τράχηλος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, Dor. τράχαλος IG42(1).122.3, al. (Epid., iv B. C.): heterocl. pl.
A τράχηλα Call.Fr.98 (= Iamb.1.147):—neck, throat, Hdt.2.40, Hp.Aph.4.35, E.Cyc.608 (lyr.), Sor.1.84, Gal.6.151, etc.; distinguished from αὐχήν by Pl.Phdr.253e (τράχηλος being, acc. to Gp.19.2.3, the whole neck and throat, αὐχήν the back part of the neck in human beings, the upper part in animals; this difference is observed in Sor.Fasc.37 (cf. αὐχήν in 38,39,40,41), Adam.2.21; but αὐχήν in Hp.Prog.23 is glossed τράχηλος by Gal.18(2).264, cf. Ruf. Onom.66, Poll.2.130; in LXX, NT, and Pap. τράχηλος is more freq. than αὐχήν); τράχηλος σώματος χωρὶς τεμών E.Ba.241, cf. Supp.716; ἀποτεμεῖν, ἀποκόψαι, Plu.Art.29, Flam.18, etc.; βρόχον δ' ἐνίαλλε τραχήλῳ Theoc.23.51; ἐς τράχηλον πεσεῖν = break one's neck, E.Tr.755; ἐπὶ τράχηλον ὠθεῖν τινα thrust head-foremost, Luc.DMort.27.1, Merc.Cond.39; εἰς τ. Poll.2.135; ἐπιπεσεῖν ἐπὶ τὸν τ. τινός LXX Ge.46.29, Ev.Luc.15.20; ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων νομοθετεῖ with a halter round his neck, D.24.139; ἔδει σε ἐν τῷ σῷ τραχήλῳ ἐμπαίζειν = at the risk of your own neck, PTeb.758.2 (ii B. C.).
2 neck of animals, of the horse, X.Eq.1.8; the hare, Id.Cyn.5.30; the camel, Plu.2.1125b, BGU469.6 (ii A. D.); the neck as a joint of meat, Plu.Demetr. 11; of a fowl, Gal.6.788.
II of parts resembling the neck, e.g. upper part of the murex, Eub.66, Posidipp.14, cf. Arist.HA547a16, Ath.3.87f; in the κάραβος the narrow part of the abdomen, Arist.HA 526a3; the neck of the grasshopper, ib.556a2.
2 neck of a vessel, BCH35.286 (Delos), Hero Spir.1.19, al.; of a gourd, Arist.HA616a23; of parts of the body, τράχηλος μήτρας Hp.Mul.2.169, Poll.2.222; ὑστέρας Sor.1.7; κύστεως ibid., Gal.UP14.9, Poll.2.171; καρδίας Placit.4.5.8.
3 middle part of a mast, Asclep.Myrl. ap. Ath.11.475a.
German (Pape)
[Seite 1135] ὁ, 1) der Hals, der Nacken; τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών, Eur. Bacch. 241, u. öfter; Her. 2, 40; Plat. Tim. 75 d u. Folgde; Callim. fr. 98 hat einen heterogenen plur. τὰ τράχηλα, der sing. τὸ τράχηλον findet sich nur bei Gramm. – 2) der oberste, vorderste Teil der Purpurschnecke, Phot. κηρύκων, Ath. III, 87 d aus Posidipp. – 3) der mittlere Teil des Mastes, Ath. XI, 474 s.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cou, particul. derrière du cou, nuque.
Étymologie: DELG création du gec expressive et familière.
