χρή: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(1b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και χρή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>σπαν.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»<br />(ως [[μέλλοντας]] του ρ. <i>χρή</i>) θα [[είναι]] αναγκαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>χρή</i>].———————— <b>(II)</b><br />ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α<br /><b>απρόσ.</b> (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ [[χρῆν]]<br />η [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είναι]] [[ανάγκη]], [[είναι]] [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] δυνατόν, [[είναι]] πιθανόν («πῶς χρὴ τοῡτο περᾱσαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[συχν]]. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει [[αλλά]] δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς [[χρῆν]] Ὀρέστης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -<i>η</i>. Το ουσ. <i>χρή</i> με σημ. «[[ανάγκη]], [[υποχρέωση]]» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. [[εἰμί]] και από τέτοιους συνδυασμούς (<b>[[πρβλ]].</b> πρτ. <i>χρὴ ἦν</i>) προήλθε η [[χρήση]] του <i>χρή</i> ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. <i>χρῆναι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ [[εἶναι]], πρτ. [[χρῆν]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ ἦν</i>. Στη [[συνέχεια]], η ρηματ. [[φύση]] του <i>χρή</i> υπερίσχυσε και επικράτησε, με [[αποτέλεσμα]] ο τ. <i>χρή</i> να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -<i>τεον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>τεος</i>) και το απρόσωπο <i>δεῖ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δει</i>), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. του τ. <i>χρή</i>, πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]), [[χωρίς]], όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. [[χείρων]] ή το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χόρτος]]) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο [[καθορισμός]] της σχέσης [[μεταξύ]] του <i>χρή</i> και του ρ. <i>χρῶμαι</i>, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. του αρχικού ουσ. <i>χρή</i>, η [[αρχαιότητα]], όμως, του παρακμ. <i>κέχρημαι</i> θα μάς οδηγούσε πιθ. στην [[υπόθεση]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[αρχικός]] τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. <i>χρῶμαι</i>, ενώ ο τ. <i>χρή</i> [[είναι]] ανεξάρτητο [[ριζικό]] όν. Οι τ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] αυτή εμφανίζουν [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «[[προστρέχω]] σε κάποιον, [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] κάποιου για δικό μου όφελος» και «[[χρησιμοποιώ]] για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «[[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού, [[ζητώ]] χρησμό» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρῶμαι</i>, από όπου ο ενεργ. τ. <i>χρῶ</i> με σημ. «[[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]»), «[[επιθυμώ]] για δική μου [[χρήση]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρή</i>, [[χρῄζω]]), «δανείζομαι για δική μου [[χρήση]]», [[αλλά]] και με ενεργ. σημ. «[[δανείζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρέος]], [[χρήννυμι]]), «[[εκτελώ]], [[πράττω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρῆμα]], [[χρηματίζω]]), «[[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρήσιμος]], [[χρῆσις]]), «[[κάνω]] [[κατάχρηση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>χρῶμαι</i>, <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>), «[[είμαι]] [[αρκετός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>χρῶ</i>), ενώ ορισμένοι τ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρηστός]], <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «[[σκοτώνω]]», μέσω μιας σημ. «[[εκτελώ]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[ξεκαθαρίζω]]». Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η [[σημασία]] «[[ζητώ]] χρησμό από τον θεό, [[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]» απαντά [[κυρίως]] στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>χρη</i>-<i>σ</i>- (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, [[είναι]] νεώτεροι σε [[σχέση]] με τους υπόλοιπους τ. της οικογένειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρησμός]], [[χρήστης]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και χρή, ἡ, Α<br /><b>1.</b> <b>σπαν.</b> [[χρεία]], [[ανάγκη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»<br />(ως [[μέλλοντας]] του ρ. <i>χρή</i>) θα [[είναι]] αναγκαίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>χρή</i>].