κρατέω
English (LSJ)
Aeol. κρετέω, aor. inf. κρέτησαι Sapph. Supp.9.5:— Med., aor. ἐπι-κρατησάμενοι v.l. in Gal.UP6.13:—Pass., fut.
A κρατήσομαι Aristid.1.501 J. and, with v.l. κρατηθήσομαι, Th.4.9:—to be strong, powerful: hence, I abs., rule, hold sway, Ἤλιδα... ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Od.13.275,15.298; μέγα κρατέων ἤνασσε with mighty sway... Il.16.172; ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35; ὁ κρατῶν the ruler, Id.Ag.951,1664, S.Ant.738, etc.; θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr.937; οἱ κρατοῦντες Id.Ch.267, S.OT530, etc.; τὸ κρατοῦν E.Andr.133 (lyr.), Pl.Lg.714c, Arist.Pol.1255a15; ἡ κρατοῦσα the lady of the house, A.Ch.734. 2 in Poets, c. dat., rule among, μέγα κρατέεις νεκύεσσιν Od.11.485; ἀνδράσι καὶ θεοῖσι 16.265; Φθίᾳ rule in Phthia, Pi.N.4.50; ἐν Ἰλιάδι χθονί E.El.4. 3 c. gen., to be lord or master of, rule over, πάντων Ἀργείων, πάντων, Il.1.79, 288, cf. Od. 15.274; Ὀλύμπου A.Pr.149 (lyr.); δωμάτων Id.Ag.1673; ὅπλων S.Aj. 1337; κ. τοῦ βίου to be master of... And.1.137; αὑτοῦ κ. S.Aj.1099, Antipho 5.26, cf. S.OC405; ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Pl.Smp.196c, etc.; τῶν πραγμάτων D.2.27; τοῦ μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι to be above obedience... X.Lac.4.6. II conquer, prevail, get the upper hand, abs., A.Ag.324, etc.; πολλῷ ἐκράτησαν Hdt.5.77; εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Th.3.62; ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Pl.Phdr.272b; ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Diph.111: c. dat. modi, κ. τῇ γνώμῃ prevail in opinion, Hdt.9.42; πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Pi.O.8.20, I.3.13; μάχῃ E.HF612; ταῖς ναυσί Ar.Ach.648; τῷ Φοινίκων ναυτικῷ Th.1.16; also θουρίῳ ἐν Ἄρει S.Aj.614 (lyr.); ἐν τοῖς πολέμοις Ar.Pl.184: c.acc.cogn., κ. στάδιον B. 6.15, cf. 7; ὀκτὼ νίκας E.Epigr.1; τὸν ἀγῶνα D.21.18; τὴν μάχην v.l. for τῇ μάχῃ in D.S.18.30; τὴν πρεσβείαν Philostr.VS1.21.6; πάντα in all things, S.OT1522; οἱ κρατοῦντες the conquerors, X.An.3.2.26; τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα τῶν κρατούντων εἶναί φασιν Arist.Pol.1255a7. b to be superior, πλήθους ἕκατι ναυσὶν κρατῆσαι A.Pers.338: abs., to be the best, Critias 2.7 D. c of reports, etc., prevail, become current, φάτις κρατεῖ A.Supp.293, S.Aj.978; λόγος κ. A.Pers.738; νόμιμα δὲ τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν Th.6.5; κρατεῖ ἡ φήμη παρά τισι Plb. 9.26.11. 2 c.inf., prevail so that, κ. τῷ πλήθει ὥστε μὴ αὐτίκα τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Th.4.104: impers., κατθανεῖν κρατεῖ 'tis better to... A.Ag.1364; κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ' ἀπολέσθαι E.Hipp.248 (anap.). 