σχέτλιος

From LSJ
Revision as of 09:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχέτλῐος Medium diacritics: σχέτλιος Low diacritics: σχέτλιος Capitals: ΣΧΕΤΛΙΟΣ
Transliteration A: schétlios Transliteration B: schetlios Transliteration C: schetlios Beta Code: sxe/tlios

English (LSJ)

α, ον, fem. A σχετλίη Il.3.414, Od.23.150; σχέτλιαι 4.729; rarely σχέτλιος, ον E.IT651 (lyr.): (σχεθεῖν, v. σχέθω). I of persons, able to hold out, unwearying, unflinching, σ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις Il.10.164; σ. εἰς, Ὀδυσεῦ· περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα κάμνεις Od.12.279. 2 mostly in bad sense, flinching from no cruelty or wickedness, merciless, headstrong, in Hom. mostly of heroes, as Achilles, Il.9.630, 16.203; Hector, 17.150, 22.86; Patroclus, 18.13; Odysseus, Od.11.474, al.; Heracles, Il.5.403; σ., οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ' Od.21.28; of the Cyclops, 9.351,478; of Zeus, Il.2.112, Od. 3.161; of the gods generally, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, Il.24.33, Od.5.118; of Cronos, Hes.Th.488; of Odysseus and his companions, σχέτλιοι, οἳ . . Od.12.21; of women, 4.729, al.: so also in Att. of men, wicked, πῶς ἂν ἄνθρωποι σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι γένοιντο; Antipho 6.47, cf. D.30.36; σχετλιώτατος And.1.124, Isoc.5.103, etc.; σ. καὶ ἀναιδής D.19.16, etc.; of wild beasts, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά savage, Hdt.3.108. 3 miserable, wretched, A.Pr.644; freq. with a notion of contempt, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν = o most wretched fool! Hdt.3.155; ὦ σχέτλιε S.Ph.369,930, E. Alc.824; ὦ σχετλία S.Ant.47: sometimes c. gen., ὦ σχετλία . . τῶν πόνων because of sufferings, E.Hec.783, cf. Alc.741 (anap.), Andr.1179 (lyr.). --This sense of miserable never occurs in Hom.; in Il.3.414, 18.13, the sense of headstrong should be retained. II of things, first in Od., ὕπνος σχέτλιος cruel sleep, during which Odysseus was betrayed by his companions, 10.69; and in the phrase σχέτλια ἔργα, cruel, shocking, abominable doings, 9.295, 22.413 (= ἀτασθαλίαι v. 416); opp. δίκη and αἴσιμα ἔργα, 14.83, cf. Hes.Op.238, Thgn.733, Hdt.6.138, etc.; σ. πέπονθα πράγματα Ar.Pl.856; τοῦτο δὴ τὸ σ. πάθημα X.An.7.6.30; also σχέτλια alone, σχέτλια παθεῖν E.Supp. 1074 (lyr.), IA932, etc.; σ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Pl.Grg.467b; σ. καὶ δεινά Ar.Ra.612; δεινὰ καὶ σ. πείσεται Isoc.18.35, cf. E.Cyc.587; σχέτλιον shocking, h.Ven.254; σ. γε Ar.Lys.498 (anap.); ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Isoc.6.56; also σχέτλια [ἐστί], c. acc. et inf., hard, S.Aj. 887 (lyr.). III Adv. σχετλίως Isoc.19.31: Sup. σχετλιώτατα f.l. in S.Tr. 879. [Hom. always puts σχέτλιος emphatically at the beginning of a line, exc. once in fem., Il.3.414; and twice in neut., Od.14.83, 22.413. He always uses the 1st syllable long, exc. in Il.3.414, where σχετλίη has the first syllable short, as in E.Andr.1179 (lyr.), Cyc.587, al., and Ar. ll.cc.]

