κελεύω: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(20) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[κελεύω]])<br />[[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους) [[θεσπίζω]], [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («θα [[κάνω]] ό,τι κελεύει ο [[νόμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του επιτάττω) [[ζητώ]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]]<br /><b>2.</b> (για ανώτερον [[προς]] κατώτερον) [[επιβάλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], ωθώ, [[οδηγώ]] με βία, [[βιάζω]] («ἴπποι, τοὺς ὁ [[γέρων]] ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ναύκληρο) [[δίνω]] τον ρυθμό στους κωπηλάτες<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]]<br /><b>6.</b> [[προτείνω]] («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] ρυθμικό [[άσμα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κελευόμενον</i><br />η [[παραγγελία]], η [[διαταγή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «κέλευσον, δέσποτα» — [[προσφώνηση]] διακόνου ή αναγνώστη [[προς]] τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κελ</i>-<i>εύ</i>-<i>ω</i> συνδέεται με τα ρ. [[κέλλω]] «[[οδηγώ]], [[ξεκινώ]]» και [[κέλομαι]] «[[παροτρύνω]], [[διατάζω]]» και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κέλευθος]]), η οποία όμως [[είναι]] ανερμήνευτη. Το ρ. [[κελεύω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[κατευθύνω]] [[προς]], ωθώ [[προς]]», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[διατάζω]], [[παρακαλώ]]». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του [[εντέλλομαι]], [[επιτάσσω]], [[προστάσσω]], [[γιατί]] τα τελευταία έχουν εντονότερη την [[έννοια]] της προσταγής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κέλευση]], [[κέλευσμα]], [[κελευστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελευσμός]], [[κελευσμοσύνη]], [[κελευστικός]], [[κελευστός]], [[κελεύστωρ]], [[κελευτής]], [[κελευτιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντικελεύω]], [[εγκελεύω]], [[επεγκελεύω]], [[επικελεύω]], [[κατακελεύω]], [[προκελεύω]], [[συγκελεύω]], [[συνεπικελεύω]], [[υποκελεύω]]]. | |mltxt=(ΑΜ [[κελεύω]])<br />[[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], [[προστάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόμους) [[θεσπίζω]], [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («θα [[κάνω]] ό,τι κελεύει ο [[νόμος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αντίθ. του επιτάττω) [[ζητώ]], [[ικετεύω]], [[παρακαλώ]]<br /><b>2.</b> (για ανώτερον [[προς]] κατώτερον) [[επιβάλλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>3.</b> [[σπρώχνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], ωθώ, [[οδηγώ]] με βία, [[βιάζω]] («ἴπποι, τοὺς ὁ [[γέρων]] ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ [[ἄστυ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για ναύκληρο) [[δίνω]] τον ρυθμό στους κωπηλάτες<br /><b>5.</b> [[διευθύνω]]<br /><b>6.</b> [[προτείνω]] («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)<br /><b>7.</b> [[τραγουδώ]] ρυθμικό [[άσμα]]<br /><b>8.