στεφανόω

From LSJ
Revision as of 08:19, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "[[ " to " [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνόω Medium diacritics: στεφανόω Low diacritics: στεφανόω Capitals: ΣΤΕΦΑΝΟΩ
Transliteration A: stephanóō Transliteration B: stephanoō Transliteration C: stefanoo Beta Code: stefano/w

English (LSJ)

Med., Syracusan 2sg. imper. στεφάνουσο Sch.Theoc. 11.42:—Pass., A fut. στεφανώσομαι Aristid.1.496 J.; στεφανωθήσομαι Aeschin.3.20, al., PCair.Zen.60.7 (iii B.C.):
I used by Hom. and Hes. only in Pass., to be put round in a circle or be put round as a rim or be put round as a border, and hence to be put round, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται round about the aegis is Terror wreathed, Il.5.739; τῇ δ' ἐπὶ μὲν Γοργὼ ἐστεφάνωτο 11.36; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.10.195: rarely c. acc., τείρεα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται constellations which heaven has all round it, Il.18.485, cf. Hes. Th.382, IG42(1).129.9 (Epid.); of a crowd of spectators surrounding a dancing-floor, ἀμφὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο h.Ven. 120; περὶ δ' ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο around were..riches in a circle placed, Hes.Sc.204: so in later Ep., A.R.3.1214, Q.S.5.99, Orph.A. 45, etc.: also in Act., περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν made a fence round, Opp.C.4.90.
2 to be surrounded, ἐστεφανωμένος τιάραν μυρσίνῃ having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.1.132; πεδία ἐστεφάνωται ὄρεσιν are surrounded by.., Hp.Aër.19; ὅπλοισιν πόλις Epigr. ap. Paus.9.15.6; χθὼν ἅτε νῆσος -ωται D.P.4: so in Act., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσεν Id.1006.
II after Hom. in Act., crown, wreathe, χαίταν Pi.O.14.24; Ὀρέστην σ. E.Or.924; κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Id.Ba.177; στεφάνοις ib.101 (lyr.); c. gen., πίτυος Longus 2.31; σ. τινὰ ὡς σωτῆρα And.1.45; τὸν νικῶντα θαλλῷ Pl.Lg.946b; νῖκαι σ. τινά Pi.N.11.21; of crowning a corpse, Ar.Ec.538; a tomb, IG12.1037, Sammelb.7457.10 (iii/ii B.C.), Luc.Cont.22, PLips.30.2 (iii A.D.); ships, Plu.2.981e; of the nuptial crown, LXX Ca.3.11; κατηρῶντο τοῖς ἐστεφανωμένοις newly wedded couples, Lib.Or.33.29; στεφανοῦν εὐαγγέλια crown one for good tidings, Ar.Eq.647; στεφανοῦσα, title of a statue by Praxiteles (v. στέφω III), cf. Ath.12.534d:—Pass., to be crowned or rewarded with a crown, Hdt.7.55, 8.59, PCair.Zen. l.c., 2 Ep.Ti.2.5; ἐλαίᾳ Pi.O.4.13; ποίᾳ Id.P.8.19; φυτὸν στεφανούμενος Ach.Tat.1.5; σ. καὶ ἀνακηρύττεσθαι And.2.18:—Med., crown oneself, στεφανωσαμένη δρυῒ καὶ.. σπείραισι δρακόντων S.Fr.535 (anap.); στεφανοῦσθε κισσῷ E.Ba. 106 (lyr.); στεφανωσάμενος καλάμῳ Ar.Nu.1006; στεφανωσάμενος αὐτόν (sc. τὸν στέφανον) Phalar.Ep.40; στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων Philostr.Her. 12a.2; τῆς πίτυος D.Chr.9.10: also abs., of one going to sacrifice, Th.4.80; τῷ θεῷ X.HG4.3.21; at a festival, Ar.Ach. 1145, Men.518.15, etc.; win a crown, of the victor at the games, Pi. O.7.15,81, 12.17, N.6.19:—Pass., c. dupl. acc., ἐστεφανώθη Ἐλεύθερος.. Ἁδριάνεια πάλην IG22.2087.64 (ii A.D.).
