χαράσσω

From LSJ
Revision as of 15:35, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρᾰ́σσω Medium diacritics: χαράσσω Low diacritics: χαράσσω Capitals: ΧΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: charássō Transliteration B: charassō Transliteration C: charasso Beta Code: xara/ssw

English (LSJ)

Att. χαράττω,
A make pointed, sharpen, whet, ἅρπας, ὀδόντας, Hes.Op.573, Sc.235, cf. Plu.2.350d; καθάπερ βέλη τὰ πράγματα ib. 825f; χαρασσόμενος σίδηρος Hes.Op.387.
2 furnish with notches or teeth, like a saw, τὰ σιδήρια Arist.Aud.803a3:—Pass., of certain birds, ἔχουσι . . τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Id.PA662b16; φύλλα κεχαραγμένα = serrated leaves, Dsc.4.173, cf. Thphr.HP3.10.5; σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις = jagged or rugged with... Theoc.17.31.
3 metaph., whet, stimulate, ἔρως ψυχὰς χ. S.Fr.684 codd. Stob. (ταράσσει E.Fr.431 codd. Clem.Al.); τὸ φιλόνικον Plu.2.92a, cf. 825f:—Pass., κεχαραγμένος τινί = exasperated at... Hdt.7.1; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου = be not angry at him for this, E.Med.157 (lyr.); τῇπαρρησίᾳ χαραχθείς Plu.2.74e.
II cut into furrows, scratch, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον κεντεῖ Pi.P.1.28; κῦμα χ. Orph.A.372; ἀρότρῳ . . χ. χέρσον AP6.238 (Apollonid.); ὕδωρ ἐρετμοῖς Nonn.D.3.46, cf. 41.114 (Pass.); τῷ θερμῷ χαράσσοντι τὴν ἐπιφάνειαν Plu.2.651e:— Pass., νῶτον χαραχθείς wounded, E.Rh.73; κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον A.Pers.683; θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη AP10.2 (Antip. Sid.), cf. 10.14 (Agath.); τόπος κεχαραγμένος ὑπὸ ὄμβρου, gloss on ῥωχμός, Sch.Gen.Il.23.420.
2 smite, LXX 3 Ki.15.27.
3 stamp, seal, PRyl. 160.6 (i. A. D.), etc.
4 brand, BGU100.3 (Pass., ii A. D.), etc.
III engrave, carve, ἐν νομίσματι [Βάττον] χαράσσω = (i.e. stamp his portrait) Arist. Fr.528; οὔρεακαὶ πόντον ὑπὲρ τύμβοιο AP7.237 (Alph.); στάλαν ib.547 (Leon.Alex.); inscribe, δόγματα . . εἰς στήλην SIG795B27 (Delph., i A. D.); γράμμα . . τοίχοισι χαράξω Theoc.23.46, cf. AP12.130; ἐν τύμβῳ γράμμ' ἐχάραξε τόδε Erinn.5.8; τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. APl.4.293; γραφίδεσσι . . χάραξα . . ἱερὸν λόγον Hymn.Is.11; [νόμους] εἰς πίνακας χ. D.S.12.26; ὁ γραμματεὺς τοῦ δήμου τὸ β ἐχάραξα BMus.Inscr.481*.430 (Ephesus); simply, write, γράμματα PMasp.2 ii 2 (vi A. D.), sketch, draw, μορφὴν χαράξαι AP11.412 (Antioch.), cf. Anacreont.55.5; of the down marking the cheek, APl.5.344:—so in Med., ἴουλος ἄχνοα χιονέης ἐχαράσσετο κύκλα παρειῆς Nonn.D.10.180:—Pass., ib.5.404; [ὄμμα] ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, of lines drawn with antimony, AP9.139 (Claudian.); ἐπὶ τοῦ νομίσματος κεχαράχθαι πέλεκυν Arist.Fr.593; στήλας γράμμασι κεχαραγμένας D.S.3.44; στῆλαι χαράσσονται IG14.297 (Panormus); τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Luc.Am.16; τὸ χαραχθὲν νόμισμα = stamped money, coin, Plb.10.27.13; χρῆσθαι τῷ . . μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι IG22.1013.64; also of the letters engraved, Peripl.M. Eux.2: metaph., λέξις κεχαραγμένη = with a stamp, i.e. character of its own, Diocl.Magn.Stoic.3.213; τὴν μὲν (sc. τὴν σοφιστικὴν) ἰδιώματι κεχαράχθαι φήσομεν Phld.Rh.1.77 S. (Perh. a Semitic loanword, cf. Hebr. ḥāraš 'engrave'; or cogn. with Lith. žer̃i 'rake, scrape'.)