<br /><b>(II)</b><br />ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α<br /><b>απρόσ.</b> (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ [[χρῆν]]<br />η [[μοίρα]], το πεπρωμένο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είναι]] [[ανάγκη]], [[είναι]] [[ηθική]] [[υποχρέωση]], [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]] [[κάτι]] («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είναι]] δυνατόν, [[είναι]] πιθανόν («πῶς χρὴ τοῡτο περᾱσαι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> ([[συχν]]. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει [[αλλά]] δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς [[χρῆν]] Ὀρέστης», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -<i>η</i>. Το ουσ. <i>χρή</i> με σημ. «[[ανάγκη]], [[υποχρέωση]]» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. [[εἰμί]] και από τέτοιους συνδυασμούς (<b>[[πρβλ]].</b> πρτ. <i>χρὴ ἦν</i>) προήλθε η [[χρήση]] του <i>χρή</i> ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. <i>χρῆναι</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ [[εἶναι]], πρτ. [[χρῆν]] <span style="color: red;"><</span> <i>χρὴ ἦν</i>. Στη [[συνέχεια]], η ρηματ. [[φύση]] του <i>χρή</i> υπερίσχυσε και επικράτησε, με [[αποτέλεσμα]] ο τ. <i>χρή</i> να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -<i>τεον</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>τεος</i>) και το απρόσωπο <i>δεῖ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>δει</i>), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. του τ. <i>χρή</i>, πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] ότι ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[χαίρομαι]]» (<b>βλ. λ.</b> [[χαίρω]]), [[χωρίς]], όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. [[χείρων]] ή το αρχ. ινδ. <i>harati</i> «[[φέρνω]], [[μεταφέρω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χόρτος]]) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο [[καθορισμός]] της σχέσης [[μεταξύ]] του <i>χρή</i> και του ρ. <i>χρῶμαι</i>, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. του αρχικού ουσ. <i>χρή</i>, η [[αρχαιότητα]], όμως, του παρακμ. <i>κέχρημαι</i> θα μάς οδηγούσε πιθ. στην [[υπόθεση]] ότι αυτός [[είναι]] ο [[αρχικός]] τ. του ρηματ. [[αυτού]] συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. <i>χρῶμαι</i>, ενώ ο τ. <i>χρή</i> [[είναι]] ανεξάρτητο [[ριζικό]] όν. Οι τ. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] αυτή εμφανίζουν [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «[[προστρέχω]] σε κάποιον, [[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] κάποιου για δικό μου όφελος» και «[[χρησιμοποιώ]] για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «[[ζητώ]] τη [[βοήθεια]] του θεού, [[ζητώ]] χρησμό» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρῶμαι</i>, από όπου ο ενεργ. τ. <i>χρῶ</i> με σημ. «[[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]»), «[[επιθυμώ]] για δική μου [[χρήση]], έχω [[ανάγκη]], [[χρειάζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρή</i>, [[χρῄζω]]), «δανείζομαι για δική μου [[χρήση]]», [[αλλά]] και με ενεργ. σημ. «[[δανείζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρέος]], [[χρήννυμι]]), «[[εκτελώ]], [[πράττω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρῆμα]], [[χρηματίζω]]), «[[συχνάζω]], [[συναναστρέφομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρήσιμος]], [[χρῆσις]]), «[[κάνω]] [[κατάχρηση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>χρῶμαι</i>, <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>), «[[είμαι]] [[αρκετός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κατα</i>-<i>χρῶ</i>), ενώ ορισμένοι τ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρηστός]], <i>ἀπο</i>-<i>χρῶμαι</i>) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «[[σκοτώνω]]», μέσω μιας σημ. «[[εκτελώ]], [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]], [[ξεκαθαρίζω]]». Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η [[σημασία]] «[[ζητώ]] χρησμό από τον θεό, [[δίνω]] χρησμό, [[απαντώ]]» απαντά [[κυρίως]] στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. <i>χρη</i>-<i>σ</i>- (με δυσερμήνευτο -<i>σ</i>-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, [[είναι]] νεώτεροι σε [[σχέση]] με τους υπόλοιπους τ. της οικογένειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρησμός]], [[χρήστης]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρή Medium diacritics: χρή Low diacritics: χρη Capitals: ΧΡΗ
Transliteration A: chrḗ Transliteration B: chrē Transliteration C: chri Beta Code: xrh/

