σεύω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
B.17.10, Opp.H.2.445, Q.S.7.487, Ep. inf.
A σευέμεν A.R.2.296; with ς doubled after the augm., as always in Hom. (exc. in ἐξεσύθη (Zenod. and most codd. for -λύθη) Il.5.293): Ep. impf. σεύεσκε Q.S.2.353: aor. ἔσσευα Il.5.208; Ep. also σεῦα 20.189; 3sg. subj. σεύῃ 11.293:—Med., aor. subj. σεύωνται (v.l. -ονται) ib.415: impf. or aor. ἐσσεύοντο 2.808: aor. ἐσσεύαντο 11.549 (v.l. -οντο); Ep. σεύατο 6.505:—Pass., B.Scol.Oxy.1361Fr.1.7: aor. ἐσύθην [ῠ] E.Hel.1302 (lyr.) (ἐξ- Il., v. supr.), ἐσσύθην S.Aj.294, also σύθην A.Pr.135 (lyr.); subj. 3sg. συθῇ Hp.Mul.1.36, 2.138; part. συθείς A.Th.941, Pers.866, S.OC119(alllyr.); in iamb., Id.OT446: pf. (with pres. sense) ἔσσῠμαι Il.13.79; part. ἐσσύμενος (not -μένος) 11.554, al., Adv. ἐσσῠμένως 3.85, al.: σεσύανται· ὡρμήκασιν, Hsch.: poet.aor. 2 ἐσσύμην [ῠ], 2sg. ἔσσυο Il.16.585, Od.9.447; 3sg. ἔσσῠτο, Ep. σύτο Il.21.167, ἐπ-έσυτο E.Hel. 1162,Ph.1065 (both lyr.); part. σύμενος A.Ag.747, Eu.1007, cf. 786, 816 (all lyr.): also σεῦται, 3sg. pres. Pass., S.Tr.645 (σοῦται is prob. cj.), σοῦμαι (Dor. σῶμαι Epil.3), σοῦνται A.Pers.25 (anap.); imper. σοῦ Ar.V.209, σούσθω S.Aj.1414 (anap.), σοῦσθε A.Th.31, Ar.V.458, etc.; inf. σοῦσθαι Plu.2.362c: Hsch. cites imper. σύθι or σῦθι:—poet. Verb (also in Ion. Prose, Hp. and Aret. (v. infr.)), put in quick motion, drive: esp.
1 hunt, chase, Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ' ἠγάθεον Νυσήϊον Il.6.133; drive away, σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Od.14.35; σεύοντ' (3pl.) ἀγέλας βίᾳ B.17.10: more freq. in Med., ὡς δ' ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Il.11.415, cf. 549, 3.26; ὥς τ'.. ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες 15.272, cf. 20.148: metaph., σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου h.Hom.8.12; θάμβος με σ. Orph.L. 531.
2 set on, let loose at, ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας.. σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ Il.11.293.
3 drive or hurry away to or from a place, Αἰνείαν δ' ἔσσευεν ἀπὸ χθονός 20.325; ἵππους ἐκ πεδίοιο 15.681; [τινὰ] κατ' Ἰδαίων ὀρέων 20.189: c. inf., [ἡμιόνους] σεῦαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν..drove, Od.6.89.
4 set in swift motion, ὅλμον δ' ὣς ἔσσευε [Πείσανδρον] κυλίνδεσθαι sped him so that he rolled, Il.11.147; στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών 14.413; also αἷμ' ἔσσευα shed blood, 5.208; v. infr. 11.1.
II Pass. and Med., to be put in quick motion, and so, run, rush, dart or shoot along, ἐπὶ τεύχεα to arms, 2.808; ἐπὶ κοῖτον Od.14.456; νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Il.13.79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ 6.505; σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῦμα Od.5.51, cf. Il.14.227; κατ' ἀμαξιτόν 22.146; παρ' ἐρινεόν 11.167; ἀμφ' Ὀδυσῆα ib.419; ἰθὺς Λυκίων 16.585; διὰ σπέος Od.9.447; so in Trag., ἐκτόπιος συθείς having gone, departed, opp. παρών, S.OC119; ἀφ' ἑστίας A.Pers.866; ἐκ ναοῦ E.IT 1294; σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135; κατὰ γᾶς σύμεναι Id.Eu.1007, cf. Ag.747; ἀνὰ νάπη E.Hel.1302; of things, αἷμα σύτο gushed out, Il.21.167; ψυχὴ κατ'.. ὠτειλὴν ἔσσυτο 14.519; ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος A.Th.941; ἐσύθη ἔξω πῦον Aret.SD1.9; so of flux, ἢν πολλὰ συθῇ Hp.Mul.1.36; of the eruption of disease, ὅταν τὰ παρέοντα συθῇ νοσήματα ib.2.138.