2 crown as an honour or reward (cf. στέφανος ΙΙ.2b), D.19.193, Theopomp.Hist. 239, Men.84, IG22.212.30 (iv B.C.), etc.; reward by a gift of money, etc. (cf. στέφανος ΙΙ.5), Καλλισθένην ἑκατὸν μναῖς Lycurg.Fr.19, cf. D.S.14.53, Plu. Tim.16; σ. τινὰ πεντακοσίοις ἀργυρίου ταλάντοις, χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ Plb.13.9.5: also ἐστεφανωκότος.. τὰς δυνάμεις χρυσῶν μυριάδων τριάκοντα Gauthier et Sottas Décret trilingue en l' honneur de Ptolémée IV p.67 (iii B.C.).
3 metaph., confer glory upon, decorate, honour, τινὰ μολπᾷ Pi.O.1.100; τοὺς πρεσβυτέρους ἤθεσι χρηστοῖς Ar.Nu.959; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων τὴν πόλιν (by a victory in the games) And.4.26; Ἑλλάδα E. Tr. 1030, cf. Critias 4 D.; ἔργοις γένος TAM 1.44 (Xanthus); [τὸ ῥόδον] ἐγκωμίῳ Philostr.Ep.51; ἀριστείοις D.S.4.32; πανοπλίᾳ Id.20.84:—Pass., σοφίας ἀριστεῖα ἐστεφανοῦτο Philostr.Her.10.4.
4 crown or honour with libations, σ. τύμβον αἵματι E.Hec.126 (anap.).
5 crown with the badge of office, especially of persons sacrificing, Lys.26.8:—Pass., X.An.7.1.40; of magistrates in office, ὁ ἐστεφανωμένος ἄρχων D.21.17; βούλεται στεφανωθῆναι ἐξηγητείαν PRyl.77.37 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 940] ion. στεφανεῦμαι statt στεφανοῦμαι, Her. 8, 59, eigtl. umzingeln, umgeben, als Rand umschließen; αἰγίδα, ἣν πέρι μὲν πάντη φόβος ἐστεφάνωται, rings um die Acgis ist Schrecken als Einfassung angebracht, Il. 5, 739, vgl. τῇ δ' ἐπ ὶ μὲν Γοργὼ ἐστεφάνωτο, 11, 36; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφ ος ἐστεφάνωτο, rings um ihn war eine Wolke als Umhüllung gelagert, 15, 153; περὶ νῆσον πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται, Od. 10, 195; selten c. acc., τὰ τείρεα πάντα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Iliad. 18, 485, ἄστρα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, Gestirne, mit denen der Himmel umkränzt ist, Hes. Th. 382, ἀμ φὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο, H. h. Ven. 120; περὶ δ' ὄλβος ἐστεφάνωτο, Hes. Sc. 204; sp. D.: πέριξ δέ μιν ἐστεφάνωντο δράκοντες, Ap. Rh. 5, 121; πάντα δ' ἄρ' ἐστεφάνωτο βαθὺς ῥόος Ὠκεανοῖο, Qu. Sm. 5, 99. – Gew. bekränzen, bes. mit dem Sieges- od. Ehrenkranze schmücken, mit einem Kranze belohnen; χαίταν, Pind. Ol. 14, 24; πάτραν, N. 11, 21; στεφανοῦν κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν, Eur. Bacch. 177, u. öfter; auch τύμβον στεφανοῦν αἵματι, Hec. 128; στεφάνῳ χρυσῷ στεφανοῦν, Ar. Av. 1274; ῥόδοις, Equ. 961; δάφνῃ, Pax 1009, u. öfter; auch στεφανοῦν χρηστοῖς ἤθεσι, Nubb. 946; auch εἶτ' ἐστεφάνουν μ' εὐαγγέλια, Equitt. 645, sie bekränzten mich für die gute Botschaft; Her. 7, 55; οἱ μὲν ἐστεφ ανώσαντο, zum Opfer, Thuc. 4, 81; vgl. Xen. An. 7, 1, 40; Cyr. 3, 3, 34 u. sonst; στεφανῶσαι θαλλῷ, Plat. Legg. XII, 946 b u. öfter; auch θαλλοῦ, Aesch. 2, 46, wo mehrere mss. στεφάνῳ hinzusetzen (s. στέφανος); Xen. στεφανωσάμενος ἐλάμβανε τὰ ὅπλα, An. 4, 3, 17, denn die Lacedämonier kränzten sich vor der Schlacht, vgl. Hell. 4, 2, 12 Lac. 13, 8; Plut. Luc. 22; ἄρχων ἐστεφανωμένος, Dem. 21, 17, vgl. στεφανηφόρος. – Übh. schmücken, zieren, τινά τινι, Jac. Philostr. imagg. p. 294.

