κλαίω
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
old Att. κλάω (v. infr.) [ᾱ] never contracted; Aeol. κλαΐω Lyr.Adesp.65; Ep.2sg.opt.
A κλαίοισθα Il.24.619: Att.impf.ἔκλᾱον, Ep. κλαῖον Od.10.201, Ion.κλαίεσκον Il.8.364, Hdt.3.119, A.Fr.312: fut. κλαύσομαι, 2sg. κλαύσῃ or κλαύσει, Il.18.340, Ar.V.1327 (lyr.), Nu.58, 933 (anap.), E.Cyc.554, etc., rarely κλαυσοῦμαι Ar.Pax1081, 1277 (in mock heroic verses); Att. also κλαιήσω Hyp.Dem.Fr.10, κλᾱήσω D. 19.310, 21.99, later κλαύσω Theoc.23.34, D.H.4.70, Ev.Jo.16.20, Man. 3.143: aor. ἔκλαυσα, Ep. κλαῦσα Od.3.261:—Med., aor. ἐκλαυσάμην S.Tr.153, AP7.412 (Alc. Mess.):—Pass., fut. κλαυσθήσομαι LXX Ps. 77(78).64, κεκλαύσομαι Ar.Nu.1436: aor. ἐκλαύσθην Lyc.831, J.AJ8.11.1 (v.l. κλαυθείς), IG14.2128: pf. κέκλαυμαι A.Ch.687, S.OT1490, κέκλαυσμαι Lyc.273, Plu.2.115b. [κλάω [ᾱ] is recognized as Att. by A.D.Adv.187.26, and is found in codd. of Ar.Av.341, Pl.Lg.792a, Phlb.48a: ἔκλᾰε in later poetry, Theoc.14.32, dub. in Hermesian.7.33 (cf. κλέω A).] (κλᾰϝ-ψω, cf. κλαυ-θμός, etc.) I intr., cry, wail, lament, of any loud expression of pain or sorrow, κλαῖον δὲ λιγέως Od.10.201; πρὸς οὐρανόν Il.8.364; τῆς ἄρα κλαιούσης ὄπα σύνθετο Od.20.92; for the dead, Il.19.297, etc.; ἀμφὶ δὲ σὲ Τρῳαὶ καὶ Δαρδανίδες κλαύσονται 18.340; κλαίοντα καὶ ὀδυρόμενον Pl.R.388b, etc.; διὰ τί οἱ κλαίοντες ὀξὺ φθέγγονται; Arist.Pr.900a20; δάκρυσι κ. D.C. 59.27; of infants, Sor.1.107, al.; of crying for joy, κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ' οἰωνοί κτλ. Od.16.216, cf. Eust.1799.57. 2 αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω 1 shall send him home crying, howling, i.e. well beaten, Il.2.263: freq.in Att., κλαύσεται he shall howl, i.e. he shall suffer for it, Ar.V.1327 (lyr.), Pl.174, al.; κλαύσομαι Id.Nu.58; κλαύσει μακρά you shall howl loudly, i.e. suffer severely, Id.Pax255, cf. 1277; κλαύσῃ φιλῶν τὸν οἶνον E.Cyc.554; κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας A.Supp.925; κλαίων to your sorrow or loss, at your peril, S.OT401, 1152, Ant.754; κλάων ἅψῃ τῶνδε E.Heracl.270, cf. Hipp.1086; δεῦρ' ἔλθ' ἵνα κλάῃς Ar.Nu. 58; κλάειν ἔγωγέ σε λέγω (opp. χαίρειν σοι λέγω) Id.Pl.62, cf. Hdt. 4.127; κλάειν εἴπωμεν Eup.363; κλάειν κελεύων Λάμαχον Ar.Ach. 1131; κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Id.Eq.433; σέ δ' ἐᾶν κλάειν μακρὰ τὴν κεφαλήν suffer terribly in the head, Id.Pl.612 (anap.), cf.V.584. II trans., weep for, lament, κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν Od.1.363, cf. Il.20.210; τι A.Ag.890, S.El.1117; τὰ αὑτοῦ πάθη Plu.Alc.33:— Pass., to be mourned or lamented, ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου A.Ch.687: impers., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ar.Nu.1436. 