English (LSJ)

impers., Il.1.216, etc.; Aeol. χρῆ Alc.20, 35, 46; other forms are contractions (crases) of χρή (prob. orig. a neut. Subst.) with forms of εἰμί (

   A sum): fut. χρἤσται S.OC504, Fr.599, Pherecr. 103, Ar.Fr.362, Phryn.Com.34 (on this form, for which codd. generally have χρῆσται or χρῆσθαι, v. Sch.S.OCl. c.): subj. χρῇ S.Ph. 999, E.Alc.49, Ar.Lys.133; opt. χρείη A.Pr.215, S.Tr.162, Lys. 12.44, Pl.Euthphr.4c; inf. χρῆναι Democr.276, Ar.Ec.210, Antipho 5.84, etc.; also χρῆν (v. infr. 111); part. neut. pl. χρηεόντα (or χρὴ ἐόντα) Democr.174: impf. ἐχρῆν Pi.N.7.44, A.Ch.907, S.Fr.107.6 (only here in S., χρῆν l. 5), Ar.Ra.152, al., Antipho 1.1, And.1.114, Lys. 3.22, al., Th.6.57, Pl.Prt.335c, D.4.3, al., etc.: freq. also without the augm., χρῆν Pi.Fr.123.1, S.El.529, 579, Tr.1133, Ar.Eq.535 (anap.), al., Lys.8.6, al., Th.3.63, D.15.33, al., etc.; both forms in Ar.Ach.540, ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν· ἀλλὰ τί ἐχρῆν εἴπατε: fut. χρήδει Hdt.7.8: —it is necessary: c. inf. praes. aut aor., it must needs, one must or ought to do (like δεῖ, which is only once used in Hom.), νῦν δὲ χ. τετλάμεν ἔμπης Od.3.209; τὸν νῦν χ. κομέειν 6.207, cf. Il. 1.216, 4.57, etc.; σήμαιν' ὅ τι χ. σοι συμπράσσειν A.Pr.297(anap.); ὅτι χ. πάσχειν ἐθέλω ib.1067; ὅ τι χρείη ποιεῖν Pl.Euthphr.4c, cf. 9a; τούτου θανειν χρῆν αὐτὸν οὕνεκ' ἐκ σέθεν; S.El.579; χρὴ τὸ λέγειν Parm. 6.1: more freq. c. acc. pers. et inf., one must, ἐμὲ δὲ χ. γήραϊ πείθεσθαι Il.23.644; τῷ σε χ. πόλεμον . . παῦσαι 7.331; οὐδέ τί σε χ. νηλεὲς ἦτορ ἔχειν 9.496; τί χ. με . . στέγειν ἢ τί λέγειν; S.Ph.135 (lyr.): χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς (where γενέσθαι is inf. of an impers. verb) Hdt.1.8.—Sts. the inf. must be supplied from the context, esp. in Hom. in phrases like τίπτε μάχης. ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (sc. ἀποπαύεσθαι) Il.16.721, cf. 19.420; ὅθι χ. πεζὸν ἐόντα (sc. μάρνασθαι) Od.9.50; so in Trag. and Att., πορθεῖν ἃ μὴ χ. (sc. πορθεῖν) A. Ag.342; φύς τ' ἀφ' ὧν οὐ χρῆν (sc. φῦναι) , ξὺν οἷς τ' οὐ χρῆν (sc. ὁμιλεῖν) ὁμιλῶν S.OT1184; ἔκανες ὃν οὐ χρῆν (sc. κτεῖναι) A.Ch.930; ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χ. (sc. ἐπιπλεῦσαι) Th.2.89; θύσαντες οἷς χ. (sc. θῦσαι) Pl. R.415e; ἀκαιρότερον ὄντα ἢ χ. Id.Plt.307e; λαλεῖν μετὰ ἀφελείας ἔνθα χ. Longin.34.2.; so ὡς χ. A.Ag.1556 (anap.), etc.—The impf. freq. expresses something that ought to have been, but is not, ἐνθάδ' οὐ παραστατεῖ, ὡς χρῆν, Ὀρέστης ib.879, cf. S.Tr.1133; and sts. stands for χρή, χρῆν τι λέγειν ὑμᾶς σοφὸν ῳ νικήσετε Ar.Pl.487 (anap.), cf. 432: abs., ἐρεῖτις, οὐ χρῆν· ἀλλὰτί ἐχρῆν εἴπατε Id.Ach.540.    2 in Hom. without inf., c. acc. pers. et gen. rei, οὐδέ τί σε χρὴ ἀφρποσύνης thou hast no need of imprudence, i. e. it does not befit thee, Il.7.109; οὐ μέν σε χ. ἔτ' αἰδοῦς Od.3.14; τί με χ. μητέρος αἴνου; 21.110; μυθήσεαι ὅττεό (i.e. ὅτου) σε χ. 1.124; τέο σε χ.; 4.463: τί χρὴ φίλων is found in most codd. of E.Or.667 (δεῖ cod. V).    3 c. dat. pers. pro acc. is not found; in Il.5.490, A.Pr.3, the dat. belongs to the inf. μέλειν; in S.Ant.736 Dobree restored με for γε; in E.Med. 886 depends on μετεῖναι; in Ion1316 Dobree read τοὺς δέ γ' ἐνδίκους, and in Lys.28.10 δικαίους . . ὑφελομένους was restored by Cobet.    II sts. in a less strong sense, πῶς τοῦτο περᾶσαι χρή; how is one to get through this? Theoc.15.45; τί ἐχρῆν με ποιεῖν; what was I to do? D.18.28; ἓν οὐδὲν κατέστη ἴαμα ὅτι χρῆν προσφερόντας ὠφελεῖν there was no one remedy by the application of which one could (or was bound to) help them, Th.2.51, cf. 1.91.    III τὸ χρῆν (inf.) fate, destiny, E.Hec.260 (s. v. l., τὸ χρὴ Nauck); τὸ χρή Id.HF828; cj. for τὸ χρεών (monosyll.) in Id.Fr.733.3, IT1486.