French (Bailly abrégé)

στεφανῶ :
couronner : τινα qqn ; τύμβον αἵματι EUR honorer une tombe avec le sang d'une victime ; p. ext. récompenser (avec de l'argent) acc.;
Moy. στεφανόομαι, στεφανοῦμαι (surt. aux pf. ἐστεφάνωμαι et pqp. ἐστεφανώμην);
1 se répandre, se déployer autour : ἀμφί τινα IL autour de qqn ; ἐπί τινι, περί τι autour de qch;
2 se couronner.
Étymologie: στέφανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεφανόω [στέφανος] (als een krans) (om...) leggen, (als een krans) om... hangen, alleen perf. pass. ἐστεφάνωται (als een krans) liggen om, omgeven, omringen, met περί + acc., met ἐπί + dat.; ἀμφί … νιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο een lekker ruikende wolk hing om hem heen Il. 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἀπείριτος ἐστεφάνωται het eiland waaromheen als een krans de oneindige zee ligt Od. 10.195. bekransen, met acc. v. persoon:; τὸν νικῶντα καὶ δεύτερον καὶ τρίτον στεφανῶσαι θαλλῷ de winnaar en de nummers twee en drie bekransen met (olijf)twijgen Plat. Lg. 946b; personif. med. - pass., met acc. v. h. inw. obj..; τείρεα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται sterren waarmee de hemel bekranst is Il. 18.485; met acc. van persoon en acc. v. h. inw. obj..; εἶτ’ ἐστεφάνουν μ’ εὐαγγέλια vervolgens wilden ze me bekransen (met de krans) voor het brengen van goed nieuws Aristoph. Eq. 647; pass., met acc. resp..; ἐστεφανωμένος τὸν τιάρην μυρσίνῃ μάλιστα met een krans om zijn tulband, meestal van mirtetwijgen Hdt. 1.132.1; med. zich bekransen:; στεφανοῦσθε κισσῷ bekranst u met klimop Eur. Ba. 106; abs. een krans winnen; Pind.; uitbr. omgeven, omringen: pass.. τὰ πεδία … οὐκ ἐστεφάνωται ὄρεσι de vlakten zijn niet omringd door bergen Hp. Aër. 19. overdr. lauweren, prijzen, eren:; ἐμὲ … στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ χρή ik moet hem lauweren met een ruitermelodie Pind. O. 1.100; τύμβον σ. αἵματι een graf eren met bloed Eur. Hec. 126; ὦ πολλοῖς τοὺς πρεσβυτέρους ἤθεσι χρηστοῖς στεφανώσας o u die de ouderen gesierd hebt met veel goede zeden Aristoph. Nub. 959; belonen, m. n. met geld.

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνόω:
1 med.-pass. окружать, охватывать, окутывать, окаймлять (περὶ νῆσον πόντος ἐσταφάνωται Hom.): ἀμφὶ δέ μιν νέφος ἐστεφάνωτο Hom. он был окутан облаком; (αἰγίς), ἣν πέρι πάντῃ φόβος ἐστεφάνωται Hom. эгида, сеявшая вокруг ужас; τὰ τείρεα, τά τ᾽ οὐρανὸς ἐστεφάνωται Hom. звезды, которыми усеяно небо;
2 увенчивать, венчать, украшать (словно) венком (ῥόδοις Arph.; κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Eur.): σ. τινά τι Arph. награждать кого-л. венком за что-л.; ἐστεφανωμένος τιήρην μυρσίνῃ Her. украсив свою тиару миртом; στεφανοῦσθαι τῷ θεῷ Xen. украшать себя венками в честь божества; σ. τινα ἤθεσι χρηστοῖς Arph. украшать кого-л. добрыми нравами;
3 награждать (τινα ἑκατὸν μναῖς Diod.);
4 оказывать почести, чтить: σ. τὸν τύμβον αἵματι Eur. окропить могилу кровью (жертвы); σ. Ἑλλάδα Eur. воздавать почести Элладе.