2 c. inf., hasten, speed, ὅτε σεύαιτο διώκειν when he hasted to pursue, Il.17.463; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι that the wood might begin (cf. Engl. start) to burn, 23.198, cf. 210; ἔσσυται κελαδῆσαι is eager to sing of, Pi.I.8(7).67.
3 metaph., to be eager, have longings, θυμὸς ἔσσυται Od.10.484; especially in pf. part. ἐσσύμενος used as Adj, v. sub voce. (σεϝ-: σῠ-, from I.-Eur. k̂yew-: k̂yǔ-, cf. Skt. cyávati 'set in motion', part. Pass. cyutás:—σοῦμαι, etc., perhaps contr. fr. *σοοῦμαι(= *σοόομαι, fr. σό (ϝ) ος, q.v.).)
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἔσευα;
pousser vivement, d'où
1 chasser devant soi, poursuivre, acc.;
2 pousser en avant : ἵππους IL des chevaux ; avec idée d'hostilité précipiter, lancer : κύνας ἐπὶ συΐ OD lancer des chiens contre un sanglier;
3 repousser;
4 jeter, lancer : Αἰνείαν ἔσσυεν ἀπὸ χθονός IL il lança Énée loin de la terre;
5 faire jaillir : αἷμα IL du sang;
Pass.-Moy. σεύομαι (ao. poét. σευάμην > 3ᵉ sg. σεύατο, ao. Pass. ἐσύθην ou ἔσσύθην, pf. au sens d'un prés. ἔσσυμαι, pqp. au sens d'un impf. ἐσσύμην);
I. tr. 1 chasser devant soi, poursuivre;
2 précipiter, lancer : ἀπ' ἠϊόνος πεδίονδε du rivage dans la plaine;
II. intr., surt. aux deux ao. et au pf. s'élancer, se précipiter : ἐπὶ τεύχεα IL vers ses armes ; κατὰ γῆς ESCHL à terre ; πάλιν SOPH en arrière, càd pour retourner en hâte ; συθεὶς ἐκτόπιος SOPH qui est parti du lieu en hâte ; avec un suj. de chose : σύτο δ' αἷμα IL le sang se précipita, càd jaillit avec force ; avec un inf. : σ. διώκειν IL s'élancer pour poursuivre ; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι IL afin que le bois se hâte de brûler, càd brûle vite ; fig. bondir d'impatience : θυμὸς δέ μοι ἔσσυται OD mon cœur bondit d'impatience ; part. ἐσσύμενος, η, ον qui s'est élancé, d'où impétueux ; fig. impatient, avec un gén. : ἐσσύμενος ὁδοῖο OD impatient de se mettre en route ; πολέμοιο IL impatient de combattre ; avec un inf. : ἐσσύμενος πολεμίζειν IL impatient de combattre.
Étymologie: R. Συ > Σευ, Σου s'élancer.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεύω, praes. med. ook σοῦμαι; ep. imperf. 3 sing. ἔσσευεν, med. 3 plur. ἐσσεύοντο; ps.sigm. aor. ἔσσευα, ep. σεῦα, med. ἐσσευάμην, ep. 3 sing. σεύατο; stamaor. ep. med. ἐσσύμην, ἔσσυο, ἔσσυτο en σύτο, part. σύμενος; aor. pass. ἐ(σ)σύθην, poët. σύθην, ptc. συθείς; perf. med. ἔσσυμαι, ep. ptc. ἐσσύμενος met acc. (causat.) ἔσσευα etc. in snelle beweging brengen, voortdrijven, opjagen:; τὰς μὲν σεῦαν ποταμὸν πάρα zij dreven hen (muilezels) voort langs de rivier Od. 6.89; αἷμ’ ἔσσευα βαλών ik deed het bloed opspuiten toen ik hen trof Il. 5.208; ἐπ’ Ἀχαιοῖσιν σεῦε Τρῶας hij joeg de Trojanen op tegen de Grieken Il. 11.294; σεῦεν κύνας... πυκνῇσιν λιθάδεσσιν hij joeg de honden weg met een regen van stenen Od. 14.35; ook med. voor zich uit jagen, voortjagen:. ὁππότε μιν σεύατο... πεδίονδε toen hij hem naar de vlakte dreef Il. 20.148; εἴ περ ἂν αὐτὸν σεύονται... κύνες ook al jagen de honden hem op Il. 3.26. intrans. med.-pass. zich snel voortbewegen, rennen:; σεύατ’ ἔπειτ’ ἀνὰ ἄστυ hij rende vervolgens door de burcht Il. 6.505; σύθην δ’ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ ik (het koor) snelde zonder sandalen weg met een gevleugelde wagen Aeschl. PV. 135; ptc. aor. συθείς snel vertrokken:; ποῦ κυρεῖ ἐκτόπιος συθείς; waar is hij zo snel van hier naar toe weggesneld? Soph. OC 119; overdr..; ἐσσυμένους πολεμίζειν brandend van verlangen oorlog te voeren Il. 11.717; van zaken zich snel bewegen, vliegen, gutsen:; ψυχὴ δὲ κατ’... ὠτειλὴν ἔσσυτ’ ἐπειγομένη zijn levenskracht vloot snel weg langs de wond Il. 14.519; σύτο δ’ αἷμα καλαινεφές het donkere bloed spoot eruit Il. 21.167; overdr.. θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη mijn hart brandt al van verlangen Od. 10.484.
