ἁμαρτία
English (LSJ)
ἡ, A a failure, fault, τῶνδ' ἁ. δόμων A.Ag.1197, etc.; οὐ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ χρῆσθαι Antipho 4.3.4; ἁμαρτία δόξης = error of judgement, Th.1.32. 2 in Philos. and Religion, guilt, sin, Pl.Lg.660c, al., Arist.EN1148a3, al., LXX Ge.18.20, al., Ev.Jo.8.46,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I error, falta gener. sin especificación de si es voluntaria o involuntariamente cometido o abarcando ambos tipos, οὔτε γὰρ πονηρία οὔτε ἁ. οὐδεμία οὐδεμιᾷ τέχνῃ πάρεστιν no hay ni imperfección ni error de ningún tipo en ningún arte Pl.R.342b, σχολῇ τήν γε ὀρθότητα τῆς βουλήσεως ἢ καὶ ἁμαρτίαν αὐτοῦ διαγνώσεται Pl.Lg.668c, ἐὰν θέλῃ νῦν ἀλλὰ τὰς πρὶν ἀναλαβεῖν ἁμαρτίας si quiere ahora reparar sus antiguos errores E.Io 426, διορίσασθαι δὲ δεῖ καὶ τὰς ἁμαρτίας τὰς ἐν τοῖς προβλήμασιν, ὅτι εἰσὶ διτταί también es necesario definir las faltas que se pueden dar en los problemas, que son de dos clases Arist.Top.109a28.
II error cometido involuntariamente por falta de juicio, conocimiento o ignorancia
1 error material ἔχει δ' ἕκαστον εἴκοσίν γ' ἁμαρτίας cada (verso) tiene por lo menos veinte faltas Ar.Ra.1131, ποιοῦσιν τὴν τῆς ᾠδῆς ἁμαρτίαν Arist.Pr.922a18, κρίνων καλὸν εἶναι τὸ μὴ τὰς τῶν πέλας ἁμαρτίας ἴδια προτερήματα νομίζειν (a propósito del error cometido por Zenón en la descripción de Laconia), Plb.16.20.6.
2 equivocación, error de juicio, falta por ignorancia ἁμαρτίης αἰτίη ἡ ἀμαθίη τοῦ κρέσσονος Democr.B 83, οὐ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀλλὰ τῇ τοῦ πατάξαντος χρησάμενος ἀπέθανεν Antipho.4.3.4, οὔτε Ὁμήρου οὔτ' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος Pl.R.379d, por mala interpretación de las palabras del interlocutor, Pl.Lg.660c, αἱ ἁμαρτίαι δοκοῦσι γεγενῆσθαι τοῖς στρατηγοῖς parece que las equivocaciones las cometieron los generales X.HG 1.7.29, ἡ δὲ τυραννὶς ... τὰς ἁμαρτίας ἔχουσα τὰς παρ' ἀμφοτέρων τῶν πολιτειῶν la tiranía ... teniendo los errores procedentes de ambas constituciones (de la oligarquía y la democracia), Arist.Pol.1310b6, ἡ μὲν γὰρ ἀκρασία ψέγεται οὐχ ὡς ἁ. Arist.EN 1148a2, ἁ. καὶ περὶ τοῦ ἀγνοεῖν τὸν ἰσθμόν es una equivocación (suponer que Homero) desconocía el istmo Str.1.2.24
•c. gen. ἁ. δόξης error de juicio Th.1.32
•c. gen. subjet. ἁ. ... τοῦ ἰητροῦ Hp.Aff.13, τῶν ἰδιωτῶν X.Ages.11.6, τῶν ἀνθρώπων D.11.13, Epicur.Fr.[31.10] 6
•error funesto de los héroes trágicos τὴν ἁμαρτίαν αἰσχρὰν ἁμαρτών dice Neoptólemo de su error, S.Ph.1248, ἥμαρτον, εἴ τι τήνδ' ἁμαρτίαν νέμεις S.Tr.483, τὴν δὲ σὴν ἁμαρτίαν τὸ μὴ εἰδέναι μὲν πρῶτον ἐκλύει κάκης E.Hipp.1334, στένω σὲ μᾶλλον ἢ 'μὲ τῆς ἁμαρτίας E.Hipp.1409, Θησεύς τιν' ἡμάρτηκεν ἐς σ' ἁμαρτίαν; ¿ha cometido Teseo alguna falta contra tí? E.Hipp.320, τόνδ' ὀλέσθαι σῆς ἁμαρτίας ὕπερ E.Andr.317, συγγνώσεταί σοι τήνδ' ἁμαρτίαν πόσις tu esposo te perdonará esta falta E.Andr.840, de héroes trágicos como Edipo o Tiestes μήτε διὰ κακίαν καὶ μοχθηρίαν μεταβάλλων εἰς τὴν δυστυχίαν ἀλλὰ δι' ἁμαρτίαν τινά Arist.Po.1453a10, Δηιάνειρα ... συνειδυῖα ἑαυτῇ τὴν ἁμαρτίαν D.S.4.38.