3 c.gen., conquer, prevail over, τῶν ἐναντίων S.Fr.85, cf. OC646, A.Th. 955 (lyr.), etc.; κ. τινὸς τὸν ἀγῶνα Philostr.Her.2.5: metaph., τό τοι νομισθὲν τῆς ἀληθείας κρατεῖ S.Fr.86; κ. τῆς διαβολῆς get the better of it, Lys.19.53; ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει surpassed, went beyond it, Th.1.69; ἡ φύσις . . τῶν διδαγμάτων κρατεῖ is better than... Men. Mon.213, cf. 169. b of food, digest, assimilate, Hp.VM3,14, Mnesith. ap. Ath.2.54b, Phylotim.ib.3.79c:—Pass., Hp.Epid.6.5.15; τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Plu.2.654b. 4 c.acc., conquer, master, Pi.N.10.25, A.Pr.215, Th.189, E.Alc.490, Ar.Nu.1346, Av.420, X. An.7.6.32, etc.; μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινά, Th.6.2, Aeschin.2.30; τῷ λόγῳ τινά Ar.V.539; πάχει μάκει τε in... Pi.P.4.245; outdo, τοὺς φίλους εὖ ποιῶν X.Hier.11.15; τῷ διαφθαρῆναι χρήμασιν ἢ μὴ κεκράτηκα Φίλιππον D.18.247; surpass, κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς [βίος] τὸν τῆς φρονήσεως Pl.Phlb.12a:—Pass., to be overcome, A.Th.750 (lyr.), etc.; ὕπνῳ Id.Eu.148 (lyr.); ὑπὸ τοῦ ὕπνου Hdt.2.121. δ'; ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Pl.Lg.633e. III become master of, get possession of, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν, Hdt.1.92,4.111; πολλὰ φρονέοντα μηδενὸς κ. Id.9.16; σέθεν A.Supp.387; οὔπω ἡ βουλή σου ἐκράτει Lys.13.26; κ. τῆς γῆς Th.3.6; ναυσὶ τῆς θαλάσσης Pl.Mx.240a; κ. τῆς λέξεως have it at command, remember it, Ath.7.275b; master by the intellect, πάντων τῶν τῆς ἱστορίας μερῶν Plb.16.20.2:—Pass., to be mastered, δεῖ ἐν ταῖς τέχναις καὶ ἐπιστήμαις ταῦτα κρατεῖσθαι Arist.Pol.1331b38, cf. Po.1456a10 (prob.for κροτεῖσθαι). IV lay hold of, τῆς χειρός LXX Ge.19.16, Ev.Matt.9.25, Ev.Marc.9.27. 2 c.acc.rei, seize, win and keep, esp.by force, πᾶσαν αἶαν A.Supp.255; θρόνους S.OC 1381; seize, hold fast, arrest, τινα Batr.63, Plb.8.18.8, Ev.Matt.14.3; τένοντα Batr.233; τὰς χεῖράς τινος PLips.40iii2 (iv/v A.D.); secure, grasp, τὴν ἀκατονόμαστον Τριάσα Zos.Alch.p.230 B. 3 hold up, support, τινα D.H.4.38; maintain a military post, X.An.5.6.7; hold fast, τὰς παραδόσεις 2 Ep.Thess.2.15; keep, retain, PTeb.61 (b).229 (ii B.C.):—Pass., οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ θανάτου) Act.Ap.2.24; ἡ κτῆσις τοῖς τέκνοις κεκράτηται has been reserved for, settled upon, POxy.237 viii 36 (ii A.D.). 4 in Law, possess a title to, κ. καὶ κυριεύειν c.gen., PTeb.319.19 (iii A.D.), etc. b sequester, place under embargo, OGI1669.23 (Pass., Egypt, i A.D.), BGU 742 iii 6 (Pass., ii A.D.). 5 hold in the hand, ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀδτέρας ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ Apoc.2.1; πόαν Dsc.3.93; ἄρτον Plu.2.99d; σκῆπτρον Ath.7.289c, cf. Luc.Am.44, Ach.Tat.1.6, etc.; δακτύλιον PMag.Lond.46.451 (iv A.D.). 6 endure, put up with, τὸν ἀργυροπράτην POxy.1844 (vi A.D.). V control, command, A.Ag.10, E. Hec.282:—Pass., αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα controlled by... Ar.Av. 755; κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος D.H.9.52; διαθέσει Porph. Sent.27. VI repair, make good, τὸ βεδὲκ (Hebr.) τοῦ οἴκου LXX 4 Ki.12.5.
