κόρος
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
(A), ὁ,
A satiety, surfeit, αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κ. ἀνθρώποισιν Il.19.221; αἰψηρὸς δὲ κ. κρυεροῖο γόοιο Od.4.103; πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Il.13.636; ἀπὸ κ. ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Pi.P.1.82; κόρον ἔχει μέλι Id.N.7.52; κ. ἔχειν δακρύων, κακῶν, E.Alc. 185, Ph.1750 (lyr.); also κόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Pl.Phdr.240c; ἐς κ. ἰέναι τινός Philox.2.38; ἄχρι κόρου D. 19.187; ἐς κόρον Luc. Merc.Cond.26, Gal.15.500, Vict.Att.8; πρὸς ἡδονήν τε καὶ κόρον gormandizing, Hp.VM14: in mystical sense, opp. χρησμοσύνη, Heraclit. 65.
2 the consequence of satiety, insolence, Pi.O.2.95, I.3.2; πρὸς κόρον insolently, A.Ag.382 (lyr.): freq. as cause or consequence of ὕβρις, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος = satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right Thgn. 153, cf. Sol.8; ὕβριν κόρου ματέρα Pi.O.13.10; κόρον, ὕβριος υἱόν Bacis ap.Hdt.8.77. (Cf. κορέννυμι.)
(B), ὁ, Ion. κοῦρος, as always in Hom., Pi., and lyr. passages of Trag. (exc. E.Alc.904), sometimes in late Gr., Rev.Et.Gr.42.247 (Varna); Dor. κῶρος Theoc.15.120:—
A boy, lad (even before birth, ὃν… γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il.6.59, cf. Call.Del.212), κοῦρος πρῶτον ὑπηνήτης Il.24.347; πρωθῆβαι Od.8.262; τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει Il.4.321; σὺν κόροις τε καὶ κόραις A.Fr.43: in mock Trag., Οἰδίπου… παῖδε, διπτύχω κόρω Ar.Fr.558: rarein Prose, Pl.Lg.772a; male infant, ἔτεκε κόρον Conon 33.3, cf. IG42(1).121.5 (Epid., iv B. C.); in Il. of warriors, 9.86, 12.196, al.; κοῦροι Βοιωτῶν, Ἀθηναίων, Ἀχαιῶν, 2.510,551,562; λεκτοὶ Ἀθηναίων κ. E.Supp.356; also, of servants waiting at sacrifices and feasts, Il.1.470, al.; at Sparta, κόροι, = ἱππεῖς, Archyt. ap. Stob.4.1.138.
2 with genitive of pr. n., son, Od.19.523, etc.; Θησέως κ. S.Ph.562, cf. Tr.644 (lyr.); τῶν ὀλωλότων κόροι E.Supp.107; Κεκροπιδῶν κόροι, periphrasis like παῖδες, Eub.10.6.
3 puppet, doll, used in Magic, S.Fr.536.
II shoot, sprout, of a tree, κόρους πλεκτοὺς… μυρρίνης Lysipp.9, cf. Hp. ap. Gal. 19.113, EM276.28, Hsch.; cf. κοῦρος (B).
III for Comp. v. κουρότερος. (Acc. to Eust.582.20, al., from κείρω, of one who has cut his hair short on emerging from boyhood: but κόρ(ϝ)ος (masc. of κόρη) perhaps cogn. with Lat. Ceres, Cerus, cresco.)
(C), ὁ, besom, Hsch.
(D), ὁ, Hebr. kor, koros, a dry measure containing, acc. to J.AJ 15.9.2, 10 Att. medimni (about 120 gallons), LXX Nu.11.32, al., Ev.Luc.16.7, cf. Eupolem. ap. Alex.Polyh.18.