3 fallo τῆς φύσεως Isoc.1.52, φυσική Arist.MM 1202a26.
III error cometido voluntariamente y que implica transgresión de algún tipo
1 falta, delito, hecho ilegal o injusto ἁ. δ' οὐκ ἂν γένοιτο μείζων ταύτης (el condenar injustamente a Palamedes), Gorg.B 11a.36, αἰσχύνομαί τοι ταῖς πρότερον ἁμαρτίαις Ar.Eq.1355, λῦσαι τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra.691, del crimen de Clitemestra, A.Ch.519, del robo del fuego por Prometeo, A.Pr.9, ἐς Φοῖβον ἀναφέρουσα τὴν ἁμαρτίαν E.Or.76, ἁμαρτίαν τῆς σῆς γυναικὸς ἀδικίαν τ' ἰώμενος E.Or.649, de relaciones sexuales ilícitas, E.Ba.29, op. προθυμία Th.3.56, ἵνα μή τις ὑμῶν τάχα δὲ βοηθών οἷς ἐξημάρτηκε πρόφασιν πορίσηται τῆς ἁμαρτίας Lys.8.3, ἀφιέντας τὰς τῶν πατέρων ἁμαρτίας διὰ τοὺς παῖδας Lys.20.34, τὰς προτέρας ἀναλύσονται πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἁμαρτίας de los tebanos, D.14.34, ἐν ἁμαρτία γεγονέναι τὴν εἰς τοὺς Μεσσηνίους ἀσέβειαν Φιλίππου καὶ παρανομίαν Plb.8.8.4, φάσκων ἱκανοῖς προστίμοις περιπεπτωκέναι τὴν πατρίδα καὶ μείζοσι τῆς ἁμαρτίας Plb.30.31.3
•c. gen. subjet. τῶνδ' ἁ. δόμων A.A.1197, ἀλλήλων Isoc.2.3
•c. gen. obj. τῶν πολιτῶν ἁ. delito contra los ciudadanos e.d. contra la democracia, Lys.31.27, τοῦ νόμου I.AI 13.69, ἁ. περὶ νόμων op. ὀρθότητος Pl.Lg.627d, fig. φρενών ἁ. crimen del corazón e.d. mal deseo A.A.502
•esp. en los estoicos πᾶσαν γὰρ ἁμαρτίαν κατὰ διάψευσιν πράττεσθαι Chrysipp.Stoic.3.142.