German (Pape)
nach dem Augment bei Hom. mit verdoppeltem σ, impf. ἔσσευον, aor. ἔσσευα (σεῦα Il. 20.189, σεῦαν Od. 6.89, σεύας Il. 15.681), und med. ἐσσευάμην; perf. pass., oft mit Präsensbdtg, ἔσσυμαι, ἐσσύμενος (Akzent zu bemerken); plusqpf. ἐσσύμην, auch synkop. aor., 2. Pers. ἔσσυο, Il. 16.585, Od. 9.447.3. Pers. ἔσσυτο, σύτο, part. σύμενος, aor. pass. ἐσσύθην; vom praes. pass. findet sich auch die synkopierte Form σεῦται, Soph. Trach. 645; und σοῦμαι, σοῦται, Aesch. (s. unten);
scheuchen, treiben, in schnelle Bewegung setzen;
a jagen, verfolgen, bes. das Wild auf der Jagd, bei Hom. immer im aor. med., κύνες κάπριον σεύωνται, κύνες ἐσσεύαντο αἶγα, ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ' ἠϊόνος πεδίονδε, Il. 11.415, 549, 15.272, 20.148; εἴπερ ἂν αὐτὸν σεύωνται κύνες, 3.26; – anhetzen, ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ, Il. 11.293.
b verscheuchen, verjagen, σεῦεν κύνας, Od. 14.33, auch schnell wegführen, αἰνείαν ἔσσευεν ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ' ἀείρας, Il. 20.325.
c auch von unbelebten Dingen, werfen, schleudern, Il. 11.147, 14.413; αἷμα ἔσσευα, ich trieb das Blut hervor, machte, daß es mit Gewalt hervorsprudelte, 5.208; pass., αἷμα σύτο, das Blut sprudelte mit Gewalt hervor, 21.167.
Med. und perf. pass. in heftiger Bewegung sein, sich schnell bewegen, laufen, anstürmen; ἐπὶ τεύχεα δ' ἐσσεύοντο, Il. 2.808, 11.167, 419; ποσσὶν ἔσσυμαι, 13.79; σεύατ' ἔπειτ' ἀνὰ ἄστυ, 6.505; ὃς ἐσσύμενον κατερύκει, Od. 15.73; öfter c. inf., ὅτε σεύαιτο διώκειν, wenn er zu verfolgen eilte, Il. 17.463; auch von leblosen Dingen, ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι, damit das Holz zu verbrennen eile, d.i. schnell verbrenne, 23.198; ἔσσυται μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι, Pind. I. 7.61; ἐσσύμενοι εἴσω κατέσταν, P. 4.135; παρ' ᾿αλφεῷ σύτο, Ol. 1.20; κατὰ γῆς σύμεναι, Aesch. Eum. 961; σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ, Prom. 135; Spt. 424; ποῦ κυρεῖ ἐκτόπιος συθείς; Soph. O.C. 119; πάλιν, φίλα, συθῶμεν, 1721, laß uns zurückeilen; ὅτε σύτο πατρίδος ἄπο, Eur. Hel. 1145; φροῦδος ἐκ ναοῦ συθείς, I.T. 1294; einzeln bei sp.D., wie σεύατ' ἴμεν λαιψηρὰ δι' ὕδατα Ap.Rh. 4.849. – Übtr., vom bewegten Gemüt, sich heftig auf Etwas zu bewegen, heftig streben, trachten wonach, teils absolut, θυμὸς δέ μοι ἔσσυται ἤδη, Od. 10.484, teils c. gen., bes. im part. perf., ἐσσύμενος ὁδοῖο, πολέμου, 4.733, Il. 24.404, und c. inf., μεμαῶτα καὶ ἐσσύμενόν περ ἀλύξαι, Od. 4.416, Il. 11.717; dah. ἐσσύμενος überhaupt eilig, hastig, begierig.
