ἀπάτη
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ἡ,
A trick, fraud, deceit, νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114, cf. 4.168: in plural, wiles, οὐκ ἄρ' ἔμελλες . . λήξειν ἀπατάων, says Athena to Ulysses, Od.13.294, cf. Il.15.31; σκολιαὶ ἀπάται Pi.Fr.213.
2 guile, treachery, ἄταν ἀπάτᾳ μεταγνούς A.Supp.111, cf. S.OC230; ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ θεός A.Fr.301, cf. Pers.93; ἀ. ἐρώτων S.Ant.617; διαβολὴ καὶ ἀπάτη Antipho 6.7, etc.; ἀπάτη εὐπρεπής, opp. βία ἐμφανής, Th.4.86; ἢ βίᾳ ἢ ἀπάτῃ 2.39; ἀπάτη λεχέων a being cheated out of the marriage, S.Ant.630; ἄνευ δόλου καὶ ἀπάτης 'without fraud or covin', Hdt.1.69; μετὰ σκότους καὶ ἀπάτης Pl.Lg.864c.
3 Ἀπάτη, personified, Hes. Th.224, Luc.Merc.Cond.42.
II beguiling of time, pastime (not Att., Moer.65), Plb.4.20.5; ψυχῆς Dicaearch.1.1; ψυχαγωγίαι καὶ ἀπάται τῆς πόλεως D.Chr.32.5.
III as name of a plant, f.l. for ἀπάπη (q.v.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰπᾰ-]
I 1engaño, ardid, treta κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Il.2.114, 9.21, τῆσδ' ἀπάτης κοτέων Il.4.168, λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od.13.294, ἀπάτης ἔργον Hes.Fr.198.1, δολόμητιν δ' ἀ. θεοῦ A.Pers.94, ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ θεός del engaño por una causa justa no se abstiene el dios A.Fr.601a, b, cf. S.OC 229, E.Hel.1103, σκολιαῖς ἀπάταις Pi.Fr.213, cf. Pl.R.459c, Sph.260c, διαβολὴ καὶ ἀπάτη Antipho 6.7, ἀπάτη εὐπρεπής op. βία ἐμφανής Th.4.86, cf. 2.39, ἄνευ τε δόλου καὶ ἀπάτης Hdt.1.69, σκότους καὶ ἀπάτης Pl.Lg.864c, προεαλωκότων ὑπὸ δόξης καὶ ἀ. Plu.2.17d, cf. 17b, πρὸς ἀπάτην ἐτράποντο D.C.40.5.2, κόσμου καὶ ἀπάτης Clem.Al.Strom.2.10.47, διὰ τὴν τῶν δαιμόνων ἀπάτην = por la treta de los demonios Ath.Al.Inc.6.19, ἀγὼν τῆς ἀπάτης = proceso por fraude, POxy.1020.8 (II d.C.).
2 ilusión engañosa, falsa ilusión, seducción οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται de Radamantis, Pi.P.2.74, ἀπάτη ... ἐρώτων S.Ant.617, cf. 630, βλάπτεται δὲ ὁ ἐπιμένων ἐπὶ τῆς ἑαυτοῦ ἀπάτης καὶ ἀγνοίας M.Ant.6.21, ἀπάτη τοῦ πλούτου Eu.Matt.13.22, Eu.Marc.4.19, cf. Clem.Al.Strom.8.6.20.
3 ilusión o efecto artístico del teatro, v. ἀπατάω I 2, Gorg.B 23, τῶν θεωμένων Plb.2.56.12, de la música ἀπάτη καὶ γοητεία Plb.4.20.5
•de ahí pasatiempo, diversión, placer, atracción ἀπάτη ψυχῆς Ps.Dicaearch.1.1, πρὸς ἀπάτην ἀκοῆς Ph.2.189, βουλόμενος ἐκτὸς ἀπάτην χορηγῆσαι τοῖς θεαταῖς IPr.113.64 (I a.C.), ψυχαγωγίαι καὶ ἀπάται τῆς πόλεως D.Chr.32.5, ἐντρυφῶντες ἐν ταῖς ἀπάταις 2Ep.Petr.2.13, cf. Moer.65.