German (Pape)
[Seite 1487] ὁ (κορέω), der Besen, Hesych.; Plat. Crat. 396 b sagt κόρον σημαίνει Κρόνος, οὐ παῖδα, ἀλλὰ τὸ καθαρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκήρατον τοῦ νοῦ, was auch auf κορέω hindeutet. – Bei Ios. ein Maaß von sechs attischen Medimnen. ὁ, ion. u. ep. κοῦρος, auch in lyr. Stellen der Tragiker, wie Eur. Suppl. 55; dor. κῶρος, Theocr. 1, 47; – Knabe, Jüngling, Sohn, von dem frühesten Alter an; ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι Il. 6, 59; τότε κοῦρος ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ἱκάνει 4, 321; πρῶτον ὑπηνήτης 24, 347; πρωθῆβαι Od. 8, 264; in der Odyss. werden auch öfters die Freier mit κοῦροι angeredet, z. B. 2, 96 κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες; in der Il., 9, 86. 12, 196, u. sonst heißen die gemeinen Krieger so; auch häufig die bei Opfern u. Festschmäusen aufwartenden Diener; κοῦροι Ἀχαιῶν, die junge Mannschaft der Achäer, ll.; auch κοῖροι Ἀθηναίων u. ä., umschreibend, Eubul. Ath. II, 47 c. – Τίκτε θεόφρονα κοῦρον Pind. Ol. 6, 41; σὺν κόροις τε καὶ κόραις Aesch. frg. 35; ὁ Διὸς Ἀλκμήνας κόρος, Sohn, Soph. Trach. 644, der frg. 230 auch κοῦρος sagt, wie Eur. Suppl. 55, ἔτεκες καὶ σὺ κοῦρον, vgl. El. 463; aber δόμοις ἄρσεν' ἐντίκτω κόρον Andr. 24; – in Prosa, Plat. Legg. VI, 771 e u. öfter in diesen Büchern, sonst selten. – In Lacedämon hießen die Ritter so, Archyt. bei Stob. Flor. 43, 134; vgl. Ruhnken zu Tim. lex. p. 150. – Überh. = Schoß, Sprößling, auch an Bäumen u, Pflanzen, VLL. ὁ (κορέννυμι), die Sättigung, das Sattsein, Sattbekommen; αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποις Il. 19, 221, sie bekommen die Schlacht bald satt; πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος 13, 636; γόου Od. 4, 103, ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον, als sie sich satt geweint hatte, Eur. Alc. 183, vgl. Phoen. 1379; βρωτύος ἠδὲ ποτᾶτος Philox. bei Ath. IV, 147 e; κόρον γε καὶ ἡ τούτων συνουσία ἔχει Plat. Phaedr. 240 c, wie auch Pind. sagt κόρον ἔχει πάντα, N. 7, 52; κόρος αἰανὴς ἀπαμβλύνει ἐλπίδας P. 1, 82; dah. Überdruß, Ekel, auch aus der Überfülle des Glücks entspringender Übermuth; αἶνον ἔβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος Ol. 2, 105; so heißt Ὕβρις μάτηρ κόρου, 13, 10, wie Theogn. 153 sagt τίκτει τοι κόρος ὕβριν, vgl. Her. 8, 77; πρὸς κόρον, bis zur Sättigung, Aesch. Ag. 372; ἐς κόρον, zur Genüge, Luc. hist. conscr. 11; ähnl. ἄχρι κόρου, bis zum Ekel, Dem. 19, 187; πέρα κόρου, Poll. 6, 42; – Menand. sagt βάλλ' ἐς κόρον für das gewöhnliche ἐς κόρακας, bei Ath. X, 446 d.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 satiété ; dégoût (de la nourriture, etc.) : ἐς κόρον LUC jusqu'à satiété;
2 dédain, orgueil, insolence : πρὸς κόρον ESCHL avec insolence ; le Dédain personnifié.
Étymologie: DELG étym. problématique.
2ου (ὁ) :
I. jeune garçon :
1 enfant dans le sein de la mère;
2 jeune garçon de condition libre ; jeune garçon qui sert dans les sacrifices ou dans un repas;
3 jeune guerrier;
II. jeune garçon (par rapport au père et à la mère), fils.
Étymologie: R. Καρ, couper, tondre ; cf. κείρω et κόρη.
3ου (ὁ) :
kor, mesure hébraïque pour les matières sèches contenant 10 ou 6 médimnes attiques(env. 360-450 litres).
Étymologie: mot hébr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρος -ου, ὁ [~ κορέννυμι] verzadiging, met gen.:; πάντων μὲν κόρος ἐστί van alles krijgt men genoeg Il. 13.636; κόρον ἔχειν δακρύων genoeg hebben van tranen Eur. Alc. 185; afkeer: ἄχρι κόρου of ἐς κόρον tot walgens toe. brutaal gedrag, aanmatiging.
κόρος -ου, ὁ, Ion. Hom. en poët. κοῦρος, Dor. κῶρος [~ κόρη] jongeman, zoon:; ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι die de moeder als zoon in haar buik draagt Il. 6.59; Ἀθηναίων κόροι Atheense jonge mannen Eur. HF 1164;
κόρος -ου, ὁ korenmaat. NT.