Russian (Dvoretsky)
τράχηλος: (ᾱ) ὁ
1 шея Her., Eur., Plat. etc.: ἐν βρόχῳ τὸν τράχηλον ἔχων погов. Dem. с петлей на шее;
2 шейка (τῆς σικύας Arst.; τῆς καρδίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τράχηλος: [ᾰ], ὁ· ἑτεροκλ. πληθ. τράχηλα Καλλ. Ἀποσπ. 98· ἀλλὰ τὸ οὐδ. ἑνικ. μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἡρόδ. 2. 40, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Εὐρ., κλπ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ αὐχένος ὑπὸ Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε· (τράχηλος εἶναι κατὰ τὸ Γεωπ. 19. 2, 3, ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμοῦ, δηλ. τό τε ὄπισθεν καὶ τὸ πρόσθεν μέρος τοῦ λαιμοῦ, αὐχὴν δὲ μόνον τὸ κατὰ τοὺς σπονδύλους μέρος)· τρ. θερίζειν, σώματος χωρὶς τεμεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 716, Βάκχ. 241· ἀποτέμνειν, ἀποκόπτειν Πλούτ., κλπ.· βρόχον δ’ ἔμβαλλε τραχήλῳ Θεόκρ. 23. 51· λυγρὸν δὲ πήδημ’ ἐς τράχηλον ὑψόθεν πεσὼν ἀνοίκτως πνεῦμ’ ἀπορρήξεις σέθεν Εὐρ. Τρῳ. 755· ἐπὶ τρ. ὠθεῖν τινα Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 1, Ἐπὶ Μισθῷ Συνόντ. 39· οὕτω, εἰς τρ. Πολυδ. Β΄, 135· - παροιμ., ἐν βρόχῳ τὸν τρ. ἔχων ἐνομοθέτει, «μὲ τὸ σχοινίον εἰς τὸν λαιμὸν», Δημ. 744. 7. 2) ὁ αὐχὴν μετὰ τοῦ λαιμου τῶν ζῴων, μάλιστα τοῦ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 8· τοῦ λαγοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 5, 30· τῆς καμήλου, Πλούτ. 2. 1125Β· - ἐπὶ τοῦ λαιμοῦ ὡς μερίδος φαγητοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 11. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων πρὸς τὸν τράχηλον, οἷον ὁ τράχηλος τοῦ κογχυλίου τῆς πορφύρας, Εὔβουλ. ἐν «Μυσοῖς» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 10, Ἀθήν. 87F· δὲν εἶναι δὲ φανερὸν τί μέρος τοῦ καράβου εἶναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 9. 2) λαιμὸς σικύας, «ἀγγουριοῦ», Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 14, 2· τρ. κύστεως, μήτρας Πολυδ. Β΄, 171, 222· ἴσως οὕτω καὶ ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 28, 3. 3) τὸ μεσαῖον μέρος ἱστοῦ, Ἀσκληπ. παρ’ Ἀθην. 474F. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τράχηλος δυνατὸν νὰ παράγηται ἐκ τοῦ τρέχω, ὡς ἐκ τῶν ταχειῶν αὐτοῦ κινήσεων, καὶ ὅτι πιθανῶς εἶναι συγγεν. τῷ Λατ. terg um).
English (Strong)
probably from τρέχω (through the idea of mobility); the throat (neck), i.e. (figuratively) life: neck.
English (Thayer)
τραχήλου, ὁ (allied with τρέχω; named from its movableness; cf. Vanicek, p. 304),fr. Euripides, and Aristophanes down, the Sept. chiefly for צַוָּאר, also for עֹרֶף, etc., the neck: τόν ἑαυτοῦ τράχηλον ὑποτιθεναι (namely, ὑπό τόν σίδηρον) (A. V. to lay down one's own neck i. e.) to be ready to incur the most imminent peril to life, Romans 16:4.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α
1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα του σώματος το οποίο συνενώνει την κεφαλή με τον κορμό, ο λαιμός μαζί με τον αυχένα
2. αυχένας, σβέρκος («του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»)
3. το στενό τμήμα διαφόρων σπλάγχνων ή και οστών («τράχηλος της κύστεως», Πολυδ.)
νεοελλ.
1. (τροφ.-τεχνολ.) τεμάχιο χονδρικής πώλησης από την αντίστοιχη περιοχή του σφαγίου τών βοοειδών
2. ναυτ. το τμήμα της στήλης ιστού ή του επιστηλίου όπου προσδένονται οι επίτονοι ή οι πρότονοι, κν. το μέρος της καπελαδούρας
2. φρ. α) «ο τράχηλος της μήτρας» — το κάτω στενό μέρος της μήτρας, του οποίου το έξω στόμιο ανοίγεται στον κόλπο
β) «κάθομαι στον τράχηλο κάποιου» — καταδυναστεύω κάποιον, του κάθομαι στον σβέρκο
γ) «σκύβω τον τράχηλο σε κάποιον» — υπακούω αδιαμαρτύρητα, υποκύπτω, υποτάσσομαι
μσν.-αρχ.
το στενόμακρο τμήμα δοχείων μεταξύ στομίου και κύριου σώματος, ο λαιμός («τράχηλος πίθων», Γεωπ.)
αρχ.
1. οι σάρκες γύρω από τον λαιμό
2. καθετί που μοιάζει με τον τράχηλο, κυρίως ως προς το σχήμα, όπως λ.χ. το ανώτατο τμήμα της πορφύρας ή τμήμα του σώματος του σκαθαριού ή το στενόμακρο τμήμα της κοιλιάς ή, ακόμη, ο λαιμός του αγγουριού
3. ναυτ. το μεσαίο τμήμα του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας, ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ηλ-ος (πρβλ. γαμφ-ηλ-αί) και μπορεί να αναχθεί στην οικογένεια του ρ. τρέχω, μέσω μιας αρχικής σημ. «τμήμα του σώματος που γυρίζει, που στρέφεται» (για τη σημασιολογική αυτή εξέλιξη πρβλ. τα ζεύγη αρχ. σλαβ. vratŭ «τράχηλος»: vratiti «γυρίζω, στρέφω», λιθουαν. kāklas «τράχηλος»: ελλ. κύκλος). Το -α- του τ. τράχηλος μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν αντιπροσώπευσης της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω, είναι, όμως, εξίσου πιθανό ότι πρόκειται για το -α- που απαντά και σε άλλους τ. του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. σκαμβός, σκάπτω, τραυλός).
ΠΑΡ. τραχηλιαίος, τραχηλίζω, τραχηλικός
αρχ.
τραχήλια, τραχηλιμαίος, τραχήλιον, τραχήλιος, τραχηλίς, τραχηλιώδης, τραχηλιώτης, τραχηλώδης
αρχ.-μσν.
τραχηλιώ
μσν.
τραχηλιάζω
μσν.- νεοελλ.
τραχηλάς, τραχηλιά(-έα), τραχήλωμα
νεοελλ.
τραχηλάτος, τραχήλης, τραχήλι, τραχηλίτιδα, τραχηλώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. τραχηλάγχη, τραχηλοδεσμότης, τραχηλοειδής, τραχηλοκοπώ, τραχηλόσιμος
μσν.
τραχηλοκάκκη
νεοελλ.
τραχηλάγρα, τραχηλαλγία, τραχηλαιμάτωμα, τραχηλόδεσμος, τραχηλοπηξία, τραχηλορραφία, τραχηλόσπερμο, τραχηλοτομία. (Β' συνθετικό) ατράχηλος, λεπτοτράχηλος, μεγαλοτράχηλος, σκληροτράχηλος
αρχ.
αμφιτράχηλος, βραχυτράχηλος, ετεροτράχηλος, ευθυτράχηλος, ευτράχηλος, κακοτράχηλος, καλοτράχηλος, κολοβοτράχηλος, λευκοτράχηλος, λιθοτράχηλος, μακροτράχηλος, μικροτράχηλος, παρατράχηλος, παχυτράχηλος, περιτράχηλος, πολυτράχηλος, σιμοτράχηλος, στενοτράχηλος, συντράχηλος, υγροτράχηλος, υποτράχηλος, υψηλοτράχηλος
νεοελλ.
μαρμαροτράχηλος, χονδροτράχηλος].
Greek Monotonic
τράχηλος: [ᾰ], ὁ, λαιμός, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
τρᾰ́χηλος, ὁ,
the neck, throat, Hdt., Eur., etc. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
τράχηλος: {trákhēlos}
Forms: dor. (Epid.) -αλος
Grammar: m.
Meaning: Hals, Nacken, bisweilen mitsamt dem Kopf, auch übertr. (ion. att.; zur Bed. Powell ClassRev. 53, 58, Shipps ebd. 58, 52).