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -ξω· (ἴδε γράφω). Κάμνω τι ὀξύ, ὀξύνω, ἀκονῶ, ἅρπας χαρασσέμεναι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 571· ἐχάρασσον ὀδόντας ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 235· χαρασσομένοιο σιδήρου Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 385. 2) χαράσσω τι διὰ ῥίνης, ὅταν ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πρίονας Ἀριστ. περὶ Ἀκουστῶν 45. - Παθ., ἐπί τινων πτηνῶν, ἔχουσι ... τὰ ἄκρα τοῦ ῥύγχους κεχαραγμένα Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 3. 1, 17· φύλλα κεχαραγμένα, ὀδοντωτά, Διοσκ. 4. 175· σκύταλον κεχ. ὄζοις, ἀνώμαλον ἢ τραχὺ μέ ... Θεόκρ. 17. 31· μεταφορ., (ὄμμα) ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, ἀπαστράπτει ἀπατηλῶς, ἐπὶ τῆς ἐντυπώσεως ἣν παράγει ἡ βαφὴ τῶν βλεφάρων, Ἀνθ. Παλατ. 9. 139. 3) μεταφορ., ὡς τὸ θήγω, ὀξύνω, ἔρως ψυχὰς χ. (διάφ. γραφὴ ταράσσει) Σοφ. Ἀποσπ. 607, πρβλ. Πλούτ. 2. 92A, 825E. - Παθ., κεχαραγμένος τινί, ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 7. 1· κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου, μὴ ὀργίζου πρὸς αὐτὸν διὰ τοῦτο, Εὐρ. Μήδ. 157· τῇ παρρησίᾳ χαραχθείς Πλούτ. 2. 74D. II. χαράσσω, αὐλακίζω, διασχίζω, στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ’ ἅπαν νῶτον κεντεῖ, «τὸ ὑπεστρωμένον ἔδαφος κεντρῶδες (ὂν) κεντεῖ καὶ ἐπιξύει τὸ τοῦ Τυφῶνος νῶτον», ... ἢ «τὸ κεκλιμένον νῶτον κεντεῖ ἐπιξύουσα ἡ ὑποκειμένη τοῦ ἐδάφους κεντρώδης στρωμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 1. 54· χ. κῦμα Ὀρφ. Ἀργον. 370· ἀρότρῳ ... χ. χέρσον Ἀνθ. Παλατ. 6. 238· ὕδωρ ἐρετμοῖς Νόνν. Διονυσ. 3. 46, πρβλ. 41. 114· - Παθ., νῶτον χαραχθείς, τρωθείς, Εὐρ. Ρῆσ. 37, πρβλ. Πλούτ. 2. 651E· κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον Αἰσχύλ. Πέρσ. 683· θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη Ἀνθ. Παλατ. 10. 2, πρβλ. 10. 14. ΙΙΙ. ἐγχαράττω, ἐπιγράφω, γράφω, ἐν νομίσματι ‘Βάττον’ χ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 485, πρβλ. 551· γράμμα ... τοίχοισι χαράξω Θεόκρ. 23. 46, πρβλ. Ἀνθολ. Παλατ. 12. 130· ἐν τύμβῳ γράμμ’ ἐχάραξε τόδε Ἤριννα αὐτόθι 7. 710· τὸν Τροίης πόλεμον σελίδεσσι χ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 293 [νόμους] εἰς πίνακας χ. Διόδ. 12. 26· καθόλου, σχεδιάζω, διαγράφω, παριστάνω, μορφὴν χαράξαι Ἀνθ. Παλατ. 11. 12, πρβλ. Ἀνακρεόντ. 51· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χνοῦ τῆς παρειᾶς Χριστοδ. Ἔκφρ. 279, Ἀνθ. Πλαν. 344, Νόνν. Διονυσ. - Παθ., στήλας γράμμασι κεχαραγμένας Διόδ. 3. 44· τοῖχος ἅπας ἐχαράσσετο Λουκ. Ἔρωτ. 16· τὸ χαραχθὲν νόμισμα Πολύβ. 10. 27, 13· χρῆσθαι τῷ ... μέτρῳ κεχαραγμένῳ τῷ χαρακτῆρι Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 74· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν κεχαραγμένων γραμμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. 2.