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>κελευόμενον</i><br />η [[παραγγελία]], η [[διαταγή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> <b>εκκλ.</b> «κέλευσον, δέσποτα» — [[προσφώνηση]] διακόνου ή αναγνώστη [[προς]] τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>κελ</i>-<i>εύ</i>-<i>ω</i> συνδέεται με τα ρ. [[κέλλω]] «[[οδηγώ]], [[ξεκινώ]]» και [[κέλομαι]] «[[παροτρύνω]], [[διατάζω]]» και εμφανίζει [[παρέκταση]] -<i>ευ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κέλευθος]]), η οποία όμως [[είναι]] ανερμήνευτη. Το ρ. [[κελεύω]] είχε αρχικά τη σημ. «[[κατευθύνω]] [[προς]], ωθώ [[προς]]», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[διατάζω]], [[παρακαλώ]]». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του [[εντέλλομαι]], [[επιτάσσω]], [[προστάσσω]], [[γιατί]] τα τελευταία έχουν εντονότερη την [[έννοια]] της προσταγής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κέλευση]], [[κέλευσμα]], [[κελευστής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κελευσμός]], [[κελευσμοσύνη]], [[κελευστικός]], [[κελευστός]], [[κελεύστωρ]], [[κελευτής]], [[κελευτιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αντικελεύω]], [[εγκελεύω]], [[επεγκελεύω]], [[επικελεύω]], [[κατακελεύω]], [[προκελεύω]], [[συγκελεύω]], [[συνεπικελεύω]], [[υποκελεύω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελεύω:''' Επικ. παρατ. [[κέλευον]], μέλ. <i>-σω</i>, Επικ. απαρ. <i>-σέμεναι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐκέλευσα</i>, Επικ. <i>κέλ-</i>· παρακ. <i>κεκέλευκα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐκελεύσθην</i>, παρακ. <i>κεκέλευσμαι</i>· ([[κέλομαι]])· [[κινώ]] προς τα [[μπρος]], [[παρακινώ]], ωθώ, [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[προσκαλώ]], [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]] κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με [[ταῦτα]] κελεύεις (ενν. <i>ποιεῖν</i>)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, [[θυμός]] με κελεύει (ενν. <i>φείδεσθαι</i>), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς [[ἕνδεκα]] ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) [[εναντίον]] του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, [[εξουσιάζω]] ένα [[πράγμα]], σε Αισχύλ.· Παθ., <i>τὸ κελευόμενον</i>, <i>τὰ -να</i>, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. impf.
A κέλευον Il.23.767: fut. κελεύ-σω, Ep. inf. -σέμεναι Od. 4.274: aor. ἐκέλευσα, Ep. κέλ- Il.20.4: pf. κεκέλευκα Lys.1.34, Luc. Demon.44:—Med., aor. ἐκελευσάμην Hp.Nat.Puer.13: more freq. in compds. δια-, ἐπι-, παρα-κελεύομαι (q.v.):—Pass., fut. -ευσθήσομαι D.C.68.9: aor. ἐκελεύσθην Hdt.7.9.ά, S.OC738, Th.7.70: pf. κεκέλευσμαι X.Cyr.8.3.14, Luc.Sacr.11: plpf. ἐκεκέλευστο D.C.78.4 (ἐκελεύθην v.l. in Hdt.7.9.ά, and κεκέλευμαι IG22.1121.13 (iv A.D.), v.l. in App.BC5.141 are later forms). (A lengthd. form of κέλομαι, q.v.):—prop. urge, drive on, [ἵππους] ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευε . . κατὰ ἄστυ Il.24.326: hence, exhort, bid, 1 c.acc. pers. et inf., order one to do, σ' ἔγωγε . . κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι 17.30, cf. 2.11, al., Hdt.1.8,24, etc.; ἐκέλευσε τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι he bade the lad bid us to wait for him, Pl.R.327b; ὁ νόμος τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα εἶναι, i.e. bids that he be held guilty, Antipho 4.2.5; ὁ τὸν νόμον κελεύων ἄρχειν δοκεῖ κελεύειν ἄρχειν τὸν θεὸν καὶ τὸν νοῦν Arist. Pol.1287a29; ἐς τὴν Μίλητον ἔπεμπον κελεύοντες σφίσι τὸν Ἀστύοχον βοηθεῖν Th.8.38; request, Lys.16.16; opp. ἐπιτάττειν, IG12.76.33. 