German (Pape)

[Seite 1055] bei den Att. auch zweier Endgn, Eur. I. T. 651, eigtl. von ἔχω, σχεῖν, wie die Alten schon erklären: σχετικός, καρτερικός, der Etwas aushält od. unternimmt, thatkräftig, verwegen, nicht nachgebend, immer mit dem Nebenbegriffe des Übermäßigen, Ungeheuren, Schrecklichen, staunend u. gew. tadelnd; als Beiwort des Zeus, grausam, verderblich, Il. 2, 112. 9, 19 Od. 3, 161; des Kronos, Hes. Th. 488; der Götter übh., Il. 24, 33 Od. 5, 168; des Schlafes, der zum Unglücke gereicht, 10, 69; häufig von gewaltig starken Menschen, die von ihrer Kraft einen für Andere verderblichen Gebrauch machen, bes. auch kampflustig sind, wie der Kyklop, Achilleus, Diomedes, Hektor, Il. 5, 403. 9, 630. 16, 203. 17, 150. 18, 13. 22, 41. 86 Od. 9, 351. 478. 11, 474. 12, 21. 116. 279. 13, 293. 20, 45; das fem. σχετλίη Il. 3, 414 Od. 23, 150, als Beiwort der Eris bei Hes. O. 15 Sc. 149, im plur. Od. 4, 729. Auch Nestor heißt σχέτλιος, wegen seiner unermüdlichen Thätigkeit, Il. 10, 164, wo als Erklärung dabeisteht σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις, also nicht der elende, unglückliche, wie man hier u. Il. 18, 13 meint; vgl. noch Od. 12, 279, σχέτλιος εἶς, Ὀδυσεῦ, πέρι τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοίγε σιδήρεα πάντα τέτυκται, und, wo die frevelnde Verwegenheit geschildert wird, σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατο, 21, 28. Vgl. auch Soph. Ant. 47 Phil. 369 Eur. Alc. 827 El. 1152. – Oefter von wilden Thieren, Her. 3, 108. – Von Sachen ist in der Il. das Wort gar nicht gebraucht, in der Od. u. bei Hes. σχέτλια ἔργα, frevelhafte, entsetzliche, grausame Thaten, Od. 9, 295, als Ggstz von δίκη u. αἴσιμα ἔργα 14, 83; gleichbedeutend mit ἀτασθαλίαι, 22, 413; σχέτλια ἔργα auch Her. 6, 138; σχέτλια λέγειν καὶ ὑπερφυῆ, Plat. Gorg. 467 b; σχετλιώτατον ἔργον, Lys. 13, 93, vgl. Dem. Lpt. 156, 24. 31. – Bei den Att. gew. unglücklich: Aesch. Prom. 647 u. a. Tragg.; auch πόνοι, Eur. El. 120; κακοῖς σχετλίοις ἐλαύνομαι, Andr. 31; ὦ σχέτλια παθών, 1180; σχέτλια πέπονθα πράγματα, Ar. Plut. 826, u. öfter; u. in Prosa, Her. 3, 155 u. A.; Dem. 19, 16 vrbdt σχ. καὶ ἀναιδής. – [Σχέτλιος fängt bei Hom. fast immer den Vers an; σχετλίη in der Mitte des Verses, Il. 3, 414, hat die erste Sylbe kurz; sonst steht nur noch das neutr. in der Mitte, Od. 14, 83. 22, 413.]

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 qui cause du mal ; cruel, funeste, pernicieux : σχέτλιον πάθημα XÉN souffrance terrible ; ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον ISOCR et le plus terrible ou le plus effroyable de tout ; σχέτλια γάρ avec une prop. inf. SOPH car c'est chose terrible que;
2 malheureux, infortuné, misérable;
Sp. σχετλιώτατος.
Étymologie: σχεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

