ἀσπάζομαι

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπάζομαι Medium diacritics: ἀσπάζομαι Low diacritics: ασπάζομαι Capitals: ΑΣΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: aspázomai Transliteration B: aspazomai Transliteration C: aspazomai Beta Code: a)spa/zomai

English (LSJ)

Ep. aor.
A ἀσπάσσατο Epigr.Gr.990.9:—welcome kindly, greet, τινά Hom., etc.: freq. c. dat. modi, δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Il.10.542; χερσίν Od.3.35, al.; ἁδυπνόῳ φωνᾷ Pi.I.2.25; μεγάλως ἠσπάζοντο αὐτόν received him with great joy, Hdt.1.122, cf. 3.1; παρὰ τὴν πόσιν φιλοφρόνως ἀσπάζομαι Id.2.121.δ'; εὖ νιν ἀσπάσασθε A. Ag.524: freq. with no modal word, S.OT596, etc.; esp. as the common form on meeting, Στρεψιάδην ἀσπάζομαι Ar.Nu.1145, cf. Pl. 1042 (v. Sch.), Pl.Euthd.273c; αὐτὸν ἠσπάζοντο καὶ ἐδεξιοῦνθ' Ar.Pl. 752; πόρρωθεν ἀσπάζομαι salute from a distance, Pl.Chrm.153b; πρόσωθεν αὐτὴν ἁγνὸς ὢν ἀσπάζομαι = I salute her at a respectful distance, i.e. keep away from her, E.Hipp.102, cf. Pl.R. 499a; ἀσπάζομαι ταῖς κώπαις, of the saluting of ships, Plu.Ant.76; ἀσπάζομαι τινὰ βασιλέα to hail or salute as king, D.H. 4.39: metaph., ἀσπάζομαι συμφοράν to bid the event welcome, E.Ion587.
b take leave of, Id.Tr.1276; τὰ ὕστατα ἀσπάζομαι take a last farewell, Lys.13.39.
c as a formula in closing letters, Ep.Rom.16.22,23, BGU 1079.33 (i A. D.), etc.
2 from the modes of salutation in use, kiss, embrace, Ar.V.607; ἀσπάζομαι τοῖς στόμασι Plu.Rom.1; of dogs, fawn, X.Mem.2.3.9, Pl.R. 376a; cling fondly to, ἴσον σ' ὡς τεκοῦσ' ἀσπάζομαι E.Ion1363, cf. X.Cyr.1.3.2; ἐγὼ ὑμᾶς ἀσπάζομαι καὶ φιλῶ Pl.Ap.29d: metaph., φιλεῖν καὶ ἀσπάζομαι τὸ ἄδικον Id.Lg.689a.
3 of things, follow eagerly, cleave to, ἀσπάζομαι τὸ ὅμοιον, οἶνον, Id.Smp.192a, R.475a, cf. S.E. M.11.44; of dogs, ἀσπάζομαι τὰ ἴχνη X.Cyn.3.7.
4 ἀσπάζομαι ὅτι.. to be glad that... Ar.Pl.324.
5 c. inf., to be ready to... εὐωχεῖσθαι Philostr. VA2.7, cf. 31, VS2.25.4. (Act. ἀσπάζω in letters (cf. I. C), POxy. 1158.18 (iii A. D.), al., cf. ἀσπάζομαι· ἀσπάζω, Hsch.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): act. ἀσπάζω Hsch., POxy.1158.18 (III d.C.)
• Morfología: [aor. ép. ἀσπάσσατο Balbill.28.9]
I gener.
1 acoger con alegría, saludar c. ac. de pers. Ὀδυσῆα Od.22.498, μιν Hes.Sc.84, εὖ νιν ἀσπάσασθε A.A.524, νῦν με πᾶς ἀσπάζεται S.OT 596, καί μ' ... στρατὸς ἐκβάντα πᾶς ἠσπάζετ' S.Ph.357, Στρεψιάδην Ar.Nu.1145, ἥκοντά με πάντες ... διὰ τἀργύριον Ar.V.607, μεγάλως ἠσπάζοντο αὐτόν Hdt.1.122, cf. 2.121δ, 3.1
saludar a distancia, desde lejos por razón de respeto πρόσωθεν αὐτὴν ἁγνὸς ὢν ἀ. E.Hipp.102, c. matiz irón. πόρρωθεν Pl.R.499a, cf. Chrm.153b
hacer fiestas de un perro ὃν ... γνώριμον Pl.R.376a, τοὺς ποιμένας X.Mem.2.3.9