Russian (Dvoretsky)
σεύω: (impf. ἔσσευον - эп. σεῦον, aor. 1 ἔσσευα - эп. σεῦα; med.: praes. σεύομαι и σοῦμαι, aor. 2 ἐσ(σ)ύμην с ῠ - эп. 3 л. sing. σύτο, part. σύμενος; pass.: aor. ἐσ(σ)ύθην и σύθην, pf. со знач. praes. ἐσσῠμαι - part. ἐσσυμένος и ἐσσύμενος, ppf. ἐσσύμην) тж. med.
1 гнать, преследовать (τινά Hom.);
2 прогонять, отгонять (λέοντα ἀπὸ μεσσαύλοιο Hom.; κακότητα ἀπὸ καρήνου HH);
3 выгонять (ἐκ πεδίοιο ἵππους Hom.);
4 погонять или отпускать, пускать (τὰς ἡμιόνους τρώγειν ἄγρωστιν Hom.);
5 отбрасывать (σ. τινὰ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἀείρας Hom.);
6 подгонять, подталкивать, побуждать (νόον πρὸς μόχθον Anth.);
7 натравливать (κύνας ἐπὶ συῒ καπρίῳ Hom.);
8 бросать, швырять: σ. τι κυλίνδεσθαι Hom. покатить что-л.; στρόμβον σ. Hom. запускать кубарь; αἷμα σ. Hom. пускать кровь струей;
9 med.-pass. (тж. ποσσὶν σ. Hom.) устремляться, бросаться, спешить (ἐπὶ τεύχεα Hom.): σεύεσθαι διώκειν Hom. бросаться в погоню; σεύεσθαι ἐπ᾽ ὄρεα Hom. мчаться по горам; αἷμα σύτο Hom. хлынула кровь; ἀφ᾽ ἑστίας συθείς Aesch. покинувший домашний очаг; ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδαρος Aesch. закаленное на огне железо; πάλιν συθῶμεν Soph. поспешим назад; ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι Hom. чтобы дрова скорее горели; ἐσσύμενος ὁδοῖο Hom. с нетерпением ждущий отъезда; ἐσσύμενος πολέμοιο или πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой.
English (Autenrieth)
aor. ἔσσευα, σεῦα, mid. ipf. ἐσσεύοντο, aor. 1 σεύατο, ἐσσεύαντο, subj. σεύωνται, aor. 2 ἔσσυο, ἔσσυτο, σύτο, pass. perf. ἔσσυμαι, part., w. pres. signif. and irreg. accent, ἐσσύμενος: I. act. and mid. aor. 1, set a going rapidly, chase, drive, start; of impulsion by the hand of a god, ‘swung’ him, Il. 20.325; so of chasing persons down-hill, Il. 6.133; driving away animals, Od. 14.35, Il. 3.26; making a stone fly, a head roll, Il. 14.413, Il. 11.147; starting or drawing blood, Il. 5.208.—II. pass. and mid., sometimes even aor. 1, set oneself a going rapidly, rush, hasten, speed; w. inf., σεύατο διώκειν, ‘made haste’ to pursue, Il. 17.463, Il. 23.198; met., θῦμός μοι ἔσσυται, Il. 10.484; esp. the part. ἐσσύμενος, striving, eager, desirous, w. gen., Od. 4.733, w. inf. Od. 4.416.
Greek Monolingual
Α
1. διώχνω
2. (κατ' επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω
3. καταδιώκω («σεύοντ' ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.)
4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ' ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.)
5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ («[ἡμιόνους] σεῡαν ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν», Ομ. Ιλ.)
6. (σχετικά με πράγμα) ρίχνω, εξακοντίζω
7. (παθ. και μέσ.) σεύομαι
α) τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση
β) τρέχω, ορμώ
γ) τινάζομαι κατά μήκος («σεύατ' ἔπειτ' ἐπὶ κῡμα», Ομ. Οδ.)
δ) φεύγω γρήγορα, βιαστικά («σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.)
ε) (με απρμφ.) σπεύδω («ὅτε σεύαιτο διώκειν», Ομ. Ιλ.)