σχέτλιος: -α, -ον, σχετλίη Ἰλ. Γ. 414, Ὀδ. Ψ. 150 σχέτλιαι Δ. 729· σπανίως σχέτλιος, ον Εὐρ. Ι. Τ. 651· (σχεθεῖν, ἀόρ. β΄ τοῦ ἔχω). Ι. ἐπὶ προσώπων, κυρίως, καρτερικός, ἀνένδοτος, ἀκατάβλητος, ἀλλὰ καὶ συμπαθείας τινὸς ἄξιος, σχ. ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις Ἰλ. Κ. 164· σχ. εἰς, Ὀδυσεῦ· πέρι τοι μένος, οὐδέ τι γυῖα κάμνεις Ὀδ. Μ. 279 ἀλλά, 2) τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ μὴ ἀπεχόμενος πάσης βίας ἢ σκληρότητος, σκληρός, ἀπάνθρωπος, ἀνελεήμων, παράτολμος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ ἡρώων, οἷον τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Ι. 630., Π. 203· τοῦ Διομήδους, Ε. 403· τοῦ Ἕκτορος, Ρ. 150., Χ. 86· τοῦ Πατρόκλου, Σ. 13· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ι. 478., Λ. 474, κλπ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὅπιν ᾐδέσατο Φ. 28· ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Ι. 351, 478· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Β. 112, Ὀδ. Γ. 161· ἐπὶ τῶν θεῶν καθόλου, σχέτλιοί ἐστε, θεοὶ Ἰλ. Ω. 33, Ὀδ. Ε. 118· ἐπὶ τοῦ Κρόνου, Ἡσ. Θεογ. 488· ἐπὶ ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν καθόλου, σχέτλιοι οἵ.. Ὀδ. Μ. 21, πρβλ. Δ. 729, κ. ἀλλ.· - οὕτω καὶ παρ’ Ἀττικ. ἐπὶ ἀνδρῶν, κακός, μοχθηρός, σχετλιώτεροι ἢ ἀνομώτεροι Ἀντιφῶν 147. 3, πρβλ. Δημ. 874. 15· σχετλιώτατος Ἀνδοκ. 16. 24, Ἰσοκρ. 103Α, κλπ.· σχ. καὶ ἀναιδὴς Δημ. 346. 1, κλπ.· - ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, ὅσα σχέτλια καὶ ἀνιηρά, ἄγρια, Ἡρόδ. 3. 108. 3) ὡς τὸ τλήμων, ἄθλιος, δυστυχής, ἐλεεινός, Αἰσχύλ. Πρ. 644, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· συχν. μετὰ τῆς ἐννοίας περιφρονήσεως, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, ὦ ἀθλιώτατε ἄνθρωπε! Ἡρόδ. 3. 155· ὦ σχέτλιε Σοφ. Φιλ. 369, 930, πρβλ. Ἀντ. 47, Εὐρ., κλπ.