c. idea de respeto saludar, presentar sus respetos φιλύρινον Κινησίαν Ar.Au.1378, τὸν αὐτοκράτορα Τραιανόν A.Al.8.2.29, ἀπὸ βήματος τὸν δῆμον D.C.56.1.1, τὸν λαμπρότατον ἡγεμόνα BGU 347.1.3 (II d.C.), cf. Eu.Marc.15.18, D.H.4.39, Plu.Pomp.12
op. χαίρειν Ar.Pl.324, c. dat. instrum., gener. c. mención expresa del gesto de salutación δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Il.10.542, χερσίν Od.3.35, cf. Nonn.D.20.356, ἁδυπνόῳ τέ νιν ... φωνᾷ Pi.I.2.25, φιλίῳ ... μύθῳ Nonn.D.47.44
gener. saludar con afecto, abrazar, besar ἄνοιξον, ἀσπάζου με Ar.Ec.971, cf. Pl.752, τὸν Ἀστυάγην X.Cyr.1.3.2, cf. 4.2.42, 6.1.47, τὸ τοὺς συγγενεῖς τὰς γυναῖκας καὶ οἰκείους ἄνδρας ... στόμασι Plu.Rom.1, λέων ... χείλεϊ μειλιχίῳ ῥαχίην ... ταύρου Nonn.D.41.187
litúrg. entre los cristianos besar τὴν ἱερὰν ... τράπεζαν Dion.Ar.EH M.3.393C
dar el ósculo de paz ἀλλήλους ἀπολάβετε καὶ ἀλλήλους ἀσπαζώμεθα Cyr.H.Catech.23.3.
2 fig. acoger, abrazar τὴν μὲν συμφορὰν ἀ., πατέρα σ' ἀνευρών E.Io 587, cóm. τὰς ἀμπέλους τάς τε συκάς Ar.Pax 559, οἱ ἁλιεῖς δ' αὐτοὺς (ἁλιαιέτους) ὡς εὐκτήν τινα ... ἀσπάζονται D.P.Au.2.2, esp. las enseñanzas del cristianismo, Origenes Io.32.10 (7 p.442.5).
3 estar apegado, tener cariño, querer sinón. de ἀγαπῶ c. ac. de pers. o cosas ὑμᾶς ἀ. ... καὶ φιλῶ Pl.Ap.29d, οὐ γὰρ ἂν ... σε δυναίμην ... ἀσπάζεσθαι ἐκ τῆς ψυχῆς X.Oec.10.4, τοὺς παῖδας ... ὥσπερ αὐτοὶ πατέρες ὄντες Lys.2.75, πάντα οἶνον Pl.R.475a, τὰ χρήματα Pl.R.330c, τὸ μέσον Pl.Lg.792d, δόξαν ... πλοῦτον ... ἡδονήν S.E.M.11.44, τὸ ἠθικὸν μέρος S.E.M.7.11, τὸ καλόν Plu.2.767a, cf. 143b
de anim. αἱ δὲ (κύνες) ἀσπαζόμεναι τὰ ψευδῆ (las perras) con querencia por las pistas falsas X.Cyn.3.7.
4 c. inf. desear gratamente, alegrarse εὐωχεῖσθαι Philostr.VA 2.7, προσδοῦναι οἱ τῆς αὐτῶν σοφίας Philostr.VA 2.31, ἁρμόσαι οἱ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Philostr.VS 610.
II en cont. de despedida despedirse, saludar τὴν ταλαίπωρον πόλιν E.Tr.1276, δότ' ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα E.Med.1070, τοὺς αὑτῶν Lys.13.39, ἐπεὶ ... ἔμελλεν ἀπιέναι, ἦλθε πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ἀσπασόμενος X.HG 4.1.5, cf. An.7.1.8
besar σ' ὡς τεκοῦσ' ἀ. E.Io 1363, cf. Med.1401, κύκλα θυράων Nonn.D.4.204
esp. en fórmulas epistolares despedirse cariñosamente, mandar besos τοὺς Κρατίνου υἱεῖς E.Ep.2.17, cf. 20, τὸν υἱόν POxy.2679.12 (II d.C.), cf. BGU 2129.22 (II d.C.), PHamb.37.10 (II d.C.), σε, ἄδελφε PWash.Univ.30.32 (III d.C.), cf. POxy.1158.18 (III d.C.), τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία PCair.Isidor.132.17 (III d.C.), cf. 15
en lit. crist. ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ 1Ep.Cor.16.19, cf. 2Ep.Cor.13.12, Ep.Phil.4.21.
• Diccionario Micénico: a-pa-si-jo-jo.
• Etimología: Quizá prest. rehecho a partir de σπάω c. ἀ- protética, o bien de *- grado ø de ἐν. Otros postulan ἀσ- < n̥s- grado ø de ἔνς > εἰς.