2 en lit. judeo-cristiana pecado αἱ ἁμαρτίαι αὐτών (Sodoma y Gomorra) μεγάλαι σφόδρα LXX Ge.18.20, ἵνα μὴ προσθῶμεν ἐφ' ἁμαρτίαις ἡμῶν LXX Ib.34.37, μακάριος ἀνήρ, ὅς ... οὐ κατενύγη ἐν λύπῃ ἁμαρτιῶν LXX Si.14.1, τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; Eu.Io.8.46, πᾶσα ἀδικία ἁ. ἐστιν 1Ep.Io.5.17, ἐν ἁμαρτία θετέον τὸ γενεᾶς ἄρρενος ἀμοιρῆσαι Ph.2.171, τὰ μὲν ἐπιφερόμενα τῷ βωμῷ ἐκ τοῦ περὶ ἁμαρτίας ἱερείου ... ἐστιν ... λοβὸς ἥπατος καὶ στέαρ καὶ νεφροί Ph.2.248, ποιεῖν ἁ. cometer un pecado 2Ep.Cor.11.7
•ἀφιέναι τὰς ἁμαρτίας perdonar los pecados ἀφεθήσεται αὐτοῖς ἡ ἁ. LXX Le.4.20, ἄφες αὐτοῖς τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἁμαρτίαν αὐτῶν LXX Ge.50.17, ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι Eu.Matt.9.2, Eu.Marc.2.5, τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ θεός; Eu.Marc.2.7, δὸς ἄνεσιν καὶ ἄφεσιν [τῶν] ἁμαρτιῶν IG 10(2).786 (V a.C.), ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης Eu.Io.9.34, ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε Eu.Io.8.21, ἁ. ἐστὶ τοῦ καλοῦ παρεκτροπή, ὃ μὴ φύσις τε καὶ νόμος χαρίζεται Gr.Naz.M.37.958A, πτῶσις δὲ ἐστιν ἡ ἁ. Gr.Nyss.M.45.221B, del pecado original τὴν Εὔαν ... ἀρχηγὸν ἁμαρτίας γεγονέναι Thphl.Ant.Autol.2.28, ἐπὶ Ῥωμαίων τὴν μεγίστην ποιήσαντες ἁμαρτίαν ἐν τῷ ἀποκτεῖναι τὸν Ἰησοῦν de los judíos, Origenes Cels.4.32, ἰατρεύειν μὲν καὶ θεραπεύειν ἅπαν τὸ τῶν ἁμαρτιῶν εἶδος de la Iglesia Católica, Cyr.H.Catech.18.23, ἄφεσις ἁμαρτιῶν Clem.Al.Strom.2.3.11
•casi personificado λέων θήραν ἐνεδρεύει, οὕτως ἁ. ἐργαζομένους ἄδικα como el león acecha la presa, asi el pecado a los que cometen injusticia LXX Si.27.10, τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν al que no conoció pecado por nosotros lo hizo pecado (de Cristo), 2Ep.Cor.5.21, δι' ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁ. εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν por un solo hombre entró el pecado en el mundo, Ep.Rom.5.12
•Ἁμαρτίαι χθόνιαι PMag.4.1449.
3 prob. rel. falsamente c. ἁμαρτέω: ἡ ἁ. φανεῖται ταὐτὸν τῇ συνέσει Pl.Cra.437b.
German (Pape)
[Seite 117] ἡ, Fehler, Sünde, Tragg.; Ar. Ran. 1131, com. u. att. Prosa. Gegensatz ὀρθότης, Plat. Legg. I, 627 d II, 668 d; ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἁμαρτάνειν Rep. II, 379 d; minder gebräuchlich als ἁμάρτημα.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
erreur, faute;
NT: péché, violation de la loi divine en pensée ou en actes.
Étymologie: ἁμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτία: ἡ Trag., Thuc., Plat., Arst. = ἁμάρτημα 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτία: ἡ, = ἀποτυχία, σφάλμα, ἠθικὸν σφάλμα, ἁμαρτία, συχν. παρ’ Ἀττ. ἀπὸ τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐφεξ.: ἁμ. τινός, σφάλμα πραχθὲν ὑπό τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1198· οὐ τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ χρῆσθαι, Ἀντιφῶν 127. 35· ἁμ. δόξης, σφάλμα κρίσεως, Θουκ. 1. 32. 2) ἐν τῇ γλώσσῃ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς θρησκείας ὡσαύτως ὡς ὅρος ἀφῃρημένος, ἐνοχή, ἁμαρτία, Πλάτ. Νόμ. 660C καὶ ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 2, καὶ ἀλλ., Ἑβδ., Κ. Δ., Ἐκκλ.
English (Abbott-Smith)
ἁμαρτία, -ας, ἡ (< ἁμαρτάνω, q.v.), [in LXX chiefly for חַטָּאת and cogn. forms, also for פֶּשַׁע,עָוֹן, etc.;]
prop. a missing the mark; in cl. (v. reff. to CR in MM, VGT, s.v.);
(a)guilt, sin (Plat., Arist., al.);
(b)more freq., from Æsch. down, a fault, failure. In NT (as LXX) always in ethical sense;
1.as a principle and quality of action, = τὸ ἁμαρτάνειν, a sinning, sin: Ro 5:12, 13 20; ὑφ’ ἁμαρτίαν εἶναι, Ro 3:9; ἐπιμένειν, Ro 6:1; ἀποθνήσκειν, νεκρὸν εἶναι τῇ ἁ., Ro 6:2, 11; τὴν ἀ. γινώσκειν, Ro 7:7; σῶμα τῆς ἁ., Ro 6:6; ἀπάτη τῆς ἁ., He 3:13; personified as a ruling principle, ἁ. βασιλεύει, κυριεύει, etc., Ro 5:216:12, 14 7:17, 20; δουλεύειν, Ro 6:6; δοῦλος τῆς ἁ., ib. 17; νόμος τῆς ἁ., Ro 7:23 8:2; δύναμις τῆς ἁ., I Co 15:56 (cf. Ge 4:7).
2.As a generic term (disting. fr. the specific terms ἁμάρτημα, q.v., etc.) for concrete wrongdoing, violation of the divine law, sin: Jo 8:46, Ja 1:15, al.; ποιεῖν (τὴν) ἁ., Jo 8:34, II Co 11:7, I Jo 3:8; εἴχειν ἁ., Jo 9:41 15:22, 24 19:11, I Jo 1:8; in plural ἁμαρτίαι, sin in the aggregate, I Th 2:16 (v. Milligan, in l.); ποιεῖν ἁμαρτίας, Ja 5:15; πλῆθος ἁμαρτιῶν, Ja 5:20, I Pe 4:8; ἄφεσις ἁμαρτιῶν, Mt 26:28, Mk 1:4, al.; ἐν ἁμαρτίαις εἶναι, I Co 15:17; collectively, αἴρειν τὴν ἁ. τ. κόσμου, Jo 1:29; ἀποθνήσκειν ἐν τῇ ἁ., Jo 8:21.
3.= ἁμάρτημα, a sinful deed, a sin: Mt 12:31, Ac 7:60, I Jo 5:16. SYN.: v.s. ἁμάρτημα.
English (Strong)
from ἁμαρτάνω; a sin (properly abstract): offence, sin(-ful).
English (Thayer)
(ας, ἡ (from 2nd aorist ἁμαρτεῖν, as ἀποτυχία from ἀποτύχειν), a failing to hit the mark (see ἁμαρτάνω. In Greek writings (from Aeschylus and Thucydides down). 1st, an error of the understanding (cf. Ackermann, Das Christl. im Plato, p. 59 Anm. 3 (English translation (S. R. Asbury, 1861), p. 57n. 99)). 2nd, a bad action, evil deed. In the N. T. always in an ethical sense, and
1. equivalent to τό ἁμαρτάνειν a sinning, whether it occurs by omission or commission, in thought and feeling or in speech and action (cf. Cicero, de fin. 3,9): ὑφ' ἁμαρτίαν εἶναι held down in sin, ἐπιμένειν τῇ ἁμαρτία, ἀποθνῄσκειν τῇ ἁμαρτία and ζῆν ἐν αὐτῇ, τήν ἁμαρτίαν γινώσκειν, νεκρός τῇ ἁμαρτία περί ἁμαρτίας to break the power of sin, σῶμα τῆς ἁμαρτίας the body as the instrument of sin, ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας the craft by which sin is accustomed to deceive, ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας (ἀνομίας T Tr text WH text) the man so possessed by sin that he seems unable to exist without it, the man utterly given up to sin, Winer's Grammar, § 34,3Note 2). In this sense ἁμαρτία (equivalent to τό ἁμαρτάνειν) as a power exercising dominion over men (sin as a principle and power) is rhetorically represented as an imperial personage in the phrases ἁμαρτία βασιλεύει, κυριεύει, κατεργάζεται, δουλεύειν τῇ ἁμ. δοῦλος τῆς ἁμ. WH brackets; G omits τῆς ἁμ.); νόμος τῆς ἁμ. the dictate of sin or an impulse proceeding from it, δύναμις τῆς ἁμ. ἁμαρτία, in ἁμαρτία in sense, but not in signification, is the source whence the several evil acts proceed; but it never denotes vitiosity.