German (Pape)

[Seite 1372] impers. (vgl. χράομαι), conj. χρῇ, optat. χρείη, inf. χρῆναι, poet. auch χρῆν, Pors. Eur. Hec. 264; impf. ἐχρῆν u. χρῆν (nicht ἔχρη od. ἔχρην), fut. χρήσει; es braucht, ist nöthig, es ist Pflicht, man muß; mit dem inf. allein, und, wenn die Person dabeisteht, die verpflichtet ist, mir dem accus. c. inf.; Hom. u. Folgde überall; ἀλλὰ χρὴ καὶ ἐμὸν θέμεναι πόνον οὐκ ἀτέλεστον Il. 4, 57; χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν, man muß das Wort offen aussprechen, 9, 309; 13, 235 Od. 3, 209. 6, 207 u. sonst; χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pind. P. 2, 88, u. öfter, wie Tragg.: σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, was man thun soll, Aesch. Prom. 295; μετὰ τοῦδ' ὅτι χρὴ πάσχειν ἐθέλω 1069, u. oft in ähnlicher Vrbdg ὅτι χρή, was nöthig ist; ποθεῖν ἃ μὴ χρή, wo man ποθεῖν ergänzen muß, Ag. 333; ὃ χρὴ οὐδεὶς μὴ θεῶν θήσει ποτέ Eur. Herc. F. 311; τὸ χρῆν σφ' ἐπήγαγ' ἀνθρωποκτονεῖν Hec. 260; Herc. fur. 828; χρὴ μὲν σφωΐτερον ἔπος εἰρύσασθαι καὶ μάλα περ κεχολωμένον, man muß, auch wenn man erzürnt ist, Il. 1, 216; χρή σε πόλεμον παῦσαι, du mußt, 7, 331; οὔ σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν 9, 496; νῦν σε μάλα χρὴ αἰχμητὴν ἔμεναι 16, 492, u. oft; auch ist der infin. zuweilen aus dem Zusammenhange zu ergänzen, μὴ χαλέπαινε παρὲκ νόον· οὐδέ τί σε χρή, sc. χαλεπαίνειν, 20, 133, wie τίπτε μάχης ἀποπαύσεαι; οὐδέ τί σε χρή, sc. ἀποπαύσασθαι μάχης, 16, 721, vgl. 19, 420 Od. 19, 500; ὅθι χρή, sc. μάρνασθαι, 9, 50; ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν ὄλβον Pind. P. 4, 141, wie Tragg., τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα, γιγνώσκονθ' ὅτι Aesch. Prom. 103, ὡς μάθοι, τί χρὴ δρῶντ' ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράττειν φίλα 662, οὓς φυλάξασθαί σε χρή 717. – In Verbindungen, wie εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας Ch. 201, wenn ich Rettung finden soll, πῆ ποτε μόχθων χρὴ τέρματα τῶνδ' ἐπιτεῖλαι Prom. 100, liegt eine Bestimmung des Geschicks darin, und tritt der Zusammenhang mit χράω (s. oben) mehr hervor; Soph. εἶπε Λοξίας ποτὲ χρῆναι μιγῆναι μητρί, O. R. 995, vgl. 854 O. C. 1442. 1517; κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν O. R. 669, u. sonst. – In τί χρή με στέγειν ἢ τί λέγειν Phil. 135, vgl. Ant. 875 Ai. 1359, liegt mehr »was nutzt« oder »frommt«, so daß der Zusammenhang mit χράομαι mehr hervortritt; lehrreich ist Aristoph. Av. 1419 ἀλλ' ὅτου δεῖ χρὴ λέγειν. – Auch sonst oft bei Ar., u. in Prosa, ἐβουλεύοντο ὅ τι χρὴ αὐτοὺς ποιῆσαι Plat. Conv. 190 c, θύσαντες οἷς χρή, sc. θῦσαι, Rep. III, 415 e. – Das impf. χρῆν drückt meist aus, daß Etwas geschehen mußte, was aber nicht geschehen ist, was wir durch den conj. bezeichnen, ἐκ τῶνδέ σοι παῖς ἐνθάδ' οὐ παραστατεῖ, ὡς χρῆν, Ὀρέστης, wie er mußte, od. wie er hätte sollen, Aesch. Ag. 851. 1393; κάνες γ' ὃν οὐ χρῆν Ch. 918, den du hättest nicht tödten sollen; χρῆν γάρ σε μήτ' αὐτόν ποτ' ἐς Τροίαν μολεῖν ἡμᾶς τ' ἀπείργειν Soph. Phil. 1347; Tr. 1123 u. oft; Plat. Conv. 181 d χρῆν καὶ νόμον εἶναι, vgl. Apol. 34 a Gorg. 458 b, u. sonst; Thuc. 3, 63. – Hierher gehört auch Aristoph. Ach. 778 φώνει δὴ τὺ ταχέως, χοιρίον· οὐ χρῆσθα σιγῆν, ὦ κάκιστ' ἀπολουμένα, du hättest nicht still sein sollen; eine 2. Person Sing., das Verbum also persönlich gebraucht, nicht, wie sonst, unpersönlich. – Mit dem acc. der Person u. dem gen. der Sache, Etwas nöthig haben, seiner bedürfen, μυθήσεαι, ὅττεο σε χρή, wessen du bedarfst, was dir Noth thut, Od. 1, 124. 4, 463. 22, 377; οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης, du bedarfst nicht des Unverstandes, d. i. du mußt nicht unverständig sein, Il. 7, 109; οὔ σε χρὴ ἔτ' αἰδοῦς, du brauchst nicht mehr blöde zu sein, Od. 3, 14; τί με χρὴ μητέρος αἴνου 21, 110, was brauche ich erst die Mutter zu loben?