2 c. acc. pers. et rei, σφῶϊ μὲν οὔ τι κελεύω Il.4.286; τά με θυμὸς . . κελεύει (sc. εἰπεῖν) 7.68, etc.: with inf. subjoined, τί με ταῦτα κελεύεις . . μάχεσθαι; 20.87. 3 c. acc. pers. only, εἰ μὴ θυμός με κελεύοι (sc. φείδεσθαι) Od.9.278; ὥς με κελεύεις (sc. μυθεῖσθαι) 11.507: in Prose, ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην ordered them [to go] against him, ordered them to seize him, X.HG2.3.54; κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα ib.20:—Pass., receive orders, Arist.Pol.1253b34. 4 c.acc. rei only, ὃ μὴ κελεύσαι Ζεύς (Herm. for -σει) A.Eu. 618; ὁ νόμος τὰ μὲν κελεύων τὰ δ' ἀπαγορεύων Arist.EN1129b24:— Pass., τὸ κελευόμενον commands, orders, Hdt.7.16, Antipho Soph. 61, X.Cyr.4.1.3: pl., Pl.R.340a. 5 c. dat. pers. folld. by inf., urge or order one to do, κηρύκεσσι . . κέλευσε κηρύσσειν . . Il.2.50, Od. 2.6, etc.; ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν . . Il.2.151; ἑτάροισι . . ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Od.9.488: in later Prose, D.S.19.17, Ceb.32.4 codd., Luc.DMort.1.1, Phalar.Ep.121.1, etc. 6 rarely c. dat. pers. et acc. rei, τί δ' ἐστὶν ὃ κελεύεις ἐμοί; Men.Pk.224, cf. Ael.NA 9.1. 7 c. dat. pers. only, ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας Il. 16.684; cf.infr.111. 8 abs., freq. in Hom., ὡς σὺ κελεύεις Il.23.96, al.; λέξω, κελεύεις γάρ A.Ch.107; κελεύων, opp. αὐτοχειρίῃ, Democr.260; κελευούσης τῆς Πυθίης Hdt.6.36; κελεύοντος καὶ δεομένου Lys.5.1. 9 c. inf. only, σιγᾶν κελεύω I order silence, S.Ph. 865; οὐκ ἂν κελεύσαιμ' εὐσεβεῖν Id.Ant.731; recommend, propose, Lys. 12.25, D.4.21, etc.; opp. οὐκ ἐάω, Hdt.6.109, X.Ath.2.18. II of inferiors, urge, entreat, Il.24.599, Od.10.17, Hdt.1.116. III of the boatswain, give time to rowers, c.dat., Pl.R.396b: abs., Ath.12.535d. 2 sing a chanty, S.E.M.6.24.
German (Pape)
[Seite 1415] aor. pass. ἐκελεύσθην, bei D. Hal. 1, 84 ἐκελεύθην, eigtl. (vgl. κέλλω) in Bewegung setzen, antreiben, μάστιγι κελεύειν, Il. 23, 642; gew. auffordern wozu; bei Hom. meist von Höheren u. Mächtigern, gebieten, befehlen (vgl. κέλομαι); θωρῆξαί ἑ κέλευε Ἀχαιούς Il. 2, 11, καὶ ἐπιτέλλομαι 19, 192; aber auch von Gleichstehenden, Freunden, auffordern, rathen, selten von Niedrigerstehenden, wünschen, flehen, Od. 10, 17. 345 Il. 24, 599; – τινί, Einem zurufen, ihn zu Etwas antreiben, μάλα δὲ σπεύδοντι κέλευον Il. 23, 767, Πάτροκλος δ' ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων 16, 372, öfter; selten bei Sp., wie Plat. Rep. III, 396 a; auch absolut, Ἀτρείδης δ' ἀν' ὅμιλον ἐφοίτα πολλὰ κελεύων Il. 5, 529, vgl. 11, 65; wie Aesch. λέξω, κελεύεις γάρ, Ch. 105, wo man aus dem Zusammenhang leicht ἐμὲ λέγειν ergänzen kann; vgl. Eum. 170; auch τινί c. inf., αὐτὰρ ὁ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσεν κηρύσσειν Il. 2, 50, τοὶ δ' ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν ib. 151, vgl. 9, 658 Od. 2, 6. 