2. that which is done wrong, committed or resultant sin, an offence, a violation of the divine law in thought or in act (ἡ ἁμαρτία ἐστιν ἡ ἀνομία, ἁμαρτία must be taken to mean neither error, nor craft by which Jesus is corrupting the people, but sin viewed generally, as is well shown by Lücke at the passage and Ullmann in the Studien und Kritiken for 1842, p. 667ff (cf. his Sündlosigkeit Jesu, p. 66ff (English translation of the 7th edition, p. 71 f)); the thought Isaiah, 'If anyone convicts me of sin, then you may lawfully question the truth and divinity of my doctrine, for sin hinders the perception of truth'); χωρίς ἁμαρτίας so that he did not commit sin, ποιεῖν ἁμαρτίαν and τήν ἁμαρτίαν ἔχειν ἁμαρτίαν to have sin as though it were one's odious private property, or to have done something needing expiation, equivalent to to have committed sin, αἷμα ἔχειν, of one who has committed murder, Euripides, Or. 514); very often in the plural ἁμαρτίαι (in the Synoptative Gospels the singular occurs but once: L T Tr WH); πλῆθος ἁμαρτιῶν, ποιεῖν ἁμαρτίας, ἄφεσις ἁμαρτιῶν, ἀφιέναι τάς ἁμαρτίας, etc. (see ἀφίημι, 1d.), in which the word does not of itself denote the guilt or penalty of sins, but the sins are conceived of as removed so to speak from God's sight, regarded by him as not having been done, and therefore are not punished. Ἐν ἁμαρτίαις σύ ἐγεννήθης ὅλος thou wast covered all over with sins when thou wast born i. e. didst sin abundantly before thou wast born, ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ἀποθνῄσκειν to die loaded with evil deeds therefore unreformed, ἔτι ἐν ἁμαρτίαις εἶναι still to have one's sins, namely, unexpiated, some particular evil deed: τήν ἁμαρτίαν ταύτην, πᾶσα ἁμαρτία, ἁμαρτία πρός θάνατον, ζωή received from Christ into the state of θάνατος (cf. θάνατος, 2) in which he was before he became united to Christ by faith; cf. Lücke, DeWette (especially Westcott, at the passage)).
3. collectively, the complex or aggregate of sins committed either by a single person or by many: αἴρειν τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, αἴρω, 3c.); ἀποθνῄσκειν ἐν τῇ ἁμαρτία περί ἁμαρτίας, namely, θυσίας (Winer's Grammar, 583 (542): Buttmann, 393 (336)), expiatory sacrifices, Sept., who sometimes so translate the Hebrew חֲטָאָה and חַטָּאת, e. g. χωρίς ἁμαρτίας having no fellowship with the sin which he is about (?) to expiate, Hebrews 9:28.
4. abstract for the concrete, equivalent to ἁμαρτωλός: Romans 7:7 (ὁ νόμος ἁμαρτία, opposed to ὁ νόμος ἅγιος, Romans 7:12); 2 Corinthians 5:21 (τόν ... ἁμαρτίαν ἐποίησεν he treated him, who knew not sin, as a sinner). Cf. Fritzsche on Romans, vol. i. 289ff; (see ἁμάρτημα; Trench, § lxvi.).
Greek Monolingual
η (Α ἁμαρτία)
1. παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας, αμάρτημα
2. παράνομη, αθέμιτη πράξη ή συμπεριφορά, παράπτωμα, αδίκημα
νεοελλ.
1. ευθύνη για κάποιο αμάρτημα
2. κακή σύμπτωση, ατυχία, κακοτυχία
3. σαρκικό αμάρτημα, συνουσία
4. ψυχική στενοχώρια, ταλαιπωρίες, βάσανα
5. το προπατορικό αμάρτημα
6. (μετων.) αμαρτωλός
7. φρ. «αυτός είναι παλιά αμαρτία», γέρασε μέσα στις αμαρτίες
«για τις αμαρτίες μου βρέθηκες μπροστά μου;», για να μέ βασανίζεις;
«είναι αμαρτία απ' τον Θεό», είναι κρίμα, είναι άδικο, δεν πρέπει να γίνει κάτι
«έχω αμαρτίες Κολοκοτρωνέικες», έχω μεγάλα και αλλεπάλληλα βάσανα
«παίρνω πάνω μου την αμαρτία», αναλαμβάνω την ευθύνη παράνομης πράξης άλλου
6. «πληρώνω αμαρτίες», τιμωρούμαι, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω
7. «σιχαίνομαι κάποιον σαν τις αμαρτίες μου», δηλ. πάρα πολύ (για απεχθή πρόσωπα)
αρχ.
1. αστοχία, αποτυχία
2. σφάλμα, πλάνη
3. φρ. «ἁμαρτία δόξης», σφάλμα κρίσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω.
