φθίνω
English (LSJ)
v. φθίω.
English (Autenrieth)
fut. φθίσω, aor. 3 pl. φθῖσαν, inf. φθῖσαι, mid. fut. φθίσομαι, aor. 2 ἔφθιτο, subj. φθίεται, φθιόμεσθα, opt. φθίμην, φθῖτ(ο), inf. φθίσθαι, part. φθίμενος, pass. perf. ἔφθιται, plup. ἐφθίμην, 3 pl. ἐφθίαθ, aor. 3 pl. ἔφθιθεν: trans., fut. and aor. act., consume, destroy, kill, Il. 16.461, Od. 20.67, Od. 16.428; intrans. and mid., waste away or dwindle away, wane, perish, die; μηνῶν φθῖνόντων (as the months ‘waned'), φθίμενος, ‘deceased,’ Od. 11.558.
English (Slater)
φθῐνω (φθίνει: aor. ἔφθινον: med. aor. ἔφθιτο; φθιμένου, -ῳ, -ον, -ων.) die ὅτι ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε μελίφρονι αὐδ[ᾷ θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. et corr. Lobel: ἐφ[, φ[ . ]υνον papyri: v. κηληδών) (Pae. 8.76) met., οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά (P. 1.94) med., φθίτο μὲν γα[ Δ. 4. e. 8. esp. aor. med. part., dead, ἐπεὶ τοῦτον εἵλετ' αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης Κάστορος ἐν πολέμῳ (N. 10.59) μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν (I. 4.10) ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (I. 8.60) τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v.l. ἐπιφθιμένῳ) fr. 5. 3. pro subs., “κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” (P. 4.112) frag., ]τικα μιν φθιμένων [ P. Oxy. 2622, fr. 1, 12 ad ?fr. 346.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf., fut. φθινήσω, ao. ἔφθινα et ἐφθίνησα;
se consumer, arriver à son terme :
1 en parl. du temps μηνῶν φθινόντων OD les mois s'écoulant ; μὴν φθίνων le mois finissant (postér. la dernière des trois périodes du mois);
2 en parl. du déclin des astres;
3 en parl. de pers. se consumer, être épuisé par la maladie : οἱ φθίμενοι SOPH les morts;
4 fig. en parl. de choses abstraites φθίνοντα μαντεύματα SOPH prophéties qui s'évanouissent.
Étymologie: φθίω.
Frisk Etymology German
φθίνω: intr. (seit Il.)
{phthínō}
Forms: ganz ausnahmsweise trans.-kaus. (s. LSJ; auch Renehan Glotta 46, 73 [nicht einwandfrei]), φθινύθω intr. u. trans. (ep. poet. seit Il.), weitere intr. Formen: athem. Aor. ἐφθίμην, -το, -ατο, φθίσθαι, φθίμενος usw. (ep. poet. seit Il.), 3. pl. ἔφθιθεν (Od., für -ίατο), akt. themat.Konj. φθίῃς (β 368; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 458), Fut. φθείσομαι (-ī-, s.u.; Hom.), Aor. φθίσασθαι (-ει-; Q. S.), Perf. ἔφθιται (υ 340), -ινται (A. Pers. 679 [lyr.]); vom Präsens neugebildet: φθινῆσαι (Hp. Epid.), -ήσω, ἐφθίνηκα (sp.); trans.-kaus.: ep. Aor. φθεῖσαι (-ι-), att. φθίσαι, them. 3. sg. ἔφθιεν (Σ 446; Chantraine 1, 393), ep. Fut. φθείσω (-ι-), att. φθίσω (-ι), Perf. ἔφθικα (Them.),
Grammar: v.
Meaning: hinschwinden, vergehen, umkommen bzw. verschwinden machen, verzehren, vernichten.
Composita: auch m. Präfix, bes. ἀπο-, κατα-. — Verbale Rektionskompp.: 1. φθινόκαρπος dessen Früchte verschwunden sind, ohne Früchte (Pi.), φθινόπωρον, s. ὀπώρα (dazu Schwyzer 442); φθεισίμβροτος (φθισί-, s.u.) Menschen vernichtend, φθεισήνωρ männerverderbend (ep.) u.a.