στ) μτφ. είμαι έτοιμος, πρόθυμος για κάτι, επιθυμώ κάτι («θυμὸς δὲ μοι ἔσσυται», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σεύομαι (< σεFομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kyew- συγγενή της ρίζας kei- «θέτω σε κίνηση» (πρβλ. κινῶ: κίνυμι) και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. cyavate «ταράζομαι, κινούμαι», αβεστ. ş(y)avaite και το αρμ. čogay (με φωνηεντισμό -ο-). Από τους τ. του ρήματος ο ενεστ. σεύομαι, οι αόρ. ἔσσυτο και ἔσευα (πρβλ. ἔχευα) και ο παρακμ. ἔσσυμαι είναι οι αρχαιότεροι. Το ρ. επίσης εμφανίζει και τ. συνηρημένους με φωνηεντισμό -ο- που ανάγονται πιθανότατα σε αμάρτυρο τ. σοFέομαι: σοῦνται, η προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε (πρβλ. και τους τ. του Ησύχ.) «σῶμαι
ἕρπω» και «σοώμην
ὡρμώμην»). Οι μτγν. τ., εξάλλου, σώοντο, σωομένους με μακρό φωνηεντισμό πιθ. είναι αναλογικοί τών τ. του ῥώομαι. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -σόος (πρβλ. λαοσσόος, βοοσσόος, ιπποσσόος) με φωνηεντισμό -ο- (πρβλ. και τα σύνθ. σε -σόος από τα σείω και σώζω). Το ρ., τέλος, συνδέεται με τη λ. σῶτρον (βλ. και λ. πανσυδί)].
Greek Monotonic
σεύω: Επικ. αορ. αʹ ἔσευα και σεῦα — Μέσ., Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ σεύᾰτο, πληθ. ἐσσεύαντο — Παθ., αόρ. αʹ ἐσύθην [ῠ], ἐσσύθην [ῠ], ποιητ. σύθην· παρακ. (με σημασία ενεστ.) ἔσσῠμαι, μτχ. ἐσσύμενος (όχι -μένος)· στα ανωτέρω πρέπει να προστεθεί ποιητ. αόρ. βʹ ἐσσύμην [ῠ], βʹ ενικ. ἔσσυο, γʹ ενικ. ἔσσῠτο, Επικ. σύτο, μτχ. σύμενος· εκτός αυτών, γʹ ενικ. σεῦται, αντί γʹ πληθ. σεύεται, σοῦνται, αντί σεύονται, προστ. σοῦ, σούσθω, σοῦσθε·
I. 1. θέτω σε γρήγορη κίνηση· οδηγώ, κυνηγώ, διώχνω μακριά, απομακρύνω, σε Όμηρ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. διεγείρω, εξωθώ εναντίον, κύνας σεύω ἐπὶ συΐ, στο ίδ.· με απαρ., παρακινώ, προτρέπω, σε Ομήρ. Οδ.
3. λέγεται για πράγματα, ρίπτω, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. και Μέσ.,
1. τρέχω, ορμώ, εκσφενδονίζομαι ή τινάζομαι κατά μήκος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.· με απαρ., επιταχύνω, σπεύδω να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., είμαι πρόθυμος, επιθυμώ σφοδρά, σε Ομήρ. Οδ.· βλ. ἐσσύμενος.
Greek (Liddell-Scott)
σεύω: διπλασιάζει τὸ σ μετὰ τὴν αὔξησιν ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμήρ. (πλὴν ἐν τῷ ἐξεσύθη Ἰλ. Ε. 293)· Ἰωνικ. παρατατ. σεύεσκε Κόϊντ. Σμ. 2. 353· ἀόρ. ἔσσευα Ἰλ.· Ἐπικ. ὡσαύτως σεῦα Υ. 189. - Μέσ., ὑποτακτ. σεύωνται Λ. 415· παρατ. ἐσσεύοντο Β. 808· ἀόρ. ἐσσεύαντο Ἰλ.· Ἐπικ. ὡσαύτως σεύατο αὐτόθι. - Παθητ., ἀόρ. ἐσύθην [ῠ] Εὐρ. Ἑλ. 1302 (ἐξ- Ἰλ., ἴδε ἀνωτ.), ἐσσύθην Σοφ. Αἴ. 294, ποιητ. ὡσαύτως σύθην Αἰσχύλ. Πρ. 135, μετοχ. συθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 942, Πέρσ. 865, Σοφ. Ο. Κ. 119 (ἅπαντα λυρικ.), ἀλλ’ ἐν ἰαμβ., Ο. Τ. 446· - πρκμ. (μὲ σημασίαν ἐνεστ.) ἔσσῠμαι, μετοχ. ἐσσύμενος (οὐχὶ -μένος), Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως Ὅμ.