French (Bailly abrégé)

néo-att. χαράττω;
f. χαράξω, ao. ἐχάραξα;
Pass. ao. ἐχαράχθην, pf. κεχάραγμαι;
1 aiguiser, acc. : fig. τὸ φιλόνεικον PLUT exciter l’humeur querelleuse de qqn ; κεχαραγμένος τινί HDT irrité contre qqn ; χαράττεσθαί τινί τι EUR se fâcher contre qqn au sujet de qch;
2 faire une entaille, une incision, particul. écorcher, déchirer, acc. ; fig. χ. λόγῳ τινά PLUT égratigner qqn par des remarques malignes.
Étymologie: χάραξ.

English (Slater)

χᾰράσσω
   1 tear στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ (P. 1.28)

Spanish

grabar, hacer una incisión

Greek Monolingual

Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α
1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω
2. γράφω
3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός μελλοντικού έργου (α. «ο δρόμος χαράχθηκε έτσι ώστε να μην διασχίζει την πόλη» β. «μεγάλην αὐτὴν [ενν. τὴν ἐκκλησίαν] ἐχάραξεν ὀλίγων ὄντων τῶν Χριστιανῶν ἐν τῇ πόλει», Μαρκ. Δ.)
νεοελλ.
1. τραβώ ευθείες γραμμές πάνω σε χαρτί με μολύβι ή πένα, χαρακώνω
2. τραυματίζω κάποιον στο πρόσωπο ή στο σώμα με αιχμηρό αντικείμενο («ο δράστης τήν χάραξε στο πρόσωπο για να τήν φοβίσει»)
3. μτφ. προσδιορίζω την κατεύθυνση («ύστερα από ουσιαστικό διάλογο με όλα τα κόμματα, η κυβέρνηση θα χαράξει την πολιτική και την τακτική της στον τομέα αυτό»)
4. (ως τριτοπρόσ.) χαράζει
αρχίζει να φέγγει η ημέρα, να ξημερώνει
5. φρ. α) «χαράζω τον μύλο»
(παλαιότερα) κάνω εγκοπές στη μυλόπετρα για το καλύτερο άλεσμα του σιταριού
β) «μού χαράζει»
μτφ. καταλαβαίνω
γ) «χαράζω πορεία» — προσδιορίζω την πορεία για μένα ή για κάποιον άλλο
μσν.-αρχ.
1. απαλείφω («ἐξήλειψεν, οὐκ ἐχαραξεν μόνον [ενν. ὁ Θεὸς] τὰ παραπτώματα», Ιωανν. Χρυσ.)
2. διαλύω, σκορπίζω («ἐχάραξε λιπόσκιον ὄρθρος ὁμίχλην», Νόνν.)
αρχ.
1. κάνω ένα αντικείμενο αιχμηρό, το οξύνωὅταν ῥινῶσι καὶ χαράττωσι τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πριόνας», Αριστοτ.)
