κερδαίνω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
fut. A κερδᾰνῶ A.Pr.876, Lys.8.20, etc.; Ion. κερδανέω Hdt.1.35, 8.60.γ; κερδήσω AP9.390 (Menecr.), Ep.Jac.4.13, κερδήσομαι Hdt.3.72: aor. 1 ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27, And.1.134 codd., etc.; Ion. -ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, also ἐκέρδησα Id.4.152, Hld.4.13, etc.: pf. κεκέρδαγκα D.C.53.5, κεκέρδᾰκα Aristid.1.366 J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc., κεκέρδηκα D.56.30 (προς-), J.BJ1.20.2:— Pass., aor. part. κερδανθείς Phld.Oec.p.67 J.: pf. κεκερδημένος J.AJ 18.6.5: (κέρδος):—gain, derive profit or derive advantage, κακὰ κερδαίνω = make unfair gains, Hes.Op.352; μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu.259; κ. τινί gain by a thing, E.HF604; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag.1301; κέρδος κ. S.OT889 (lyr.); κ. ἓξ τάλαντα And. l. c.; τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Lys.13.84; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr.231: c. part., gain by doing... εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel.1051 (prob.); πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av.1591, cf. Th.5.93; οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr.876; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι… Hp. Art.46:—Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c. 2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl.520; τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant.312, X.Mem.2.9.4; παρά τινων Lys.20.7; πρὸς σοῦ S.Tr.191; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant.1037. II in bad sense, reap disadvantage from a thing, διπλᾶ δάκρυα κ. E.Hec.518; κερδᾶναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου X.Ap.9. III save oneself or spare oneself, avoid, μεγάλα κακά Philem. 92.10; ὕβριν Act.Ap.27.21; τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2; ἐνόχλησιν D.L.7.14, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1423] fut. κερδανῶ, Xen. Mem. 2, 6, 4, aor. ἐκέρδανα, κερδῆναι Hom. ep. 14, 6, auch κερδήσομαι, Her. 3, 72, ἐκέρδησα, 4, 152, Sp. häufig, vgl. Lob. zu Phryn. 740; perf. προσκεκέρδηκα Dem. 56, 30; auch κεκέρδακα, Sp., u. κεκέρδαγκα, Phot. bibl. p. 237, 22; – gewinnen, Gewinn (κέρδος) ziehen, Vortheil haben; σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Aesch. Ag. 1274; Prom. 878; λόγον ἐκέρδαναν Pind. I. 4, 29; οὐκ ἐξ ἅπαντος χρὴ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν Soph. Ant. 312; εἰ μὴ τὸ κέρδος κερδανεῖ δικαίως O. R. 889, wie Plat. Legg. VIII, 846 a; χρηστὰ ἔπη Trach. 230; τί κερδανῶ Ar. Nubb. 260; τῇ ἀσφαλείᾳ κερδανεῖς Eur. Herc. Fur. 604; μέγιστα ἐκ φορτίων, den größten Gewinn aus den Waaren ziehen, Her. 4, 152, der es auch c. dat. vrbdt, Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, aus der Erhaltung Megara's, 8, 60, 3; ἀπό τινος, Xen. Hem. 2, 9, 3; – c. partic., Ar. Av. 1591 Eur. Hel. 1051; Arist., der es Eth. 5, 5 erkl.: τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ ἑαυτοῦ, setzt es dem ζημιοῦσθαι entgegen. – Selten von schlimmen Dingen, δάκρυα κερδᾶναι, Thränen ernten, Eur. Hec. 518.
French (Bailly abrégé)
f. κερδανῶ, ao. ἐκέρδανα, pf. κεκέρδηκα ou κεκέρδαγκα;
1 gagner, faire un gain, un profit : ἔκ τινος, ἀπό τινος, πρός τινος, tirer un profit de qqn ; τι κ. τινι, gagner qch par (la fuite, etc.) ; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι HDT nous gagnerons que Mégare sera sauvé ; κέρδος κ. SOPH faire un gain ; τὸ κερδαίνειν THC la poursuite du gain;
2 ironiq. gagner en parl. de choses fâcheuses : δάκρυα EUR gagner à qch des larmes.