Derivative: Ableitungen: 1. Vom Präsens: φθινάς, -άδος schwindend, vergehend, abzehrend, als Subst. f. Schwindsucht (Hp., S., E. u.a.); φθίνυλλα f. höhnende Anrede an eine Alte (A. Eq. 935; nach den EN, vgl. Leumann Glotta 32,219 A. 3 = Kl. Schr. 245 A. 6); vgl. φθῖσα· ἡ λεπτὴ ἀπὸ φθίσεως H.; φθινάσματα (ἡλίου) pl. n. ‘das Untergehen (der Sonne)’, poet. Bildung (A. Pers. 232, troch.). 2. Vom Verbalstamm: φθίσις f. das Schwinden, Abnehmen, Auszehrung, Schwindsucht (Pi., ion. att.; vgl. zu φθόη unten) mit -ικός schwindsüchtig (Arist., Epid. IVa, hell. n. sp.), -ικεύομαι (Androm. ap. Gal.), -ιάω (Hp., Arist.) schwindsüchtig sein; φθιτοί pl., selten -ός sg., die Dahingeschiedenen (Trag., sp. Prosa), ἄφθιτος unvergänglich (ep. poet. seit Il.; vgl. unten). 3. Mit alter o-Abtönung: φθόη f. Schwindsucht (att., auch Hp.; ion. hell. dafür φθίσις, s. Solmsen Wortforsch. 188f.) mit -ώδης abzehrend (Paus.). Zu φθόϊς, -ΐς s. bes. — Hierher noch Φθίη f. (Il. usw.) als Land der Φθίες (St. Byz.), d.h. der Toten (= φθίμενοι), eine nur mythische Örtlichkeit (Kretschmer Glotta 4, 307 f.)? Anders Cuny MSL16,323ff. (zu Θεσσαλοί; von Kretschmer Glotta 5, 310 mit Recht abgelehnt).
Etymology: Altererbte Wortsippe, die auch im Altindischen mehrere Vertreter aufweisen kann. Dabei lassen sich mehrere Gleichungen aufstellen: φθίσις = aind. kṣíti- f. Hinschwinden, Zerstörung (vgl. Porzig Satzinhalte 326f.), wohl auch lat. sitis f. Durst, eig. *’Hinschwinden, Verschmachten’ (W.-Hofmann s.v.; s. auch zu 2. situs); κλέος ἄφθιτον (Hom.) = śrávaḥ ... ákṣitam (RV neben ákṣiti śrávaḥ); auch φθιτός = kṣitá- verfallen, erschöpft (ved.). Auch φθόη (< *φθοια): kṣaya- m. Verlust, Zerstörung, auch Auszehrung, Schwindsucht (ep. klass.). Verbformen: φθινύθω (vgl. μινύθω und Chantraine Gramm. hom. 1, 327, Schwyzer 697 f.), *φθίνϝω (> φθίνω mit ion. ι, att. ι): kṣi-ṇó-ti, 1. pl. kṣi-nu-máḥ vernichten, zerstören, altes nu-Präsens; athem. Aor. φθίτο, φθίμενος usw.: Ipv. kṣi-dhi; sigmatischer Aor. φθεῖσαι: 2. u. 3. sg. Med. kṣeṣṭhāḥ, kṣeṣṭa. Aus den aind. Formen mit e aus idg. ei folgt auch für die entsprechenden griech. Formen ein urspr. ει- Diphthong, der indessen sehr früh sowohl in Schrift wie in Aussprache von ι, zunächst nach φθίνω (mit ι) ersetzt wurde; vgl. noch δῦσαι: δύνω: δῦναι, στῆσαι: στῆναι u.a., ebenfalls mit kausativer Bed. der sigmatischen Formen (Schwyzer 755 f.). Im Att. trat Kürzung ein in φθίσαι, φθίσω nach dem kurzvokaligen φθίνω mit Anschluß an σχίσαι und Denominativa auf -ίσαι (zu -ίζω); s. Wackernagel Unt. 75 ff. Zur Semasiologie: wie φθίνω im Griech. wurde auch aind. kṣi- (kṣīyáte, kṣīṇá-) vom Schwinden des Mondes gebraucht (Leumann Hom. Wörter 212 A. 4). — Was aus anderen Sprachen angeführt worden ist, muß als hypothetisch betrachtet werden: aw. xšayō Inf. zum zu verderben, aɣžō.nvamnəm sich nicht mindernd, toch. B ktsaitsäññe Alter, heth. zinna-, z.B. 1.sg. zinnaḫḫi beendigen, erledigen, vernichten (Petersen Mél. Pedersen 471, s. noch Mayrhofer s. kṣiṇā́ti und Schwyzer 697 A. 2 m. Lit.). Zum Anlaut φθ-: aind. kṣ- außer Schwyzer 326 noch Merlingen Μνήμης χάριν 2, 49 ff., auch Sprache 8, 73ff. (gegen Burrow JournAmOrSoc. 79, 85ff.; s. noch dens. ebd. 255 ff. mit unhaltbaren Kombinationen). Vgl. ψίνομαι.