Composita: Als Vorderglied u.a. in τραχηλοκοπέω den Hals abschneiden (Plu., Arr. u.a.; wie δειροτομέω u.a.); sehr oft als Hinterglied, z.B. περιτράχηλος um den Hals laufend (ἅλυσις, Pap. IIp) mit περιτραχήλιον, -ίδιον n. Halsband (hell. u. sp.).
Derivative: Davon 1. τραχήλια n. pl. ‘Fleischabfall, eig. vom Halse’ (Hp., Korn.). 2. -ιον n. "Halsstück", das untere Speerende (EM, Harp.). 3. -ίς· collare (Gloss.). 4. -ιαῖος vom Halse (Hippiatr., H., Eust.). 5. -ιμαῖος ib. (Str.). 6. -ιώδης halsstarrig (EM), -ώδης halsähnlich (Sch.). 7. -ίζω (ἀπο-, προσ-) ‘den Hals zurückbiegen, bloß-legen, umdrehen’, übertr. von einem Schiff dem Winde zudrehen, auch entblößen, enthüllen; überwältigen (hell. u.sp.) mit -ισμός, -ιστήρ (sp.); älter ἐκτραχηλίζω den Reiter kopfüber werfen, vom Pferde, übertr. ins Verderben stürzen (Ar., X., D. usw.) mit -ισμός (Gloss.); παλιτραχηλίζω halsstarrig sein (Pap. IIIa). 8. -ιάω den Nacken stolz gebogen tragen, stolz einhergeben (LXX u.a.; wie γαυριάω u.a.).
Etymology: Gegenüber den altererbten αὐχήν und δέρη repräsentiert τράχηλος offenbar eine, anfänglich wohl volkstümliche und expressive, Neubildung, ein Umstand, der für Entstehung innerhalb des Griechischen spricht. Am nächsten liegt unzweifelhaft die Anknüpfung an τρέχω, τροχός (Pedersen IF 5, 56, Zupitza KZ 36, 57), wobei indessen eine sonst nicht nachgewiesene Schwachstufe anzunehmen ist. Es könnte sich jedoch sowohl in τράχηλος wie in dem gleichgebildeten γαμφηλαί (zu γόμφος) auch um einen volkstümlichen α-Vokal handeln. Die zahlreichen Fälle, wo der Hals als "Dreher, Drehung" bezeichnet wird, z.B. aksl. vratъ zu vratiti ’στρέφειν’, wohl auch lit. kãklas (s. zu κύκλος), sind mit τράχηλος ("Läufer") nicht ganz vergleichbar, wurzeln aber in einer ähnlichen Vorstellung. Vgl. dazu Schulze KZ 57, 250 und 56, 9 und 105 (= Kl. Schr. 380 u. 626f.).
Page 2,920
Chinese
原文音譯:tr£chloj 特拉黑羅士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:頸 相當於: (גַּרְגְּרֹות) (צַוָּאר / צַוְּרֹנִים)
字義溯源:喉,頸,頸項;或源自(τρέχω)=跑*)。比較: (θρίξ / δέρρις)=髮*
同源字:1) (σκληροτράχηλος)豎琴頸 2) (τραχηλίζω)抓喉 3) (τράχηλος)喉,頸
出現次數:總共(7);太(1);可(1);路(2);徒(2);羅(1)
譯字彙編:
1) 頸項(6) 可9:42; 路15:20; 路17:2; 徒15:10; 徒20:37; 羅16:4;
2) 頸(1) 太18:6
Mantoulidis Etymological
(=ὁ λαιμός, ὁ σβέρκος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό ρῆμα τρέχω (ἐπειδή κάνει γρήγορες κινήσεις). Συγγενεύει μέ τή λατιν. λέξη tergum (=νῶτο). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τραχηλίζω (=πιάνω κάποιον ἀπό τό λαιμό, νικῶ κάποιον), τραχηλισμός, τραχηλιστήρ, τραχηλιαῖος, τραχηλιώδης (=σκληροτράχηλος), τραχηλοκάκη (=σιδερένιος κλοιός τοῦ λαιμοῦ), τραχηλοκοπέω -ῶ (=ἀποκεφαλίζω), τραχηλόσιμος (=κοντολαίμης).