French (Bailly abrégé)

A. impers. aux temps suiv. : prés. χρήsbj. χρῇ, opt. χρείη, inf. χρῆναι, part. χρεών ; impf. ἐχρῆν ou χρῆν, f. χρήσει et qqf f. Moy. χρῆσται;
I. il est besoin, il est nécessaire, il faut :
1 avec l’inf. : ποθεῖν ἃ μὴ χρή (s.e. ποθεῖν) ESCHL regretter ce qu’il ne faut pas ; ὡς χρή ESCHL comme il faut;
2 avec la prop. inf. : τί σε χρὴ ταῦτα λέγεσθαι ; IL qu’est-ce qui te force à dire cela ? οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν IL il ne faut pas que tu aies un cœur impitoyable ; avec ellipse de l’inf. : τίπτε μάχης ἀποπαύεαι ; οὐδέ τι σε χρή (s.e. ἀποπαύεσθαι) IL pourquoi cesses-tu le combat ? il ne le faut pas;
3 rar. avec un dat. de pers. et un inf. : ἄλλῳ γὰρ ἤ μοι χρὴ τῆσδ’ ἄρχειν χθονός ; SOPH est-ce pour un autre ou pour moi, (càd dans l’intérêt d’un autre ou dans le mien) que je dois gouverner ce pays ?;
4 avec un gén. de ch. et un acc. de pers. : μυθήσεαι ὅττεό σε χρή OD tu diras ce qu’il te faut ; οὐ μέν σε χρὴ ἔτ’ αἰδοῦς OD tu n’as plus besoin d’une fausse honte ; τί με χρὴ μητέρος αἴνου ; OD qu’ai-je besoin de faire l’éloge de ma mère ?;
II. en parl. du destin il est fatal, c’est l’arrêt du destin : χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς HDT car il fallait qu’il arrivât malheur à Candaule ; subst. τὸ χρῆν, la fatalité, le destin;
B. impf. 2ᵉ sg. χρῆσθα AR tu devais;
C. part. prés. neutre χρεών, indécl. :
I. avec ou sans ἐστί : il est nécessaire de, il faut, avec inf. ou prop. inf. : τοῖς ἐμοῖς αὐτὴν χρεὼν τόξοις ἁλῶναι SOPH c’est l’arrêt du destin qu’elle soit prise avec le secours de mes flèches;
II. à l’acc. abs. : quand il faut : χρεόν (ion.) μιν μὴ λέγειν τὸ ἐόν HDT quand il lui fallait ne pas dire ce qui était ; ὑμεῖς οὐ χρεὼν ἄρχετε THC vous commandez quand il ne le faut pas, càd sans droit;
III. subst. et indécl. seul. aux nom., gén. et acc. τὸ χρεών, ion. τὸ χρεόν, ce qu’il faut, ce qui doit être ; p. suite :
1 la nécessité ; avec le gén. : οὐκ ἔστιν ἀπαλλαγὴ τοῦ χρεών EUR on n’échappe pas à la destinée ; avec l’inf. : τὸ χρεὼν γενέσθαι HDT ce qui doit arriver;
2 la mort.
Étymologie: R. Χρα, prendre ; cf. χρέος.

English (Autenrieth)

(act. of χράομαι): impers., there is need, w. acc. of person and gen. of thing, Od. 1.124; then, one must, ought, should, w. acc. and inf. (either or both), οὑδέ τί σε χρή, ‘it behooves thee not,’ Od. 19.500, etc.

English (Slater)

χρή (impers., χρή: impf. ἐχρῆν, χρῆν: cf. χράω, χρεών.)
   1 it is necessary c. (acc. &) inf. ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρὴ (O. 1.103) ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.3) χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς (O. 6.27) ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι (O. 8.74) παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν (O. 13.94) χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον (P. 2.34) χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν (P. 2.88) χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν (P. 3.59) χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν (P. 3.103) σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν (P. 4.1) “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν” (P. 4.141) χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν (P. 4.271) “εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” (P. 9.50) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν (N. 5.49) ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν. ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.44) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47) χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (bis) (I. 3.7) —8. χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (I. 4.48) χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν. χρὴ δ ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (bis) (I. 8.15) —6. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν (Pae. 2.57) περὶ δ ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός (Pae. 6.96) ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι, χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234.

English (Strong)

third person singular of the same as χράομαι or χράω used impersonally; it needs (must or should) be: ought.

English (Thayer)

(from χράω, χραει contracted χρή); impors. verb, it is necessary; it behooves: followed by an infinitive Buttmann, §§ 131,3; 132,12). From Homer on. Synonym: see δεῖ, at the end.)