4 error fil. o cien. μή σ' ἀπάτη φρένα καινύτω Emp.B 23.9, cf. Arist.Int.23b13-15, συμβάλλεται δὲ πρὸς τὴν ἀπάτην αὐτοῖς Arist.GA 756a31.
II personif. Apate, el Engaño Hes.Th.224, Luc.Merc.Cond.42, Nonn.D.8.113, 124.
• Etimología: Prob. de ἀπό y ἄτη q.u.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, 1) Betrug, Täuschung, von Hom. an bei allen Schriftstellern; Iliad. 4, 168. 15, 31; κακὴν ἀπάτην 2, 114. 9, 21; ἀπατάων μύθων τε κλοπίων Od. 13, 294; Pind. P. 2, 74; σκόλιαι frg. 232; Plat. ψεῦδος καὶ ἀπάτη Rep. V, 459 c u. öfter; das Verfehlen, λεχέων Soph. Ant. 624; auch List, mit der man sich nützt, ohne eigtl. Tadel; vgl. Aesch. Pers. 93; dah. bei Sp. Zeitvertreib, Ergötzlichkeit, bes. Sinnenlust, τῶν θεωμένων Pol. 2, 56; von der Musik, οὐκ ἐπὶ ἀπάτῃ καὶ γοητείᾳ εἰσῆχθαι 4, 20. – 2) eine Pflanze, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 tromperie, fraude, trahison ; fig. ἀπάτα dor. ἐρώτων SOPH ce qui trompe nos désirs, séduction;
2 ruse, artifice ; particul. ruse de guerre;
3 amusement, passe-temps.
Étymologie: DELG orig. inconnue -- Babiniotis cf. ἠπεροπεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάτη: дор. ἀπάτα (ᾰπᾰ) ἡ
1 обман, ложь Hom., Hes., Her., Thuc., Xen.;
2 преимущ. pl. хитрый замысел, хитрость Hom., Thuc., Plut.;
3 несбывшаяся надежда, разочарование (ἀ. ἐρώτων Soph.): ἀπάται λεχέων Soph. обманутая надежда на брак;
4 времяпрепровождение, развлечение (ἀ. τῶν θεωμένων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάτη: [ᾰπᾰ], ἡ, (ἴσως συγγεν. τῷ ἀπαφίσκω, ὃ ἴδε): ― δόλος, ἀπάτη, «γέλασμα», «παιχνίδι», νῦν δὲ κακὴν ἀπάτην βουλεύσατο Ἰλ. Β. 114, πρβλ. Δ. 168: ἀκολούθως, στρατήγημα ἐν πολέμῳ, Θουκ. 2. 39: ― συχνάκις, δόλος, κατὰ πληθ. μηχανήματα, δολοπλοκίαι, οὐκ ἄρ’ ἒμελλες… λήξειν ἀπατάων, λέγει ἡ Ἀθηνᾶ τῷ Ὀδυσσεῖ, Ὀδ. Ν. 294, πρβλ. Ἰλ. Ο. 31· σκολιαὶ ἀπάται Πινδ. Ἀποσπ. 232. 2. 2) δόλος, ἐξαπάτησις, πανουργία, δολιότης, ἄταν ἀπάτᾳ μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκ. 110, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 230· ἀπάτης δικαίας οὐκ ἀποστατεῖ Θεός, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 287, πρβλ. Πέρσ. 93· ἀπ. ἐρώτων Σοφ. Ἀντ. 617· διαβολὴ καὶ ἀπ. Ἀντιφῶν 142. 10, κτλ.· ἀπ. εὐπρεπής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βία ἐμφανής, Θουκ. 4. 86· ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, ἀλγῶν διὰ τὴν ἀπάτην τὴν ὁποίαν τῷ ἐχάλκευσαν διὰ τὸν ἐλπιζόμενον γάμον του, Σοφ. Ἀντ. 630· ἄνευ δόλου καὶ ἀπάτης Ἡρόδ. 1. 69· μετὰ σκότους καὶ ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 864C. 3) ἐν Ἡσ. Θ. 224 ἡ λέξις προσωποποιεῖται, τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν… Νὺξ ὁλοή· μετὰ τὴν δ’ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα· πρβλ. Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μ. συν 42. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι εὐαρέστως τὸν χρόνον, τέρψις, (κατὰ Μοῖριν σ. 65 ἔκδ. Πιερσ. «ἀπάτη, ἡ πλάνη παρ’ Ἀττικοῖς· ἀπάτη δὲ, ἡ τέρψις παρ’ Ἕλλησιν»), Πολύβ. 2. 56, 12, Δικαίαρχ. ἐν Μυλλέρ. Γεωργ. 1. 98. ΙΙΙ. ὡς ὄνομα φυτοῦ, ἐσφαλ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. ἀντὶ ἀπάπη· ἴδε τὴν λέξιν.