2 cry for, of infants, μάμμας καὶ τιτθάς Arr.Epict.2.16.39. III Med., bewail oneself, weep aloud, A.Th.920 (lyr.): pf. part. Pass. κεκλαυμένος bathed in tears, Id.Ch.457 (lyr.), 731, S.OT1490. 2 trans., bewail to oneself, πάθη… πόλλ' ἔγωγ' ἐκλαυσάμην Id.Tr.153; κλαιόμενα τάδε βρέφη σφαγάς A.Ag.1096 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1445] att. κλάω, fut. κλαύσομαι u. κλαυσοῦμαι, wie κλαυσούμεθα Ar. Pax 1081; auch κλαύσω, Maneth. 3, 143; κλαύσεις Theocr. 23, 24, wenn nicht mit Mein. κλαυσεῖ zu ändern ist; auch κλαιήσω, Dem. 21, 99. 37, 48 u. Sp.; od. att. κλαήσω, Dem. 19, 310; aor. ἔκλαυσα, perf. κέκλαυμαι, Sp. κέκλαυσμαι, wie Plut. cons. Apoll. 27; – weinen, klagen, Hom. u. Folgde; neben ὀδύρομαι, Od. 8, 577; καὶ κωκύειν 19, 541; ἀμφὶ δέ σε Τρωαὶ καὶ Δαρδανίδες κλαύσονται Il. 18, 339; auch von Pferden, 17, 426; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει Aesch. Spt. 638; κλαίω, στένομαι 854, vgl. Ag. 18; Soph. u. Eur.; in Prosa, ὅταν ἅμα χαίροντες κλάωσι Plat. Phil. 48 a, καὶ ἀγανακτῶ Phaed. 117 d; Sp.; αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, ich werde ihn als einen Weinenden fortschicken, werde ihn unter Schlägen fortjagen, Il. 2, 263, u. so bei den Folgdn κλαίω = bestraft werden, κλάοις ἂν εἰ ψαύσειας Aesch. Suppl. 926, κλάων δοκεῖς μοι ἁγηλατήσειν Soph. O. R. 401; σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλάων δ' ἐρεῖς 1152; Ant. 750; κλαύσει φιλῶν τὸν οἶνον Eur. Cycl. 551; bes. bei den Comic., wie Ar. Nubb. 58 Vesp. 1327; auch κλαίειν λέγω σοι, im Ggstz von χαίρειν σοι λέγω, ich wünsche dir alles Schliume an den Hals, Her. 4, 127 und Ar. Plut. 62, dem οἰμώζειν λέγω σοι entsprechend, vgl. Vesp. 584; ἑφθῇ κλαίειν ἀγορεύω Philox. Ath. I, 5 d; – αἵματι κλαίειν, blutige Thränen weinen, Heliod. 4, 8; Zenob. 1, 34; darnach auch δάκρυσι κλαίειν, D. Cass. 59, 27. – Trans., beklagen, beweinen, τινά, bes. einen Verstorbenen, Il. 20, 210 Od. 1, 363; öfter bei den Tragg. εἴπερ τι κλάεις τῶν Ὀρεστείων κακῶν Soph. El. 1106; μηδὲ ἄλλα κλαίοντά τε καὶ ὀδυρόμενον ὅσα Plat. Rep. III, 388 c; auch pass., σποδὸς ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου Aesch. Ch. 674; αὐτὰ κέκλαυται βῶλος· ἐκ κεκλαυσμένας δ' ἀναθαλήσεται στάχυς Heraclid. 3 (VII, 281); fut., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ar. Nubb. 1436, ich werde vergeblich klagen. – Med. bei sich, für sich weinen, = act.; Aesch. Spt. 903 Ch. 450; τροφὸν δ' Ὀρέστου τήνδ' ὁρῶ κεκλαυμένην 720; vgl. Soph. O. R. 1490. – [Ἔκλαεν mit kurzem α steht Theocr. 14, 32, als aor. II.?]