Russian (Dvoretsky)
κόρος:
I ὁ κορέννυμι
1 сытость, пресыщение (φυλόπιδος Hom.; ἐπαίνων Plut.): πάντων μὲν κ. ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος Hom. все приедается, и сон, и любовь; ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον Eur. когда (Алкестида) наплакалась досыта; κόρον ἔχειν Plat. надоедать, внушать отвращение; ἄχρι κόρου Dem., πρὸς и ἐς κόρον Aesch., Luc. вдоволь, до пресыщения;
2 высокомерие, надменность, тж. наглость: πρὸς κόρον Aesch. нагло, дерзко.
II ὁ κορέω I] сор, мусор, свалка нечистот: βάλλ᾽ ἐς κόρον! Men. убирайся прочь!
III эп.-ион. κοῦρος, дор. κῶρος ὁ
1 ребенок, младенец (γαστέρι κοῦρον φέρειν Hom.);
2 мальчик, юноша, молодой человек (εἰ τότε κ. ἔα, νῦν αὖτέ με γῆρας ἱκάνει Hom.): κοῦροι Ἀχαιῶν Hom. ахейская молодежь, т. е. воины;
3 сын: κ. Ζήθοιο ἄνακτος Hom. сын царя Зета, т. е. Ἴτυλος; Θησέως κόροι Soph. сыновья Тесея, т. е. Ἀκάμας и Δημοφῶν.
IV ὁ кор (мера сыпучих тел, равная 6, по друг. 10 атт. медимнам) NT.
English (Slater)
κόρος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)
1 too much
a having too much, tedium, satiety ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν (O. 2.95) ἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας (P. 1.82) εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ (P. 8.32) κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια (N. 7.52) ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι (N. 10.20)
b wanting too much, ambition, insatiable greed κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον (O. 1.56) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (join ἀνδρῶν with τινα) (N. 1.65) εἴ τις ἀνδρῶν εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον (I. 3.2) οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel e Σ, οὐκ ἐπὶ ὕβρει) fr. 169. 15.
c pro pers., Greed Ὕβριν, Κόρου ματέρα θρασύμυθον (O. 13.10)
English (Thayer)
κόρου, ὁ (Hebrew כֹּר), a corus or cor (cf. Josephus (Antiquities 15,9, 2) equal to ten Attic medimni (but cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Weights and Measures under the end; F. R. Condor in the Bible Educator, 3:10f): A. V. measure). (the Sept. (2 Chronicles 27:5).)
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑM κόρος)
1. πλησμονή, υπερπλήρωση («κόρον ἔχουσ' ἐμῶν κακῶν», Ευρ.)
2. κορεσμός, χορτασμός («πάντων μὲν κόρος ἐστὶ καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. το αίσθημα που ακολουθεί την πλήρη ικανοποίηση τών ενστίκτων
2. φρ. «κατά κόρον» — υπερβολικά, μέχρι το τελευταίο όριο αντοχής
μσν.
φρ. «κόρον κτῶμαι» ή «κόρον λαμβάνω» — ικανοποιούμαι, χορταίνω
αρχ.
η υπεροψία, η αυθάδεια που προκαλείται από την πλησμονή αγαθών («τίκτοι τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. κορ(ε)- του αορ. κορέ-σαι του ρ. κορέννυμι.
(II)
κόρος, ιων. τ. κοῦρος, δωρ. τ. κῶρος, ὁ (Α)
1. το αρσενικό παιδί από τη νηπιακή ηλικία, μάλιστα πολλές φορές και πριν από τη γέννησή του, μέχρι τη στρατεύσιμη ηλικία, αγόρι («μηδ' ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. οἱ κόροι
α) οι πολεμιστές, οι στρατιώτες, τα παληκάρια
β) οι νεαροί άνδρες που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε συμπόσια, θυσίες κ.λπ.
γ) (στους Λακεδαιμονίους) η τάξη τών ιππέων
3. (με γενική κύριου ονόματος) γιος («οἵ τε Θησέως κόροι», Σοφ.)