· - τούτοις προσθετέον τὸν ποιητικ. ἀόρ. β΄ (μὲ τύπον ὑπερσ.) ἐσσύμην [ῠ], β΄ ἑνικ. ἔσσυο ἀντὶ ἔσσυσο Ἰλ. Π. 585, Ὀδ. Ι. 447· γ΄ ἑνικ. ἔσσῠτο, Ἐπικ. σύτο Ὅμ., ἐπέσυτο Εὐρ. Ἑλ. 1163, Φοίνκ. 1065· μετοχ. σύμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 746, Εὐμ. 1007, πρβλ. 786, 816 (ἅπαντα λυρικ.)· - πλὴν τῶν τύπων τούτων εὑρίσκομεν σεῦται, γ΄ ἑνικ. συγκεκομμ. παθ. ἐνεστ., Σοφ. Τρ. 645· ὡσαύτως σοῦμαι (Δωρικ. σῶμαι Ἐπίλυκ. ἐν «Κωραλ.» 2), σοῦνται Αἰσχύλ. Πέρσ. 25· προστ. σοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 209· σούσθω Σοφ. Αἴ. 1414· σοῦσθε Αἰσχύλ. Θήβ. 31, Ἀριστοφ. Σφ. 458, κτλ.· ἀπαρ. σοῦσθαι Πλούτ. 2. 362D· - ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει προστακτ. σύθι ἢ σῦθι. (Ἐκ τῆς √ΣΥ, δηλ. ΣϜΕ ἢ ΣΕϜ, ὅθεν ἴσως παράγονται ὡσαύτως τὰ σοβή (cauda), σοβέω, σοβαρός, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. svip-a, Ἀρχ. Γερμαν. sweif (schweif). Ποιητικὸν ῥῆμα (εὔχρηστον ἐνιαχοῦ καὶ παρὰ τοῖς μεταγενεστ. πεζογράφοις, θέτω εἰς ταχεῖαν κίνησιν, διώκω, ἐλαύνω· μάλιστα δέ, 1) κυνηγῶ, θηρεύω, Διωνύσοιο τιθήνας σεῦε κατ’ ἠγάθεον Νυσήιον Ἰλ. Ζ. 133· ἀποδιώκω, σεῦεν κύνας ἄλλυδις ἄλλῃ πυκνῇσιν λιθάδεσσιν Ὀδ. Ξ. 35· - συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δ’ ὅτε κάπριον ἀμφὶ κύνες σεύωνται Ἰλ. Λ. 415, πρβλ. 549, Γ. 26· ὥς τ’ ... ἄγριον αἶγα ἐσσεύαντο κύνες Ο. 272, πρβλ. Υ. 148· μεταφορ., σ. κακότητα ἀπὸ καρήνου Ὕμν. Ὁμ. 7. 12· θάμβος με σ. Ὀρφ. Λιθ. 531. 2) παρορμῶ ἐναντίον τινός, ἐξερεθίζω, ὅτε πού τις θηρευτὴρ κύνας ... σεύῃ ἐπ’ ἀγροτρῳ συῒ Ἰλ. Λ. 293. 3) ἀποδιώκω, ἐξελαύνω μετὰ σπουδῆς ἐκ τινος τόπου, ῥίπτω, σφενδονῶ, τινάζω, Αἰνείαν δ’ ἔσσευεν ἀπὸ χθονὸς Ἰλ. Υ. 325· ἵππους ἐκ πεδίοιο Ο. 681· [τινὰ] τῶν κατ’ Ἰδαίων ὀρέων Υ. 189· - μετ’ ἀπαρεμφ., παρακινῶ, προτρέπω, ἡμιόνους ποταμὸν παρὰ δινήεντα τρώγειν ... Ὀδ. Ζ. 89· - μεταφορ., σ. νόον πρὸς μόχθον Ἀνθ. Π. 1. 93. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ῥίπτω, ἐξακοντίζω, [τὸν δὲ] ὅλμον ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι, τὸν ἔρριψεν οὕτως ὥστε νὰ κυλίηται, Ἰλ. Λ. 147· στρόμβον δ’ ὡς ἔσσευε βαλὼν Ξ. 413· ὡσαύτως, αἷμα ἔσσευα (ἴδε ἐν λέξ. ἀτρεκής) Ε. 208· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., τίθεμαι εἰς ταχεῖαν κίνησιν, ὅθεν, τρέχω, ὁρμῶ, πηδῶ ἢ τινάσσομαι κατὰ μῆκος, ἐπὶ τεύχεα, πρὸς τὰ ὅπλα, Β. 808· ἐπὶ κοῖτον Ὀδ. Ξ. 456· νέρθε δὲ ποσσὶν ἔσσυμαι Ἰλ. Ν. 79· σεύατ’ ἔπειτ’ ἀνὰ ἄστυ Ζ. 505· σεύατ’ ἔπειτ’ ἐπὶ κῦμα Ὀδ. Ε. 51, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 227· κατ’ ἁμαξιτὸν Χ. 146· παρ’ ἐρινεὸν Λ. 167· ἀμφ’ Ὀδυσῆα Λ. 419· ἰθὺς Λυκίων Π. 584· διὰ σπέος Ὀδ. Ι. 447· οὕτω παρὰ Τραγικ., ἐκτόπιος συθεὶς, ἀπελθών, ἀναχωρήσας, ἀντίθετον τῷ παρών, Σοφ. Ο. Κ. 119· ἀφ’ ἑστίας Αἰσχύλ. Πέρσ. 865· ἐκ ναοῦ, ἐξ ἕδρας Εὐρ. Ι. Τ. 1294, κτλ.