Greek (Liddell-Scott)
κλαίω: ἀρχ. Ἀττ. κλάω ᾱ μένον ἀεὶ ἀσυναίρετον· Ἐπικ. β΄ ἑν. εὐκτ. κλαίοισθα Ἰλ. Ω. 619· Ἀττ. παρατ. ἔκλᾱον, Ἐπικ. κλαῖον Ὅμ., Ἰων. κλαίεσκον Ἰλ. Θ. 364, Ἡρόδ. 3. 119, ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 298· ― μέλλ. κλαύσομαι, Δωρ. κλαυσοῦμαι (ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρήν. 1081, 1243 ἐν παρῳδουμένοις ἡρωϊκοῖς στίχοις)· κλαυσεῖ (οὐχὶ κλαύσεις) Θεόκρ. 23. 34· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως κλαιήσω ἢ κλᾱήσω, Δημ. 440. 17., 546. 21., 980. 24· παρὰ μεταγεν. (οἷον Διον. Ἁλ. 4. 70, Μανέθων 3. 143, Καιν. Διαθ., Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 541), κλαύσω· ― ἀόριστ. ἔκλαυσα, ἐπ. κλαῦσα Ὀδ. Γ. 261· ― Μέσ., ἀόρ. ἐκλαυσάμην Σοφ., Ἀνθ. ― Παθ., μέλλ. κλαυσθήσομαι Ἑβδ., ὡσαύτως κεκλαύσομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1436· ἀόρ. ἐκλαύσθην Ἀνθ. Π. παράρτ. 341· πρκμ. κέκλαυμαι Τραγ., ὡσαύτως κέκλαυσμαι Λυκόφρ. 273, κτλ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. σ. 320. Ὁ τύπος κλάω ᾱ θεωρεῖται ὡς Ἀττ. ὑπὸ τοῦ Ἀπολλων. περὶ Ἐπιρρ. σ. 600 καὶ μένει ἐν πολλοῖς τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. τοῦ Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ.· ὁ δὲ Πόρσων ἀποκατέστησεν αὐτὸν πανταχοῦ παρὰ Τραγ.· οὕτω κάω, ἀεί, ἐλάα· ― ἔκλᾰε μόνον παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, Θεόκρ. 14. 32. (τὸ ι ἐν τῷ κλαίω, ὡς καὶ ἐν τῷ καίω, παριστάνει ϝ, ὅπερ ἀναφαίνεται εἰς τοὺς μέλλοντας κλαύσομαι, καύσω, πρβλ. κλαυθμός, κλαῦμα, καῦσος, κτλ.· ― ἡ ῥίζα ἄρα ἦτο ΚΛΑϜ). Ι. ἀμεταβ., κλαίω, θρηνῶ, ὀδύρομαι, ἐπὶ πάσης ἰσχυρᾶς (μεφαλοφώνου) ἐκδηλώσεως ὀδύνης ἢ θλίψεως ἰδίως ὑπὲρ τῶν νεκρῶν, Ὅμ., κτλ.· ἀμφὶ δέ σε Τρῶες καὶ Δαρδανίδες κλαύσονται Ἰλ. Σ. 340· οὕτω παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, δάκρυσι κλ. Δίων Κ. 57. 27· αἵματα κλ. Ἡλιόδ. 4. 8. 2) αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, θὰ τὸν ἀποστείλω κλαίοντα, δηλ. «δαρμένον», Ἰλ. Β. 263· ἐντεῦθεν αἱ κοιναὶ Ἀττ. φράσεις, κλαύσεται θὰ κλαύσῃ, δηλ. θὰ μετανοήσῃ ἢ θὰ πάθῃ δι’ αὐτό, Ἀριστοφ. Σφ. 1327, Πλ. 174 ἀλ.· οὕτω κλαύσομαι ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 59· κλαύσει μακρά, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρήν. 255, πρβλ. 1243· κλαύσει φιλῶν τὸν οἶνον Εὐρ. Κύκλ. 554 (πρβλ. κλαύσἄρα)· κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925· κλάων, πρὸς βλάβην σου, πρὸς λύπην σου, μὲ κίνδυνόν σου, cum magno tuo malo, Σοφ. Ο. Τ. 401, 1152, Ἀθήν. 754· κλάων ἅψει τῶνδε Εὐρ. Ἡρακλ. 270, πρβλ. Ἱππ. 1086· δεῦρ’ ἔλθ’ ἵνα κλάῃς Ἀριστοφ. Νεφ. 58· κλάειν σοι λέγω, Λατ. plorare te jubeo, ἀντίθετ. τῷ χαίρειν σοι λέγω, Ἀριστοφ. Πλ. 62, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 127· κλάειν εἴπωμεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 64· κλάειν κελεύων Λάμαχον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1129· κλάειν σε μακρὰ κελεύσας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 433· ἐντεῦθεν, κλάειν, μακρὰ τὴν κεφαλήν, πάσχειν σφοδρῶς κατὰ τὴν κεφαλήν, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 612· πρβλ. κλαυσιάω. ΙΙ. μεταβατ., κλαίω διά τινα, θρηνῶ, κλαῖεν ἔπειτ’ Ὀδυσῆα φίλον πόσιν Ὀδ. Α. 