2. τοποθετώ σφραγίδα σε ένα αντικείμενο, το σφραγίζω
3. (κυρίως σχετικά με ζώο) σημαδεύω με πυρακτωμένο σίδερο
4. χτυπώ, πλήττω
5. παριστάνω («ἁπαλὰν χάραξε Κύπριν», Ανακρεόντ.)
6. (σχετικά με τη γη) ανοίγω αυλάκια («ἀρότρῳ... ἐπικνίζοντι χαράσσω χέρσον», Ανθ. Παλ.)
7. (σχετικά με τη θάλασσα) διασχίζω ή διατρέχω μια υγρή επιφάνεια σχηματίζοντας αυλάκια («νήνεμον ἀκροτάτοισιν ὕδωρ ἐχάρασσον ἐρετμοῖς», Νόνν.)
8. μτφ. ερεθίζω, παροξύνω κάποιον («ἔρως ψυχὰς χαράσσει», Σοφ.)
9. παθ. χαράσσομαι
(κυρίως μτφ.) α) οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω
β) λάμπω, αστράφτω με τεχνητά μέσα («ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται ὄμματος αὐγή», Ανθ. Παλ.)
10. φρ. «τὸ χαραχθὲν νόμισμα» — νόμισμα με χαρακτή παράσταση στην επιφάνειά του (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χαράσσω (< χαρακjω) έχει σχηματιστεί από το ουρανικόληκτο θ. του χάραξ, -ακος, με ενεστ. επίθημα -, ενώ το ουσ. χάραξ είναι ένας άγνωστης ετυμολ. σχηματισμός με επίθημα -αξ, το οποίο απαντά σε τεχνικούς όρους (πρβλ. κλίμ-αξ, πίν-αξ). Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι το ουσ. χάραξ είναι αρχαιότερο από το ρ., μολονότι μαρτυρείται αργότερα από αυτό. Κατά μία άποψη, οι τ. ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ĝher- «τρίβω, σκαλίζω, χαράζω» και συνδέονται με τα λιθουαν. žeriu, žerti «τρίβω, σκαλίζω», žarstyti «σκαλίζω», καθώς και, κατ' άλλους, με το τοχαρ. Β kār(r)e «λάκκος» (πιθ. < IE ghōro-s). Όσον αφορά τον σχηματισμό τών μεταρρηματικών παρ., όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις (πρβλ. φράσσω), το άηχο κλειστό -κ- του θ. τρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό διαρκές -γ- μπροστά από το έρρινο -μ- (πρβλ. χάραγμα, χαραγμή, χαραγμός). Τέλος, ο νεοελλ. τ. χαράζω έχει σχηματιστεί από τον αρχ. αόρ. ἐχάραξα, κατά το σχήμα έκραξα: κράζω.