Greek Monotonic
ἁμαρτία: ἡ (ἁμαρτάνω),
1. αποτυχία, λάθος, σφάλμα, αμαρτία, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἁμ. τινός, σφάλμα που διαπράττεται από κάποιον, στον ίδ.· ἁμ.δόξης, λάθος στην κρίση, σε Θουκ.
2. γενικά, ενοχή, αμαρτία, σε Πλάτ., Αριστ., Κ.Δ.
Middle Liddell
ἁμαρτάνω
1. a failure, fault, sin, Aesch., etc.; ἁμ. τινός a fault committed by one, Aesch.; ἁμ. δόξης fault of judgment, Thuc.
2. generally, guilt, sin, Plat., Arist., NTest.
Chinese
原文音譯:¡mart⋯a 哈馬而提阿
詞類次數:名詞(174)
原文字根:不-印證(著) 相當於: (חֲטָאָה)
字義溯源:罪,罪行,罪惡;源自(ἁμαρτάνω)*=未中目標,失誤)。在舊約,罪,不過是違犯神律法的行為。到了新約,世人恨惡神,把執行神旨意的神子也釘死在十字架上;所以世人不僅只是違犯律法,乃是悖逆反對神,不信神的兒子,拒絕福音( 約15:22,23,24)。四福音書:在強調犯罪的就是罪的奴隸( 約8:34),主耶穌來,是使被擄的得釋放( 路4:18),並要使其真得自由( 約6:36)。使徒行傳:傳神的福音,要人悔改,信入主的名,使罪得赦( 徒2:38)。保羅的書信:說到世人都犯了罪,虧缺了神的榮耀( 羅3:23);罪也帶來死,落在神的審判中( 羅5:12);罪並且叫人的身體繼績去犯罪( 羅7:23),叫人不服神的律法,與神為敵( 羅8:7);所以罪乃是一切邪惡行為的根源。要脫離罪和死的律,乃是藉著生命聖靈的律( 羅8:1)。其餘的書信:說到只有基督這位大祭司是沒有罪( 來4:15),他一次獻上自己,就使贖罪的事成全了( 來7:27; 9:26)。使徒彼得與約翰也強調這一件事( 彼前2:24; 約壹3:5)。啓示錄:說到神要執行對罪忿怒的審判,最終就把罪的源頭撒但和牠一切跟隨者扔在硫磺火湖裏,晝夜受痛苦直到永遠( 啓20:10)。自然也提到,他用自己的血使我們脫離罪( 啓1:5),也再次提及,用羔羊的血,把衣裳洗白淨了( 啓7:14; 22:14)。參讀 (ἀγνόημα)同義字
出現次數:總共(174);太(7);可(6);路(11);約(17);徒(8);羅(48);林前(4);林後(3);加(3);弗(1);西(2);帖前(1);提前(2);提後(1);來(25);雅(7);彼前(6);彼後(2);約壹(17);啓(3)
譯字彙編:
1) 罪(145)數量太多,不能盡錄;
2) 罪的(12) 可1:4; 可2:10; 路3:3; 路5:24; 路24:47; 徒10:43; 徒13:38; 羅6:16; 羅7:25; 羅8:3; 來1:3; 來10:26;
3) 罪惡(5) 太1:21; 羅4:7; 弗2:1; 帖前2:16; 提後3:6;
4) 罪上(1) 提前5:22;
5) 與罪(1) 來9:28;
6) 罪中的(1) 來11:25;
7) 犯罪(1) 彼後2:14;
8) 罪過(1) 西1:14;
9) 罪愆(1) 來10:17;
10) 罪麼(1) 羅7:7;
11) (諸)罪的(1) 太26:28;
12) 諸罪的(1) 徒26:18;
13) 定罪(1) 羅3:9;
14) 有罪的(1) 羅4:8;
15) 犯罪的(1) 加2:17
English (Woodhouse)
Translations
failure
Albanian: dështim; Arabic: فَشَل, إِخْفَاق; Armenian: անհաջողություն; Basque: porrot; Belarusian: права́л, крах, няўда́ча; Bulgarian: неуспех, несполука; Catalan: fracàs; Cherokee: ᎤᏄᎸᎲᏍᎩ; Chinese Mandarin: 失敗, 失败; Czech: nezdar, neúspěch, selhání; Danish: fiasko; Dutch: mislukking, faling, fout; Esperanto: malsukceso; Estonian: ebaõnnestumine; Finnish: epäonnistuminen, moka, munaus, tyriminen, töppäys, möhläys, tunarointi, kömmähdys; French: échec; German: Misserfolg, Ausfall, Verschlechterung, Misslingen, Versagen, Fehlschlag; Greek: αποτυχία; Ancient Greek: ἀποτυχία, ἀστόχημα, ἀστοχία; Hebrew: כישלון; Hungarian: kudarc, bukás, felsülés, fiaskó; Ido: fiasko; Indonesian: gagal, kegagalan; Irish: meath; Italian: fallimento, insuccesso, avaria, fiasco; Japanese: 失敗; Kabuverdianu: fadja; Kazakh: сәтсіздік; Khmer: សេចក្ដីខ្វះ; Korean: 실패; Kyrgyz: жол болбоо, иш ордунан чыкпай калуу; Latin: dēliquium, dēfectiō; Latvian: neizdošanās, neveiksme; Macedonian: неуспех; Malay: kegagalan; Maori: mūhoretanga; Norwegian: fiasko, misære; Polish: niepowodzenie, porażka, nieudacznictwo; Portuguese: falha, fracasso, falhanço; Romanian: eşec; Russian: прова́л, крах, неуда́ча, неуспе́х; Sanskrit: असिद्धि; Scottish Gaelic: fàilligeadh; Slovak: nezdar, krach, neúspech; Slovene: neuspeh; Spanish: fallo, fracaso; Swahili: ushinde; Swedish: misslyckande; Tagalog: pagkabigo; Telugu: వైఫల్యం; Turkish: başarısızlık; Ukrainian: крах, прова́л, невда́ча
error
Afrikaans: fout; Albanian: gabim; Arabic: خَطَأ, غَلْطَة, غَلَط; Egyptian Arabic: غلطة; Armenian: սխալ; Asturian: error; Azerbaijani: xata, səhv; Bashkir: хата; Belarusian: памы́лка; Bengali: ভুল; Bulgarian: гре́шка; Burmese: အမှား; Catalan: error, errada; Chinese Mandarin: 错误, 錯誤, 失误, 失誤; Chukchi: ԓыганэн; Czech: chyba, omyl; Danish: fejl, fejltagelse, forseelse; Dutch: fout, vergissing, onjuistheid; Erzya: ильведькс, ильведевкс, ильведема; Esperanto: eraro, miso; Estonian: viga; Farefare: tuure; Finnish: erehdys, virhe; French: erreur; Galician: erro; Georgian: შეცდომა; German: Fehler; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌴𐌹; Greek: λάθος; Hebrew: טָעוּת, שגיאה; Hindi: त्रुटि, ग़लती, भूल; Hungarian: hiba; Icelandic: mistök, villa, skyssa; Ido: eroro; Indonesian: kesalahan; Irish: botún, dearmad, earráid, iomrall; Italian: errore, sbaglio; Japanese: 誤り, 間違い, エラー; Kabuverdianu: asnera; Kashubian: zmiłka, fela, błąd, fel, feler, ochëba, pomilenié, przelisk, przerzeczenié, zarzek, zarznięcé, zbrida, zmilenié; Kazakh: қателік; Khmer: កំហុស; Korean: 실수, 에러, 오류); Kurdish Central Kurdish: ھەڵە; Kyrgyz: жаңылыш, ката; Lao: ຂໍ້ຜິດພາດ; Latin: error; Latvian: kļūda; Lithuanian: klaida; Luhya: ekasoro; Macedonian: грешка; Malay: ralat, kesalahan; Mokshan: эльбятькс; Mongolian: алдаа; Norwegian Bokmål: feil; Nynorsk: feil; Occitan: error; Persian: خطا, اشتباه, غلط; Plautdietsch: Fäla; Polish: błąd; Portuguese: erro; (New) Prussian: blānda; Romanian: eroare; Russian: оши́бка; Scottish Gaelic: mearachd, iomrall; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̏шка, по̀грешка; Roman: grȅška, pògreška; Slovak: chyba; Slovene: napaka; Sotho: phoso; Spanish: error, yerro; Swahili: kasoro; Swedish: fel; Tagalog: mali; Tajik: иштибоҳ, хато, ғалат; Thai: ข้อผิดพลาด, ความผิดพลาด; Tocharian B: nāki, triśalñe; Turkish: yanlış, hata, yanılgı; Turkmen: ýalňyş; Ukrainian: поми́лка; Uyghur: خاتا; Uzbek: xato, gʻalat; Vietnamese: lỗi; Vilamovian: faołer; Yiddish: טעות, גרײַז, פֿעלער
sin