363, πρβλ. Ἰλ. Υ. 210· τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 890, Σοφ. Ἠλ. 1117, Ἀριστοφ. Σφ. 584, Πλάτ., κλ. · ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθητ., εἶμαι ἀντικείμενον κλαυθμοῦ, θρήνου ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου Αἰσχύλ. Χο. 687· ἀπροσ., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται Ἀριστοφ. Νεφ. 1436. ΙΙΙ. Μέσ., κλαίω δι’ ἐμαυτόν, κλαίω δυνατά, μεγαλοφώνως, Αἰσχύλ. Θήβ. 920, Ἄγ. 1096· καὶ οὕτω, μετοχ. παθ. πρκμ., κεκλαυμένος, πλήρης δακρύων, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 458, 731, Σοφ. Ο. Τ. 1490. 2) μεταβατ., θρηνῶ πρὸς ἐμαυτόν, πάθη... πόλλ’ ἔγωγ’ ἐκλαυσάμην ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 153.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔκλαιον, att. ἔκλαον ; f. κλαύσομαι, att. κλαιήσω ou κλαήσω ; ao. ἔκλαυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκλαύσθην, pf. κέκλαυμαι, postér. κέκλαυσμαι;
I. intr. pleurer, etc. : ἀμφί τινα, sur qqn ; κλάειν τινὶ λέγειν, souhaiter du mal à qqn ; αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω IL je te renverrai pleurant, càd battu, meurtri ; κλαίοντά τινα καθιστάναι XÉN faire pleurer qqn, le maltraiter ; κλάοις ἄν, εἰ ESCHL tu t’en repentirais, si ; au part. prés. κλάων SOPH à tes risques et périls, pour ton malheur;
II. tr. 1 pleurer sur, déplorer : τινα, pleurer qqn ; τι, déplorer qch;
2 appeler en criant, acc.;
Moy. κλαίομαι;
1 intr. pleurer pour soi ou sur soi ; κεκλαυμένος ESCHL qui est en larmes;
2 tr. pleurer ou déplorer pour soi, acc..
Étymologie: R. ΚλαϜ, pleurer, d’où devant un j = ι, κλαϜι- > κλαι-, att. κλα-, et dev. une cons. κλαυ-.
English (Autenrieth)
ipf. κλαῖον, iter. κλαίεσκε, fut. κλαύσομαι, aor. κλαῦσε: weep, cry; freq. of lamenting the dead (either as natural or as formal ceremonial utterance), hence used transitively, Il. 19.300, Od. 1.263.
English (Strong)
of uncertain affinity; to sob, i.e. wail aloud (whereas δακρύω is rather to cry silently): bewail, weep.
English (Thayer)
imperfect ἔκλαιον; future κλαύσω (Tr WH text in κλαύσομαι. more common in Greek writ, especially the earlier, and found in Krüger, § 40 under the word, i., p. 175f; Kühner, § 343, under the word, i., p. 847; (Veitch, under the word); Buttmann, 60 (53); (Winer's Grammar, 87 (83))); 1st aorist ἔκλαυσα; the Sept. frequently for בָּכָה; (from Homer down); to mourn, weep, lament;
a. intransitive: πολλά, for which L T Tr WH πολύ, πικρῶς, γελαν); χαίρειν); ἐπί τίνι, over anyone, R G (πενθεῖν, R G L; κλαίειν ἐπί τινα, L T Tr WH; κόπτεσθαι followed by ἐπί τινα, T Tr WH.
b. transitive, τινα, to weep for, mourn for, bewail, one (cf. Buttmann, § 131,4; Winer's Grammar, 32,1 γ.): in SYNONYMS: δακρύω, κλαίω, ὀδύρομαι, θρηνέω, ἀλαλάζω (ὀλολύζω), στενάζω: strictly, δακρύω denotes to shed tears, weep silently; κλαίω to weep audibly, to cry as a child; ὀδύρομαι to give verbal expression to grief, to lament; θρηνέω to give formal expression to grief, to sing a dirge; ἀλαλάζω to wail in oriental style, to howl in a consecrated, semi-liturgical fashion; στενάζω to express grief by inarticulate or semi-articulate sounds, to groan. Cf. Schmidt chh. 26,126.]