· ἐνίοτε μετὰ γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, ἐξ αἰτίας τῶν δυστυχιῶν, Εὐρ. Ἑκ. 783, πρβλ. Ἄλκ. 741, Ἀνδρ. 1179. - Ἡ ἔννοια αὕτη τῆς ἀθλιότητος οὐδαμοῦ παρ’ Ὁμ. ἀπαντᾷ ἐν Ἰλ. Γ. 414., Σ. 13, πρέπει νὰ τηρηθῇ ἡ ἔννοια τοῦ ἀπερισκέπτου, ὁρμητικοῦ, παρατόλμου. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πρῶτον ἐν τῇ Ὀδ., σχ. ὕπνος, σκληρὸς ὕπνος, καθ’ ὃν κατέλιπον τὸν Ὀδυσσέα οἱ σύντροφοι αὐτοῦ, Κ. 69· καὶ συχν. ἐν τῇ φράσει σχέτλια ἔργα, σκληρά, ἀπάνθρωπα, ἐλεεινά, ἀποτρόπαια ἔργα, Ι. 295· ἀντίθετον τῷ δίκη καὶ τῷ αἴσιμα ἔργα, Ξ. 83· ὡς = ἀτασθαλίαι, Χ. 413· οὕτως, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 236, Θεόγν. 731, Ἡροδ. 6. 138, Εὐρ. Κύκλ. 587, κλπ.· οὕτω καί, σχ. πέπονθα πράγματα Ἀριστοφ. Πλ. 856· τοῦτο δὴ τὸ σχ. πάθημα Ξεν. Ἀν. 6. 6, 30· - ὡσαύτως μόνον σχέτλια, σχέτλια παθεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 1074, Ἀριστοφ. Πλ. 856, κλπ.· σχ. λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β· σχ. καὶ δεινὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 612· δεινὰ καὶ σχ. Ἰσοκρ. 378Α· σχέτλιον, ἀποτρόπαιον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255· σχ. γε Ἀριστοφ. Λυσ. 498· ὃ δὲ πάντων σχετλιώτατον Ἰσοκρ. 127D· ὡσαύτως, σχέτλια [ἐστί], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 887. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. σχετλίως, Ἰσοκρ. 390D· ὑπερθετ. -ιώτατα, σχετλιώτατα πρός γε πρᾶξιν (οὕτω τὰ Ἀντίγραφα) Σοφ. Τρ. 879 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χάριν τοῦ μέτρου σχετλίως τὰ πρός γε πρᾶξιν, ὁ δὲ Jebb: σχετλιώτατά γε πρὸς πρᾶξιν). [Ὁ Ὅμηρ. ἀείποτε θέτει τὸ σχέτλιος ἐμφαντικῶς ἐν ἀρχῇ τοῦ στίχου πλὴν ἅπαξ ἐν τῷ θηλ., Ἰλ. Γ. 414· καὶ δὶς ἐν τῷ οὐδετ., Ὀδ. Ξ. 83, Χ. 413. Ὅθεν παρ’ αὐτῷ ἡ α΄ συλλαβὴ εἶναι ἀείποτε μακρὰ πλὴν ἐν Ἰλ. Γ. 414, ἔνθα τὸ σχετλίη ἔχει τὴν α΄ συλλαβὴν βραχεῖαν, ὡς ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1179, Κύκλ. 587, κτλ., καὶ παρ’ Ἀριστοφ.].