Étymologie: κέρδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερδαίνω [κέρδος] aor. ἐκέρδανα, later ἐκέρδησα, Ion. aor. ἐκέρδηνα; aor. pass. ἐκερδάνθην en ptc. κερδηθείς; perf. κεκέρδηκα, later κεκέρδαγκα; fut. κερδανῶ en later κερδήσω, Ion. fut. κερδέω; fut. pass. κερδηθήσομαι winst behalen:; μὴ κακὰ κ. geen onrechtmatige winst behalen Hes. Op. 352; μέγιστα δὴ... ἐκ φορτίων ἐκέρδησαν zij hebben de grootste winst gemaakt uit hun handelsreizen Hdt. 4.152.3; τὸ πλέον ἔχειν ἢ τὰ αὑτοῦ κερδαίνειν λέγεται meer hebben dan wat van jezelf is wordt winst maken genoemd Aristot. EN 1132b14; met πρός + gen.:; πρὸς σοῦ τι κερδαίνειν van u een beloning krijgen Soph. Tr. 191; met ἐκ + gen.:; οὐκ ἐξ ἅπαντος δεῖ τὸ κερδαίνειν φιλεῖν men moet niet uit alles winst willen behalen Soph. Ant. 312; ook παρά + gen., of ἀπό + gen. voordeel behalen, winnen:. σμικρὰ κερδανῶ φυγῃ ik zal er weinig mee winnen door te vluchten Aeschl. Ag. 1301; διπλᾶ με χρῄζεις δάκρυα κερδᾶναι u verlangt dat ik tweemaal tranen oogst Eur. Hec. 518; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι wij zullen van de redding van Megara voordeel hebben Hdt. 8.60. winnen, overhalen:. ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου jij hebt jouw broer gewonnen (voor het rijk Gods) NT Mt. 18.15. besparen, vermijden:. κερδῆσαι τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν zich deze schade en het verlies besparen NT Act. Ap. 27.21.
Russian (Dvoretsky)
κερδαίνω: (fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)
1 (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog. L.) извлекать пользу, получать выгоду (τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.): Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. мы добьемся (этим) спасения Мегар;
2 приобретать, получать (τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT): χρηστὰ κ. ἔπη Soph. заслужить похвалу; τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. достичь безопасности;
3 извлекать прибыль, наживать, зарабатывать (μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT): κακὰ κ. Hes. нечестно наживаться;
4 получать в удел (τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.);
5 освобождаться (от чего-л.), уметь избегнуть (ἐνόχλησιν Diog. L.; ὕβριν καὶ ζημίαν NT; θανάτου προσδοκίαν Anth.).
English (Slater)
κερδαίνω gain καὶ γὰρ ἡρώων ἀγαθοὶ πολεμισταὶ λόγον ἐκέρδαναν (I. 5.27)
English (Strong)
from κέρδος; to gain (literally or figuratively): (get) gain, win.
English (Thayer)
(future κερδήσω, bez elz L T Tr WH; see also below); 1st aorist ἐκέρδησα (an Ionic form from κερδάω, which later writers use for the earlier ἐκερδανα, see Lob. ad Phryn., p. 740; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. ii., p. 215; Winer's Grammar, 87 (83); (Veitch, under the word)), once 1st aorist subjunctive κερδάνω (L T Tr (but WH (cf. also Griesbach note) read the future κερδάνω, cf. Buttmann, 60 (53); § 139,38)); 1future passive κερδηθήσομαι (the subjunctive κερδηθήσωνται, R G is a clerical error (cf. references under the word καίω, at the beginning), for which L T Tr WH have restored κερδηθήσονται (cf. Buttmann, § 139,38)); (from Hesiod down); (from κέρδος); to gain, acquire; (Vulg. passim lucrifacio (also lucro, etc.));
a. properly: τόν κόσμον, L T WH),17,20,22; absolutely, to get gain, α. with nouns signifying loss, damage, injury, it is used of the gain arising from shunning or escaping from the evil (where we say to spare oneself, be spared): τήν ὕβριν ταύτην καί ζημίαν, τό γέ μιανθῆναι τάς χεῖρας κερδαίνειν, to avoid the crime of fratricide, Josephus, Antiquities 2,3, 2; ζημίαν, to escape a loss, Euripides, Cycl. 312; other examples in Kypke, Observations, ii., p. 139f β. τινα, to gain anyone i. e. to win him over to the kingdom of God, which none but the placable enter, Χριστόν, to gain Christ's favor and fellowship, Philippians 3:8. Not found in the O. T.
Greek Monolingual
και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) κέρδος
αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ.
β. «κερδανεῖτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί.
γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. αναδεικνύομαι νικητής, υπερισχύω, νικώ, καταβάλλω τον αντίπαλο
2. φρ. α. «κερδαίνω τους κόπους μου» — ανταμείβομαι για τις προσπάθειες μου (Ερωτόκρ.)
3. παροιμ. «ο φτωχός θαρρεί κερδαίνει και φυρνά και δεν το νιώνει» — για υπερβολική και κακώς εννοούμενη οικονομία
νεοελλ.-μσν.
1. πετυχαίνω κάτι ή σε κάτι από τύχη ή με τις ικανότητες μου, αποκτώ κάτι καλό («ἐγώ νὰ ζῶ νὰ περπατῶ κι' ἄλλος νὰ τὴν κερδαίσῃ», Φλώρ.)