German (Pape)

[Seite 372] freundlich bewillkommnen, begrüßen, bes. bei der Ankunft; τὸν χερσίν τ' ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Od. 19, 415; ἠσπάζοντ' Ὀδυσῆα 22, 498; δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν Iliad. 10, 542; χερσίν τ' ἠσπάζοντο Od. 3, 35; φωνᾷ νιν Pind. I. 2, 25; so auch Tragg., z. B. Aesch. Ag. 510; Soph. O. R. 596; Plat. oft, πόῤῥωθεν Charm. 453 b; von einem Hunde, der seinen Herrn schmeichelnd bewillkommt, Xen. Mem. 2, 3, 9; vgl. Plat. Rep. II, 376 a; küssen, neben καταφιλέω, ἀσπάσαιτο Xen. Cyr. 6, 4. 10; beim Weggehen, Hell. 4, 1, 3; ταῖς κώπαις, durch Ruderschläge salutiren, Plut. Ant. 77, αὐτοκράτορα, als Imperator begrüßen, ebenso βασιλέα. Überhaupt gern haben, lieben, καὶ φιλῶ Plat. Apol. 29 d u. öfter; Is. 9, 4, 30 u. A.; schmeicheln, καὶ προσγελᾷ Plat. Rep. VIII, 566 b; sich eifrig mit etwas beschäftigen, σοφίαν Xen. Ep. 1, 2; κύνες ἀσπάζονται τὰ ψευδῆ ἴχνη, verfolgen die falsche Spur, Cyn. 3, 7; Plut. vrbdt γίγνεταί τί μοι ἀσπαζομένῳ, ich nehme etwas gern auf.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠσπαζόμην, f. ἀσπάσομαι, ao. ἠσπασάμην, pf. ἤσπασμαι;
attirer à soi, d'où
I. accueillir avec affection ou accueillir avec empressement ; δεξιῇ ἔπεσσι τε μειλιχίοισι IL par un serrement de main et par des paroles douces comme le miel ; p. suite :
1 caresser en parl. d'un chien;
2 embrasser;
3 saluer : ἀ. ταῖς κώπαις PLUT saluer avec les rames ; ἀ. τινα αὐτοκράτορα PLUT saluer qqn empereur;
II. en gén. aimer, rechercher, s'attacher à, acc. ; avec ὅτι, être content que.
Étymologie: ἀ- cop., σπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπάζομαι:
1 приветливо встречать, радушно приветствовать (ἔπεσσι μειλιχίοισι Hom.; φωνᾷ τινα Pind.; τινα πρεσβυτικῶς Plut.): ἀ. τῷ στόματι Plut. встречать поцелуями; τὴν συμφορὰν ἀσπάζομαι Eur. я рад этой случайности; ἀσπάζομαι ὁτιὴ ἥκετε Arph. я рад, что вы пришли;
2 прощаться, приветствовать на прощание (τὴν ταλαίπωρον πόλιν Eur.): τὰ ὕστατα ἀσπάσασθαί τινα Lys. проститься в последний раз с кем-л.;
3 быть преданным, питать пристрастие, любить (τινα Plat.; σοφίαν Xen.; δόξαν καὶ πλοῦτον Sext.): ἀ. τὰ ψευδῆ ἴχνη Xen. упорно идти по ложному следу; ἀ. τὸν κίνδυνον Plut. рваться в бой.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἐπ. ἀόρ. ἠσπάσσατο, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 990. 9. - Ἀποθ., δέχομαι ἀσπασίως, ὑποδέχομαί τινα φιλοφρόνως, χαιρετίζω, Λατ. salutare, τινὰ Ὅμ., κλ.· συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, δεξιῇ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Ἰλ. Κ. 542· χερσίν τ’ ἠσπ. Ὀδ. Γ. 35 κ. ἀλλ.· φωνᾷ ἀσπ. Πινδ. Ι. 2. 37· μεγάλως ἠσπάζοντο αὐτόν, ἐδέχοντο αὐτὸν μετὰ μεγάλης χαρᾶς, Ἡρόδ. 1. 122, πρβλ. 3. 1· παρὰ τὴν πόσιν ἀσπ., παρὰ πότον φιλοφρονεῖσθαί τινα, ὁ αὐτ. 2. 121, 4· παρ’ Ἀττ. συνήθως ἄνευ τροπικῆς ἢ προσδιοριστικῆς τινος λέξεως, ἀλλ’ εὖ νιν ἀσπάσασθε, καὶ γὰρ οὖν πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 524, Σοφ. Ο. Τ. 596· κυρίως ὡς συνήθης λέξις ἐπὶ τῇ συναντήσει φίλου ἢ γνωστοῦ, ἀσπάζομαί σε ἢ ἀσπάζομαι ἁπλῶς, Στρεψιάδην ἀσπάζομαι, κἄκωγέ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 1145, Πλ. 1042 (ἴδε Σχόλ.), Πλάτ. Εὐθύδ. 273Β· ἀσπ. καὶ δεξιοῦσθαι, ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Πλ. 752· πόρρωθεν ἀσπ. Πλάτ. Χαρμ. 153Β· πρόσωθεν αὐτὴν ἁγνὸς ὤν ἀσπάζομαι, ἀσπάζομαι αὐτὴν μακρόθεν, ὡς εἰ ἔλεγεν οὐκ ἀσπάζομαι αὐτήν, ἀποφεύγω αὐτήν, Εὐρ. Ἱππ. 101, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499Α· ἀσπ. ταῖς κώπαις, ἐπὶ χαιρετισμοῦ τῶν πλοίων, Πλουτ. Ἀντ. 76· ἀσπ. τινα βασιλέα, ὡς βασιλέα, Διον. Ἁλ. 4. 39· μεταφ., ἐγὼ δὲ τὴν μὲν συμφορὰν ἀσπάζομαι ἀσπασίως, δέχομαι τὸ γεγονός, Εὐρ. Ἴων 587· ἐπὶ κυνός, ὃν ἂν γνώριμον [ἴδῃ] ἀσπάζεται Πλάτ. Πολ. 376Α. β) ἀποχαιρετίζω τινά, «ἀφίνω ὑγείαν», Εὐρ. Τρῳ. 1276, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2, κτλ.· τὰ ὕστατα ἀσπ., δίδω τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν, Λυσ. 133. 22. 2) ἐκ τῶν ἐν χρήσει τὸ πάλαι τρόπων χαιρετισμοῦ, φιλῶ, περιπτύσσομαι, θωπεύω, Ἀριστοφ. Σφ. 607· ἀσπ. τοῖς στόμασι Πλουτ. Ρωμ. 1· ἐντεῦθεν ἐπὶ κυνῶν, σαίνω, καὶ τοὺς μὲν ποιμένας ἠσπάζετο Ξεν. Ἀπομν. 2. 3. 9· προσκολλῶμαι μετ’ ἀγάπης εἴς τινα, ἀγαπῶ ἐγκαρδίως, ἴσον σ’, ὡς τεκοῦσ’, ἀσπάζομαι Εὐρ. Ἴων 1363· φιλεῖν καὶ ἀσπ. Πλάτ. Νόμ. 689Α· ἐγὼ ὑμᾶς ἀσπ. καὶ φιλῶ ὁ αὐτ. Ἀπολ. 29D. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπιδιώκω, παρακολουθῶ μετὰ ζήλου, ἐπιζητῶ, ὡς τὸ Λατ. amplector, τὸ ὅμοιον αὐτοῖς ἀσπαζόμενοι Πλάτ. Συμπ. 192Α· πάντα οἶνον ἐπὶ πάσης προφάσεως ἀσπαζομένους (τοὺς φιλοίνους) ὁ αὐτ. Πολ. 475Α, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 44· καὶ ἐπὶ κυνῶν, ἀσπ. τὰ ἴχνη Ξεν. Κυν. 3. 7. 4) ἀσπάζομαι δ’ ὅτι προθύμως ἥκετε, δέχομαι ὑμᾶς ἀσπασίως ὅτι ἤλθετε προθύμως, Ἀριστοφ. Πλ. 324. ― Τὸ ἐνεργ. ἀσπάζω καὶ τὸ παθ. μετὰ μέλλ. -σθήσομαι ἀπαντῶσι παρὰ μεταγεν. Βυζ., ἴδε Ψελλὸν (Ἀνέκδ. Boiss. τ. 3. σ. 205, 96), Φιλόστρ. Ἐπιστ. σ. 72· ἠσπάζετο παρ’ αὐτῶν Τιμαρίων Nottices τ. 9. σ. 238, 1· ἀσπασθήσεσθαι Θεόδ. Στουδ. 465D.