Page 2,1014-1016
Russian (Dvoretsky)
φθίνω: (ῐ и ῑ)
1 кончаться, миновать, проходить (μηνῶν φθινόντων Hom.): τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο Hom. когда этот месяц кончится, а другой начнется; φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δακρυχεούσῃ Hom. ночи и дни проходят у нее в слезах; πρὸ τοῦ μηνὸς τετράδι φθίνοντος Thuc. за четыре дня до окончания месяца;
2 исчезать, заходить (ἀστέρες, ὅταν φθίνωσιν Aesch.);
3 гибнуть, умирать (νόσῳ Eur.; φθίνει μὲν ἰσχὺς γῆς, φθίνει δὲ σώματος Soph.): τὸ μὲν αὐξάνεσθαι, τὸ δὲ φ. Plat. рост и убыль; φθίνοντα μαντεύμαντα Soph. прерывающиеся, т. е. неблагоприятные знамения - см. тж. φθίω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α
1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. διέρχομαι το στάδιο της παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε να φθίνει» β. «φθίνοντα θέσφατα», Σοφ.)
3. αστρον. (για τη σελήνη) προχωρώ προς τη χάση μου (α. «φθίνουσα σελήνη» — η φάση της Σελήνης από την Πανσέληνο μέχρι τη νέα Σελήνη, όταν το φωτισμένο τμήμα της ελαττώνεται βαθμηδόν
β. «(σελήνη) αὐξανομένη καὶ φθίνουσα», Αριστοτ.)
4. μτφ. (για πρόσ.) χάνω σιγά σιγά τις δυνάμεις μου, μαραίνομαι, μαραζώνω (α. «φθίνει από τη στενοχώρια της» β. «φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «φθίνουσα πρόοδος»
μαθημ. βλ. πρόοδος
β) «νόμος φθινουσών αποδόσεων»
(οικον.) νόμος της μικροοικονομικής θεωρίας σύμφωνα με τον οποίο από ένα σημείο και πέρα το μέσο προϊόν εργασίας αρχίζει να φθίνει
αρχ.
1. (για αστέρες) δύω, βασιλεύω
2. (για πράγμ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι (α. «οὐ φθίνει Κροίσου... ἀρετά», Πίνδ.
β. «ὁρῶ... ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)
3. (για πρόσ.) πεθαίνω («νόσοις ὁ τλήμων... ἔφθιτο», Σοφ.)
4. (μτβ.) α) ενεργώ έτσι ώστε να ελαττωθεί ή και να χαθεί κάτι σιγά σιγά («φθίσει σε τὸ σὸν μένος», Ομ. Ιλ.)
β) (σχετικά με πρόσ.) σκοτώνω, φονεύω («οἳ μεμάασιν... Ὀδυσσῆος φθῑσαι γόνον», Ομ. Οδ.)
5. (μόνον ο τ. ψίνω στο μέσ.) ψίνομαι
(για άμπελο) αποβάλλω τους καρπούς μου προτού να ωριμάσουν
6. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ φθίνοντες
οι φυματικοί
7. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) φθίμενος, -ένη, -ον
αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός («κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας», επιγρ.)
8. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ φθίμενος
α) ο θνητός
β) ο νεκρός
9. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φθιμένη
η προσωποποίηση της έννοιας της φθοράς, της καταστροφής
10. φρ. «μὴν φθίνων»
(στο αττ. ημερολόγιο) η τρίτη και τελευταία δεκάδα ενός μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθῑνω (< φθίνFω, για τη διαλεκτική εναλλαγή -ῑ-/-ῐ-, μετά την απλοποίηση του συμπλέγματος -νF-, πρβλ. φθᾱ-νω < φθάνFω, βλ. και λ. φθάνω) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας gzwhei- «αφανίζω, εξαφανίζομαι, χάνομαι (συχνά αναφορικά προς τη χάση της σελήνης)» και συνδέεται με διάφορους αρχ. ινδ. τ. σχηματισμένους από θ. kse- / ksi- με σημ. «αφανίζω, καταστρέφω, χάνομαι» (πρβλ. ksayah, ksināti κ.λ.π.). Το αρκτικό ks- τών αρχ. ινδ. τ. καθώς και η παρουσία στην Ελληνική τ. με αρκτικό ψ- (πρβλ. ψινάς, ψίνω, ψίσις) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη αρκτικού δασέος ηχηρού χειλοϋπερωικού φθόγγου gzwh- (βλ. και λ. φθάνω, φθείρω). Ο ενεστ. φθίνω έχει σχηματιστεί από τη ρίζα gzwhi- με έρρινο ένθημα -n-/-ν- και παρέκταση -u/F- της ρίζας μέσω ενός αρχικού τ. φθινευμι / φθινῦμι (< gzwhi-n-eu/gzwhi-n-u-, πρβλ. αρχ. ινδ. ksinoti, ksinumah με έρρινο ένθημα επίσης) ο οποίος, με μετάσταση στη θεματική συζυγία, έδωσε τ. φθίνFω (για ανάλογο σχηματισμό βλ. και λ. φθάνω). Η μορφή αυτή φθίνFω διατηρείται στους τ. φθινύω και φθινύθω όπου το -F- απαντά με τη φωνηεντική του μορφή ως -υ- (για το σύστημα αρχ. ινδ. ksinoti: φθινῦμι: φθίνFω: φθινύω, πρβλ. αρχ. ινδ. sanoti: ἄνῡμι: ἄνFω [> ᾱνομαι / ἄνω]: ἀνύω, βλ. λ. ἀνύω). Το ρ. φθίνω εμφανίζει στα παρ. και σύνθ. του, αλλά και κατά την κλίση του, ποικίλες μορφές θέματος προερχόμενες από τις διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας gzwhei-: φθῐ- της μηδενισμένης βαθμίδας (πρβλ. φθίσις, φθιτός, μέσ. αορ. ἔ-φθι-το, μτχ. φθίμενος), φθῐν- από το θ. του ενεστ. (πρβλ. φθινάς, φθινώδης), φθοι- της ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. φθόη < φθοyα). Η μορφή φθει- της απαθούς βαθμίδας απαντά στους τ. του μέλλ. φθείσω / φθείσομαι και σε ορισμένους σύνθ. τ. (πρβλ. φθεισήνωρ), οι οποίοι όμως απαντούν σχεδόν παντού με -ῑ- αντί -ει- (βλ. και τα σύνθ. με α' συνθετικό φθισι-), γεγονός που ερμηνεύεται είτε με βάση μια αρχαία αντικατάσταση της εναλλαγής -ei-/-i- της ΙΕ από μια εναλλαγή -ῑ-/-ῐ- είτε από την ιωτακιστική προφορά της διφθόγγου -ει-. Ωστόσο, παρλλ. προς τους τ. φθῑσω, ἔφθῖσα απαντά και τ. αορ. ἔφθῐσα (και στη συνέχεια και ο μέλλ. φθῐσω) σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. φθῐνω, κατά το σχήμα τών αορ. σε -ισα < ρ. σε -ίζω (πρβλ. ἔσχισα: σχίζω). Τέλος, εκτός από τον ενεστώτα φθίνω, απαντούν και οι τ. φθινύω (πρβλ. τον τ. του Ησύχ. φθινύουσι
φθείρονται), φθινύθω, φθίω (χωρίς την παρέκταση -ν-F- του φθίνω), ενώ δεν θεωρείται πιθανή η ύπαρξη συνηρημένου τ. φθινῶ, -άω ή -έω, στον οποίο καταλήγουν ορισμένοι μελετητές με αφετηρία τους τ: μέλλ. φθιν-ή-σω και αόρ. ἐ-φθίν-η-σα (οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί από το θ. φθῐν- του ενεστ. με αναλογική επέκταση -η-)].
Mantoulidis Etymological
καί φθίω (=λιγοστεύω, χάνομαι, μαραίνομαι). Θέμα φθι + πρόσφ. ν → φθί+ν+ω = φθίνω. Τό φθίω μόνο στόν Ὅμηρο. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθινάς -άδος (=αὐτή πού λιγοστεύει), φθινόπωρον, φθινοπωρινός, φθινόκαρπος, φθίσις (=παρακμή, μαρασμός), φθισικός (=χτικιάρης), φθισιάω, φθισήνωρ, φθισίμβροτος, φθιτός, φθιτοί (=οἱ νεκροί), ἄφθιτος (=ἀθάνατος), φθόη (=μαρασμός).
Greek Monotonic
φθίνω: βλ. φθίω.
Greek (Liddell-Scott)
φθίνω: ἴδε ἐν λέξ. φθίω.
German (Pape)
[Seite 1271] = φθίω, w. m. s.
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן