ζυγός: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
(nl) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν. | |elnltext=ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζῠγός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ярмо (ἐπὶ ζ. αὐχένι κεῖται HH);<br /><b class="num">2)</b> перен. иго, бремя (τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὁ ζ. μου [[χρηστός]] NT);<br /><b class="num">3)</b> (лат. [[jugum]]) иго: ἄγειν ὑπὸ τὸν [[ζυγόν]] Polyb. прогнать (побежденных) под игом;<br /><b class="num">4)</b> поперечный брус или рычаг Arst.;<br /><b class="num">5)</b> весы Plat., Arst., Sext., NT;<br /><b class="num">6)</b> состояние равновесия: μὴ ζυγὸν ὑπερβαίνειν [[Pythagoras]] ap. Arst. et Plut. не нарушать равновесия, т. е. соблюдать меру - см. тж. [[ζυγόν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, v. sub ζυγόν.
German (Pape)
[Seite 1141] ὁ, 1) gew. im sing., = ζυγόν, sowohl in der Bdtg Joch (H. h. Cer. 217, sonst ist bei Hom. das genus nicht zu unterscheiden), ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν τινα, unterjochen, Pol. 4, 82, als in der Bed. Ruderbank; auch οἱ ζυγοί, Schol. Thuc. 1, 29; auch für Steg auf der Phorminx. – 2) eine Rotte, Reihe bei den Soldaten, Suid. τὸ ἐκ παρεστηκότων ἀλλήλοις πλῆθος; so Pol. 18, 12, 5 τὰς τοῦ πέμπτου ζυγοῦ σαρίσσας; vgl. ζυγέω; im plur. τὰ ζυγά. Auch im Chor des Drama, τραγικοῦ μὲν χοροῦ πέντε ζυγὰ ἐκ τριῶν Poll. 4, 108. – 3) der Wagebalken an der Wagschale, der die beiden Schalen verbindet, u. übh. Wage, bei Aesch. Suppl. 802, σὸν δ' ἐπίπαν ζυγὸν ταλάντου, im sing. neutr.; sonst ὁ ζυγός, wie Plat. αἴρων τὸν ζυγόν Tim. 63 b; στήσας ἐν τῷ ζυγῷ. Prot. 356 b; im plur. τὰ ζυγά, wie Dem. οὐ ζυγὰ καὶ σταθμὰ ἔχων, 25, 46; Plut. Camill. 29. – Auch das Sternbild der Wage, αἱ χηλαὶ τοῦ ἐν οὐρανῷ σκορπίου Suid. – Nach Eust. auch = Thürriegel, μοχλός (vgl. ἐπιζυγόω). – Die alten Grammatiker stimmen darin überein, daß sie bemerken ζυγὸς ἀρσενικῶς ἐπὶ τῶν βοῶν, sonst aber sind ihre Angaben über das genus bei den verschiedenen Bdtgn verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγός: ὁ, ἴδε ἐν λ. ζυγόν.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ζυγόν.
English (Strong)
from the root of zeugnumi (to join, especially by a "yoke"); a coupling, i.e. (figuratively) servitude (a law or obligation); also (literally) the beam of the balance (as connecting the scales): pair of balances, yoke.
English (Thayer)
ζυγοῦ, ὁ, for which in Greek writings before Polybius τό ζυγόν was more common (from ζεύγνυμι);
1. a yoke;
a. properly, such as is put on draught-cattle.
b. metaphorically, used of any burden or bondage: as that of slavery, δουλείας, Sophocles Aj. 944; δουλοσυνης, Demosthenes 322,12); of troublesome laws imposed on one, especially of the Mosaic law, Clement of Rome, 1 Corinthians 16,17 [ET] Christians are called οἱ ὑπό τόν ζυγόν τῆς χάριτος ἐλθόντες (cf. Harnack at the passage)).
2. a balance, pair of scales: Plato, rep. 8,550e.; Aelian v. h. 10,6; others).
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ζυγός)
1. καθετί που ενώνει δύο σώματα
2. το εξάρτημα που προσαρμόζεται εγκάρσια στον ρυμό του αρότρου ή της άμαξας και χρησιμεύει στη ζεύξη τών υποζυγίων
3. το στέλεχος της ζυγαριάς, απ' όπου είναι αναρτημένες οι δύο πλάστιγγες
4. η ζυγαριά, η πλάστιγγα
5. σειρά στρατιωτών ή μαθητών, αθλητών κ.ά. γυμναζομένων που βρίσκονται κατά μέτωπον ο ένας δίπλα στον άλλο και στην ίδια ευθεία γραμμή («εφ' ενός ζυγού»)
6. μτφ. δουλεία, σκλαβιά, υποταγή, έλλειψη ανεξαρτησίας («του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει»)
νεοελλ.-μσν.
1. κορυφογραμμή, κορυφή βουνού, κορφοβούνι
2. συνεκδ. βουνό
3. (ως κύριο όνομα) ο Ζυγός
α) ονομασία του έβδομου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
β) ονομασία βουνών ή βουνοκορφών
μσν.
(για ζώα) ένωση, ζευγάρωμα
μσν.-αρχ.
(στους Βυζαντ.) φόρος που επιβαλλόταν κατ' αναλογία του αριθμού τών αροτριώντων ζευγών, ζυγοκέφαλο
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) ζεύγμα από τρία ακόντια, τα δύο μπηγμένα στη γη κάθετα και το τρίτο δεμένο στα άνω άκρα τών δύο πρώτων, κάτω από το οποίο ανάγκαζαν τους ηττημένους να διέρχονται σκύβοντας σε δήλωση υποταγής
2. το οριζόντιο ξύλο του υφαντικού ιστού (αργαλειού) στο οποίο προσηλώνεται το στημόνι, κν. αντί
3. το δέσιμο, ο δεσμός του σανδάλου από το ένα μέρος στο άλλο
4. ο μοχλός της θύρας
5. φρ. α) «ζυγός καρχασίου» — η κεραία στην κορυφή του ιστού
β) παροιμ. «τὸν αὐτὸν ἕλκειν ζυγόν» — για αυτούς που ζουν τις ίδιες δύσκολες καταστάσεις («βράζουν στο ίδιο τσουκάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζυγός ή ζυγόν < ΙΕ yugom (με τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ- της ρίζας ζευγ- του ζεύγνυμι) συνδέεται με χεττ. iugan, αρχ. ινδ. yugam, λατ. jugum, γοτθ. juk κ.ά. Παράλληλα, μαρτυρείται ως β' συνθετικό το ρηματικό όνομα -ζυξ (πρβλ. ά-ζυξ, ομό-ζυξ, σύ-ζυξ), το οποίο απαντά και στα λατ. con-iux «σύζυγος», αρχ. ινδ. a-yuj- «περιττός (για αριθμούς)», sa-yuj- «σύντροφος» κ.ά.
ΠΑΡ. ζύγαινα, ζυγηδόν, ζυγία, ζυγίς, ζυγώ, -έω
αρχ.
ζυγάδην, ζύγαστρον, ζυγικός, ζύγιμος, ζύγιος, ζυγίσκον, ζυγίτης, ζυγώ, -όω
αρχ.-μσν.
ζύγιον
μσν.- νεοελλ.
ζυγίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζυγόδεσμον, ζυγοστάσιον, ζυγοστάτης, ζυγοφόρος
αρχ.
ζυγοδέτης, ζυγοειδής, ζυγοκέφαλον, ζυγοκλεπτώ, ζυγοκρούστης, ζυγοποιός, ζυγόσταθμος, ζυγόταυρον, ζυγουλκός
αρχ.-μσν.
ζυγομαχία
μσν.
ζυγοπλάστης, ζυγοτάλαντα
μσν.- νεοελλ.
ζυγοστασία
νεοελλ.
ζυγοβάτης, ζυγοβράγχια, ζυγοδάκτυλος, ζυγοδόκη, ζυγόθυρο, ζυγολόγιο, ζυγολούρι, ζυγόμορφος, ζυγομύκητες, ζυγοταξία, ζυγότρυπα, ζυγόφυλλο. (Β' συνθετικό) άζυγος, αντίζυγος, απόζυγος, ασύζυγος, εκατόζυγος, εκατόζυγος, ενόζυγος, ενσύζυγος, επίζυγος, ετερόζυγος, ισόζυγος, νεόζυγος, ομόζυγος, πολύζυγος, σύζυγος, τετράζυγος, τριακοντάζυγος, τρίζυγος, υπόζυγος, υψίζυγος, φερύζυγος, χρυσόζυγος.———————— (II)
-ή, -ό
1. διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο ομοειδή μέρη
2. (για αριθ.) άρτιος, αυτός που διαιρείται ακριβώς διά του δύο (χωρίς δηλ. να αφήνει υπόλοιπο)
3. φρ. α) «ζυγά ζυγά» — ανά δύο, κατά ζεύγη, ζευγαρωτά
β) «μονά ζυγά»
i. είδος παιδικού παιχνιδιού
ii. σύστημα εκ περιτροπής κυκλοφορίας τών αυτοκινήτων με βάση το τελευταίο ψηφίο του αριθμού τους, που εφαρμόζεται για περιορισμό και αποσυμφόρηση της μεγάλης κυκλοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ζυγός. Η επιθετ. σημ. της λέξεως ήδη μτγν.].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγός -οῦ, ὁ zie ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγός: ὁ1) ярмо (ἐπὶ ζ. αὐχένι κεῖται HH);
2) перен. иго, бремя (τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὁ ζ. μου χρηστός NT);
3) (лат. jugum) иго: ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν Polyb. прогнать (побежденных) под игом;
4) поперечный брус или рычаг Arst.;
5) весы Plat., Arst., Sext., NT;
6) состояние равновесия: μὴ ζυγὸν ὑπερβαίνειν Pythagoras ap. Arst. et Plut. не нарушать равновесия, т. е. соблюдать меру - см. тж. ζυγόν.