Greek Monolingual

(I)
και χρή, ἡ, Α
1. σπαν. χρεία, ανάγκη
2. φρ. «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»
(ως μέλλοντας του ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή].
(II)
ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α
απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν
η μοίρα, το πεπρωμένο
αρχ.
1. είναι ανάγκη, είναι ηθική υποχρέωση, πρέπει
2. (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», Ομ. Ιλ.)
3. είναι δυνατόν, είναι πιθανόν («πῶς χρὴ τοῡτο περᾱσαι», Θεόκρ.)
4. (συχν. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει αλλά δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς χρῆν Ὀρέστης», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., κατά την επικρατέστερη άποψη, ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -η. Το ουσ. χρή με σημ. «ανάγκη, υποχρέωση» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. εἰμί και από τέτοιους συνδυασμούς (πρβλ. πρτ. χρὴ ἦν) προήλθε η χρήση του χρή ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. χρῆναι < χρὴ εἶναι, πρτ. χρῆν < χρὴ ἦν. Στη συνέχεια, η ρηματ. φύση του χρή υπερίσχυσε και επικράτησε, με αποτέλεσμα ο τ. χρή να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -τεον (βλ. λ. -τεος) και το απρόσωπο δεῖ (βλ. λ. δει), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. του τ. χρή, πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα gher- «χαίρομαι» (βλ. λ. χαίρω), χωρίς, όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. χείρων ή το αρχ. ινδ. harati «φέρνω, μεταφέρω» (πρβλ. χόρτος) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο καθορισμός της σχέσης μεταξύ του χρή και του ρ. χρῶμαι, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. του αρχικού ουσ. χρή, η αρχαιότητα, όμως, του παρακμ. κέχρημαι θα μάς οδηγούσε πιθ. στην υπόθεση ότι αυτός είναι ο αρχικός τ. του ρηματ. αυτού συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. χρῶμαι, ενώ ο τ. χρή είναι ανεξάρτητο ριζικό όν. Οι τ. που ανήκουν στην οικογένεια αυτή εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «προστρέχω σε κάποιον, ζητώ τη βοήθεια κάποιου για δικό μου όφελος» και «χρησιμοποιώ για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «ζητώ τη βοήθεια του θεού, ζητώ χρησμό» (πρβλ. χρῶμαι, από όπου ο ενεργ. τ. χρῶ με σημ. «δίνω χρησμό, απαντώ»), «επιθυμώ για δική μου χρήση, έχω ανάγκη, χρειάζομαι» (πρβλ. χρή, χρῄζω), «δανείζομαι για δική μου χρήση», αλλά και με ενεργ. σημ. «δανείζω» (πρβλ. χρέος, χρήννυμι), «εκτελώ, πράττω» (πρβλ. χρῆμα, χρηματίζω), «συχνάζω, συναναστρέφομαι» (πρβλ. χρήσιμος, χρῆσις), «κάνω κατάχρηση» (πρβλ. κατα-χρῶμαι, ἀπο-χρῶμαι), «είμαι αρκετός» (πρβλ. κατα-χρῶ), ενώ ορισμένοι τ. (πρβλ. χρηστός, ἀπο-χρῶμαι) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «σκοτώνω», μέσω μιας σημ. «εκτελώ, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, ξεκαθαρίζω». Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η σημασία «ζητώ χρησμό από τον θεό, δίνω χρησμό, απαντώ» απαντά κυρίως στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. χρη-σ- (με δυσερμήνευτο -σ-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, είναι νεώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους τ. της οικογένειας (πρβλ. χρησμός, χρήστης κ.λπ.)].