Greek Monolingual
και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω)
1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην αγκαλιά τών εδικών μου επάνω - ω ψεύτικη χαρά μου - γλυκά κλαίω», Γρυπ.
δ. «οὔτε κλάειν οὔτ' ὀδύρεσθαι πρέπει», Αισχύλ.
ε. «ὁ Πέτρος ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» ΚΔ.
στ. «κλαῖεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν», Ομ. Οδ.)
2. υποφέρω (α. «κλαύσει μακρά», Αριστοφ.
β. «σέ δ' ἐάν κλάειν μακρὰ τὴν κεφαλήν» — και εσένα θα σέ αφήσω να χτυπάς το κεφάλι σου)
νεοελλ.
1. λυπάμαι, οικτίρω (α. «κλαίει τη μοίρα του» β. «έτσι που κατάντησε, κλάφτονε» γ. «είναι να τον κλαις»)
2. μέσ. κλαίγομαι και κλαίομαι
παραπονιέμαι για κάτι, συνήθως χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος («έρχεται και μού κλαίγεται κάθε μέρα»)
3. (φρ. α) «τραβάτε με κι ας κλαίω» — για εκείνους που προσποιούνται ὅτι δεν θέλουν αυτό που επιθυμούν πολύ
β) «να κλαίει η μάννα το παιδί και το παιδί τη μάννα» — μεγάλη συμφορά
4. παροιμ. α) «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» — γι' αυτούς που ευτυχούν ή ευπορούν, αλλά μεμψιμοιρούν
β) «αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνει η μάννα του βυζί» — αν δεν απαιτεί κάποιος με επιμονή το δίκιο του, δεν πρόκειται να το βρει
γ) «δεν κλαίω κείνα πού 'παθα, μόνο τά θέλω πάθει» — δεν στενοχωριέμαι για τα παθήματα του παρελθόντος αλλά για τις συνέπειές τους
νεοελλ.-μσν.
1. πενθώ («περάσανε τρία χρόνια από τον θάνατό του κι ακόμη τον κλαίει»
2. (η έναρθρη προστ. αορ. ως ουσ.) το κλάψε
ο θρήνος
αρχ.
1. μέσ. κλαίομαι
θρηνώ για τον εαυτό μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κεκλαυμένος, -η, -ον
βουτηγμένος στα δάκρυα («ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι πρὸς οἶκον ἵξεσθ' ἀντὶ τῆς θεωρίας», Σοφ.)
3. φρ. α) «κλαίειν λέγω» — να σκάσεις (Ηρόδ.)
β) «αὐτὸν δὲ κλαίοντα... ἐπὶ νῆας ἀφήσω» — και αυτόν θα τὸν στείλω ξυλοδαρμένο πίσω στα πλοία (Ομ. Ιλ.)
γ) «κλάοις ἄν εἰ ψαύσειας» — θα τιμωρηθείς αν αγγίξεις (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι τ. κλαύσω, ἔκλαυσα επιτρέπουν την επανασύνθεση ενός ενεστώτα κλαF-yω. Η μόνη πιθανή σύνδεση είναι με το αλβ. klanj, kanj «κλαίω» (< qlau-n-yo), που συνδυάζει έρρινο και ημιφωνικό επίθημα. Στα παρ. και στα σύνθ. εμφανίζει τα θέματα κλαυ- και κλαυσ- (νεοελλ. κλαψ-), ενώ στους τύπους κλαυθ- το -θ- είναι τερματικό στοιχείο.
ΠΑΡ. κλαυθμός, κλά(ύ)μα, κλαυ(σ)τός
αρχ.
κλαυ(θ)μονή, κλαύσις, κλαύσμα, κλαυστήρ
μσν.- νεοελλ.
κλάψιμο
νεοελλ.
κλαμός, κλα(ψ)ούρα, κλάψα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κλαυσίγελως
αρχ.
κλαιωμιλία, κλαυσίδειπνος, κλαυσίμαχος
νεοελλ.
κλαψοπαναγιά, κλαψοπούλι. (Β' συνθετικό) παρακλαίω
αρχ.
μετακλαίω, περικλαίω, προσκλαίω, συγκλαίω, υποκλαίω
νεοελλ.
γελοκλαίω, κουτσοκλαίω, κρυφοκλαίω, μισοκλαίω, μυξοκλαίω, ξανακλαίω, πικροκλαίω, σιγοκλαίω, συχνοκλαίω, ψευτοκλαίω].