English (Autenrieth)

only ipf. ἠσπάζοντο: greet warmly, by drawing to one's embrace, make welcome; χερσίν, Od. 3.35; χερσὶν ἐπέεσσί τε, Od. 19.415; δεξιῇ ἐπέεσσί τε, Il. 10.542.

English (Slater)

ἀσπάζομαι salute, greet (κάρυκες) ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας (I. 2.25)

English (Strong)

from Α (as a particle of union) and a presumed form of σπάω; to enfold in the arms, i.e. (by implication) to salute, (figuratively) to welcome: embrace, greet, salute, take leave.

English (Thayer)

(imperfect ἠσπαζομην); 1st aorist ἠσπασαμην; (from σπάω with ἆ intensive (which see, but cf. Vanicek, p. 1163; Curtius, Das Verbum, i. 324 f); hence, properly, to draw to oneself (Winer's Grammar, § 38,7 at the end); cf. ἀσκαίρω for σκαίρω, ἀσπαίρω for σπαίρω, ἀσπαρίζω for σπαρίζω); (from Homer down);
a. with an accusative of the person, to salute one, greet, bid welcome, wish well to (the Israelites, on meeting and at parting, generally used the formula לְך שָׁלום); used of those accosting anyone: salutare, our 'pay one's respects to,' of those who show regard for a distinguished person by visiting him: Josephus, Antiquities 1,19, 5; 6,11, 1). of those who greet one whom they meet in the way: R G). of the absent, saluting by letter: ἐν φιλήματι: to receive joyfully, welcome: τάς ἐπαγγελίας, τήν συμφοράν, Euripides, Ion 587; τήν εὔνοιαν, Josephus, Antiquities 6,5, 3; τούς λόγους, ibid. 7,8, 4; so saluto, Vergil Aen. 3,524). (Compare: ἀπασπάζομαι.)

Greek Monolingual

(AM ἀσπάζομαι)
1. φιλώ
2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω
3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι
4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι»)
μσν.- νεοελλ.
1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό
2. προσχωρώ, προσκολλώμαι και ακολουθώ σταθερά («ἠσπάσθη τὸν μοναχικὸν βίον»)
αρχ.
1. υποδέχομαι φιλικά κάποιον
2. περιποιούμαι ή χαϊδεύω
3. επευφημώ ηγεμόνα
4. κολακεύω
5. αποχαιρετώ
6. (για σκύλο) κάνω χαρές, κουνώ την ουρά
7. επιδιώκω κάτι, επιζητώ
8. (με απρμφ.) είμαι έτοιμος να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Θεωρήθηκε ότι πρόκειται για νεοσχηματισμένο ενεστώτα του ρ. σπάω(-ώ) με τη σημασία «έλκω, σύρω, προσελκύω» και ότι το α- του τ. είναι προθεματικό, ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι προέρχεται από αν-σπάζομαι ή ότι συνδέεται με το εν(ν) έπω «λέγω, μιλώ, προσαγορεύω» (< ņσπ-αδ-yομαι, με συνεσταλμένη βαθμίδα της προθέσεως εν).
ΠΑΡ. ασπασμός, ασπαστός
αρχ.
άσπασμα, ασπαστήριος
μσν.
ασπαστής.
ΣΥΝΘ. αντασπάζομαι, κατασπάζομαι
αρχ.
απασπάζομαι, ενασπάζομαι, περιασπάζομαι, προσασπάζομαι, συνασπάζομαι, υπερασπάζομαι
νεοελλ.
αδελφικοασπάζομαι, αλληλ(ο)ασπάζομαι].