Greek (Liddell-Scott)
κρατέω: μέλλ. -ήσω. ― Μέσ. ἀόρ. ἐπικρατησάμενοι Γαλην. ― Παθ. μέλλ. κρατηθήσομαι Θουκ. 3. 30· (κράτος) Εἶμαι ἰσχυρός, κραταιός, δυνατός· ὅθεν, Ι. ἀπολ., ἔχω τὸ κράτος, τὴν ἐξουσίαν, βασιλεύω, Ἤλιδα... ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοὶ Ὀδ. Ν. 275., Ο. 298· μέγα κρατέων ἤνασσε, μετὰ μεγάλης ἐξουσίας..., Ἰλ. Π. 172 ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ Αἰσχύλ. Πρ. 35· ὁ κρατῶν, ὁ κυβερνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 951, 1664, Σοφ. Ἀντ. 738, κτλ., πρβλ. θώπτω· οἱ κρατοῦντες Αἰσχύλ. Χο. 265, Σοφ. Ο. Τ. 530, κτλ.· τὸ κρατοῦν Εὐρ. Ἀνδρ. 133, Πλάτ. Νόμ. 714C· ἡ κρατοῦσα, ἡ οἰκοδέσποινα, Αἰσχύλ. Χο. 734. 2) παρὰ ποιηταῖς μετὰ δοτ., ἔχω ἰσχύν, ἡγεμονεύω μεταξύ, μέγα κρατέεις νεκύεσσιν, ἔχεις μέγα κράτος, μεγάλην ἰσχύν, Ὀδ. Λ. 485· ἀνδράσι καὶ θεοῖσι Π. 265· ὡσαύτως κρ. Φθίᾳ, βασιλεύω ἐν..., Πινδ. Ν. 4. 81· ἐν Ἰλιάδι χθονὶ Εὐρ. Ἠλ. 4· πρβλ. ἀνάσσω. 3) μετὰ γεν., εἶμαι κύριός τινος, κυβερνήτης, δεσπότης, ἡγεμὼν ἐπί τινος, πάντων Ἀργείων, πάντων Ἰλ. Α. 79, 288, πρβλ. Ὀδ. Ο. 274, Αἰσχύλ. Πρ. 150, κτλ.· κρ. δωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1673· ὅπλων Σοφ. Αἴ. 1337· κρ. βίου, εἶμαι κύριος..., Ἀνδοκ. 18. 5· κ. αὑτοῦ Σοφ. Αἴ. 1099, πρβλ. Ο. Κ. 405, Ἀντιφῶν 132. 31· ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν Πλάτ. Συμπ. 196C, κτλ.· τῶν πραγμάτων Δημ. 25, τέλ.· εἰς τὸ μήποτε ὀργὴν μὴ πείθεσθαι τοῖς νόμοις κρατῆσαι, εἰς τὸ νὰ μὴ ὑπερισχύῃ ποτὲ ἡ ὀργὴ οὕτως ὥστε νὰ μὴ πείθωνται εἰς τοὺς νόμους, Ξεν. Λακ. 4, 6. ΙΙ. νικῶ, κατισχύω, ὑπερισχύω, ἀπολ., Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 324, κτλ.· πολλῷ ἐκράτησαν Ἡρόδ. 5, 77· εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε Θουκ. 3. 62· ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 29, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, κρ. γνώμῃ, ὑπερισχύω διὰ τῆς γνώμης μου, Ἡρόδ. 9. 42· πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ Πινδ. Ο. 8. 26, Ι. 3. 21· τῇ μάχῃ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 612· ταῖς ναυσὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 648· ὡσαύτως, θουρίῳ ἐν Ἄρει Σοφ. Αἴ. 614· ἐν τοῖς πολέμοις Ἀριστοφ. Πλ. 184· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., κρ. νίκην Εὐρ. ἐν Bgk εἰς Λυρ. σ. 434· τὸν ἀγῶνα Δημ. 520, τέλ.· τὴν μάχην Διόδ. 18. 30· πάντα, εἰς ὅλα τὰ πράγματα, Σοφ. Ο. Τ. 1522· πρβλ. νικάω ἐν τέλ.· οἱ κρατοῦντες, οἱ νικηταί, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 26, κτλ.· (φράσις ἣν οἱ Ἐκκλ. συγγραφεῖς ἐφήρμοσαν εἰς τοὺς Χριστιανούς, πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸς Θεσσ. Β΄ 2. 15)· ἀντίθετ. τῷ οἱ κρατούμενοι, Ἀριστ. Πολ. 1. 6, 1· τὸ κρατοῦν, ἡ κυβερνῶσα ἀρχή, ἐξουσία, δύναμις, αὐτόθι 3. β) εἶμαι ἀνώτερος, πλήθους ἕκατι Αἰσχύλ. Πέρσ. 338. γ) ἔχω δίκαιον, φρονῶ ὀρθῶς, ὁ μὴ πειθόμενος κρατεῖ Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· ― εἶμαι ὁ ἄριστος, Κριτίας 1. 