English (Autenrieth)

(στέφανος), pass. perf. ἐστεφάνωται, plup. -το: put around as a crown; the pass. is to be understood literally, but it may be paraphrased ‘encircles,’ ‘encompasses,’ etc., Od. 10.195, Il. 11.36, Il. 5.739, Il. 15.153 ; τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται, ‘with which the heaven is crowned,’ Il. 18.485.

English (Slater)

στεφᾰνόω (aor. ἐστεφάνωσε, -αν; -ῶσαι: med. aor. ?pro pass. ἐστεφανώσατο; στεφανωσάμενος, -ον: pass. pf. ἐστεφανωμένον: aor. στεφανωθείς.) crown ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι (O. 4.11) υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν πάλᾳ καὶ μεγαυχεῖ παγκρατίῳ (N. 11.21) med., have oneself crowned (pro pass.? Schwyz., 1. 757; Wackernagel, Vorl., 1. 137) ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω (O. 7.15) τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς (O. 7.81) νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.17) καὶ πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος (N. 6.19) in zeugma, Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ (P. 8.19) met., ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον μολπᾷ χρή (O. 1.100)

Spanish

coronar, adornar con una corona, adornar con una guirnalda

English (Strong)

from στέφανος; to adorn with an honorary wreath (literally or figuratively): crown.

English (Thayer)

στεφάνῳ: 1st aorist ἐστεφανωσα; perfect passive participle ἐστεφανωμενος; (στέφανος); from Homer down;
a. to encircle with a crown, to crown: the victor in a contest, to adorn, to honr: τινα δόξῃ καί τιμή, Psalm 8:6.