Greek Monotonic

χρή: Αιολ. χρῆ, απρόσ.· υποτ. χρῇ, ευκτ. χρείη, απαρ. χρῆναι, ποιητ. επίσης χρῆν· παρατ. ἐχρῆν, επίσης χωρίς αύξηση, χρῆν, ακόμη και σε Αττ. (χράω Γ)·
I. 1. είναι πεπρωμένο, αναγκαίο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἓν οὐδὲν ἴαμα ὅτι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν, κανένα φάρμακο δεν ήταν σίγουρο ότι θα έκανε καλό, σε Θουκ.· με απαρ., πρέπει, είναι ανάγκη να, κάποιος πρέπει ή οφείλει να κάνει κάτι, σε Όμηρ., Αττ.· συχνά, όπως το Λατ. oportet, με αιτ. προσ. και απαρ., αυτός που πρέπει να..., αρμόζει να..., είναι ανάγκη να..., ταιριάζει κάποιος να..., οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά το απαρ. μπορεί να εννοηθεί από τα συμφραζόμενα, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (ενν. ἀποπαύεσθαι), γιατί έπαψες να μάχεσαι; γιατί δεν σου αρμόζει, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα (ενν. μάρνασθαι), σε Ομήρ. Οδ.· ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρή (ενν. ἐπιπλεῦσαι), σε Θουκ.· απόλ., ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν (ενν. τοῦτο ποιεῖν), ἀλλὰ τί χρῆν εἴπατε·
2. με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης, δεν έχεις ανάγκη αφροσύνης, δηλ. δεν σου ταιριάζει, σε Ομήρ. Ιλ.· μυθήσεαι ὅττεό (δηλ. ὅτου) σε χρή, θα πει ότι έχεις ανάγκη από, σε Ομήρ. Οδ.
II. μερικές φορές με λιγότερο ισχυρή σημασία, πῶςχρὴ τοῦτο περᾶσαι; πώς είναι δυνατό να περάσει κάποιος μέσα από αυτό; σε Θεόκρ.
III. τὸ χρῆν (απαρ.), χρεών, πεπρωμένο, μοίρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρή: impers. χράω IV] (impf. ἐχρῆν и χρῆν; conjct. χρῇ, opt. χρείη; inf. χρῆναι и χρῆν) нужно, необходимо, должно, следует (ἔπος τινὸς εἰρύσσασθαι Hom.; ποιεῖν τι Plat.): τί χ. με στέγειν ἢ τί λέγειν; Soph. что мне скрыть и что сказать?; χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς Her. ибо Кандавлу суждено было плохо кончить; πῶς τοῦτο περᾶσαι χ. τὸ κακόν; Theocr. как справиться с этой бедой?; τί με χ. αἴνου; Hom. к чему мне хвалить?; οὔ σε χ. αἰδοῦς Hom. тебе нечего стыдиться - см. тж. χρῆν.

Middle Liddell

[imperf. ἐχρῆν, also without the augm. χρῆν even in attic
I. it is fated, necessary, Aesch., etc.; οὐδὲ ἓν ἴαμα ὅ τι χρῆν προσφέροντας ὠφελεῖν no one remedy which one was sure to do good by administering, Thuc.:—c. inf. it must, must needs, one must or ought to do, Hom., attic; more often, like Lat. oportet, c. acc. pers. et inf. one must, one must needs, it behoves, befits one to . . , οὐδέ τί σε χρὴ νηλεὲς ἦτορ ἔχειν Il., etc.; often the inf. must be supplied from the context, τίπτε μάχης ἀποπαύεαι; οὐδέ τί σε χρή (sc. ἀποπαύεσθαἰ, why cease from battle? for it behoves thee not, Il.; so, ὅθι χρὴ πεζὸν ἐόντα (sc. μάρνασθαἰ Od.; ἐπιπλεύσειέ τις ὡς χρή (sc. ἐπιπλεῦσαἰ Thuc.:—absol., ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν [sc. τοῦτο ποιεῖν], ἀλλὰ τί χρῆν εἴπατε Eur. ap. Ar.
2. c. acc. pers. et gen. rei, οὐδέ τί σε χρὴ ἀφροσύνης thou hast no need of imprudence, i. e. it does not befit thee, Il.; μυθήσεαι ὅττεό (i. e. ὅτοὐ σε χρή thou wilt say what thou hast need of, Od.
II. sometimes in a less strong sense, πῶς χρὴ τοῦτο περᾶσαι; how is one to get through this? Theocr.
III. τὸ χρῆν (inf.) = χρεών, fate, destiny, Eur.