7. δ) ἐπὶ φημῶν, κτλ., ἐπικρατῶ, γίνομαι κοινός, φάτις κρατεῖ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 295· Σοφ. Αἴ. 978, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 738· νόμιμα δὲ τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν Θουκ. 6. 5· κρατεῖ φήμη Πολύβ. 9. 26, 11· (οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δεῖ ταῦτα κρατεῖσθαι Ἀριστ. Πολ. 7. 13, 2, πρβλ. Ποιημ. 18, 11, (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα κροτεῖσθαι). 2) μετ’ ἀπαρ., ὑπερισχύω ὥστε..., κρατοῦντες ὥστε μὴ τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι Θουκ. 4. 104· ― ἀπρόσ., κατθανεῖν κρατεῖ, εἶναι καλλίτερον νὰ..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1364· κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντ’ ἀπολέσθαι Εὐρ. Ἱππ. 248. 3) μετὰ γεν., νικῶ, ὑπερισχύω, τῶν ἐναντίων Σοφ. Ἀποσπ. 106, πρβλ. Ο. Κ. 646, Αἰσχύλ. Θήβ. 960, κτλ.· κρ. τινος τὸν ἀγῶνα Φιλόστρ. 677· ― μεταφ., κρ. τῆς διαβολῆς, νικῶ αὐτήν, Λυσ. 156. 58· ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει, ὑπερέβαινεν, ὑπερέβαλλε, Θουκ. 1. 69· ἡ φύσις... τῶν διδαγμάτων κρατεῖ, εἶναι καλλιτέρα, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 213, πρβλ. 169· ― ἐπὶ ἐδεσμάτων, νικῶ αὐτά, τὰ «χωνεύω», Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 54Β, Φιλοτίμ. αὐτόθι 79C· τῆς τροφῆς μὴ κρατηθείσης Πλούτ. 2. 654Β. 4) μετ’ αἰτ., νικῶ, κυριεύω, ὑπερτερῶ, ὑπερβάλλω, Πινδ. Ν. 10. 46, Αἰσχύλ. Πρ. 213, Θήβ. 189, Εὐρ. Ἄλκ. 490, Ἀριστοφ. Νεφ. 1346, Ὄρν. 419, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 32, κτλ.· τῇ μάχῃ, τῷ πολέμῳ τινὰ Θουκ. 6. 2, Αἰσχίν. 32. 14· τῷ λόγῳ τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 539· πάχει μάκει τε... Πινδ. Π. 4. 436, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 11, 5· κρατεῖ δὲ ὁ τῆς ἡδονῆς βίος τὸν τῆς φρονήσεως Πλάτ. Φίληβ. 11Ε. ― Παθ., νικῶμαι, καταβάλλομαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 750, κτλ.· ὕπνῳ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 148· ὑπὸ τοῦ ὕπνου Ἡρόδ. 2. 121, 4· ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Πλάτ. Νόμ. 633Ε. ΙΙΙ. γίνομαι κύριός τινος, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μού τι, τῆς ἀρχῆς, τῶν νεκρῶν Ἡρόδ. 1. 92., 4. 111· μηδενὸς ὁ αὐτ. 9. 16· σέθεν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 387· τῆς γῆς Θουκ. 3. 6· ναυσὶ τῆς θαλάσσης Πλάτ. Μενέξ. 239Ε· κρ. τῆς λέξεως, κατέχω, εἶμαι κύριος τῆς γλώσσης, Ἀθήν. 275Β. IV. λαμβάνω, πιάνω, «κρατῶ», «βαστῶ», τῆς χειρὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 25, κτλ.· τινὰ τῆς χειρός, «ἀπὸ τὸ χέρι», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 27. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., καταλαμβάνω, κυριεύω τι καὶ κρατῶ αὐτό, κυρίως διὰ τῆς βίας, πᾶσαν αἶαν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 255· θρόνους Σοφ. Ο. Κ. 1381· «πιάνω», συλλαμβάνω, κρατῶ ἰσχυρῶς, τινὰ Βατραχομυομαχ. 63. 236, Πολύβ. 8. 20, 8, Καιν. Διαθ.· ― ὑποστηρίζω, διατηρῶ, τινὰ Διον. Ἁλ. 4. 38· ― διατηρῶ στρατιωτικήν τινα θέσιν, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 7· ― κατέχω ἐν τῇ χειρί, ἔχω, κρατῶ, τι Πλούτ. 2. 99D, Ἀθήν. 289C. V. κυβερνῶ, διοικῶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 10, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 282. ― Παθ., ὅσα γάρ ἐστιν ἐνθάδ’ αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα, ἐμποδιζόμενα ὑπὸ τοῦ νόμου..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 755 κρατεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προβουλεύματος Διον. Ἁλ. 9. 52.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. κρατήσω, ao. ἐκράτησα, pf. κεκράτηκα;
I. être fort, puissant;
II. être le maître :
1 dominer, régner : Ἤλιδα ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί OD l’Élide où dominent les Épéies ; ἅπας τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ ESCHL tout maître est rude, qui exerce le pouvoir depuis peu ; ὁ κρατῶν SOPH le maître ; οἱ κρατοῦντες ESCHL les maîtres, les puissants : ἡ κρατοῦσα ESCHL la maîtresse de la maison ; τὸ κρατοῦν EUR la puissance souveraine, la domination ; κρ. Ἀργείων IL, πάντων IL régner sur les Argiens, sur tous ; κρ. ἀνδράσι καὶ θεοῖσι OD régner sur les hommes et sur les dieux ; κρ. νεκύεσσιν OD régner sur les morts;
2 être le maître ou le possesseur de : κρατῶ τοῦδε, je suis maître de cela, cela m’appartient, j’y ai droit;
3 abs. commander, ordonner;
III. devenir le maître :
1 se rendre maître de, s’emparer de : τῆς ἀρχῆς HDT du pouvoir ; πᾶσαν αἶαν ESCHL de toute la terre ; retenir, conserver en son pouvoir ; κέρατα τοῦ ὄρους XÉN les crêtes de la montagne ; fig. contenir, maîtriser : κρ. ἑαυτοῦ LUC se maîtriser ; τροφὴ κρατηθεῖσα PLUT nourriture qu’on s’est assimilée, qu’on a digérée;
2 être le plus fort, l’emporter sur : κρ. γνώμῃ HDT faire prévaloir un avis ; κρ. ὥστε μὴ τὰς πύλας ἀνοίγεσθαι THC obtenir que l’on n’ouvre pas les portes ; vaincre : τινα τῇ μάχῃ THC, τινα τῷ πολέμῳ ESCHN qqn dans le combat, dans la guerre ; κρ. τῆς διαβολῆς LYS réfuter l’accusation ; Pass. κρατεῖσθαι ὕπνῳ ESCHL, ὑπὸ τοῦ ὕπνου HDT être vaincu par le sommeil ; abs. ἀλλὰ κρατεῖ μὴ γιγνώσκοντι ἀπολέσθαι EUR mieux vaut encore mourir sans connaître son mal ; ὁ κρατῶν ATT le vainqueur ; ὁ κρατούμενος ATT le vaincu;
3 prévaloir, dominer, prendre force de loi, devenir une règle ou une coutume.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
(κράτος): be superior in might, have power, rule over, τινός, sometimes τισίν (among), Od. 11.485, Od. 16.265 ; κρατέων, ‘with might.’