English (Strong)
from ἀπατάω; delusion: deceit (deceitful, deceitfulness), deceivableness (deceiving).
English (Thayer)
ἀπάτης, ἡ (from Homer down), deceit, deceitfulness: τοῦ πλούτου, τῆς ἀδικίας, τῆς ἁμαρτίας, αἱ ἐπιθυμίαι τῆς ἀπάτης the lusts excited by deceit, i. e. by deceitful influences seducing to sin, ἀπαται: L Tr text WH marginal reading ἐν ἀγάπαις), by a paragram (or verbal play) applied to the agapae or love-feasts (cf. ἀγάπη, 2), because these were transformed by base men into seductive revels.
Greek Monolingual
η (AM ἀπάτη)
1. το να μεταχειρίζεται κανείς για δική του ωφέλεια ψεύδος ή δόλο βλάπτοντας τους άλλους, ξεγέλασμα, δολοπλοκία
2. δολιότητα, πανουργία
νεοελλ.
1. το να απατάται κάποιος, να κάνει λάθος («οπτική απάτη»)
2. έγκλημα που στρέφεται κατά περιουσιακών δικαιωμάτων
αρχ.
1. το να περνά κανείς ευχάριστα τον καιρό του, η διασκέδαση
2. προσωποπ. η Απάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Από τις διάφορες ερμηνείες που έχουν προταθεί, ο συσχετισμός της λ. με το ηπεροπεύς «απατεών, δόλιος» είναι και μορφολογικά δυνατός και σημασιολογικά αντίστοιχος. Ο τύπος αυτός οδηγεί σε θέμα σε ρ, ν (άπαρ, άπνος), το οποίο ανάγεται σε αρχικό τ. απ -ν -τά. Η σύνδεση με α- στερ. + πατέω, πόντος «τόπος χωρίς δρόμο, πλάνη» δεν είναι ικανοποιητική. Ο χωρισμός της λ. ως απ-άτη δεν δικαιολογεί την ταύτιση του β' συνθ. με τον τ. άτη, λόγω της μακρότητας του α- της λ. άτη. Οι περαιτέρω συσχετισμοί της λ. απάτη με το ιάπτω, ίπτομαι, αρχ. ινδ. aka- «οίκτος, πόνος», δεν θεωρούνται βάσιμοι. Ευρύτατη είναι η χρήση της στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική με κύρια σημασία «πλάνη» και σπανιότερα «δόλος, τέχνασμα». Προσωποποιημένη απαντά στον Ησίοδο, ενώ από την ελληνιστική έννοιά της «ονειροπόλημα» προήλθε η σημασία «διασκέδαση, ευχαρίστηση».
ΠΑΡ. απατεώνας (-εών), απατηλός, απατώ
αρχ.
απατεύω, απατήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. εξαπάτη
νεοελλ.
αυταπάτη, μικροαπάτη, ναυταπάτη οφθαλμαπάτη].