9, 488; einzeln bei Sp., wie D. Sic. 19, 17. Seltener mit dem bloßen accus. der Person, Einen auffordern, antreiben, befehligen, Od. 9, 278. 11, 507, wie Soph. Phil. 1181 βᾶθί νυν ὥς σε κελεύομεν; auch τινά τι, Einen zu Etwas aufmuntern, τί με ταῦτα καὶ οὐκ ἐθέλοντα κελεύεις ἀντία Πηλείωνος μάχεσθαι Il. 20, 87, vgl. Od. 7, 183; acc. cum inf., κελεύω σὲ εἰς πληθὺν ἰέναι, ich ermahne dich, unter die Menge zu gehen, Il. 17, 30, vgl. 11, 781. 14, 62; dies ist nach Hom. die gew. Construction; Pind. Ol. 7, 64 N. 4, 80; πῶς με κελεύεις κακότητ' ἀσκεῖν Aesch. Prom. 1068; Eum. 644. 684; τοῦτον κελεύω πάντα σημαίνειν ἐμοί Soph. O. R. 226; u. so folgde Dichter u. in Prosa, wobei der accus. oft aus dem Zusammenhang zu ergänzen ist; sowohl inf. praes. als aor.; Her. 1, 8; κελεύει ὑμᾶς περιμεῖναι Plat. Rep. I, 327 b. Auch pass., τὰ κελευόμενα ποιεῖν ib. 340 a, κελευόμενοι τὴν αὑτῶν εὐχὴν εἰπεῖν Legg. IV, 709 d, κελεύομαι ὑπὸ τοῦ θεοῦ Xen. Oec. 17, 2; Thuc. 1, 145 u. Sp. – Auch von den Rednern, die ein Gesetz vorschlagen, Dem. u. A. – Bei Ath. XII, 535 d, wie S. Emp. adv. mus. 24, ist es = den Takt zum Rudern angeben.
Greek (Liddell-Scott)
κελεύω: Ἐπ. παρατ. κέλευον Ἰλ. Ψ. 767· μέλλ. -σω, Ἐπ. ἀπαρ. -σέμεναι Ὀδ. Δ. 274· ἀόρ. ἐκέλευσα, Ἐπ. κέλ-, Ἰλ. Υ. 4· πρκμ. κεκέλευκα, Λυσ. 95. 6, Λουκ. Δημών. Β. 44·- Μέσ., ἀόρ. ἐκελευσάμην Ἱππ. 1. 386, ἀλλὰ συχνότερον ἐν τοῖς συνθέτοις, δια-, ἐπι-, παρακελεύομαι.- Παθ., μέλλ. -ευσθήσομαι Δίων Κ. 68. 9· ἀόρ. ἐκελεύσθην Ἡρόδ., Ἀττ.· πρκμ. κεκέλευσμαι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 14, Λουκ. Θυσ. 11· (οἱ τύποι ἐκελεύθην, κεκέλευμαι εἶνε ἀμφίβ., ἴδε Veitch Ἀνώμ. Ρήμ., ἐν λ.). (Ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κέλομαι, ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ καλέω. ἂν καὶ ὁ Κούρτ. ἔχει ἀμφιβολίας). Κυρίως, κινῶ εἰς τὰ ἐμπρός, παρακινῶ, ὠθῶ εἰς τὰ ἐμπρός, Λατ. incito (ἴδε κατωτ. Ι. 3), παρακινῶ, παροτρύνω, παραγγέλλω, διατάττω, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ συχνάκις καὶ ἐπὶ φιλικῆς προτροπῆς·- σπανιώτερον ἐκ μέρους κατωτέρου ἀνθρώπου, παρακαλῶ, δέομαι, ἱκετεύω, Ἰλ. Ω. 599, Ὀδ. Κ. 17, 345, Ἡρόδ. 1. 116· (οὕτω κέλομαι Ὀδ. Λ. 71)·- ἰδίως δίδω διὰ τῆς φωνῆς τὸν ῥυθμὸν εἰς τοὺς κωπηλάτας, Ἀθήν. 535D, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 24· (πρβλ. κελευστής).- Συντάσσεται. 1) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., παργγέλλω τινὰ νὰ πράξῃ τι, σ’ ἔγωγε… κελεύω ἐς πληθὺν ἰέναι Ἰλ. Ρ. 30, πρβλ. Β. 11. καὶ 28, Λ. 781., Ξ. 62, Ἡρόδ. 1. 8, 24, καὶ Ἀττ.· ἐκέλευσε δραμόντα τὸν παῖδα περιμεῖναί ἑ κελεῦσαι, προσέταξε,τὸν ὑπηρέτην νὰ παραγγείλῃ εἰς ἡμᾶς νὰ τὸν περιμείνωμεν, Πλάτ. Πολ. 327Β· ἐν Ἀντιφῶντι 126, 21, τὸν ἐπιβουλεύσαντα κελεύει φονέα εἶναι, δηλ. παραγγέλλει νὰ θεωρῆται ὡς φονεύς·- ἀλλὰ τὸ ἀπαρ. πολλάκις παραλείπεται, πρβλ. Θουκ. 1. 143· συχνὸν παρὰ τοῖς ῥήτορσι, καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαι κελεύω Δημ. σ. 45. 17· καὶ πολίτας τοὺς στρατευομένους εἶναι κελεύω 46. 