English (Slater)
κρᾰτέω (κρατεῖ; -έων, -έοντα; -εῖν: impf. κράτει, ἐκράτει, κράτεσκε: aor. ἐκράτησε, κράτησεν, κράτησαν; κρατήσαις.)
a be victorious, conquer, excel
I abs., ἐξένεπε κρατέων πάλᾳ (O. 8.20) τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ (O. 10.100) τετραορίας, εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾆ κρατέων (P. 2.5) ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ (P. 10.23) ποσσὶ γὰρ κράτεσκε (N. 3.52) ἐν ἀγαθέᾳ χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς Πυθῶνι κράτησεν (N. 6.35) κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)
II c. acc. cogn., win, overcome ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν (O. 9.84) in zeugma, ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (N. 10.25)
b be powerful, rule Θέτις δὲ κρατεῖ Φθίᾳ (N. 4.50)
c surpass, exceed c. acc. or gen. αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν ἐπιχθονίων Γλαυκῶπις ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν (O. 7.51) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245) ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (ἐκράτεις coni. Kayser) (N. 5.45)
d frag. ]ται κρατεῖν[ ?fr. 333d. 11.
Spanish
dominar, sujetar, sostener, juntar con fuerza
English (Strong)
from κράτος; to use strength, i.e. seize or retain (literally or figuratively): hold (by, fast), keep, lay hand (hold) on, obtain, retain, take (by).
English (Thayer)
imperfect 2nd person plural ἐκρατειτε, Tr marginal reading WH marginal reading; future κρατήσω; 1st aorist ἐκράτησα; perfect infinitive κεκρατηκέναι; passive, present κρατοῦμαι; imperfect ἐκρατουμην; perfect 3rd person plural κεκράτηνται; (κράτος (which see)); the Sept. chiefly for חָזַק, also for אָחַז (to seize), etc.; from Homer down;
1. to have power, be powerful; to be chief, be master of, to rule: absolutely for מָלַך, ὁ κρατῶν, οἱ κρατοῦντες, τίνος, to be ruler of one, מָשַׁל); to get possession of; i. e.
a. to become master of, to obtain: τῆς προθέσεως, Diodorus Siculus 16,20; others) cf. Buttmann, 161 (140); on the tense, Winer s Grammar, 334 (313)).
b. to take bold of: τῆς χειρός τίνος (cf. Winer s Grammar, § 30,8d.; Buttmann, as above), L T Tr WH; τινα τῆς χειρός, to take one by the hand, R G, cf. Matthiae, § 331; τινα, to hold one fast in order not to be sent away, τούς πόδας τίνος, to embrace one's knees, τόν λόγον, to lay hold of mentally (cf. our 'catch at'; but others refer this example to 3b. below), πρός ἑαυτούς with συζητοῦντες).
c. to lay hold of, take, seize: τινα, to lay hands on one in order to get him into one's power, τί, to hold; i. e.
a. to hold in the hand: τί ἐν τῇ δεξιά, τῇ ἀριστερά τόν ἄρτον, Plutarch, mor., p. 99d.).
b. to hold fast, i. e. tropically, not to discard or let go; to keep carefully and faithfully: ὁ ἔχετε, ἔχεις, τό ὄνομα μου, τήν κεφαλήν, i. e. ἐκεῖνον ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, Christ, τήν παράδοσιν, τάς παραδόσεις, τήν διδαχήν, τῆς ὁμολογίας, τῆς ἐλπίδος, to continue to hold, to retain: of death continuing to hold one, passive τάς ἁμαρτίας (opposed to ἀφίημι), to retain sins, i. e. not to remit, to hold in check, restrain: followed by ἵνα μή, τοῦ μή (Winer s Grammar, 325 (305); Buttmann, § 140,16 β.), Matthiae, § 359f; Winer s Grammar, § 30,8d.; Buttmann, 161 (140).
Greek Monotonic
κρατέω: μέλ. -ήσω — Παθ., μέλ. κρατηθήσομαι· (κράτος)· είμαι δυνατός, ισχυρός, κραταιός· απ' όπου
I. 1. απόλ., άρχω, κατέχω εξουσία, κυβερνώ, σε Όμηρ., Τραγ.· ἡ κρατοῦσα, η κυρία του σπιτιού, σε Αισχύλ.
2. με δοτ., άρχω μεταξύ, κρατέεις νεκύεσσιν, σε Ομήρ. Οδ.