Greek Monotonic

ἀσπάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.:
1. υποδέχομαι ευχάριστα, χαιρετίζω ευγενικά, Λατ. salutare, τινα, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως συνηθισμένος τρόπος συνάντησης, ἀσπάζομαί σε ή ἀσπάζομαι μόνο, σε Αριστοφ.· πρόσωθεν αὐτὴν ἀσπάζομαι, την χαιρετώ από σεβαστή απόσταση, δηλ. κρατιέμαι μακριά απ' αυτή, την αποφεύγω, σε Ευρ.· επίσης, αποφεύγω, στον ίδ., Ξεν.
2. εναγκαλίζομαι, φιλώ, χαϊδεύω, θωπεύω, σε Αριστοφ.· λέγεται για σκύλους, Λατ. blandiri, σε Ξεν.
3. λέγεται για πράγματα, επιζητώ πρόθυμα, επιδιώκω, Λατ. amplector, ἀσπάζομαι τὸν οἶνον, σε Πλάτ.
4. ἀσπάζομαι ὅτι, δέχομαι με χαρά, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: wellcome kindly, greet (Il.).
Other forms: Aor. ἀσπάσασθαι
Dialectal forms: Myc. apasijojo PN perhaps /Aspsioio/.
Derivatives: An old adjective is ἀσπάσιος wellcome, cheerful (Il.), after the adjectives in -σιος (Schwyzer 466, Chantr. Form. 41, cf. θαυμάσιος). Verbal adj. ἀσπαστός wellcome (Od.). ἀσπακῶς H., Schwyzer 417 n. 1.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Connected with σπάω as draw to onself; the ἀ- acc. to Kretschmer Glotta 12, 189f. from *ἀν-σπάζομαι. Seiler KZ 75, 1958, 21f. to ἐνέπω (< n̥sp-); very doubtful. vW.: ἀ-copul. and *sekʷ- follow, accompany, but the latter idea is not observable in ἀσπάζομαι.

Middle Liddell

1. to welcome kindly, bid welcome, greet, Lat. salutare, τινα Hom., etc.; as the common form on meeting, ἀσπάζομαί σε or ἀσπάζομαι alone, Ar.; πρόσωθεν αὐτὴν ἀσπ. I salute her at a respectful distance, i. e. keep away from her, Eur.:— also to take leave of, Eur., Xen.
2. to embrace, kiss, caress, Ar.; of dogs, Lat. blandiri, Xen.
3. of things, to follow eagerly, cleave to, Lat. amplector, ἀσπ. τὸν οἶνον Plat.
4. ἀσπ. ὅτι to be glad that, Ar.

Frisk Etymology German

ἀσπάζομαι: {aspázomai}
Forms: Aor. ἀσπάσασθαι
Grammar: v.
Meaning: freudig empfangen, begrüßen, küssen (seit Il.).
Derivative: Davon die Verbalnomina ἀσπασμός (Thgn. usw.), ἄσπασμα (E., Ph. usw.), ἀσπαστύς f. (Kall.; vgl. Benveniste Noms d'agent 72f.) Gruß, Liebkosung. — Ein altes Adjektiv (seit Il.) ist ἀσπάσιος willkommen, freudig, von ἀσπάζομαι nach den zahlreichen Adjektiven auf -σιος gebildet (Schwyzer 466, Chantraine Formation 41). Außerdem (neben dem alten Verbaladj. ἀσπαστός) auch ἀσπαστικός freudig, freundlich (Plb. usw.). — Über die expressive und volkstümliche Infixbildung ἀσπακάζομαι (Kom. Adesp.; = τὸ ἀσπάζομαι. πέπαικται H.), wozu ἀσπακῶς· φιλοφρόνως H., s. außer Schwyzer 417 A. 1 und 644 m. Lit. auch Frisk Nom. 62ff.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Vielleicht zu σπάω als "an sich ziehen" mit neugebildetem Präsens; anlautendes ἀ- dann entweder mit Radermacher WienStud. 41, 1ff. prothetisch oder mit Kretschmer Glotta 12, 189f. aus *ἀνσπάζομαι. — Ältere Literatur bei Bq.
Page 1,166

Chinese

原文音譯:¢sp£zomai 阿士怕索買
詞類次數:動詞(60)
原文字根:同時的-拉 相當於: (שָׁאַל‎ / שְׁאָלָה‎)+ (שָׁלֹום‎)
字義溯源:擁抱(問安及辭別時的禮節),請安,問安,問候,歡迎,歡喜迎接,慶賀,珍愛,辭別;由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(σπάω)*=抽出,拉緊)組成。這字本意:擁抱;是希臘社會生活中習慣用語,進門時的問安,出門時的辭別;以後慢慢成了問安的套語。新約用了60次,有40餘次是用作書信結尾的問安
同源字:1) (ἀπασπάζομαι)告辭 2) (ἀσπασμός)問候
出現次數:總共(59);太(2);可(2);路(2);徒(5);羅(21);林前(4);林後(2);腓(3);西(4);帖前(1);提後(2);多(2);門(1);來(3);彼前(2);約貳(1);約叄(2)
譯字彙編
1) 問安(24) 可9:15; 路1:40; 徒18:22; 徒21:7; 徒25:13; 林前16:19; 林前16:19; 林前16:20; 林後13:13; 腓4:21; 腓4:21; 腓4:22; 西4:10; 西4:12; 西4:14; 西4:15; 提後4:21; 多3:15; 多3:15; 門1:23; 來13:24; 彼前5:13; 約貳1:13; 約叄1:15;
2) 問候(20) 羅16:3; 羅16:5; 羅16:6; 羅16:7; 羅16:8; 羅16:9; 羅16:10; 羅16:10; 羅16:11; 羅16:11; 羅16:12; 羅16:12; 羅16:13; 羅16:14; 羅16:15; 羅16:16; 羅16:21; 羅16:22; 羅16:23; 羅16:23;
3) 你們要⋯問安(4) 羅16:16; 林後13:12; 帖前5:26; 彼前5:14;
4) 他⋯問安(1) 徒21:19;
5) 你們當⋯問安(1) 林前16:20;
6) 請你們⋯問安(1) 來13:24;
7) 請向⋯問安(1) 提後4:19;
8) 要⋯請安(1) 太10:12;
9) 請安(1) 約叄1:15;
10) 慶賀說(1) 可15:18;
11) 問人的安(1) 路10:4;
12) 既辭別了(1) 徒20:1;
13) 歡喜迎接(1) 來11:13;
14) 你們⋯請安(1) 太5:47