· σύθην δ’ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ Αἰσχύλ. Πρ. 135, κατὰ γᾶς σύμεναι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 1007, πρβλ. Ἀγ. 746· ἀνὰ νάπη Εὐρ. Ἑλ. 1302· - ἐπὶ πραγμάτων, αἷμα σύτο, ἐτινάχθη, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Φ. 167· ψυχὴ κατ’ ... ὠτειλὴν ἔσσυτο Ξ. 519· ἐκ πυρὸς συθεὶς σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 942· ἐσύθη ἔξω πῦον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 9. 2) μετ’ ἀπαρεμφ., σπεύδω, ὅτε σεύαιτο διώκειν, ὅτε ἔσπευδε νὰ καταδιώξῃ, Ἰλ. Ρ. 463· ὄφρα ὕλη σεύαιτο καήμεναι, ἵνα τὸ δάσος σπεύσῃ νὰ καῇ, δηλ. ἵνα καῇ ταχέως, Ἰλ. Ψ. 198, πρβλ. 210· ἔσσυται κελαδῆσαι, σπεύδει νὰ ψάλῃ, Πινδ. Ι. 8 (7). 133. 3) μεταφορ., εἶμαι πρόθυμος, ἕτοιμος, ποθῶ, θυμὸς ἔσσυται Ὀδ. Κ. 484· μάλιστα μετὰ μετοχ. πρκμ. ἐσσύμενος εἶναι ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., (ὅθεν δὲν γράφεται ἐσσυμένος), ἴδε ἐν λέξ., Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
Middle Liddell
note that we have ἐσσύμενος not ἐσσυμένος.]
I. to put in quick motion: to drive, hunt, chase away, Hom.; so in Mid., Il.
2. to set on, let loose at, κύνας σε. ἐπὶ συΐ Il.:—c. inf. to urge on, Od.
3. of things, to throw, hurl, Il.
II. Pass. and Mid. to run, rush, dart or shoot along, Hom., Trag.:—c. inf. to hasten, speed to do a thing, Il.
2. metaph. to be eager, have longings, Od.; v. ἐσσύμενος.
Translations
run
Abkhaz: аҩра; Afar: erde; Ainu: ホユプ; Albanian: vrapoj; Arabic: رَكَضَ, جَرَى; Egyptian Arabic: جري; Hijazi Arabic: جري; Moroccan Arabic: جْرى; South Levantine Arabic: ركض; Armenian: վազել; Aromanian: fug, alag; Assamese: দৌৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܪܵܚܹܛ; Asturian: correr; Avar: рекеризе; Azerbaijani: yüyürmək; Bashkir: йүгереү; Basque: korrika egin, lasterka egin; Belarusian: бегаць, пабегаць, бегчы, пабегчы; Bengali: দৌড়ানো; Bikol Central: dalagan; Breton: redek; Bulgarian: бягам, тичам; Burmese: ပြေး; Catalan: córrer; Cebuano: dagan; Chechen: дада, ида; Cherokee: ᎠᏟ; Cheyenne: -ameméohe; Chinese Cantonese: 走, 跑; Dungan: по; Eastern Min: 䟛; Gan: 跑; Hakka: 走; Hokkien: 走; Jin: 跑; Mandarin: 跑, 奔跑, 走; Northern Min: 走; Wu: 奔, 跑; Xiang: 跑; Chuvash: чуп; Crimean Tatar: çapmaq, cuvurmaq; Czech: běhat, běžet; Dalmatian: cuar; Danish: løbe; Dutch: rennen, lopen; Esperanto: kuri; Estonian: jooksma; Even: тут-; Evenki: тукса-; Ewe: ƒu du; Faroese: renna; Finnish: juosta; French: courir; Friulian: cori; Galician: correr; Georgian: სირბილი; German: rennen, laufen; Alemannic German: lauffe; Gothic: 𐌸𐍂𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽, 