10, 472. 2) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (δηλ. ποιεῖν) Ἰλ. Υ. 87, πρβλ. Δ. 286· τά με θυμὸς… κελεύει (δηλ. εἰπεῖν) Η. 68, κτλ.· καὶ ἐνίοτε τὸ ἀπαρ. συνάπτεται χάριν ἐπεξηγήσεως, τί με ταῦτα κελεύεις… μάχεσθαι; Υ. 87. 3) ὡσαύτως, μόνον μετ’ αἰτ. προσ., εἰ μὴ θυμός με κελεύει (δηλ. φείδεσθαι) Ὀδ. Ι. 278· ὥς με κελεύεις (δηλ. μυθεῖσθαι) Λ. 507· καὶ ἐπὶ ἵππων, ἐφέπων μάστιγι κέλευε καρπαλίμως κατὰ ἄστυ, τοὺς ἐβίαζε νὰ τρέχωσι…, Ἰλ. Ω. 326·- παρὰ πεζοῖς, ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, διέταξεν αὐτοὺς νὰ ὑπάγωσι πρὸς τὸν Θηραμ., νὰ συλλάβωσιν αὐτόν, Ξεν. Ἑλ. 2. 3, 54· οὕτω, κ. τινὰς ἐπὶ τὰ ὅπλα αὐτόθι 20.- Παθ., διατάττομαι, λαμβάνω διαταγήν, Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 3. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ὃ μὴ κελεύσαι Ζεὺς (οὕτως ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ τοῦ -σει) Αἰσχύλ. Εὐμ. 618· κ. τι παρά τινος, ἀπαιτῶ, Δημ. 48. 14· ἀντίθ. τῷ ἀπαγορεύω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 1, 14.- Παθ. τὸ κελευόμενον, τὰ κελευόμενα, ποιεῖν ἢ πράττειν, παραγγελίαι, διαταγαί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3, Πλάτ. Πολ. 340Α. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ. ἑπομ. ἀπαρ., διατάττω τινὰ νὰ πράξῃ τι, κηρύκεσσι… κέλευσεν κηρύσσειν… Ἰλ. Β. 50, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· ἀλλήλοισι κέλευον ἅπτεσθαι νηῶν…, Ἰλ. Β. 151· πρβλ. Ἰλ. Λ. 780, ἔνθα ὁ Εὐστάθ. παρατηρεῖ, ὅτι ἡ λέξις κελεύων δὲν εἶνε δεσποτική, διότι ὁ Νέστωρ, κελεύων τῷ Ἀχιλλεῖ καὶ Πατρόκλῳ ἐς μάχην ἕπεσθαι, δὲν εἶνε ἄρχων ἢ δεσπότης αὐτῶν, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ κελεύων ἐνταῦθα ἰσοδυναμεῖ τῷ ἀξιῶν, ἐφ’ ἧς σημασίας μετὰ ταῦτα μετεχειρίζετο καὶ τὸ σημαίνω· ὁ ποιητὴς συνάπτει καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτέλλομαι Ἰλ. Τ. 192, σοὶ δ’ αὐτῷ τόδ’ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι καὶ κελεύω·- ἑτάροισι… ἐκέλευσα ἐμβαλέειν Ὀδ. Ι. 488· οὕτω παρ’ Ἀττ., Θουκ. 8. 38, κτλ. ΙΙΙ. ἀπολ., ἰδίως ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει, ὡς σὺ κελεύεις·- οὕτω, πολλὰ κελεύων Ἡρόδ. 6. 36. IV. μετὰ μόνης ἀπαρ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. προσ., σιγᾶν κελεύω, διατάττω, ἐπιβάλλω σιωπήν, Σοφ. Φιλ. 865· οὐδ’ ἂν κελεύσαιμ’ εὐσεβεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 731· συνιστῶ, Λατ. censere, Δημ. 45. 47., 46. 11, κτλ.· ἀντίθ. τῷ οὐκ ἐάω, Ξεν. Ἀθην. 2. 18· κ. μὴ ποιεῖν Ἀττ. κτλ.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκέλευσα, pf. κεκέλευκα : Pass. f. réc. κελευσθήσομαι, ao. ἐκελεύσθην pf. κεκέλευσμαι;
I. mettre en mouvement, pousser, exciter : ἵππους μάστιγι IL presser des chevaux avec le fouet;
II. presser par la parole :
1 exciter, exhorter vivement, τινι : ἀλλήλοισι IL s’encourager mutuellement;
2 ordonner, commander, ou simpl. exhorter : αμφιπόλοισί τι IL commander qch à des serviteurs ; τινι ποιεῖν IL, OD ordonner à qqn de faire qch ; κ. τινὰ ἰέναι IL ordonner à qqn d’aller ; τί με ταῦτα κελεύεις ; IL pourquoi m’ordonnes-tu cela ? τά με θυμὸς κελεύει IL ce que mon cœur me conseille (de dire) ; κ. τοὺς ἕνδεκα ἐπί τινα XÉN ordonner aux Onze de se saisir de qqn ; εἰ μὴ θυμός με κελεύει OD à moins que mon cœur ne me conseille (de m’abstenir) ; ὥς με κελεύεις OD comme tu m’ordonnes (de parler) ; avec un inf. : σιγᾶν κ. SOPH ordonner de se taire ; abs. εἰ σὺ κελεύεις OD si tu l’ordonnes, si tu le désires;