Mantoulidis Etymological

(=καλωσορίζω, φιλῶ, χαιρετίζω). Ἀπό το προθεμ. α + ρίζα σπατοῦ σπάω (=σέρνω κοντά μου), μέ θέμα ἀσπαδ καί τό πρόσφυμα j → ἀσπάδ-j-ομαι → ἀσπάζομαι.
Παράγωγα: ἄσπασμα, ἀσπασμός, ἀσπάσιος, ἀσπαστέον, ἀσπαστικός, ἀσπαστός, ἀσπασίως, Ἀσπασία.

Léxico de magia

saludar a la divinidad, como muestra de respeto εὐθέως ἄσπασαι αὐτὸν τῷ πυρίνῳ ἀσπαστικῷ al instante salúdalo con el saludo del fuego P IV 638 ταῦτα ἰδὼν ἀσπάζου οὕτως cuando veas esto, saluda así P IV 666 P IV 677 P IV 712 ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος εἰς τὰς δʹ τροπὰς τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ ποππυσμῷ el cocodrilo de rostro de halcón saluda al dios con un chasquido de labios en los cuatro puntos de cambio (ref. a las cuatro estaciones) P XIII 43 P XIII 386 P XIII 415 ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἀσπάζεται σε λέγων en su propia lengua te saluda diciendo P XIII 155 P XIII 157 P XIII 159 P XIII 465 P XIII 467 P XIII 469

Translations

welcome

Afrikaans: verwelkom; Arabic: ⁧رَحَّبَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧اِسْتَقْبِل⁩; Armenian: ողջունել; Belarusian: вітаць; Bulgarian: приветствам; Catalan: donar la benvinguda, acollir; Chinese Mandarin: 歡迎/欢迎, 迎接; Czech: vítat; Danish: byde velkommen; Dutch: verwelkomen, welkom heten; Esperanto: bonvenigi; Estonian: tervitama; Finnish: toivottaa tervetulleeksi; French: accueillir, souhaiter la bienvenue; German: begrüßen, willkommen heißen, bewillkommnen; Greek: υποδέχομαι, καλωσορίζω; Ancient Greek: ἀσπάζεσθαι, ἀσπάζομαι, δειδίσκομαι, ἐνασπάζομαι, ὑποδέχομαι, χαιρετίζω; Hungarian: üdvözöl, fogad; Icelandic: bjóða velkominn; Ido: bonvenigar; Indonesian: menyambut; Interlingua: dar le benvenita a; Italian: accogliere, dare il benvenuto; Japanese: 歓迎する; Khmer: ទទួល; Korean: 환영하다; Latin: alicuius adventu festum agere, alicuius adventu festum ago, adventu festum ago; Macedonian: пожелува добредојде, пречекува, прима, поздравува, поздрави; Maore Comorian: uv̄ahua; Maori: rāhiri, tāhiri, tāhiri, tāwhiri, maioha, pōwhiri, tāuti; Pennsylvania German: wilkum; Polish: witać; Portuguese: dar as boas-vindas a, receber, acolher; Romanian: întâmpina; Russian: приветствовать; Scots: walcum; Scottish Gaelic: cuir fàilte air; Slovak: vítať; Slovene: izreči dobrodošlico; Spanish: dar la bienvenida; Swahili: kukaribisha; Swedish: välkomna; Tagalog: mabuhay; Thai: ต้อนรับ; Turkish: karşılamak; Ukrainian: вітати; Vietnamese: chào, hoan nghênh, chào mừng, chào đón; Volapük: vekömön; Welsh: croesawu; West Frisian: ferwolkomje; ǃXóõ: tàhʻa