4. μικρό άγαλμα ή κούκλα που χρησιμοποιούσαν στη μαγεία
5. κλωνάρι δένδρου ή βλαστός φυτού, παραφυάδα, βλάστημα
6. (κατά τον Ησύχ.) πλῆθος ἀνθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κόρος < κορFος και ο τ. κόρη < κόρFα, γεγονός που ερμηνεύει την εμφάνιση -η αντί του αναμενόμενου -ᾱ στον ιων. τ. κούρη
το -F- μαρτυρείται και στους μυκηναϊκούς τ. kowo και kowa. Συνδέονται με το θ. κορε- του ρ. κορέννυμι στην αρχική του σημ. «τρέφω, κάνω κάτι να μεγαλώσει», αλλά οι περαιτέρω λεπτομέρειες της διαμορφώσεως τους παραμένουν ασαφείς. Συνδέονται επίσης με το αρμ. ser- «απόγονοι, γενιά» και πιο έμμεσα με άλλα ομόρριζα του ΙE ker- «αυξάνω, τρέφω», στα οποία ανάγονται. Τα περισσότερα παρ. και σύνθ. προήλθαν από τον επικό και ιων. τ. κούρος (< κορFος «με απλοποίηση του συμπλέγματος -ρF- και αντέκταση). Ο τ. κόρος εμφανίζει μόνο δύο ανώμαλα παρ., τα κόριψ και κόρυξ].
(III)
κόρος, ὁ (Α)
κόρηθρον, σκούπα, σάρωθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται κατά πάσαν πιθανότητα για υποχωρητ. παρ. του κορέω (ΙΙ)].
(IV)
ο (Α κόρος) νεοελλ. (μετρολ.-ναυτ.) παλαιά διεθνής μονάδα όγκου για την εκτίμηση εσωτερικής χωρητικότητας τών πλοίων
αρχ.
(στους Εβραίους) μέτρο χωρητικότητας ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε με δέκα αττικούς μεδίμνους («ἑκατὸν κόρους σίτου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. εβρ. kōr «στρογγυλό δοχείο»].
Greek Monotonic
κόρος: (Α), -ου, ὁ,
1. γέμισμα, πλήρωση, ικανοποίηση, χόρτασμα, πλησμονή, σε Όμηρ. κ.λπ.· πάντων μὲν κόρος ἐστί, καὶ ὕπνου, κάποιος μπορεί να χορτάσει όλα τα πράγματα, ακόμα και τον ύπνο κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· κ. ἔχειν τινός, χορταίνω από κάτι, σε Ευρ.
2. επακόλουθο του κορεσμού, αυθάδεια, ιταμότητα, σε Πίνδ.· πρὸς κόρον, με αυθάδεια, σε Αισχύλ.
• κόρος: (Β), -ου, ὁ, Ιων. κοῦρος, Δωρ. κῶρος·
1. αγόρι, νεανίας, παιδί, έφηβος, σε Όμηρ. κ.λπ.· κοῦροι, νεαροί άνδρες, πολεμιστές, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, υπηρέτες, όπως το Λατ. pueri, σε Όμηρ.
2. με γεν. κυρίων ονομάτων, γιος, σε Ομήρ. Οδ.· Θησέως κ., σε Σοφ. κ.λπ. (πιθ. από τα κείρω, κάποιος που έχει κόψει κοντά τα μαλλιά του, όταν βγαίνει από την εφηβική ηλικία).
• κόρος: (Γ), ὁ, το εβραϊκό σάρωθρο, ξηράμετρο, ξηρομετρική μονάδα που χωρούσε δέκα αττ. μεδίμνους, γύρω στα εκατόν είκοσι γαλόνια, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κόρος: (Α), ου, ὁ· (πρβλ. κορέννυμι)· πλησμονή, χορτασία, χορτασμός, Λατ. satietas, αἶψα δὲ φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν Ἰλ. Τ. 221· αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο Ὀδ. Δ. 103· πάντων μὲν κόρος ἐστί, καὶ ὕπνου καὶ φιλότητος, ὅλα τὰ χορταίνει τις, καὶ ὕπνον, κτλ., Ἰλ. Ν. 636· ἀπὸ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ἐλπίδας Πινδ. Π. 1. 160· κόρον ἔχει πάντα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 77· κ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἄλκ. 185, Φοίν. 1571· ὡσαύτως, κόρον ἡ τούτων συνουσία ἔχει Πλάτ. Φαῖδρ. 240C· ἐς κ. ἰέναι τινὸς Φιλόξ. 2. 39. 2) ὡς ἐπακολούθημα τοῦ κόρου, ὕβρις, Πινδ. Ο. 2. 173, Ι. 3. 4· πρὸς κόρον, προπετῶς, αὐθαδῶς (πρβλ. πρὸς C. ΙΙΙ. 7), Αἰσχύλ. Ἀγ. 382· ἄχρι κόρου Δημ. 400. 2· ἐς κόρον Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 26· ― συχνάκις συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ὕβρις, παρὰ τοῖς ποιηταῖς ὁτὲ μὲν ὡς παράγων τὴν ὕβριν, ἄλλοτε δὲ ὡς παραγόμενος ἐξ αὐτῆς, τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ Θέογν. 153, πρβλ. 751 καὶ Σόλωνα 7· ὕβριν κόρου ματέρα Πινδ. Ο. 13· 12· κόρον, ὕβριος υἱὸν Βάκις παρ’ Ἡροδ. 8. 77· ἐντεῦθεν, ἡ εἰκασία, νέα δὲ (δηλ. ὕβρις) φύει κόρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 776, φαίνεται ἐπιτυχής· ἴδε καὶ χρησμοσύνη.
