καπνός

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνός Medium diacritics: καπνός Low diacritics: καπνός Capitals: ΚΑΠΝΟΣ
Transliteration A: kapnós Transliteration B: kapnos Transliteration C: kapnos Beta Code: kapno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A smoke, Il.1.317, etc.; κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66; καπνῷ πυρός A.Ag.497; spray, καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219 (hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr.399, S.Ph.946; τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην Id.Ant.1170; also περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320; κ. καὶ φλυαρία Pl.R.581d: and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp.954; καπνοὺς . . καὶ σκιάς Eup.51; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al.    II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, der Rauch, Dampf; κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il. 1, 317; ἱέμενος καὶ καπνὸν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od. 1, 58; κνισσᾶς Pind. I. 3, 84, öfter; Tragg. u. in Prosa, auch übertr., καπνὸς μέλας γενοίμαν Aesch. Suppl. 760; καπνοῦ σκιά Soph. Phil. 934 Ant. 1155, was B. A. 48 durch οὐδέν erklärt wird; vgl. Eur. πολλῶν γραμμάτων τιμᾶν καπνούς, Hipp. 954; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar. Nubb. 329; καπνὸν καὶ φλυαρίαν ἡγεῖται Plat. Rep. IX, 581 d, wie auch wir sagen: blauer Dunst.

Greek (Liddell-Scott)

καπνός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλ.· κνισᾶντι καπνῷ Πινδ. Ι. 4. 113 (3. 84), πρβλ. Ἰλ. Α. 315· καπνῷ πυρὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 497· παροιμ. καπνοῦ σκιὰ, ἐπὶ μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 295, Σοφ. Φιλ. 946. τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἄν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170· ὡσαύτως περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 320· καπνὸς καὶ φλυαρία Πλάτ. Πολ. 581D· καὶ ἐν τῷ πληθ., βάκχευε, πολλῶν γραμμάτων τιμῶν καπνοὺς, τιμῶν τὰς μωρίας τῶν πολλῶν γραμμάτων, Εὐριπ. Ἱππ. 954· καπνοὺς.. καὶ σκιὰς Εὔπολις ἐν «Αὐτολ.» 14· - μεταφ., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν, ἐπέτυχε δὲ νὰ εὕρῃ εἰλικρινεῖς καὶ ἀγαθοὺς ἀνθρώπους, οἵτινες νὰ χύσωσιν ὕδωρ ἐπὶ τοῦ καπνίζοντος πυρὸς τῶν φθονερῶν, Πινδ. 1. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀποσπ. 23. 2. (Ἐκ τῆς √KVAP, ὡς φαίνεται ἐν τῷ Λιθ. kvap-as (ἀτμός), kvep-iu (φυσῶ), κτλ., ἀλλὰ τὸ υ ἐπώλετο ἐν τοῖς κάπος, καπύω, κεκαφηώς, καπνός, καὶ Σανσκρ. kapis (οὕτω)· ἐνῷ ἐν τῇ Λατ. τὸ k ἐξαφανίζεται, vapor, vapidus κτλ.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vapeur, fumée ; fig. καπνοῦ σκιά SOPH une ombre de fumée ; au plur. γραμμάτων καπνοί EUR savantes niaiseries.
Étymologie: p. *κϜαπνός de la R. ΚϜαπ, fumer, cf. vapor.

English (Autenrieth)

smoke; in Od. 12.202 of a cloud of spray from violently agitated water.

English (Slater)

καπνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)
   1 smoke ἦν νιν (= Τροίαν) πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι κᾰπνόν (O. 8.36) ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22) λευκανθέα σώμασι πίαναν κᾰπνόν i. e. from burning pyres (N. 9.23) φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ (I. 4.66) †ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός (ἔτι δὲ τειχέων coni. Heyne, Boeckh) fr. 185. met., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (“Neid”. Fränkel, D & P 525̆{39}, Radt, Mnem., 1966, 155) (N. 1.24)

Spanish

humo

English (Strong)

of uncertain affinity; smoke: smoke.

English (Thayer)

καπνοῦ, ὁ (fr Homer down), smoke: ἀτμίς καπνοῦ, A. V. vapor of smoke, Joel 3:3>).