Greek Monotonic

στεφᾰνόω: μέλ. -ώσω (στέφανος
I. 1. χρήση σε Όμηρ. μόνο στο γʹ ενικ. Παθ. παρακ. και υπερσ. ἐστεφάνωται, -ωτο· τίθεμαι ολόγυρα, περιτίθεμαι, Λατ. circumdari, ἢν περὶ μὲν φόβος ἐστεφάνωται, γύρω από την οποία (την ασπίδα) σχημάτιζε κύκλο ο φόβος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶ δέ μιν νέφος ἐστεφάνωτο, περιβαλλόταν από ένα σύννεφο, στο ίδ.· περὶ νῆσον πόντος ἐστεφάνωται, θάλασσα απλώνεται γύρω από το νησί, το περιβάλλει, σε Ομήρ. Οδ.
2. είμαι περιβεβλημένος, περικυκλωμένος, Λατ. cingi, ἐστεφανωμένος τιήρην μυρσίνῃ, έχοντας την τιάρα του στεφανωμένη με κλαδιά μυρτιάς, σε Ηρόδ.
II. 1. Ενεργ., επιστέφω, στεφανώνω, χαίτην, σε Πίνδ.· στεφανόω τινά, σε Ευρ. κ.λπ.· με διπλή αιτ., εὐαγγέλια στεφανοῦν τινα, στεφανώνω κάποιον για τα καλά μαντάτα του, σε Αριστοφ. — Παθ., στέφομαι ή ανταμείβομαι με ένα στεφάνι, σε Ηρόδ., Πίνδ. — Μέσ., στεφανώνομαι, φορώ στεφάνι, σε Ευρ., Αριστοφ.
2. Μέσ., κερδίζω στεφάνι, λέγεται για νικητή αθλητικών αγώνων, σε Πίνδ.
3. στεφανώνω ως ένδειξη τιμής ή ανταμοιβής, σε Ευρ., Λυσ.· στεφανώνω, δηλ. τιμώ με σπονδές, σε Ευρ.
4. Παθ., φορώ στεφάνι ως χαρακτηριστικό γνώρισμα εξουσίας, σε Ξεν., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνόω: μέλλ. -ώσω· Ἰωνικ. παθ. ἐνεστ. στεφανεῦμαι ἀντί στεφανοῦμαι, Ἡρόδ. 8. 59· (στέφανος)· Ι. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. μόνον ἐν τῷ παθ., περιτίθεμαι ὡς στέφανος καὶ ἁπλῶς περιτίθεμαι, περίκειμαι, Λατ. circumdari, ἢν πέρι μὲν πάντῃ φόβος ἐστεφάνωται, φόβος εἶναι περιτεθειμένος, σχηματίζει κύκλον, Ἰλ. Ε. 739· οὕτω, τῇ δ’ ἐπὶ μιν Γοργὼ ἐστεφάνωτο Λ. 36· ἀμφὶ δὲ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο, περὶ αὐτὸν ὑπῆρχε νέφος, Ο. 153· περὶ νῆσον πόντος ἐσεφάνωται, ἡ θάλασσα κῖται ὁλόγυρα περὶ τὴν νῆσον, Ὀδ. Κ. 195· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τείρεα, τά τ’ οὐρανὸς ἐστεφάνωται, ἀστερισμοί, οὓς ἔχει περὶ ἑαυτὸν ὁ οὑρανός, Ἰλ. Σ. 485, Ἡσ. Θ΄ 382· ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων περικυκλούντων τι, ἀμφὶ δ’ ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 120· περὶ δ’ ὅλβος ἐστεφάνωτο, ὁλόγυρα ὑπῆρχον πλούτη ἐν κύκλῳ τεθιμένα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 204· - ἡ παλαιὰ αὕτη Ἐπικ. χρῆσις ἀπαντᾷ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1214, Κοΐντ. Σμ. 5. 99, Ὀρφ. Ἀργ. 45, Διον. Π. 4, κτλ. · οὕτω δὲ κεῖται τὸ ἐνεργ. παρὰ τῷ Ὀππ. Κυν. 4. 90, περίτροχον ἐστεφάνωσεν αἱμασιήν, κατεσκεύασε φραγμὸν ὁλόγυρα. 2) περικυκλοῦμαι, Λατ. cigni, ἐστεφανωμένος τιήρην μυρσίνῃ, ἔχων τὴν τιάραν αὐτοῦ ἐστεμμένη διὰ μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132· πεδία ὄρεσιν ἐστεφάνωται, εἶναι περικεκυκλωμένα ὑπὸ ὀρέων, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ὅπλοισιν πόλις Ἐπίγραμμ. παρὰ Παυσ. 9. 15· χθών ἐν ὠκεανῷ Διον. Π. 4· -οὕτω τὸ ἐνεργ., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσε Διον. Π. 1006. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ. ἐν τῷ ἐνεργ., στέφω, στεφανώνω, περιστέφω, χαίτην Πινδ. Ο. 14. 35· στ. τινα ὃς.. Εὐρ. Ὀρ. 924· κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 177· στεφάνῳ αὐτόθι 101, Ἀριστοφ. κλπ.· ῥόδοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 966· στ. τινα ὡς σωτῆρα Ἀνδοκ. 7. 13· πόλιν ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 32. 28· τὸν νικῶντα θαλλῷ Πλάτ. Νόμ. 946Β· τοῖς ἀριστείοις Διόδ. 4. 32, πρβλ. 20. 84 (ἀλλά, τὰ ἀρ. στεφανοῦσθαι Φιλόστρ. 711)· νῖκαι στ. τινα Πινδ. Ν. 11. 26· - ἐπὶ στέψεως νεκροῦ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 538· τάφου, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 22· πλοίων, Πλούτ. 2. 981 Ε΄, εταφορ., στ. τινα μολπᾷ Πινδ. Ο. 1. 162· χρηστοῖς ἤθεσι Ἀριστοφ. Νεφ. 960· ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν. πράγμ., στ. τινα πίτυος Φιλόστρ. 720, Schäf. ἐς Λόγγ. σ. 369, Φάλαρ. 149· οὕτω ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Δίων Χρ. 1. 291· - στεφανοῦν εὐαγέλια, στεφανώνω τινὰ διὰ καλὴν ἀγγελίαν Ἀριστοφ. Ἱππ. 647· - Παθ., στεφανώνομαι, ἀνταμείβομαι διὰ στεφάνου, Ἠρόδ. 7. 55., 8. 59· ἐλαίᾳ Πινδ. Ο. 4. 19· πόᾳ Π. 8. 27· φυτὸν (ἕτεροι φυτῷ) στεφανούμενος Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 5· στ. καὶ ἀνακητύττεσθαι Ἀνδοκ. 22. 4. - Μέσ., στεφανώνω ἐμαυτόν, στεφανωσαμένη δρυΐ καὶ.. σπείραισι δρακόντων Σόφ. Ἀποσπ. 480· στεφανοῦσθε κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 106· στεφανωσάμενος καλάμῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 1006· ὡσαύτως ἀπολ., ἐπὶ ἀνθρώπου μέλλοντος νὰ θυσιάσῃ, Θουκ. 4. 80· τῷ θεῷ Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 21· ἐν εὐωχίᾳ ἢ ἑορτῇ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1145, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15, κτλ.· ἐπὶ Σπαρτιάτου εἰς μάχην πορευομένου, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 8. 2) στεφανώνω, τιμῶ, Ἑλλάδα Εὐρ. Τρῳ. 1030, πρβλ. Κριτίαν 3. 1· ἐπὶ δωρεᾶς χρημάτων, στ. τινα ταλάντοις, μναῖς Πολύβ. 13. 9, 5, Διόδ. 14. 53, Πλουτ. Τιμολ. 16. 3) ἐν τῷ μέσῳ ὡσαύτως, λαμβάνω στέφανον ὡς βραβεῖον, ἐπὶ τοῦ νικητοῦ ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πινδ. Ο. 7. 29, 146., 12. 25, Ν. 6. 33. 4) στεφανώνω τινὰ πρὸς τιμὴν ἢ ἀμοιβὴν (πρβλ. στέφανος ΙΙ. 4), δοκιμάσαντες τὸν ἄξιον στεφανοῦν Λυσ. 176. 1· καθόλου, τιμῶ, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. 5) στέφω ἢ τιμῶ διὰ σπονδῶν., στ. τύμβον αἵματι Εὐρ. Ἑκ. 128· πρβλ. στέφω ΙΙ. 3. ΙΙΙ. Παθ., φορῶ στέφανον ὡς σημῖον ἀξιώματος, μάλιστα δὲ ἐπὶ προσώπων θυόντων, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 40· ἐπὶ ἀρχόντων ἐν ἀξιώματι, ὁ ἄρχων ὁ ἐστεφανωμένος Δημ. 520. 16. - Ἴδε πλέω παρὰ τῷ Spitzn. Excurs. 28 εἰς Ἰλ. - Ἐν Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 110 εὕρηται γραφὴ στεφανωέτω = στεφανοέτω, -ούτω.