greet

Arabic: ⁧حَيَّا⁩; Moroccan Arabic: ⁧سلم⁩, ⁧بلغ السلام⁩; Armenian: ողջունել, բարևել; Aromanian: bunuescu, ghinuescu, cãlimirsescu, hiritisescu; Asturian: saludar; Azerbaijani: salamlamaq; Belarusian: вітаць, здароўкацца, сустракаць; Bengali: অভিবাদন করা, অভিবাদন জানান; Bulgarian: поздравявам, приветствам; Burmese: နှုတ်ဆက်; Catalan: saludar; Cherokee: ᎠᏲᎵᎭ; Chinese Cantonese: 打招呼; Mandarin: 迎接, 打招呼, 歡迎/欢迎; Chukchi: мынгаймэтык; Czech: zdravit; Danish: hilse; Dutch: begroeten, ontvangen; Esperanto: saluti; Finnish: tervehtiä; French: saluer, recevoir; Galician: saudar; Georgian: მისალმება; German: begrüßen, grüßen; Gothic: 𐌲𐍉𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: χαιρετώ; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, δεδίσκομαι, δειδίσκομαι, δεικανάω, δεικανῶ, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, δέκομαι, δεξιόομαι, δεξιοῦμαι, δέχομαι, προσαγορεύω; Hindi: अभिवादन करना, स्वागत करना, नमस्कार करना; Hungarian: köszönt, üdvözöl, fogad; Italian: salutare, dare il benvenuto, fare gli auguri, scambiarsi gli auguri; Japanese: 挨拶する, 出迎える, 歓迎する; Kazakh: амандасу, сәлемдесу; Khmer: គំនាប់, វន្ទា; Korean: 인사하다; Kyrgyz: саламдашуу; Lao: ຄຳນັບ, ທັກ, ທັກທາຽ; Latin: saluto; Latvian: sveikt, sveicināt; Lithuanian: sveikinti; Low German: begröten; Luxembourgish: gréissen; Macedonian: поздравува, поздрави; Maori: owha, oha; Mongolian: мэндлэх; Ngazidja Comorian: ulaulia; Occitan: saludar; Persian: ⁧سلام دادن⁩; Polish: witać; Portuguese: saudar, cumprimentar; Quechua: rimaykuy; Romanian: saluta, întâmpina; Russian: приветствовать, здороваться, встречать, встретить; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀здрављати, по̀здравити; Roman: pòzdravljati, pòzdraviti; Slovak: zdraviť; Slovene: pozdravljati, pozdraviti; Sorbian Lower Sorbian: strowiś, witaś; Spanish: saludar; Swedish: hälsa; Tagalog: bati, magsaludo; Tajik: салом додан; Thai: ทัก, ทักทาย; Tibetan: འཚམས་འདྲི་ཞུས; Turkish: selamlamak; Turkmen: salamlaşmak; Ukrainian: вітати, здороватися, зустрічати; Urdu: ⁧سلام کرنا⁩, ⁧آداب کرنا⁩; Uyghur: ⁧سالاملاشماق⁩; Uzbek: salom bermoq, salomlashmoq; Vietnamese: chào, chào mừng; Volapük: glidön; Walloon: dire bondjoû, adegnî, fé sene bondjoû, priyî l' bondjoû, salouwer; Welsh: annerch; Yiddish: ⁧גריסן⁩, ⁧מקבל־פּנים זײַן⁩, ⁧באַגריסן⁩, ⁧אויפֿנעמען⁩; Zazaki: selam kerden