Greek Monolingual

ὁ (AM καπνός)
μίγμα αέριων προϊόντων καύσης διάφορων ουσιών, με αιωρούμενα στερεά σωματίδια (α. «στον αέρα ανακατώνονται οι σπιθοθόλοι καπνοί», Σολωμ.
β. «σημανεῑ καπνῷ πυρός», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία ειδών του γένους φυτών Νικοτιανή, καθώς και τών φύλλων τους, τα οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται για κάπνισμα, μάσημα, εισπνοές από τη μύτη και για την εξαγωγή νικοτίνης
2. (στον πληθ. ως ουδ.) τα καπνά
το ομώνυμο φυτό
3. φρ. α) «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά» — κάθε φήμη έχει τη βάση της
β) «κάθε ξύλο έχει τον καπνό του» — καθένας έχει τις ιδιοτροπίες του
γ) «έγινε καπνός» — εξαφανίστηκε
δ) «του ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι» — εξοργίστηκε, έγινε έξω φρενών
ε) «τί καπνό φουμάρει» — τί είδους άνθρωπος είναι, ποιος είναι ο χαρακτήρας του και οι αντιλήψεις του
στ) «καπνοί της φαντασίας» — φαντασίες που διαλύονται κατά την πρώτη επαφή με την πραγματικότητα
μσν.
1. τίποτε, μηδέν
2. αναπνοή
3. απόπνοια
4. τζάκι, εστία
5. φόρος τών καπνοδόχων
6. ζαλάδα από κρασί
7. φαντασίωση
8. φρ. «γιὰ καπνό» — άσκοπα
αρχ.
1. ο αφρός που δημιουργείται στη θάλασσα από τα κύματα («τούτου μὲν καπνοῡ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα», Ομ. Οδ.)
2. ονομασία φυτού, καπνόχορτο
3. φρ. α) «γραμμάτων καπνοί» — οι μικρολεπτομέρειες
β. «λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσθλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν» — πέτυχε δε να βρει ειλικρινείς ανθρώπους οι οποίοι να χύσουν νερό στη φωτιά τών φθονερών
β) παροιμ. «καπνοῡ σκιά» ή «περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν» — για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματα
β) «ἐς αὐτὸ τὸ πῡρ ἐκ τοῡ καπνοῡ βιαζόμενος» — γι' αυτούς που πέφτουν από ένα κακό σε άλλο χειρότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπνός < κFαπνός, με αντιπροσώπευση του κF- (kw-) ως κ- αντί π- ανομοιωτικά (δηλ. κFαπνός> παπνός > καπνός). Η λ. ανάγεται σε IE kwēp- «καπνίζω, κοχλάζω, βράζω» και συνδέεται με λιθουαν. kvapas «πνοή, ανάσα», kvėpiu, kvėpti «λαχανιάζω, αναπνέω», με λεττον. kvepstu, kvept «καπνίζω, εισπνέω», ενώ η σύνδεση της με λατ. vapor «ατμός, καπνός» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. καπνά, τα αποτελεί άλλο τ. πληθ. του καπνός, με αλλαγή γένους (πρβλ. ο βράχος - τα βράχια, ο ναύλος - τα ναύλα).
ΠΑΡ. κάπνη, καπνιά(-ία), καπνίζω, καπνώδης
αρχ.
καπνείον, κάπνειος, καπνείω, καπνηλός, καπνιαίος, καπνίας, καπνίτης, καπνιώ, καπνούμαι, καπνωτήριον
μσν.
καπνερός, καπνηρός, κάπνιον
μσν.- νεοελλ.
καπνικός
νεοελλ.
καπνάς, καπνίλα, καπνούρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καπνέλαιο, καπνοδόκη, καπνοδοχείο, καπνοδόχη, καπνοδόχος, καπνοειδής, καπνομάντης
αρχ.
καπναύγης, καπνογόργιον, καπνοποιός, καπνοσφράντης, καπνοτόκειος, καπνούχος
μσν.
καπνολογώ, καπνόρρους
νεοελλ.
καπναγωγός, καπναποθήκη, κάπναυλος, καπνέμπορος, καπνεργάτης, καπνεργοστάσιο, καπνόβεργες, καπνοβιομήχανος, καπνοβόρος, καπνογόνος, καπνοθάλαμος, καπνοθήκη, καπνοθυλάκιο, καπνοκαλλιέργεια, καπνοκαύστης, καπνοκοπτήριο, καπνοκοπτικός, καπνολόγος, καπνομαντεία, καπνοπαραγωγή, καπνοπαραγωγός, καπνοπρατήριο, καπνοπώλης, καπνοσακούλα, καπνοσπορέλαιο, καπνοσύριγγα, καπνόσφαιρα, καπνοσωλήνας, καπνότοπος, καπνοφόρος, καπνοφράκτης, καπνόφυλλο, καπνοφυτεία, καπνόχορτο. (Β' συνθετικό) άκαπνος
αρχ.
δύσκαπνος, πισσόκαπνος, πολύκαπνος.

Greek Monotonic

καπνός: ὁ, καπνός, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., καπνοῦ σκιά, σκιά καπνού, λέγεται για πράγματα ανάξια λόγου, σε Σοφ.· περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν, υπεκφεύγω, στρεψοδικώ, στρίβω την κουβέντα, ψιλολογώ, σε Αριστοφ.· γραμμάτων καπνοί, ευφυολογήματα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καπνός:1) дым (ἐκ χλωρῶν ξύλων Arst.; τῶν θυμιαμάτων NT): σημαίνειν καπνῷ πυρός Aesch. давать сигнал дымом от костра;
2) перен. (усил. καπνοῦ σκιά Aesch., Soph.) дым, бесплотный призрак, ничто: κ. καὶ φλυαρία Plat. пустая болтовня; περὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Arph. препираться о пустяках; γραμμάτων καπνοί Eur. призрачная ученость, ложная наука.