Greek Monolingual

στεφανῶ, στεφανόω, ΝΜΑ στέφανος
1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῦν», Ευρ.)
2. (κατ' επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῦσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.)
3. επιθέτω στο κεφάλι κάποιου γαμήλιο στέφανο («ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ», ΠΔ)
νεοελλ.
1. (για κουμπάρο) αλλάζω τα γαμήλια στέφανα
2. (για γονείς και συγγενείς) τελώ τους γάμους, παντρεύωμεθαύριο στεφανώνουμε τον γιο μας»)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) στεφανωμένος, -η, -ο
συζευγμένος, παντρεμένος, έγγαμος
νεοελλ.-μσν.
(για ιερωμένο) τελώ το μυστήριο του γάμου («τους στεφάνωσε ο μητροπολίτης»)
νεοελλ.-αρχ.
(μτβ. και αμτβ.) περιβάλλω, περικλείω, περικυκλώνω (α. «ο Λίβανος καπνίζει / στεφανωμένος καταχνιά», Γρυπ.
β. «τείχεσιν ἐστεφάνωσεν», Διον. Περ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. παρέχω δόξα, τιμή σε κάποιον («δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον», ΚΔ)
αρχ.
1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο σαν στεφάνι («περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν» — κατασκεύασαν φραγμό ολόγυρα, Οππ.)
2. (μέσ. και παθ.) στεφανοῦμαι, -όομαι
τίθεμαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι σαν στεφάνι, σαν γύρος (α. «ἀμφὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο», Ύμν. Αφρ.
β. «ἄστρα..., τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται», Ησίοδ.)
3. αμείβω κάποιον με χρηματικό δώρο, ανταμείβω με χρήματα
4. τιμώ κάποιον προσφέροντας σπονδές («τύμβον στεφανοῦν αἵματι χλωρῷ», Ευρ.)
5. επιθέτω σε άρχοντα τα διακριτικά του αξιώματος του
6. μέσ. (για νικητές σε αγώνα) παίρνω στέφανο ως βραβείο
7. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) στεφανοῦσα
ονομασία ανδριάντα κατασκευασμένου από τον Πραξιτέλη.

Middle Liddell

στέφανος
I. used by Hom. in Pass., to be put round, Lat. circumdari, ἢν περὶ μὲν φόβος ἐστεφάνωται round about which (the shield) is Terror wreathed, Il.; ἀμφὶ δέ μιν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, Il.; περὶ νῆσον πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.
2. to be surrounded, Lat. cingi, ἐστεφανωμένος τιήρην μυρσίνηι having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.
II. Act. to crown, wreathe, χαίτην Pind.; στ. τινά Eur., etc.: c. dupl. acc., εὐαγγέλια στεφανοῦν τινά to crown one for good tidings, Ar.:—Pass. to be crowned or rewarded with a crown, Hdt., Pind.:—Mid. to crown oneself, στεφανοῦσθε κισσῶι Eur., Ar.
2. in Mid. to win a crown, of the victor at the games, Pind.
3. to crown as an honour or reward, Eur., Lys.:—to crown or honour with libations, Eur.
4. Pass. to wear a crown as a badge of office, Xen., Dem.

Chinese

原文音譯:stefanÒw 士帖法挪哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:作花圈 相當於: (עָטַר‎)
字義溯源:冠以榮譽花冕,加冠,裝飾,得冠冕;源自(στέφανοσ2)=戴在頭上的花圈,冠冕),而 (στέφανοσ2)出自(στεφανόω)Y*=編織,作花圈)
出現次數:總共(3);提後(1);來(2)
譯字彙編
1) 用⋯加冠(1) 來2:7;
2) 來加冠(1) 來2:9;
3) 得冠冕(1) 提後2:5

Léxico de magia

coronar, adornar con una corona o adornar con una guirnalda χρὴ δὲ στεφανῶσαι αὐτὸν στεφάνῳ ἀρτεμισίας χλωρικῆς debes adornarlo con una corona de artemisa verde P IV 913 στεφανώσας αὐτὸν τὸν ναόν tras adornar con guirnaldas esta capilla P I 22 στεφανοῦ δὲ τὸ ναϊσκάριον ἐλαΐνῳ adorna la capilla con ramas de olivo P IV 3153 χρίσῃ δὲ αὐτὴν καὶ τῷ σεληνιακῷ χρίσματι καὶ στεφανώσεις la ungirás con el aceite de Selene y la coronarás (ref. a una figura modelada de Selene) P VII 874 act. c. valor med. στεφανώσας ἐπίλεγε τὰ αὐτὰ ὀνόματα καὶ επὶ σκύφου corónate y pronuncia los mismos nombres también sobre un cráneo P IV 1994 med. ἐν οἴκῳ ἐπιπέδῳ χωρὶς φωτὸς στεφανωσάμενος σαμψουχίνῳ στεφάνῳ ... δίωκε τὸν λόγον τοῦτον en una habitación de planta baja, sin luz, llevando una corona de mejorana, recita esta fórmula P VII 728

Lexicon Thucydideum

coronare se, to crown oneself, 4.80.4.