3. με γεν., είμαι κύριος ή αφέντης, εξουσιάζω, πάντων, σε Όμηρ.· δωμάτων, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. κατακτώ, κυριαρχώ, παίρνω το «πάνω χέρι», σε Ηρόδ., Αττ.· κρ. γνώμῃ, επικρατώ στο πνεύμα, σε Ηρόδ.· τῇ μάχῃ, σε Ευρ. κ.λπ.· επίσης με σύστ. αντ., κρ. τὸν ἀγῶνα, σε Δημ.· οἱ κρατοῦντες, οι κατακτητές κυρίαρχοι, σε Ξεν.· λέγεται για αναφορές, φήμες, ειδήσεις κ.λπ., επικρατώ, γίνομαι κοινός, σε Σοφ., Θουκ.
2. απρόσ., κατθανεῖν κρατεῖ, είναι καλύτερο να πεθάνει, σε Αισχύλ.· κρατεῖ ἀπολέσθαι, σε Ευρ.
3. με γεν., επικρατώ πάνω σε, σε Αισχύλ.· ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει, ξεπέρασε, υπερείχε αυτού, σε Θουκ.
4. με αιτ., κατακτώ, διευθύνω, διαφεντεύω, υπερτερώ, υπερέχω, σε Πίνδ., Αττ. — Παθ., κατακτιέμαι, σε Ηρόδ., Αττ.
III. γίνομαι αφέντης του, αποκτώ την κυριότητα, τῆς ἀρχῆς, σε Ηρόδ.· τῆς γῆς, σε Θουκ.
IV. 1. λαμβάνω, πιάνω, τῆς χειρός, σε Καινή Διαθήκη
2. με αιτ. πράγμ., καταλαμβάνω, κυριεύω και κρατώ κάτι γερά, θρόνους, σε Σοφ., Ξεν.
V. διοικώ, κυβερνώ, διατάζω, επιστατώ, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρατέω [κράτος] imperf. Ion. 3 sing. ἐκράτεε, med. 3 sing. ἐκρατέετο, iter. κράτεσκε; Aeol. inf. κρέτησαι praes. en impf. meester zijn van, heersen over, met gen.:; ὃς... πάντων Ἀργείων κρατέει die heerst over alle Grieken Il. 1.79; κρατεῖν... ἐπιθυμιῶν zijn lusten beheersen Plat. Smp. 196c; τῆς θαλάττης ἐκράτει καὶ τῶν νήσων hij beheerste de zee en de eilanden Plat. Menex. 239d; in zijn macht hebben, bezitten, met acc.:; τοὺς σοὺς θρόνους κρατοῦσιν zij hebben jouw troon in hun macht Soph. OC 1380; pass.:; τὰ κατὰ πόλεμον κρατούμενα wat in de oorlog wordt veroverd Aristot. Pol. 1255a7; pass. overdr.:; οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι αὐτόν hun ogen werden verhinderd hem te herkennen NT Luc. 24.16; met dat.:; μέγα κρατέεις νεκύεσσιν groot is uw macht onder de doden Od. 11.485; met ἐν + dat.:; κ. ἐν Ἰλιάδι χθονί heersen in het land van Troje Eur. El. 4; abs. de sterkste zijn, heersen, de macht hebben; ptc. subst. masc.: ὁ κρατῶν de machthebber; ptc. subst. f.: ἡ κρατοῦσα de heerseres; ptc. subst. n. τὸ κρατοῦν de macht; overdr. van kracht zijn, gelden:; ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ zoals het gerucht wil Soph. Ai. 978; onpers. met inf. het verdient de voorkeur:. κατθανεῖν κρατεῖ het is beter te sterven Aeschl. Ag. 1364. aor. overwinnen, verslaan, de baas worden, met gen.:; κρατῆσαι τῶν ἐναντίων de overhand krijgen op de tegenstanders Aristot. Pol. 1296a29; met dat. instr.:; μάχῃ κρατήσας ἢ δωρήμασιν; versloeg hij hem in een gevecht of met geschenken? Eur. HF 612; overdr.: ὕπνῳ κρατηθεῖσα overmand door slaap Aeschl. Eum. 148. overdr. (NT) vasthouden, in acht nemen, handhaven, met acc..:; κρατοῦντες τὴν παράδοσιν de traditie in acht nemend NT Marc. 7.3; κ. τὰς ἁμαρτίας de zonden niet vergeven NT Io. 20.23; met gen.: κ. τῆς ὁμολογίας aan het geloof vasthouden NT Hebr. 4.14.