Greek Monotonic

χᾰράσσω: Αττ. -ττω (√ΧΑΡΑΚ), μέλ. -ξω,
I. 1. κάνω κάτι οξύ ή μυτερό, οξύνω, ακονίζω, σε Ησίοδ.
2. χαράσσω με λίμα ή με δόντια, όπως το πριόνι, σε Αριστ. — Παθ., σκύταλον κεχ. ὄζοις, πράγμα ανώμαλο ή τραχύ με εξογκώματα, σε Θεόκρ.· μεταφ., (ὄμμα) ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται, αστράφτει απατηλά, λέγεται για το αποτέλεσμα από τη βαφή των βλεφάρων, σε Ανθ.
3. μεταφ., σε Παθ., κεχαραγμένος τινί, οργισμένος εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.· κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου, μη θυμώνεις μαζί του για εκείνο, σε Ευρ.
II. χωρίζω σε αυλάκια, κόβω, διασχίζω, σε Πίνδ. — Παθ., κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον, σε Αισχύλ.
III. χαράσσω, επιγράφω, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰράσσω: атт. χᾰράττω
1) острить, точить (ἅρπας Hes.; λόγχην Plut.);
2) снабжать зубцами, зазубривать (τὰ σιδήρια καὶ τοὺς πρίονας Arst.): τὰ ἄκρα κεχαραγμένα Arst. зазубренные концы; σκύταλον κεχαραγμένον ὄζοις Theocr. суковатая дубина; ἀκτῖσι χαράσσεσθαι Anth. испускать лучи;
3) разрезать, бороздить (ἀρότρῳ χέρσον Anth.): χαράσσεται πέδον Aesch. земля дает трещины; κύματα φρικὶ χαρασσόμενα Anth. подернутые рябью волны; νῶτον χαραχθεῖς Eur. с исполосованной (бичом) спиной;
4) med. царапать, ранить (ταύρων στέρνα Anth.);
5) вырезать, начертывать, чертить (τὸ γράμμα τοίχοισι Theocr.; ἔπος ἐπὶ τοίχου Anth.; νόμους εἰς πίνακας Diod.);
6) метить, клеймить (τινὰ στίγμασι Diod.);
7) выбивать, чеканить (ἐκ τῶν πλίνθων χρυσῶν τὸ χαραχθὲν νόμισμα Polyb.);
8) возбуждать, разжигать (τὸ φιλόνεικον Plut.);
9) раздражать, сердить (κεχαραγμένος τινί Her.): χαράττεσθαί τινί τι Eur. сердиться на кого-л. за что-л.

Middle Liddell

χᾰράσσω, [Root !xarak]
I. to make sharp or pointed, sharpen, whet, Hes.
2. to furnish with notches or teeth, like a saw, Arist.:—Pass., σκύταλον κεχ. ὄζοις a staff jagged or rugged with branches, Theocr.: metaph., ὄμμα ἠλεμάτοις ἀκτῖσι χαράσσεται sparkles with false lights, of the effect produced by painting the eye-lids, Anth.
3. metaph. in Pass., κεχαραγμένος τινί exasperated at any one, Hdt.; κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου be not angry at him for this, Eur.
II. to cut into furrows, cut, scratch, Pind.:—Pass., κέκοπται καὶ χαράσσεται πέδον Aesch.
III. to engrave, inscribe, Theocr., Anth.