Greek Monotonic
κλαίω: Αττ. κλάω [ᾱ]· Επικ. βʹ ενικ. ευκτ. κλαίοισθα· Αττ. παρατ. ἔκλᾱον, Επικ. κλαῖον, Ιων. κλαίεσκον· μέλ. κλαύσομαι, Δωρ. κλαυσοῦμαι, Αττ. επίσης κλαιήσω ή κλαήσω, αόρ. αʹ ἔκλαυσα, Επικ. κλαῦσα — Παθ., μέλ. κεκλαύσομαι, αόρ. αʹ ἐκλαύσθην, παρακ. κέκλαυμαι·
I. αμτβ., θρηνώ, οδύρομαι, θρηνολογώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω, θα τον στείλω σπίτι κλαίγοντας, δηλ. νικημένο, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, κλαύσεται, θα κλάψει, δηλ. θα το μετανιώσει, σε Αριστοφ.· κλαύσει μακρά, στον ίδ.· κλάων, προς βλάβη σου, προς δικό σου κίνδυνο, σε Σοφ., Ευρ.· κλάειν σε λέγω ή κελεύω, Λατ. plorare te jubeo, σε Αριστοφ.
II. μτβ., κλαίω για κάποιον, θρηνώ, σε Όμηρ.· στην Παθ., θρηνούμαι, σε Αισχύλ.· απρόσ., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται, θα θρηνήσω μάταια, σε Αριστοφ.
III. 1. Μέσ., κλαίω για τον εαυτό μου, θρηνώ μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· ομοίως μτχ. Παθ. παρακ. κεκλαυμένος, πολυδάκρυτος, γεμάτος δάκρυα, στον ίδ., σε Σοφ.
2. μτβ., θρηνώ μόνος μου, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαίω en κλᾱ́ω praes. opt. 2 sing. κλαίοισθα, imperf. ἔκλαον en ἔκλαιον, ep. κλαῖον, imperf. iter. ep. κλαίεσκε; aor. ἔκλαυσα, med. ἐκλαυσάμην; aor. pass. ἐκλαύσθην; perf. κέκλαυκα; med.-pass. κέκλαυμαι, later κέκλαυσμαι; fut. perf. κεκλαύσομαι; fut. κλαιήσω, Att. κλαήσω, later κλαύσω, med. κλαύσομαι, zelden κλαυσοῦμαι huilen, klagen:; ὁ μὲν κλαίεσκε πρὸς οὐρανόν telkens uitte hij zijn verdriet tot de hemel Il. 8.364; τροφὸν δ ’ Ὀρέστου τήνδ ’ ὁρῶ κεκλαυμένην ik zie hier de voedster van Orestes in tranen zitten Aeschl. Ch. 731; in dreigementen:; κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας het zal je berouwen, als je hen aanraakt Aeschl. Suppl. 925; ptc.: σὺ πρὸς χάριν μὲν οὐκ ἐρεῖς, κλαίων δ ' ἐρεῖς dat zul je niet tot je plezier zeggen, je zult het tot je verdriet zeggen Soph. OT 1152. huilen om, beklagen, met acc.:; κλαῖεν... Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν zij huilde om Odysseus, haar dierbare echtgenoot Od. 1.363; ook med.:; πάθη... πόλλ ’ ἔγωγ ’ ἐκλαυσάμην talrijk zijn mijn lotgevallen die ik beweend heb Soph. Tr. 153; onpers. pass.: μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται er zal vergeefs door mij geweend zijn Aristoph. Nub. 1436.