Greek Monotonic
ἀπάτη: [ᾰπᾰ], ἡ (πιθ. από ἅπτομαι, πρβλ. ἀπαφίσκω)·
1. δόλος, πανουργία, εξαπάτηση, τέχνασμα, αγυρτεία, σε Ομήρ. Ιλ.· στρατήγημα, στρατηγικό τέχνασμα στον πόλεμο, σε Θουκ.· στον πληθ., δολοπλοκίες, μηχανορραφίες, σε Όμηρ.
2. δολιότητα, παραπλάνηση, εξαπάτηση, δολοπλοκία, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: fraud, deceit (Il.); on the meaning s. Luther "Wahrheit" und "Lüge", esp. 97ff.
Derivatives: ἀπατηλός betrügerisch (Il.), perhaps from ἀπατάω (Chantr. Form. 241f.), with the metrical variant ἀπατήλιος (Od.). - Denom. ἀπατάω deceive (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Kuiper (Glotta 21, 283) connected ἠπεροπεύς explaining ἀπάτη < *ἀπν̥-τα from an r-n-stem *ἄπαρ, *ἀπνός. His further connection of ἰάπτω, ἴπτομαι is less convincing. Improbable is connection with πόντος, πάτος, Goth. finÞan (Pedersen Cinq. décl. lat. 65 A. 1, Moorhouse Class. Quart. 35, 93ff.). Wrong vW. Fur. 234f connected ἄτη < *ἀϜατη, with substr. variation π/F, which is at best possible. Attractive is his comparison with ἀπαφεῖν (for which the variant ἀποφεῖν shows substr. origins; s.v. ἀπαφίσκω), which has exactly the same meaning. If ἠπεροπεύω is cognate, note the suffix -οπ- which is also a substr. element (Beekes Glotta 73 (1995/6) 18-25).
Middle Liddell
[prob. from ἅπτομαι, cf. ἀπαφίσκω
1. a trick, fraud, deceit, Il.: a stratagem, Thuc.: in plural wiles, Hom.
2. guile, fraud, deceit, treachery, Hdt., Attic
English (Autenrieth)
ης: deceit; pl., Il. 15.31.
Frisk Etymology German
ἀπάτη: {apátē}
Grammar: f.
Meaning: Täuschung, Betrug (ion. att. seit Il., zur Bedeutung s. Luther "Wahrheit" und "Lüge", bes. 97ff.).
Derivative: Ableitungen: ἀπατηλός betrügerisch (ion. att. seit Il.), vielleicht von ἀπατάω, s. Chantraine Formation 241f., Schwyzer 484, ἀπατήλιος ib., metrische Variante zum Vorherigen (Od., Nonn.); ἀπατεών, -ῶνος m. Betrüger (Hp., Demokr., Pl. usw.), vgl. Chantraine 163. — Zu ἀπάτυλλα (Kerk., POxy. 1082 Fr. 39) vgl. ἐξαπατύλλω (Ar.) und Leumann Glotta 32, 219 A. 3. — Denominatives Verb: ἀπατάω täuschen, betrügen (ion. att. seit Il.). Davon ἀπάτησις Täuschung (LXX, Phld.), ἀπάτημα Trug (Gorg. u. a.), ἀπατήμων trügerisch (Orac. ap. Zos.), ἀπατητικός ib. (Pl., Arist. usw.), ἀπατητής Betrüger (Gloss.). — Vereinzelt ἀπατεύω = ἀπατάω (Xenoph. 11).
Etymology: Unerklärt. Semantisch ansprechend und morphologisch allenfalls möglich ist Kuipers (Glotta 21, 283) Anknüpfung an ἠπεροπεύς in der Annahme, ἀπάτη stehe für *ἀπν̥-τα von einem r-n-Stamm *ἄπαρ, *ἀπνός. Seine weiteren Kombinationen (zu ἰάπτω, ἴπτομαι und sogar aind. áka- n. Leid, Schmerz) sind aber entschieden verfehlt. Die Heranziehung von πόντος, πάτος, got. finþan usw. (Pedersen Cinq. décl. lat. 65 A. 1, Moorhouse Class. Quart. 35, 93ff., s. noch Bq) überzeugt nicht.