English (Autenrieth)

(ἔχω), σχετλίη, Il. 3.414: properly, holding out, enduring, then in moral sense, hard, hardened, perverse, cruel; σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, Od. 12.279 (cf. what follows); similarly, but without serious reproach, Il. 10.164; of things in Od., ἔργα, ὕπνος, ι 2, Od. 10.69.

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. και -ίη και σπαν. -ος, Α
1. (για πρόσ.) επίμονος, ακατάβλητος, απτόητος, συνήθως με παράλληλη σημασία του τρομερού και του ολέθριου (α. «σχέτλιός ἐσσι γεραιέ
σὺ μὲν πόνου οὔ 'ποτε λήγεις», Ομ. Ιλ.
β. «σχέτλιός εἰς, Ὀδυσσεῡ
περί τι μένος οὐδέ τοι γυῑα κάμνεις», Ομ. Οδ.)
2. (για ήρωες και ημιθέους) βίαιος, σκληρός, απάνθρωπος
3. (στους αττ. συγγραφείς) κακός, μοχθηρός
4. (για άγρια θηρία) καταστρεπτικός, βλαβερός
5. (κυρίως σε προσφωνήσεις) αξιοθρήνητος, ελεεινός («σχετλία... τῶν πόνων» — αξιοθρήνητη για τις δυστυχίες σου, Ευρ.)
6. (στην Οδ. για πράγμ.) α) αυτός που ακολουθείται από όλεθρο («σχέτλιος ὕπνος» — ο ύπνος κατά τη διάρκεια του οποίου ο Οδυσσέας εγκαταλείφθηκε από τους συντρόφους του, Ομ. Οδ.)
β) (κυρίως για πράξεις) άδικος, ανόσιος («σχέτλια ἔργα», Ομ. Οδ.)
7. το ουδ. ως ουσ. τὸ σχέτλιον
αποτρόπαιη πράξη
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σχέτλια
άθλια, ελεεινά έργα ή πάθη, αθλιότητες
9. (ως τριτοπρόσ.) «σχέτλια ἐστί
(με απαρμφ.) είναι ελεεινό, αξιοθρήνητο να...
10. φρ. «σχέτλια πάσχω» — υφίσταμαι αξιοθρήνητες συμφορές (Ευρ.).
επίρρ...
σχετλίως Α
με σχέτλιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί με ανομοίωση του δεύτερου δασέος συμφώνου από αμάρτυρο αρχικό τ. σχέ-θλ-ιος, παράγωγο ενός επίσης αμάρτυρου επιθ. σχε-θλός (πρβλ. ἥσυχος: ἡσύχ-ιος) < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. εχω (πρβλ. σχέση, σχέσθαι) + επίθημα -θλός (πρβλ. ἐσ-θλός). Η αρχική σημ. επομένως του επιθ. είναι «αυτός που κρατάει γερά, ισχυρογνώμων, πείσμων», από όπου με κακή σημ. «αυτός που μπορεί να φτάσει ώς τα άκρα, βίαιος, καταστρεπτικός απάνθρωπος» και μεθομηρικά «αξιοθρήνητος, ελεεινός, άθλιος»].

Greek Monotonic

σχέτλιος: -α, (Ιων. -η), -ον, επίσης -ος, -ον (σχεῖν
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, κυρίως, καρτερικός, ακατάβλητος, αδάμαστος, ανένδοτος, άκαμπτος, αλλά, επίσης, ο άξιος συμπάθειας και οίκτου· σχέτλιός ἐσσι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αρνητική σημασία, σκληρός, ανελέητος, άγριος, απάνθρωπος, κτηνώδης, σε Όμηρ.· ομοίως στην Αττ., κακός, μοχθηρός, δόλιος, σε Δημ. κ.λπ.· λέγεται για άγρια θηρία, θηριώδης, άγριος, σε Ηρόδ.
3. όπως το τλήμων, δυστυχής, άθλιος, ελεεινός, οικτρός, σε Αισχύλ., Ευρ.· συχνά υποδηλώνοντας περιφρόνηση, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν, αθλιότατε άνθρωπε, σε Ηρόδ.· ὦ σχέτλιε, σε Σοφ.· με γεν., ὦ σχετλία τῶν πόνων, δυστυχισμένη εσύ για τις συμφορές σου, σε Ευρ.
II. λέγεται για πράγματα, σχέτλιος ὕπνος, αδυσώπητος, ολέθριος, σκληρός ύπνος, λέγεται για τον ύπνο του Οδυσσέα την ώρα που τον εγκατέλειπαν οι σύντροφοί του, σε Ομήρ. Οδ.· σχέτλια ἔργα, απάνθρωπες, σκληρές, ανελέητες πράξεις, στον ίδ.· σχέτλια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.· σχέτλια καὶ δεινά, σε Αριστοφ.· επίσης, σχέτλια (ἐστί), με αιτ. και απαρ., σε Σοφ.
III. επίρρ. σχετλίως, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