Russian (Dvoretsky)
κλαίω: атт. κλάω (ᾱ) (атт. impf. ἔκλᾱον, fut. κλαύσομαι - атт. κλαιήσω и κλαήσω, aor. ἔκλαυσα - эп. 3 л. sing. κλαῦσε; med.: aor. ἐκλαυσάμην, part. pf. κεκλαυσμένος; pass.: aor. ἐκλαύσθην, pf. κέκλαυμαι - поздн. κέκλαυσμαι)
1) плакать, рыдать (επί τινι и ἐπί τινα NT): εἰπὲ ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι; Hom. скажи, отчего ты плачешь и скорбишь?; κλαυσεταί τις Arph. кто-нибудь (из них) поплачет, т. е. поплатится; κλαίων δοκεῖς μοι ἀγηλατήσειν Soph. думаю, что себе на горе ты отправишь в изгнание (виновника мора в Фивах); (в угрозах) κ. τινὶ λέγειν или κελεύειν Arph. заставлять кого-л. плакать, т. е. желать кому-л. всяческого зла или расправляться с кем-л.; κ. λέγω! Her. смотри ты у меня!; κλαίοντά τινα καθιστάναι Xen. заставлять плакать, т. е. мучить кого-л.; κεκλαυμένος Aesch., Soph. плачущий, весь в слезах;
2) оплакивать (φίλον πόσιν Hom.; τὶ τῶν Ὀρεστείων κακῶν Soph.; τὰ τέκνα ἑαυτοῦ NT): σποδὸς ἀνδρὸς εὖ κεκλαυμένου Aesch. прах человека, горячо (или горько) оплаканного.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: lament, bewail, weep over.
Other forms: Att. also κλάω (Schwyzer 266), aor. κλαῦσαι (Il.), pass. κλαυ(σ)θῆναι (Lyc., J.), fut. κλαύσομαι (Il.), κλαύσω (Theoc.), κλα(ι)ήσω (Att.; vgl. Chantraine BSL 28, 15), also κλαυσούμεθα? (Ar. Pax 1081; cf. Schwyzer 786), perf. κέκλαυμαι (A., S.), -σμαι (Lyl., Plu.), fut. κεκλαύσομαι (Ar.),
Compounds: rarely with prefix like μετα-, συν-,
Derivatives: 1. κλαυθμός weeping (Il.) with several derivv.: κλαυθμώδης suffocated from weeping (Hp.), κλαυθμηρός weeping (sch.), κλαυθμών place for weeping (LXX); κλαυθμυρίζομαι, -ίζω moan (Hp., [Pl.] Ax.), expressive cross of κλαυθμός and μύρομαι with ending after the verbs in -ίζομαι (cf. Schwyzer 644), with κλαυθμυρισμός (Is., Plu.). - 2. κλαύματα pl. moaning, lamenting (Att.), κλαύσματα (Porph.). - 3. κλαυμοναί pl. id. (Pl. Lg. 792a; after Stob. κλαυθμοναί [s. on 1.]; cf. πημοναί). - 4. κλαῦσις weeping (hell.) with κλαυσιάω long to weep (Ar. Pl. 1099), κλαυσί-γελως m. with weeping combined laughing (X.) - 5. κλαυστήρ cryer (Man.) and κλαυστικός (Apoll. Lex.); κλαυ(σ)τός (A., S.). - Quite uncertain is the present κλαύθονται (PTeb. 3, 7; Epigramm; poetical momentary formation?, cf. Schwyzer 703).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [599]. PGX [probably a word of Pre-Greek origin] *klau- weep
Etymology: From κλαύ-σομαι, κλαυ-θμός a. o. we see a present *κλάϜ-ι̯ω. - A connection gives only Alb. klanj, kanj weep from *klau-n-i̯ō with combination of nasal- and yot-suffix (Brugmann Grundr.2 2 : 3, 382); cf. Mann Lang. 26, 381. If IE from *kleh2u-? But there is no further connection with any IRE language, so Pre-Greek?
Middle Liddell
I. to weep, lament, wail, Hom., etc.; αὐτὸν κλαίοντα ἀφήσω I shall send him home weeping, i. e. well beaten, Il.; hence κλαύσεται he shall weep, i. e. he shall repent it, Ar.; κλαύσει μακρά Ar.; κλάων to your sorrow, at your peril, Soph., Eur.; κλάειν σε λέγω or κελεύω, Lat. plorare te jubeo, Ar.
II. trans. to weep for, lament, Hom.:—in Pass. to be lamented, Aesch.: impers., μάτην ἐμοὶ κεκλαύσεται I shall mourn in vain, Ar.
III. Mid. to bewail oneself, weep aloud, Aesch.; so perf. part. pass., κεκλαυμένος bathed in tears, all tears, Aesch., Soph.
2. trans. to bewail to oneself, Soph.
Frisk Etymology German
κλαίω: {klaíō}
Forms: att. auch κλάω (Schwyzer 266), Aor. κλαῦσαι (seit Il.), Pass. κλαυ(σ)θῆναι (Lyk., J. u. a.), Fut. κλαύσομαι (seit Il.), κλαύσω (Theok. usw.), κλα(ι)ήσω (att.; vgl. Chantraine BSL 28, 15), auch κλαυσούμεθα? (Ar. Pax 1081; vgk. Schwyzer 786 m. Lit.), Perf. κέκλαυμαι (A., S.), -σμαι (Lyk., Pku.), Fut. κεκλαύσομαι (Ar.),
Grammar: v.