3 demander, exprimer un souhait, un désir : κ. τινος avec l’inf. THC demander instamment à qqn de, etc.
4 Pass. recevoir un ordre : ὑπὸ τοῦ θεοῦ XÉN de la divinité ; κελεύεσθαι avec un inf., recevoir l’ordre de ; τὸ κελευόμενον XÉN l’ordre donné;
5 permettre, concéder.
Étymologie: R. Κελ, pousser, presser ; cf. κέλλω, κέλομαι.
English (Autenrieth)
(root κελ), ipf. (ἐ)κέλευον, fut. inf. κελευσέμεναι: urge, μάστῖγι, Il. 23.642; then command, bid, request, τινί τι, or w. inf., Od. 16.136, Il. 2.50; freq. w. acc. and inf.; w. two accusatives in the formula ὄφρ' εἴπω τά με θῦμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει, Il. 7.68.
English (Slater)
κελεύω (κελεύεις: (ἐ)κέλευσε(ν), κέλευσ.)
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) (O. 6.32) Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) (O. 6.70) ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ)κέλευσε codd.) (O. 7.64) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν (P. 9.115) εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (N. 4.80) Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ]α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34.
English (Strong)
from a primary kello (to urge on); "hail"; to incite by word, i.e. order: bid, (at, give) command(-ment).
English (Thayer)
imperfect ἐκέλευον; 1st aorist ἐκέλευσα; to command, order: τινα, followed by an aorist infinitive, R G L),64; T WH (Tr in brackets)); R G; Buttmann, 201 (174); Winer s Grammar, § 40,3d.); by a use not infrequent in Homer, but somewhat rare in prose writing, with the dative of a person (Plato, rep. 3, p. 396a.; Thucydides 1,44; Diodorus 19,17; Josephus, Antiquities 20,6, 2; Xenophon, Cyril 1,3, 9 variant), followed by an infinitive, R G; cf. Buttmann, 275 (236). κελευσαιτος τίνος, at one's command, κελεύω, especially with the passive infinitive and the accusative, see Buttmann, § 141,5, cf. p. 237 (204) note; also Winer's Grammar, 336 (315), 332 (311).) [ SYNONYMS: κελεύειν, παραγγέλλειν, ἐντέλλεσθαι, τάσσειν (and its comparison): κελεύειν to command, designates verbal orders, emanating (usually) from a superior; παραγγέλλω to charge, etc., is used especially of the order of a military commander which is passed along the line by his subordinates (Xenophon, Cyril 2,4, 2); ἐντέλλεσθαι, to enjoin, is employed especially of those whose office or position invests them with claims, and points rather to the contents of the command, cf. our instructions; τάσσω literally, assign a post to, with a suggestion of duties as connected therewith; often used of a military appointment (cf. τάξις); its compounds ἐπιτάσσειν and προστάσσειν differ from ἐντέλλεσθαι in denoting fixed and abiding obligations rather than specific or occasional instructions, duties arising from the office rather than emanating from the personal will of a superior. Schmidt, chapter 8.]