kiss

Abaza: ашӏагвдзра; Abkhaz: агәӡра, агәыдкылара; Afrikaans: soen; Albanian: puth; Alemannic German: verschmutza; Amharic: ሳመ, መሳም; Arabic: قَبَّلَ, بَاسَ, لَثَمَ; Egyptian Arabic: باس; Gulf Arabic: باس; Hijazi Arabic: باس; Moroccan Arabic: باس; Aragonese: besar; Aramaic Syriac: ܢܽܘܫܩܬܳܐ, ܢܽܘܫܰܩܬܳܐ; Arapaho: niitén-; Archi: пӏаъбос, баъ-бос; Armenian: համբուրել, պաչել; Aromanian: bash, bashu; Asturian: besar; Avar: баизе; Aymara: jamp'atiña; Azerbaijani: öpmək; Bashkir: үбеү; Basque: musu eman; Belarusian: цалаваць, пацалаваць; Bengali: চুম্বন করা, বুসা; Bikol Central: hadok; Bislama: kis, kisim, kiskisim; Breton: pokat, bouchañ; Bulgarian: целувам, целуна; Burmese: နမ်း; Buryat: таалаха; Catalan: besar, petonejar, fer un petó; Cebuano: halokan, halok; Ch'orti': tzuhtzi uti'; Chamorro: chiku; Chechen: берташ да̄ха; Cherokee: ᎠᏔᏪᏙᏍᎦ; Cheyenne: -mȧsém, -mȯsém, -mȯsém, -vȯsémohtá, -vȯsémȯsáne; Chinese Cantonese: 接吻, 嘴, 嘴嘴, 錫/锡, 惜; Dungan: щинтын; Hokkien: 吻, 唚/吣; Mandarin: 吻, 親/亲, 親吻/亲吻, 接吻, 親嘴/亲嘴; Choctaw: impuⁿsa; Chukchi: йыӈок; Chuvash: чупту; Cornish: amma, abma; Corsican: basgià; Crimean Tatar: öpmek; Czech: líbat, políbit, dát pusu; Dalmatian: bissuor; Danish: kysse; Dutch: kussen, zoenen; Dzongkha: འུ; Emilian: basèr; Erzya: паламс, палсемс; Esperanto: kisi; Estonian: suudlus, suudlema; Evenki: нюка̄ндя-мӣ; Faroese: mussa, kyssa; Finnish: suudella, suukottaa, pussata; French: embrasser, baiser; Friulian: bussâ, bušâ; Gagauz: öpmää; Galician: bicar, beixar; Gallurese: basgià; Gamilaraay: yabili; Georgian: კოცნა, ამბორი; German: küssen, knutschen; Gothic: 𐌺𐌿𐌺𐌾𐌰𐌽; Greek: φιλάω, φιλώ, ασπάζομαι, δίνω φιλί; Ancient Greek: ἀσπάζομαι, κατασπάζομαι, καταφιλέω, κυνεῖν, κυνέω, κυνῶ, φιλεῖν, φιλέω, φιλῶ; Greenlandic: kunippaa, kunissivoq; Guaraní: hetũ; Hebrew: נישק \ נִשֵּׁק, נתן נשיקה; Higaonon: hadok; Hiligaynon: halukan, halok; Hindi: चूमना, चुम्बन करना; Hungarian: puszil, csókol; Hunsrik: kisse; Icelandic: kyssa; Ido: kisar; Ilocano: ungngo; Indonesian: cium, mengecup, sun; Ingrian: antaa suuta; Interlingua: basiar; Irish: póg; Italian: baciare; Ivatan: mangarek; Japanese: キスする, 口付けする, 接吻する, チューする; Jarai: čŭm; Javanese: sun; Kapampangan: uma, uman; Karelian: nopata, ukata, šuuda mučottua; Kaurna: taapaanthi; Kazakh: сүю, өбу; Khakas: охсанарға; Khmer: ថើប; Khün: ᨧ᩠ᨷᩪ; Korean: 입맞추다, 키스하다, 뽀뽀하다, 뽀뽀를 하다; Kuna: wagar ue; Kurdish Central Kurdish: ماچ کردن; Northern Kurdish: maç kirin, ramûsandin; Kyrgyz: өбүү, өөп коюу; Ladino: bezar; Lao: ຈູບ, ຫອຍຈູບ, ຈຸມພິດ; Latgalian: sumynuot, bučuot; Latin: basio, osculor, suavior, savior; Latvian: skūpstīt, bučot; Ligurian: baijà; Limburgish: pune; Lithuanian: bučiuoti; Lombard: basà; Luxembourgish: kussen, këssen, eng Bees ginn; Macedonian: бакнува, бакне, бацува, баци, целива; Malay: mencium; Malayalam: ചുംബിയ്ക്കുക, ഉമ്മ വക്കുക; Maltese: bies; Manchu: ᠣᠵᠣᠮᠪᡳ; Manx: cur paag da, cur smittag da; Marathi: चुंबन, पापा, पापी; Mazanderani: خش, خش هداهن; Middle English: kissen; Mingrelian: ჯუნა; Mirandese: beisar; Mongolian Cyrillic: үнсэх, озох; Navajo: yiyiitsʼǫs; Neapolitan: vasà; Nepali: म्वाइँ खानु; Ngazidja Comorian: uɓusu; Norman: embraichi, baîsi; North Frisian: taatji; Northern Sami: cumˈmát; Northern Thai: ᨧ᩠ᨷᩪ; Norwegian Bokmål: kysse; Occitan: baisar, potonar; Ojibwe: ojiim; Old English: cyssan; Old Frisian: kessa; Old High German: kussen; Old Norse: kyssa; Old Saxon: kussian; Oromo: dhungachuu; Ottoman Turkish: اوپمك; Pashto: چومل, مچول; Persian: بوسیدن, ماچ کردن; Piedmontese: basé; Polish: całować, pocałować; Portuguese: beijar; Quechua: much'ay, mucai, muzai; Romanian: săruta, pupa; Romansch: bitschar, bitschear, bitschier, bütschar, bütscher; Russian: целовать, поцеловать, целоваться; Sanskrit: चुम्ब्; Sardinian: basai, vasare; Campidanese: basare; Logudorese: basu, basare; Sassarese: bajà; Scottish Gaelic: pòg; Serbo-Croatian Cyrillic: љубити, пољубити, целивати, цјеливати, поцеливати, поцјеливати; Roman: ljúbiti, poljúbiti, celívati, cjelívati, pocelivati, pocjelivati; Sicilian: vasari, baciari; Sinhalese: හාදුව; Slovak: bozkať, pobozkať; Slovene: ljubiti, poljubljati, poljubiti; Somali: dhunkasho; Sorbian Lower: póškaś, wupóškaś, póšknuś; Upper: košić, wokošić; Southern Altai: окшоор, јытаар, ӧбӧр; Southern Sami: tjuvliestidh, tjånnahtidh; Spanish: besar; Old Spanish: besar; Swahili: -busu, -nonea; Swedish: kyssa, pussa; Tagalog: halikan, hahagkan; Tajik: бӯса кардан, бӯса гирифтан, бӯсидан, бӯсса кардан; Tamil: முத்தம்; Tatar: үбәргә; Telugu: ముద్దాడు, చుంబించు; Thai: จูบ; Tibetan: འོ་བྱེད, ཁ་བསྐྱལ, ཨོའོ་བསྐྱལ, འོ་བྱས; Tupinambá: îurupyter; Turkish: öpmek; Turkmen: öpmek; Tuvan: ошкаар, чыттаар; Ugaritic: 𐎐𐎌𐎖; Ukrainian: цілувати, поцілувати; Urdu: چومنا, چمبان کرنا; Uyghur: ئۆپمەك, بوسە قىلماق, لېۋىگە باسماق; Uzbek: oʻpmoq, boʻsa olmoq; Venetian: baxar; Vietnamese: hôn, hun; Volapük: kidön; Võro: suuandminõ; Walloon: rabressî, båjhî; Waray-Waray: harok; Welsh: cusanu; West Frisian: tútsje; Western Bukidnon Manobo: hazek; Yakut: уураа, убураа; Yiddish: קושן; Yucatec Maya: ts'u'uts'