Page 1,118
Chinese
原文音譯:¢p£th 阿怕帖
詞類次數:名詞(7)
原文字根:引誘
字義溯源:欺瞞,欺騙,奸詐,詭詐,妄言,迷惑;源自(ἀπατάω)*=欺騙)
出現次數:總共(7);太(1);可(1);弗(1);西(1);帖後(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 迷惑(4) 太13:22; 可4:19; 弗4:22; 來3:13;
2) 欺騙(1) 彼後2:13;
3) 妄言(1) 西2:8;
4) 詭詐(1) 帖後2:10
English (Woodhouse)
artifice, cheat, craft, cunning, deceit, deception, stratagem, trap, trick
Mantoulidis Etymological
(=δόλος, πονηριά). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό ἀπαφίσκω (=ἐξαπατῶ) ἤ ἀπό θέμα απατ. Ἤ ἀκόμη νά εἶναι ἁπλοποίηση τοῦ ἀποπατάω, ἤ ἀπό τή λέξη ἄτη (=πλάνη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπατῶ, ἀπατεών, ἀπατηλός, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀπατητής, ἀπατητικός, δυσεξαπάτητος, εὐεξαπάτητος, εὐαπάτητος, ἐξαπατητέον.
Translations
fraud
Arabic: غِشّ, اِحْتِيال, تَزْوِير; Armenian: խաբեբայություն, խարդախություն, նենգություն; Azerbaijani: fırıldaq; Belarusian: махлярства, машэ́льніцтва, ашуканства, круцельства; Bulgarian: измама, измами; Catalan: frau; Chinese Mandarin: 騙局, 骗局, 詐騙, 诈骗, 詐欺, 诈欺; Czech: podvod; Danish: bedrageri, svindel; Dutch: fraude, flessentrekkerij, bedrog, oplichterij, oplichting, zwendel; Esperanto: fraŭdo, trompo; Estonian: kelmus; Faroese: svik; Finnish: petos, vilppi, huijaus, vilunki, kusetus, petkutus, huiputus, puijaus, petkuttaminen, huiputtaminen, puijaaminen, huijaaminen, pettäminen; French: fraude; Galician: fraude; Georgian: თაღლითობა; German: Betrug, Schwindel; Greek: απάτη; Hebrew: רַמָּאוּת; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: csalás, szélhámosság; Ido: fraudo; Indonesian: penipuan; Irish: calaois; Old Irish: écubus; Italian: frode, frodi, baratteria; Japanese: 詐欺; Korean: 사기(詐欺); Latin: fraus, captio; Latvian: krāpšana; Lithuanian: sukčiavimas; Macedonian: измама; Malayalam: തട്ടിപ്പ്, വഞ്ചന, കള്ളം; Maori: hara taware, hoko tāhae; Norwegian: bedrageri, svindel; Persian: شیادی, کلاهبرداری, فریب; Plautdietsch: Schwindel; Polish: oszustwo, wyłudzenie; Portuguese: fraude, falcatrua, logro, estelionato; Romanian: înșelăciune; Russian: мошенничество, жульничество, афера, шулерство; Sanskrit: कपट; Serbo-Croatian Cyrillic: превара; Roman: prevara; Slovak: podvod; Slovene: prevara, goljufija, potegavščina; Spanish: fraude; Swahili: ghashi, sakata; Swedish: bedrägeri, svindel; Tagalog: daya, pandaraya; Thai: การฉ้อโกง, การโกง, การทุจริต; Turkish: dolandırıcılık; Ukrainian: шахрайство; Vietnamese: sự gian lận, sự gian trá, sự lừa lọc; Welsh: twyll; Yiddish: שווינדל
deceit