Frisk Etymology German

χαράσσω: {kharássō}
Forms: att. -ττω, Aor. -ξαι, Pass. -χθῆναι, Perf. Med. κεχάραγμαι,
Grammar: v.
Meaning: spitzen, schärfen, ritzen, eingraben, stempeln, prägen (seit Hes.).
Composita : auch m. ἐν-, δια-, ἐπι- u.a. Als Vorderglied in dem Rektionskomp. χαραξίποντος das Meer aufritzend, vom Ruder (Simon.).
Derivative: Davon 1. χάραγμα (περι-, προ-, ἐπι-) n. Eingrabung, eingegrabenes Mal, Prägung, geprägte Münze (S., hell. u. sp.); -γμός m. Einschnitt, Stempel, abgestempelte Urkunde (Thphr., Pap. Ip); -γμή f. Laib, Brot (Pap. V-VIp). 2. -ξις (ἐν-, ἀπο-, περι- u.a.) f. das Eingraben, Einschneiden, Einschnitt (Demokr., sp.), παρα- ~ Falschmünzerei, Fälschung mit -ιμος gefälscht (sp.; Arbenz 98). 3. -κτός gespitzt, geschärft, gezähnt (Hp., Nik. u.a.); περι- ~ -κτικός herumschneidend (Dsk.). 4. -κτήρ m. ‘Gravierer, Münz- präger’ (Euryph. Pythag., Olbia IIIa). Werkzeug zum Gravieren, Stempel, Siegel (Arist., hell. u. sp. Inschr. u. Pap. u.a.), Prägung, Gepräge, auch von Gesichtszügen und Sprache, körperliche und sprachliche Eigenart, eingeritzter Buchstabe (ion. att., hell. u. sp.), individuelles Merkmal, Stil, Charakter (hell. u. sp.; ausführlich Marg Charakter und Körte Herm. 64, 69ff.); περι- ~ (περιχαράσσω) m. Messer zum Abschneiden des Zahnfleisches rings um die Zähne (sp. Mediz.). Von χαρακτήρ : -κτηρικός = -κτηριστικός (Phld. u.a.), -κτηρίζω (δια-, μετα-) prägen, stempeln, kennzeichnen, charakterisieren (hell. u. sp.) mit -ισμός, -ισμα, -ιστικός (sp.); -κτηριάζω prägen, münzen (Samos Ip). 5. -κτης m. Präger, Münzer (Man.), παρα- ~ Falschmünzer (Vett. Val.). — Daneben χάραξ, -ακος m. f. Spitzpfahl, Weinpfahl, Schutzpfahl, Pfahlwerk, Palisade (att. hell. u. sp.), auch als Fischname (Diph. Siph., Opp. u.a.; Strömberg Fischn. 36, Thompson s.v.); χαρακοβολία f. die Aufrichtung einer Palisade (LXX), ώμοχάραξ Gabelpfahl für Weinstöcke (Gp.). Davon l. χαρακίας m. (κάλαμος) ‘zum Pfahl od. zur Palisade geeignet’ (Thphr.), auch als Pflanzenname Art Euphorbia (Dsk.; Strömberg Theophrastea 91 u. Pfl. 107), als Fischname (Gp., s. χάραξ). 2. -ίτης m. Art Euphorbia (sp., Redard 78), auch = [[der hinter einem χάραξ lebt]] (βιβλιακός), von der Welt abgeschieden (od. Pfuscher mit der Feder ? Timo; Redard 27). 3. -ια· ὑποστηρίγματα H. 4. -όω (περι-, ἀπο-) mit Pfählen versehen, verpalisadieren (Aesch., Arist., hell. u. sp.) mit -ωμα (περι-) mit Palisade befestigter Platz (X., Arist., hell. u. sp.), -ωσις das Verpalisadieren, das Stützen der Weinstöcke (Lykurg., hell. u. sp.), -ών Weingarten mit verpfählten Weinstocken (Pap. II-IIIp). 5. -ίζω eig. mit Pfählen versehen, nur übertr. von den Fliegen ‘die Vorderbeine (zum Putzen) kreuzweise übereinander legen’ (Arist.) mit -ισμός m. Verpalisadierung’ (Pherekr., maked. Inschr. IIIp). Daß χαράσσω von χάραξ abgeleitet ist (*χαράκι̯ω) scheint sicher. Weder spitzen, schärfen noch ritzen, eingraben lässt sich jedoch vom Gerätenamen χάραξ (vgl. πίναξ, κάμαξ, κλῖμαξ u.a.) aus unmittelbar verstehen (χαράσσω eig. eine Spitze herstellen = spitzen, schärfen, bzw. mit einem spitzen Gegenstand bearbeiten = ritzen, eingraben ?). Nicht ganz un- wichtig ist außerdem, daß χαράσσω sowohl früher wie häufiger als χάραξ belegt ist.
Etymology : Ohne sichere Etymologie. Aus anderen Sprachen wurde schon von Fick 1, 435 lit. žeriù, žer̃ti scharren mit žarstýti scharren, mit dem Schüreisen die glühenden Kohlen im Ofen umscharren herangezogen; aus toch. B fügt van Windekens Orbis 13, 612 noch hinzu kār(r)e Grube’, das idg. *ghoro-s repräsentieren würde.
Page 2,1073-1075