2. ξεπερνώ, νικώ κάτι («τη μάνητα σου... να κερδαίσει», Ερωφ.)
3. κατορθώνω κάτι («γή να κερδαίσουν τίποτι γή να θανατωθούν», Αχέλ.)
4. κατέχω κυριεύω
5. σώζω, διασώζω, κάτι («κερδαίνειν τὴν ψυχὴν σου»)
6. κληρονομώ («οἱ δύο ἀδελφάδες... τὸ ἐκέρδαισαν», Ασσίζ.)
7. παίρνω με το μέρος μου («ἡ ξενιτειἀ θὰ μὲ κερδαίσει», Περί ξεν.)
8. απολαμβάνω κάτι («τὴν βασιλείαν σου μόνος σου κέρδαισέ τὴν», Φλώρ.)
9. φρ. α) «κερδαίννω τη ζωή μου» — βγάζω τα έξοδα μου
β) «κερδαίνω τη μάχη» ή «κερδαίνω τον πόλεμο» — νικώ
γ) «κερδαίνω το ζήτημα» — κερδίζω σε δικαστικό αγώνα
αρχ.
1. κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι («κερδαίνετ', ἐμπολᾱτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον», Σοφ.)
2. βλάπτομαι, ζημιώνομαι από κάτι («κερδῆναι τὸν πολὺ χείρω βίον ἀντὶ θανάτου», Ξεν.)
3. σώζω τον εαυτό μου από κάποιο κακό, ξεφεύγω, αποφεύγω κάτι («κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καί τήν ζημίαν», ΚΔ).
Greek Monotonic
κερδαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, Ιων. -ανέω, επίσης κερδήσω και κερδήσομαι· αόρ. αʹ ἐκέρδᾱνα, Ιων. -ηνα, επίσης ἐκέρδησα· παρακ. κεκέρδηκα· (κέρδος)·
I. 1. κερδίζω, αποφέρω κέρδος ή ωφέλεια, προσπορίζομαι, κακὰ κ., αποκτώ παράνομα κέρδη, σε Ησίοδ.· κ. ἔκ. ή ἀπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· πρός τινος, σε Σοφ.· τί κερδανῶ; τί θα κερδίσω απ' αυτό; σε Αριστοφ.· με μτχ., κερδίζω από το να κάνω, οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. απόλ., αποκτώ κέρδος, αποκτώ ωφέλεια, πλεονέκτημα, σε Ηρόδ., Αττ.· εμπορεύομαι, κάνω εμπόριο, σε Σοφ.· κ. ἔπη, αποδέχομαι όμορφα λόγια, στον ίδ.
II. όπως το ἀπολαύω, πορίζομαι ζημία, ζημιώνομαι από κάτι, όπως δάκρυα κ., σε Ευρ.· κ. ζημιάν, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κερδαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ Τραγ., Θουκ, Ἰων. -ανέω, Ἡρόδ. 1. 35., 8. 60· τύπος οὐχὶ Ἀττ. κερδήσω Ἀνθ. Π. 9. 390, καὶ κερδήσομαι, Ἡρόδ. 3. 72· ― ἀόρ. ἐκέρδᾱνα Πίνδ., Ἀττ.· Ἰων. -ηνα Ὁμ. Ἐπιγρ. 14. 6, Ἡρόδ. 8. 5· τύπος οὐχὶ Ἀττ. ἐκέρδησα ὁ αὐτ. 4. 152, Ἡλιόδ., κτλ.· ― πρκμ. κεκέρδαγκα Δίων Κ. 53. 5· κεκέρδᾰκα Ἀχ. Τάτ. 5. 25, Φάλαρ., κτλ.· ἀλλὰ προσκεκέρδηκα Δημ. 1292. 6. ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. κερδανθεὶς Φιλόδημ. 22· πρκμ. κεκερδημένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 6, 5· (κέρδος). Κερδαίνω, κοινῶς «κερδίζω», πορίζομαι κέρδος ἢ ὠφέλειαν ἔκ τινος, κακὰ κ., πορίζομαι ἄδικα κέρδη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 350· κ. ἔκ ἢ ἀπό τινος Ἡρόδ. 4. 152, Σοφ. Ἀντ. 312, Ξεν. Ἀπομ. 2. 9, 4· παρά τινος Λυσ. 158. 28· πρός τινος Σοφ. Τρ. 191· κ. τινί, διά τινος πράγματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 604· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1301· τί κερδανῶ; τί θὰ κερδήσω δι’ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 259· ― μετὰ μετοχ., κερδίζω, πράττω τι, εἰ δὲ κερδανῶ λέγων Εὐρ. Ἠλ. 1051· πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1591, κτλ.· οὕτω μετὰ μετοχ., οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 876· Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι, θὰ κερδήσωμεν, ἐὰν σωθῶσι τὰ Μέγαρα, Ἡρόδ. 8. 