Frisk Etymological English
1. Meaning: satiaty, surfeit, insolence
See also: s. κορέννυμι.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: youth, boy, son
Other forms: Ion. κοῦρος
See also: s. κόρη.
3.
Grammatical information: m.
Meaning: name of a measure of capacity for grain, meal etc., after J. AJ 15, 9, 2 = 10 Att. medimnes (LXX, J., Ev. Luc., pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Semit. LW [loanword], cf. Hebr. kōr, prop. round vessel. Lewy Fremdw. 116.
Middle Liddell
1
1. one's fill, satiety, surfeit, Hom., etc.; πάντων μὲν κόρος ἔστι, καὶ ὕπνου one may have one's fill of all things, even of sleep, etc., Il.; κ. ἔχειν τινός to have one's fill of a thing, Eur.
2. the consequence of satiety, insolence, Pind.; πρὸς κόρον insolently, Aesch.
2
1. a boy, lad, stripling, Hom., etc.: κοῦροι young men, warriors, Il.; also servants, like Lat. pueri, Hom.
2. with genitive of prop. names, a son, Od.; Θησέως κ. Soph., etc. [Prob. from κείρω, one who has cut his hair short on emerging from boyhood.]
3
the Hebrew cor, a dry measure containing 10 Attic medimni, about 120 gallons, NTest.
Frisk Etymology German
κόρος: 1.
{kóros}
Grammar: m.
Meaning: Sättigung, Überdruß, Übermut
See also: s. κορέννυμι.
Page 1,923
2.
{kóros}
Forms: ion. κοῦρος
Grammar: m.
Meaning: Jüngling, Knabe, Sohn
See also: s. κόρη.
Page 1,923
3.
{kóros}
Grammar: m.
Meaning: Ben. eines Hohlmaßes für Getreide, Mehl u. ä., nach J. AJ 15, 9, 2 = 10 att. Medimnen (LXX, J., Ev. Luk., Pap.).
Etymology: Semit. LW, vgl. hebr. kōr eig. rundes Gefäß. Lewy Fremdw. 116 m. Lit.
Page 1,923
English (Strong)
of Hebrew origin (כֹּר); a cor, i.e. a specific measure: measure.
English (Autenrieth)
English (Woodhouse)
Chinese
原文音譯:kÒroj 可羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:柯珥(容器) 相當於: (כֹּר)
字義溯源:柯珥;容器,約合220公升,和合本譯為:石。源自希伯來文(כֹּר)=柯珥,深而圓的容器);而 (כֹּר)出自(כּוּר)=爐子,挖透)。
同義字:1) (κόρος)柯珥,容器 2) (μέτρον)分量 3) (σάτον)一種量器 4) (χοῖνιξ)升
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 石(1) 路16:7
Mantoulidis Etymological
1 (=χορτασμός) ἀπό τό κορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
2 (=παλικάρι) ἀπό τό κείρω (=κουρεύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
3 (=σκούπα) ἀπό τό κορέω -ῶ (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
satiety
Arabic: شَبَع; Bulgarian: насита, насищане; Catalan: sacietat; Chinese Mandarin: 飽腹感, 饱腹感; Czech: sytost, nasycenost; Danish: mæthed; Dutch: verzadiging; Finnish: kylläisyys; French: satiété; Galician: saciedade, fartura; Georgian: სიმაძღრე; German: Sattheit, Sättigung, Befriedigung; Greek: κορεσμός; Ancient Greek: ἅδος, ἔμπλησμα, διακορία, ἦδος, κόρος, πληθώρα, πληθώρη, πλήρωμα, πλησμονή, τὸ πλήσμιον, χορτασία, χορτασμός; Hebrew: שֹבַע, שָֹבְעָה; Latin: satietas; Manx: sonnys; Polish: sytość, najedzenie; Portuguese: saciedade; Punjabi: ਰੱਜ; Romanian: sațietate; Russian: сытость; Spanish: saciedad; Tocharian B: soylñe; Turkish: tokluk; Welsh: syrffed; ǃXóõ: da̰m