Meaning: ‘laut klagen, (be)weinen’.
Composita : vereinzelt mit Präfix wie μετα-, συν-,
Derivative: Ableitungen: 1. κλαυθμός das Weinen (seit Il.) mit mehreren Ablegern: κλαυθμώδης vom Weinen erstickt (Hp. u. a.), κλαυθμηρός weinend (Sch.), κλαυθμών Platz zum Weinen (LXX); κλαυθμυρίζομαι, -ίζω winseln, wimmern (Hp., [Pl.] Ax. usw.), expressive Kreuzung von κλαυθμός und μύρομαι mit Ausgang nach den Verba auf -ίζομαι (vgl. Schwyzer 644), davon κλαυθμυρισμός (Is., Plu. u. a.). — 2. κλαύματα pl. das Gewimmer, Wehklagen (att.), κλαύσματα (Porph.). — 3. κλαυμοναί pl. ib. (Pl. Lg. 792a; nach Stob. κλαυθμοναί [s. zu 1.]; vgl. πημοναί). — 4. κλαῦσις das Weinen (hell.) mit κλαυσιάω zu weinen wünschen (Ar. Pl. 1099), κλαυσίγελως m. mit Weinen vermischtes Lachen (X. u. a.) — 5. κλαυστήρ Weiner (Man.) und κλαυστικός (Apoll. Lex.); κλαυ(σ)τός (A., S.). — Ganz unsicher ist das Präsens κλαύθονται (PTeb. 3, 7; Epigramm; poetische Augenblicksbildung?, vgl. Schwyzer 703 m. Lit.).
Etymology : Aus κλαύσομαι, κλαυθμός u. a. ergibt sich ein Präsens *κλάϝι̯ω. — Eine annehmbare Anknüpfung bietet nur alb. klanj, kanj weinen aus *qlau-n-i̯ō mit Kombination von Nasal- und Jotsuffix (Brugmann Grundr.2 2 : 3, 382); vgl. Mann Lang. 26, 381.
Page 1,865
Chinese
原文音譯:kla⋯w 克來哦
詞類次數:動詞(40)
原文字根:慟哭 相當於: (בָּכָה)
字義溯源:嗚咽*,哭,哭泣,哀悼,哀哭,啼哭,流淚,呼喊,痛哭。這字使用40次,可歸納為下列四點:
1)哭泣與死亡或喪失有關,如拿撒路的死( 約11:31 ,33)
2)哭泣與後悔有關,如彼得不認主的後悔( 太26:75)
3)哭泣與審判和永遠的毀滅有關,( 啓18:15 ,19)
4)哭泣與同情有關,如主耶穌為耶路撒冷哀哭( 路19:41)
同源字:1) (κλαίω)鳴咽 2) (κλαυθμός)哀哭 參讀 (ἀλαλάζω)同義字
出現次數:總共(40);太(2);可(4);路(11);約(8);徒(2);羅(2);林前(2);腓(1);雅(2);啓(6)
譯字彙編:
1) 哭(15) 太2:18; 太26:75; 路7:13; 路7:38; 路8:52; 路22:62; 路23:28; 路23:28; 約11:31; 約11:33; 約11:33; 約20:11; 徒9:39; 羅12:15; 啓5:5;
2) 哭泣(9) 可5:38; 可5:39; 可16:10; 路6:25; 雅4:9; 啓18:9; 啓18:11; 啓18:15; 啓18:19;
3) 哀哭的(2) 林前7:30; 林前7:30;
4) 你⋯哭(2) 約20:13; 約20:15;
5) 哀哭的人(2) 路6:21; 羅12:15;
6) 我⋯哭(1) 啓5:4;
7) 你們⋯啼哭(1) 路7:32;
8) 他們⋯哭泣(1) 路8:52;
9) 應當哭泣(1) 雅5:1;
10) 痛哭(1) 徒21:13;
11) 哭了(1) 可14:72;
12) 哀哭(1) 路19:41;
13) 將要痛哭(1) 約16:20;
14) 她哭(1) 約20:11;
15) 流淚的(1) 腓3:18