιημένα, εἰργασμένον ὁμαλόν, λεῖον, ἐπὶ μαρμάρου, αὐτόθι 160Β. 27· πρβλ. λειουργός. 2) παρ’ Ὁμ., πρὸ πάντων ἐπὶ πεδινῶν τόπων ἢ χωρῶν, λεῖος δ’ ἱππόδρομος ἀμφίς Ἰλ. Ψ. 330· ἐν λείῳ πεδίῳ αὐτόθι 359· λ. ὁδός Ὀδ. Κ. 103, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 286· λ. ἄροσις Ὀδ. Ι. 134· λεῖα δ’ ἐποίησεν [[[θεμείλια]]], ἰσοπέδωσεν αὐτὰ μὲ τὸ ἔδαφος, Ἰλ. Μ. 30· πεδίον λ. Ἡρόδ. 2. 29· χωρίον λειότατον 7. 9, 2· ἡ λειοτάτη τῶν ὁδῷν 9. 96· λ. θάλασσα, ὁμαλή, ἀτάραχος, 2. 117. β) μετὰ γεν., χῶρος... λεῖος πετράων, ὁμαλός, δηλ. ἀπηλλαγμένος πετρῶν, βράχων, Ὀδ. Ε. 443., Η. 282. 3) ἔχων ὁμαλὴν ἐπιδερμίδα, ἄτριχος, Λατ. lēvis, ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ δασύς, Ἱππ., Ἀριστ.· λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 9· μάλιστα ἐπὶ νεανίου, ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα λείαν, ἀγένειος (πρβλ. λείαξ), Θεόκρ. 5. 90· - ὡσαύτως ἐπὶ ἰχθύων ἐχόντων τὸ δέρμα λεῖον, ἀντίθετ. τῷ λεπιδωτός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 10· τὸ λεῖον Ἱππ. 1090G, 1176A, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1. 4) μεταφ., λεῖος, μαλακός, ἥσυχος, πνεῦμα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1001, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 673· ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς γεύσεως, Τίμ. Λοκρ. 100Ε κἑξ.· κινήματα Πλούτ. 2. 1122Ε· - ὡσαύτως, λ. μῦθοι Αἰσχύλ. Πρ. 647· τὸ ἥμερον τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Πλάτ. Κρατ. 406Α· αἱ λ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51D· λ. πάθημα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 63Ε· λ. κίνησις, Κυρηναϊκὴ φράσις σημαίνουσα τὴν ἡδονήν, παρὰ Διογ. Λ. 2. 86· λ. ἡσυχίη Ἀνθ. Π. 7. 278· ὡς λειοτέρου ἐλαίου ὑπάρξαντος, ἔνθα ὁ Reiske ἑτοιμοτέρου, Πολύβ. 20. 9, 11· - τὸ λεῖον = λειότης, τῆς ἑρμηνείας Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 24· ἐπίρρ. λείως, ὁμαλῶς, ἐλαφρῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 144Β. ΙΙ. τριφθείς, ἢ κοπανισθείς, εἰς κόνιν μεταβληθείς, Διοσκ. 3. 81, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. λειόω ΙΙ. (Ἐκ √ ΛΕϜ ἢ ΛΕΙϜ, πρβλ. λευρὸς (ὃ ἐστὶ λεϜρός), Λατ. lvē-is, lēv-itas, lēv-igare· - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ λειαίνω καὶ λείαξ).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lisse, uni :
1 lisse au toucher, poli;
2 uni, non couvert de broderies, non brodé;
3 uni, aplani ; avec un gén. : χῶρος λεῖος πετράων OD terrain sans roches;
4 sans barbe;
5 fig. uni, calme, doux : λεῖοι μῦθοι ESCHL douces paroles.
Étymologie: R. ΛεϜ, lisser, polir, cf. λευρός, lat. levis.

English (Autenrieth)

(lēvis): smooth, even, level; πετράων, ‘free from rocks,’ Od. 5.443.

English (Strong)

apparently a primary word; smooth, i.e. "level": smooth.

English (Thayer)

λεῖα, λειον (cf. Latin levis), smooth, level: opposed to τραχύς, of ways, Alex.; Homer down.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον)
1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.)
2. στιλπνός, γυαλιστερός
3. (για τη θάλασσα) ατάραχος, ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος («εὐαέϊ τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ», Ηρόδ.)
4. το ουδ. ως ουσ. το λείο(ν)
η λειότητα
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή διεύθυνση και ένταση χωρίς αυξομειώσεις και ριπές, στρωτός, σε αντιδιαστολή με τον ριπαίο
2. φρ. ανατ. α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή πυρήνα στο μέσον τους
β) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτό που είναι ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῑον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον ὕφασμα», Πλάτ.)
2. (για αγγείο) αυτό που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς ανάγλυφες παραστάσεις
3. (για τόπο) α) πεδινός
β) αυτός που δεν έχει πέτρες, ομαλός, επίπεδος
γ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («λεία χώρα καὶ ἄξυλος», Ξεν.)
4. (για το πέλμα τών ποδιών) πλατύς
5. αυτός που έχει επιδερμίδα χωρίς τρίχες, άτριχος («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος», Αριστοτ.)
6. αυτός που δεν έχει γένια, αμούστακος
7. (για ψάρι) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῑστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ πλῆθος αὐτῶν τὸ λεῑον», Αριστοτ.)
8. ελαφρός
9. μτφ. ήπιος, μαλακός, γλυκύς, ευχάριστοςλέγω δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», Πλάτ.)
10. αυτός που με την τριβή έχει κονιοποιηθεί
11. το αρσ. ως ουσ. ὁ λεῑος
το ψάρι γαλέος
12. το ουδ. ως ουσ. ψιλή άμμος
13. φρ. «λεία κίνησις»
(φράση της Κυρηναϊκής Σχολής) ηδονή.
επίρρ...
λείως (Α)
1. ήσυχα, ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω λείως... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... οἷον ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», Πλάτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῑος < λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (leu-) είτε σε -ο- (leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).
ΠΑΡ. λειαίνω, λειότητα(-ης), λειώνω
αρχ.
λεία, λείαξ, λειώδης, λείως
νεοελλ.
λ(ε)ιανός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λειοποιώ, λειοτριβής, λειόφλοιος, λειόφυλλος
αρχ.
λειόβατος, λειογένειος, λειόγλωσσος, λειοκάρηνος, λειόκαυλος, λειοκόνιτος, λειοκύμων, λειόμερος, λειόμιτος, λειόστρακος, λειοσώματος, λειοτριχιώ, λειουργός, λείουρος, λειόχρως
μσν.
λειοκυμαίνω, λειόπελμος, λειοπώγων
νεοελλ.
λειόθριξ, λειόσπερμος.