𐍂𐌹𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: τρέχω; Ancient Greek: ἁμιλλάομαι, ἀνελίσσω, ἀποπυτίζω, ἀποτρέχω, διαθεύω, διαθέω, δίεμαι, δρέμω, δρομάσσω, δρομάω, δρομέω, ἐκθέω, ἐλαύνω, θείω, θέω, σεύω, τρέχω, τρωχάω; Guaraní: ñani; Gujarati: દોડવું; Haitian Creole: kouri; Hawaiian: holo; Hebrew: רָץ; Higaonon: pulaguy; Hindi: दौड़ना; Hungarian: fut, szalad; Icelandic: hlaupa; Ido: kurar, hastar; Indonesian: lari, berlari, menjalankan; Ingrian: joossa; Ingush: вада; Irish: rith; Italian: correre; Japanese: 走る; Javanese: mlayu; Kabyle: azzel; Kannada: ಓಡು; Kazakh: жүгіру; Khmer: រត់; Korean: 달리다, 뛰다; Kurdish Central Kurdish: ڕاکردن; Northern Kurdish: bezîn, revîn, bazdan; Kyrgyz: жүгүрүү; Lao: ແລ່ນ; Latgalian: skrīt; Latin: curro; Latvian: skriet; Lingala: pota, kopota; Lithuanian: bėgti; Lombard: cór; Luxembourgish: lafen, rennen; Macedonian: т́рча, истрча; Malay: berlari, lari; Malayalam: ഓടുക; Maltese: ġera; Manchu: ᡶᡝᡴᠰᡳᠮᠪᡳ; Manx: roie; Maori: horo, oma; Maranao: palalagoy; Mongolian Cyrillic: гүйх; Mongolian: ᠭᠦᠶᠦᠬᠦ; Nanai: туту-; Nepali: दगुर्नु, दौडनु; North Frisian: luup, laap; Northern Altai: чӱгӱрер; Northern Ohlone: othemhimah; Northern Norwegian Bokmål: løpe, springe; Occitan: córrer; Odia: ଦଉଡ଼ିବା,ଦୌଡ଼ିବା,ଧାଇଁବା,ନର୍ଦିବା,ନରର୍ଦ୍ଦିବା,ଘଟକିବା,ଧୁପିବା,ଭେଡ଼ିବା,ଧପଡ଼ିବା,ଧପାଲିବା,ଧବୁଡ଼ିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: бѣгати, бѣжати; Glagolitic: ⰱⱑⰳⰰⱅⰹ, ⰱⱑⰶⰰⱅⰹ; Old East Slavic: бѣгати, бѣжати; Old English: rinnan; Old Javanese: layu; Oromo: fiiguu; Ossetian: згъорын; Ottoman Turkish: قوشمق, یلمك; Pashto: الاکول; Persian: دَویدَن; Polabian: bezăt; Polish: biegać, biec; Portuguese: correr; Punjabi: ਦੌੜਣਾ; Quechua: qurriy; Romanian: alerga, fugi; Romansch: currer, cuorer, curer, curir, correr, cuorrer; Russian: бегать, побегать, бежать, побежать; Sanskrit: द्रवति, धावति; Sardinian: cúrrere, curri, cúrriri; Scots: rin; Scottish Gaelic: ruith; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̀чати; Roman: tr̀čati; Sicilian: cùrriri; Sindhi: ڊڪڻ; Sinhalese: දුවනවා; Slovak: behať, bežať; Slovene: teči; Slovincian: bjêgac; Somali: ordid; Sorbian Lower Sorbian: běgaś, běžaś; Upper Sorbian: běhać, běžeć; Southern Altai: јӱгӱрер; Southern Spanish: correr, apeonar; Swahili: kukimbia; Swedish: springa, löpa; Tagalog: takbo, tumakbo; Tajik: давидан; Tamil: ஓடு; Tatar: йөгерергә; Tausug: dagan, dumagan; Telugu: పరుగెత్తు; Tetum: halai; Thai: วิ่ง; Turkish: koşmak; Turkmen: çapmak; Tuvan: маңнаар, чүгүрер; Ukrainian: бі́гати, бі́гти; Urdu: دَوڑْنا; Uyghur: يۈگۈرمەك; Uzbek: yugurmoq; Venetan: córar, córer, córare, corer; Vietnamese: chạy; Walloon: cori; Waray-Waray: dalagan, dagan; Welsh: rhedeg; Western Bukidnon Manobo: pelelaɣuy; Yagnobi: давак; Yiddish: לויפֿן