60, 3· οὕτω, κ. ὅτι..., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812. 2) ἀπολ., πορίζομαι κέρδος ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, ἀντίθ. τῷ ζημίαν λαβεῖν, Ἡρόδ. 8. 5, Σοφ. Ἀποσπ. 26. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 520, Θουκ. 5. 93· τὸ κερδαίνειν, ἡ ἐπιδίωξις κέρδους, ἀντίθ. τῷ τὸ τιμᾶσθαι, ὁ αὐτ. 2. 44· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κέρδος κερδ. Σοφ. Ο. Τ. 889· κ. τρία τάλαντα Ἀνδοκ. 17. 26· τὸν χρόνον κερδαίνει ὃν ἔζη οὐ προσῆκον αὐτῷ Λυσ. 137. 41· ― ἐμπορεύομαι, κάμνω ἐμπόριον, Σοφ. Ἀντ. 1037· ― κ. λόγον, ἀποκτῶ φήμην, Πινδ. Ι. 5 (4). 33· χρηστὰ κ. ἔπη, δέχομαι καλοὺς λόγους, Σοφ. Τρ. 231. II. ὡς τὰ ἀπολαύω, καρπόομαι, πορίζομαι ζημίαν, ζημιοῦμαι ἔκ τινος, οἷον, διπλᾶ δάκρυα κερδᾶναι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου renovare dolorem, Εὐρ. Ἑκ. 518, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 91, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 4, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 3, 2, κτλ. III. ὡς τὸ Λατ. compendi facere, σῴζω ἐμαυτόν, ἀποφεύγω, μεγάλα κακὰ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 7. 10· θανάτου προσδοκίαν Ἀνθ. Π. 10. 59· ἐνόχλησιν Διογ. Λ. 7. 14
Middle Liddell
κέρδος
I. to gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. to make unfair gains, Hes.; κ. ἔκ or ἀπό τινος Hdt., attic; πρός τινος Soph.; τί κερδανῶ; what shall I gain by it? Ar.:—c. part. to gain by doing, οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς Aesch., etc.
2. absol. to make profit, gain advantage, Hdt., attic:— to traffic, make merchandise, Soph.; κ. ἔπη to receive fair words, Soph.
II. like ἀπολαύω, to gain a loss, reap disadvantage from a thing, as, δάκρυα κ., Eur.; κ. ζημίαν NTest.
Chinese
原文音譯:kerda⋯nw 咳而呆挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:獲利
字義溯源:得利,賺得,得,賺,說服,感化,招得;源自(κέρδος)*=獲利)。參讀 (κέρδος)同源字
出現次數:總共(17);太(6);可(1);路(1);徒(1);林前(5);腓(1);雅(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 得著(5) 林前9:20; 林前9:20; 林前9:21; 林前9:22; 腓3:8;
2) 賺得(3) 太16:26; 可8:36; 路9:25;
3) 我賺了(2) 太25:20; 太25:22;
4) 賺了(2) 太25:16; 太25:17;
5) 得利(1) 雅4:13;
6) 就被感化過來(1) 彼前3:1;
7) 招得(1) 徒27:21;
8) 你便得了(1) 太18:15;
9) 得(1) 林前9:19
Translations
Arabic: كَسَبَ; Armenian: շահիլ, ստանալ; Aromanian: amintu; Bulgarian: печеля, придобивам; Dutch: verkrijgen, winnen, bekomen; Finnish: saavuttaa, päästä päämäärään; French: gagner; Galician: gañar; Georgian: მიღება, შეძენა; German: gewinnen; Gothic: 𐍆𐌰𐌹𐍂𐍅𐌰𐌿𐍂𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: κερδίζω, αποκτώ; Ancient Greek: κερδαίνω, κτάομαι; Hebrew: קיבל; Hungarian: szerez, szert tesz, elnyer,yer, kap, gyarapodik; Interlingua: ganiar; Irish: gnóthaigh; Italian: guadagnare, acquisire; Japanese: 獲得する, 増強する; Korean: 얻다; Latgalian: dabuot, turēt, apturēt, pasmeļt; Latin: teneo, lucror; Latvian: gūt, iegūt, dabūt; Middle English: awinnen, winnen; Polish: zyskać; Portuguese: ganhar; Romanian: primi,âștiga; Russian: получать, получить, приобретать, приобрести; Sanskrit: लभते; Spanish: ganar; Swedish: skaffa; Telugu: పొందు; Ukrainian: отримувати