Greek Monolingual
(ΑΜ κελεύω)
παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω
νεοελλ.
(για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος»)
αρχ.
1. (αντίθ. του επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ
2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή
3. σπρώχνω προς τα εμπρός, ωθώ, οδηγώ με βία, βιάζω («ἴπποι, τοὺς ὁ γέρων ἐφέπων μάστιγι κέλευεν κατὰ ἄστυ», Ομ. Ιλ.)
4. (για ναύκληρο) δίνω τον ρυθμό στους κωπηλάτες
5. διευθύνω
6. προτείνω («συνηγόρευσες τοῑς κελεύουσιν ἀποκτεῑναι», Λυσ.)
7. τραγουδώ ρυθμικό άσμα
8. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) κελευόμενον
η παραγγελία, η διαταγή
9. φρ. εκκλ. «κέλευσον, δέσποτα» — προσφώνηση διακόνου ή αναγνώστη προς τον αρχιερέα για να αρχίσει να ψάλλει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κελ-εύ-ω συνδέεται με τα ρ. κέλλω «οδηγώ, ξεκινώ» και κέλομαι «παροτρύνω, διατάζω» και εμφανίζει παρέκταση -ευ (πρβλ. κέλευθος), η οποία όμως είναι ανερμήνευτη. Το ρ. κελεύω είχε αρχικά τη σημ. «κατευθύνω προς, ωθώ προς», από την οποία έφθασε να χρησιμοποιείται με τη σημ. «διατάζω, παρακαλώ». Διακρίνεται από τα συνώνυμά του εντέλλομαι, επιτάσσω, προστάσσω, γιατί τα τελευταία έχουν εντονότερη την έννοια της προσταγής.
ΠΑΡ. κέλευση, κέλευσμα, κελευστής
αρχ.
κελευσμός, κελευσμοσύνη, κελευστικός, κελευστός, κελεύστωρ, κελευτής, κελευτιώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αντικελεύω, εγκελεύω, επεγκελεύω, επικελεύω, κατακελεύω, προκελεύω, συγκελεύω, συνεπικελεύω, υποκελεύω].
Greek Monotonic
κελεύω: Επικ. παρατ. κέλευον, μέλ. -σω, Επικ. απαρ. -σέμεναι· αόρ. αʹ ἐκέλευσα, Επικ. κέλ-· παρακ. κεκέλευκα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκελεύσθην, παρακ. κεκέλευσμαι· (κέλομαι)· κινώ προς τα μπρος, παρακινώ, ωθώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, προσκαλώ, παραγγέλλω, διατάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ. προσ. και απαρ., διατάζω κάποιον να κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· (επίσης με δοτ. προσ., σε Όμηρ.)· με αιτ. προσ. και πράγμ., τί με ταῦτα κελεύεις (ενν. ποιεῖν)· επίσης με αιτ. προσ. μόνο, θυμός με κελεύει (ενν. φείδεσθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐκέλευσε τοὺς ἕνδεκα ἐπὶ τὸν Θηραμένην, τους διέταξε (να κινηθούν) εναντίον του, τους πρόσταξε να τον συλλάβουν, σε Ξεν.· με αιτ. πράγμ. μόνο, εξουσιάζω ένα πράγμα, σε Αισχύλ.· Παθ., τὸ κελευόμενον, τὰ -να, διαταγές, προσταγές, σε Ξεν.