σχέτλιος: 3, редко
1) неутомимый, ретивый, рьяный (γεραιός Hom.);
2) непреклонный, неумолимый (Ἀχιλλεύς, θεοί Hom.);
3) хищный (sc. τὰ θηρία Her.);
4) преступный, жестокий, ужасный (ἄνθρωπος Dem.; ἔργα Hom.);
5) страшный, роковой (ὕπνος Hom.): σχέτλια πέπονθα πράγματα Arph. меня постигли страшные несчастья;
6) несчастный, жалкий Soph.: σ. παθέων Eur. несчастный страдалец - см. тж. σχέτλιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχέτλιος -α -ον [~ἔχω] vasthoudend:; σχέτλιός εἰς je bent vasthoudend Od. 12.279; ὕπνος σχέτλιος vaste slaap Od. 10.69; koppig:. ὦ σχετλία koppige meid! Soph. Ant. 47. ongelukkig:; ὦ σχετλία σὺ τῶν ἀμετρήτων πόνων ach u ongelukkige in uw onmetelijke ellende Eur. Hec. 783; verschrikkelijk, misdadig:. σχέτλια ἔργα wandaden Hes. Op. 124; ὦ σχέτλι ( ε ) schurk! Soph. Ph. 369.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: Adj. with strong emotional feeling, usually used in denigrating sense, approx. audacious, heinous, cruel, miserable (Il.), quite rarely in positiv sense, approx. obstinate, tireless (Hom.); details on the meaning in Brunius-Nilsson Δαιμόνιε (Diss. Uppsala 1955) 46ff., 75ff.
Derivatives: σχετλιάζω, quite rarely w. κατασχετλιάζω, ἀποσχετλιάζω, ἐπισχετλιάζω, to experience something as cruel, to rise against, to complain (Att.) with σχετλιασμός (Th., Arist. a.o.), σχετλιαστικός (late).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Prob. from *σχέ-θλιος dissimilated, which can be a byform of *σχεθλός (cf. μείλιχος: -ιος, ἥσυχ-ος: -ιος a.o.); cf. the opposite ἐσθλός. Orig. meaning therefore persevering; cf. Hermann Sprachwiss. Komm. zu ι 295. -- The proposed etym. is not supported by any evidence.

Middle Liddell


I. of persons, properly, unwearying, σχέτλιος ἐσσι Il.
2. in bad sense, unflinching, cruel, merciless, Hom.: —so in attic, wicked, Dem., etc.:—of beasts, savage, Hdt.
3. like τλήμων, miserable, wretched, unhappy, Aesch., Eur.; often with a notion of contempt, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν O most wretched fool! Hdt.; ὦ σχέτλιε Soph.; c. gen., ὦ σχετλία τῶν πόνων O wretched for thy sufferings, Eur.
II. of things, σχ. ὕπνος cruel sleep, during which Odysseus was abandoned by his companions, Od.; σχέτλια ἔργα cruel, shocking doings, Od.; σχέτλια παθεῖν Eur., etc.; σχ. καὶ δεινά Ar.: also, σχέτλια ἐστί, c. acc. et inf., Soph.
III. adv. σχετλίως, Isocr.

Frisk Etymology German

σχέτλιος: {skhétlios}
Meaning: Adj. mit starkem Gefühlston, gew. in herabsetzendem Sinn gebraucht, etwa verwegen, ruchlos, grausam, elend (seit Il.), ganz selten in positivem Sinn, etwa hartnäckig, unermüdlich (Hom.); Einzelheiten zur Bed. bei Brunius-Nilsson Δαιμόνιε (Diss. Uppsala 1955) 46ff., 75ff.
Derivative: Davon σχετλιάζω, ganz vereinzelt m. κατα-, ἀπο-, ἐπι-, ‘etwas als grausam usw. empfinden, sich empören, sich beklagen’ (att.) mit -ασμός (Th., Arist. u.a.), -αστικός (sp.).
Etymology: Wohl aus *σχέθλιος dissimiliert, das eine Nebenform zu *σχεθλός sein kann (vgl. μείλιχος: -ιος, ἥσυχος: -ιος u.a.); vgl. das Oppositum ἐσθλός. Urspr. Bed. sonnt aushaltend; vgl. Hermann Sprachwiss. Komm. zu ι 295.
Page 2,838

English (Woodhouse)

bold, cruel, fierce, harsh, horrible, implacable, inflexible, miserable, pitiless, rash, rigorous, sad, savage, severe, stern, unfortunate, unhappy, of manners

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)