Afrikaans: sonde; Albanian: mëkat; Amharic: ኀጢአት; Arabic: خَطِيئَة, إِثْم, ذَنْب, مَعْصِيَة, خِطْء; Egyptian Arabic: ذنب; Armenian: մեղք; Aromanian: picat, amãrtii; Assamese: পাপ; Asturian: pecáu; Azerbaijani: günah; Bashkir: гонаһ; Basque: bekatu; Belarusian: грэх; Bengali: পাতক, পাপ; Bulgarian: грях; Burmese: မှားယွင်းခြင်း, အပြစ်; Catalan: pecat; Cherokee: ᎠᏍᎦᏂ; Chinese Cantonese: 罪; Dungan: зуй; Hakka: 罪; Mandarin: 罪, 孽; Min Bei: 罪; Min Dong: 罪; Min Nan: 罪; Wu: 罪; Cornish: pehas, pegh; Czech: hřích; Dalmatian: pecat, blasmuat; Danish: synd; Dutch: zonde; Esperanto: peko; Estonian: patt; Faroese: synd; Finnish: synti; French: péché; Friulian: pecjât, pečhât; Galician: pecado; Georgian: ცოდვა; German: Sünde; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐌿𐍂𐌷𐍄𐍃; Greek: αμάρτημα, αμαρτία; Ancient Greek: ἁμάρτημα, ἁμαρτία; Gujarati: પાપ; Hausa: zùnubī̀; Hawaiian: lawehala; Hebrew: חֵטְא; Hindi: पाप, गुनाह, ख़ता; Hungarian: bűn, vétség, vétek; Hunsrik: Sind; Icelandic: synd; Ido: peko; Indonesian: dosa; Interlingua: peccato; Irish: peaca; Istro-Romanian: pecåt; Italian: peccato, colpa; Japanese: 罪; Kalmyk: килнц; Kannada: ಪಾಪ; Kazakh: күнә, обал; Khmer: បាប, អំពើបាប, ទោស; Korean: 죄); Kurdish Northern Kurdish: gûneh, guneh; Kyrgyz: күнөө; Laboya: jala; Lao: ບາບ; Latin: peccatum, scelus; Latvian: grēks; Lithuanian: nuodėmė; Lombard: peccaa; Luhya: ethambi, obusuku; Luxembourgish: Sënn; Macedonian: грев; Malay: dosa; Malayalam: പാപം; Maltese: dnub; Manx: peccah; Marathi: पाप; Meru: iiya; Mongolian: нүгэл; Navajo: bąąhági átʼéii; Neapolitan: peccato; Nepali: पाप; Norman: péché; Northern Altai: кыял; Norwegian Norwegian Bokmål: synd; Norwegian Nynorsk: synd; Occitan: pecat; Old Church Slavonic: грѣхъ; Old East Slavic: грѣхъ; Old English: synn, sċyld; Oromo: cubbuu; Pashto: ګناه, ګناه ګاري; Persian: گناه; Plautdietsch: Sind, Äwaträdunk; Polish: grzech, przewina, występek; Portuguese: pecado; Punjabi: ਪਾਪ; Romanian: păcat; Romansch: putgà, puchà, puccau; Russian: грех; Sanskrit: पाप, आगस्, एनस्; Sardinian: pecadu, pecau; Scottish Gaelic: peacadh; Serbo-Croatian Cyrillic: гре̑х, грије̑х; Roman: grȇh, grijȇh; Shor: қыйал; Sicilian: piccatu; Sinhalese: පාපය; Slovak: hriech; Slovene: greh]; Southern Altai: кӱне; Spanish: pecado; Swahili: dhambi; Swedish: synd; Tagalog: kasalanan; Tajik: гуноҳ; Tamil: பாவம், பாவம்; Tatar: гөнаһ; Telugu: పాపము; Thai: บาป; Tocharian B: tranko; Turkish: günah, vebal, yazık; Turkmen: günä, günää; Tuvan: бачыт; Ukrainian: гріх; Urdu: گناہ, پاپ, خطا; Uyghur: گۇناھ; Uzbek: gunoh; Vietnamese: tội, tội lỗi; Volapük: sinod; Welsh: pechod; Yiddish: זינד; Zazaki: guna