Translations
A-Pucikwar: loŋo; Adyghe: пшъэ; Afrikaans: nek, hals; Ainu: レクッ; Aklanon: liog; Albanian: qafë; Amharic: አንገት; Andi: гару; Arabic: رَقَبَة, عُنُق; Egyptian Arabic: رقبة; Hijazi Arabic: رقبة; Moroccan Arabic: عنق; Armenian: վիզ, պարանոց; Old Armenian: վիզ, պարանոց, ուլն, ճիտ, փող; Aromanian: gushi, gushã; Assamese: গল, ডিঙি; Asturian: pescuezu; Atikamekw: okowiw; Avar: габур; Aymara: kunka; Azerbaijani: boyun; Bahnar: hơko, ako; Baluchi: گردن; Banjarese: gulu; Bashkir: муйын; Basque: sama; Bau Bidayuh: tunguo; Belarusian: шыя; Bengali: গলা, গর্দান; Bikol Central: liog; Bolinao: liey; Breton: gouzoug; Brunei Malay: lihir; Bulgarian: шия, врат; Burmese: လည်ပင်း; Buryat: хүзүүн; Catalan: coll; Cebuano: liog; Central Melanau: tengok; Chamicuro:̈hano; Chechen: лаг; Cherokee: ᎠᏴᏤᏂ; Chichewa: khosi; Chinese Cantonese: 頸, 颈; Hakka: 頸, 颈, 頸根, 颈根; Mandarin: 頸, 颈, 頸項, 颈项, 脖子; Min Dong: 脰骨; Min Nan: 頷, 颔, 頷頸, 颔颈, 頷仔頸, 颔仔颈, 頷頸仔, 颔颈仔, 頷胿, 颔胿, 頷頸胿, 颔颈胿, 脰項, 脰项; Chuvash: мăй; Coptic: ⲛⲁϩⲃⲓ, ϧⲁϧ; Cornish: konna; Czech: krk, šíje; Dalmatian: cual, zoglo; Danish: hals; Daur: xujuu; Dhivehi: ކަދުރާ; Dongxiang: ghuzhun; Dupaningan Agta: leg; Dutch: nek, hals; Eastern Cham: ꨓꨰꨆꨶ; Esperanto: kolo; Estonian: kael, kaelus; Even: никан; Evenki: никимна; Finnish: kaula; French: cou, nuque; Friulian: cuel; Galician: pescozo, colo; Georgian: კისერი; German: Hals, Nacken, Genick; Gorontalo: bulo'o; Gothic: 𐌷𐌰𐌻𐍃; Greek: λαιμός; Ancient Greek: δέρη, τράχηλος; Greenlandic: qungaseq; Guaraní: ajúra; Gujarati: ગરદન; Haitian Creole: kou; Hausa: wuya; Hawaiian: ʻāʻī; Hebrew: צַוָּאר / צוואר; Hidatsa: áaba; Higaonon: li-ug; Hindi: गरदन, कंठ; Hungarian: nyak; Icelandic: háls; Indonesian: leher; Inuktitut: ᖁᖓᓯᖅ; Iranun: le'eg; Irish: muineál; Italian: collo; Iu Mien: jaang; Japanese: 首; Javanese: gulu; Kabardian: пщэ; Kabyle: iri; Kalmyk: күзүн; Kannada: ಕತ್ತು; Kashmiri: گَردَن; Kashubian: szëja; Kazakh: мойын; Khasi: ryndang; Khmer: ក; Kikuyu: mbogo; Kimaragang: liou; Klias River Kadazan: liyow; Koho: nko; Komi-Permyak: голя; Korean: 목; Kurdish Central Kurdish: مِل, ئەستۆ; Laki: مِل; Northern Kurdish: stû; Southern Kurdish: مِل; Kyrgyz: моюн; Lak: ссурссу; Lao: ຄໍ; Latgalian: koklys; Latin: collum, cervix; Latvian: kakls; Lezgi: гардан; Lithuanian: kaklas; Lombard: coll; Lotud: liou; Low German: Hals; Luhya: likosi; Macedonian: врат, шија; Maguindanao: lig; Malay: leher; Malayalam: കഴുത്ത്; Manchu: ᠮᠣᠩᡤᠣᠨ; Mandinka: kaŋo; Mansaka: liyug; Manx: mwannal; Maori: kakī; Maranao: lig; Marathi: मान; Mari: шӱй; Maricopa: miipuk; Meriam: tabó; Mon: ကံ; Mongolian: хүзүү; Motu: aio; Muong: cố; Nahuatl: quechtli; Nanai: монгон; Nauruan: teren; Navajo: akʼos; Neapolitan: cuollo; Newar: कथु; Nganasan: бакәз̌әә; Ngarrindjeri: kuri; Nivkh: ӄʼос; Norman: co; Northern Northern Norwegian Bokmål: hals; Nynorsk: hals; Occitan: còl; Ojibwe: nikwegan; Okinawan: くび; Old Church Slavonic Cyrillic: шиꙗ, вꙑꙗ; Roman: ⱎⰹⱑ; Old East Slavic: шиꙗ; Old English: swēora; Old French: col; Old Javanese: gulu; Oromo: morma; Ossetian: хъуыр, ӕфцӕг; Ottoman Turkish: بویون, گردن, یال; Pangasinan: bekleo; Pashto: غاړه; Persian: گردن, مل, گری; Polish: szyja, kark; Portuguese: pescoço; Punjabi: ਧੌਣ; Quechua: kunka; Rapa Nui: gao; Rohingya: gola; Romani: korr; Romanian: gât; Romansch: culiez, culöz; Rungus: lliow; Russian: шея, выя; Rwanda-Rundi: ijosi; S'gaw Karen: ကိာ်; Sabah Bisaya: liou; Sami Inari: čeve; Northern: čeabet, čeabi, čeabát; Skolt: čeäppat; Southern: tjovrese; Samoan: ua; Sanskrit: ग्रीवा; Santali: ᱦᱚᱴᱚᱜᱽ; Sardinian: trucu; Scottish Gaelic: amhach, muineal; Sebop: batok; Sekapan: ngo'a; Serbo-Croatian Cyrillic: вра̑т, ши̏ја; Roman: vrȃt, šȉja; Sherpa: མཇིང་པ; Shona: mutsipa; Sichuan Yi: ꆹ, ꇵꆹ; Sicilian: coddu; Sinhalese: බෙල්ල; Slovak: krk, šija; Slovene: vrat; Somali: qoor, sur; Sorbian Lower Sorbian: šyja; Upper Sorbian: šija; Spanish: cuello, pescuezo; Sundanese: tengek; Swahili: shingo; Swedish: hals; Tagal Murut: liog; Tagalog: leeg; Tajik: гардан; Talysh Asalemi: گردن; Tambunan Dusun: liou; Tamil: கழுத்து; Taos: k'ə́onemą; Tatar: муйын, муен; Tausug: liug; Telugu: మెడ; Tetum: kakorok; Thai: คอ, ลำคอ; Tibetan: མཇིང་པ; Tigrinya: ክሳድ; Timugon Murut: liog; Tongan: kia; Tulu: ಕೆಕ್ಕಿಲ್; Turkish: boyun; Turkmen: boýun; Tuvan: моюн; Ukrainian: шия; Urdu: گردن, کںٹھ; Uyghur: بويۇن; Uzbek: bo'yin, gardan; Venetian: còl, coło, col; Veps: kagl; Vietnamese: cổ; Volapük: särvig, nük; Waray-Waray: liog; Welsh: gwddf; West Coast Bajau: kelong; West Frisian: nekke; Winnebago: caaše; Wolof: baat; Xhosa: intamo; Yakan: kellong; Yakut: моой; Yiddish: האַלדז; Yoruba: ọrùn; Zazaki: mêr, vıle; Zealandic: 'als, nikke; Zhuang: hoz; Zulu: intamo