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: hiylə, aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа; Chinese Mandarin: 欺騙, 欺骗; Czech: podvod; Dutch: bedrog, bedriegerij; Estonian: pettus; Faroese: svik; Finnish: petosyritys, petoksen yritys, petos, huiputus, huijaus, harhautus, vilppi; French: tromperie, ruse; Galician: engano; German: Betrügerei, Betrug; Gothic: 𐌻𐌹𐌿𐍄𐌴𐌹; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀπάτη, δόλωμα; Hebrew: רַמָּאוּת; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Irish: meang; Italian: falsità, mendacità, inganno, trucco; Japanese: 詐欺; Kabuverdianu: fantuxada; Kazakh: алдау; Khmer: ការបោកប្រាស់; Korean: 속임수, 사기, 속임; Kyrgyz: алдоо; Latin: fraus, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Middle English: ymagynynge; Oriya: ତଞ୍ଚକତା; Ossetian: фӕлывд; Persian: فریب, گول; Polish: oszustwo, podstęp; Portuguese: velhacaria, fraude; Romanian: decepție; Russian: обман; Sanskrit: कपट or; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: bellaquería, fraude, engaño, embeleco; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Telugu: దగా, మోసము; Thai: การหลอกลวง; Turkish: hile, aldatma, kandırma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib
deception
Albanian: mashtrim; Arabic: خِدَاع, خَدْع; Armenian: խաբեբայություն; Azerbaijani: aldatma; Belarusian: падман; Bengali: প্রবঞ্চনা; Bulgarian: измама, лъжа, заблуждение; Catalan: engany; Chinese Mandarin: 騙局/骗局, 欺騙/欺骗, 欺詐/欺诈; Czech: podvod, klam, balamucení; Danish: bedrag; Dutch: bedrog, bedriegerij, misleiding; Esperanto: trompo; Estonian: pettus; Finnish: petos; French: supercherie, tromperie; Georgian: მოტყუება; German: Betrug, Betrügerei, Täuschung; Greek: απάτη; Ancient Greek: ἀθέτησις, αἰκάλη, ἀλίσβη, ἀλογία, ἀπαιόλημα, ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπάτημα, ἀπάτησις, ἀποπλάνημα, ἀποσκίασμα, βουκόλησις, δελήτιον, διαβολή, διαμύθησις, διάψευσις, διγλωσσία, διέμπαιγμα, διπλῆ, δολιότης, δόλος, δολοφροσύνη, δόλωσις, ἐμπαγή, ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμός, ἐνέδρα, ἐνεδρεία, ἐνέδρευμα, ἔνεδρον, ἐξαπάτα, ἐξαπάτη, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐπιθεσία, ἠπερόπευμα, κατασοφισμός, κατεπίθεσις, κιβδηλεία, κιβδήλευμα, κιβδηλία, μεθοδεία, παράκρουσις, παράπεισις, παραψηφισμός, παρεύρεσις, περιδρομή, πηνηκισμός, προσποίημα, πτερνισμός, τὸ δόλιον, τὸ ἐνεδρευτικόν, ὑποπέττευμα, φενακισμός, φήλωμα, χλεύη; Hebrew: אֲחִיזַת עֵינַיִם, מִרְמָה; Hindi: धोखा, छल; Hungarian: megtévesztés; Icelandic: blekking; Irish: bréag; Italian: mistificazione, inganno, sotterfugio, raggiro, frode; Japanese: ごまかし, いんちき, 欺瞞, 欺騙; Kazakh: алдау; Korean: 기만, 속임, 사기; Kurdish Central Kurdish: بێ باوەڕی: چاوبەست, فڕوفێڵ; Northern Kyrgyz: алдоо; Latin: captio, dolus; Latvian: maldināšana; Lithuanian: apgavystė; Macedonian: измама; Malay: penipuan; Norwegian Bokmål: bedrag; Persian: فریب; Polish: oszustwo, bałamuctwo; Portuguese: enganação, engano, logro; Romanian: decepție, amăgire; Russian: обман, ложь, заблуждение; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бмана, пре̏вара, прије̑вара; Roman: ȍbmana, prȅvara, prijȇvara; Slovak: podvod; Slovene: prevara; Spanish: engaño, socaliña; Swedish: bedrägeri; Tajik: фиреб; Tatar: алдау, алдак; Thai: การหลอกลวง; Tocharian B: kuhākäññe, tārśi; Turkish: kandırma, yanıltma, aldatma; Turkmen: aldaw; Ukrainian: обман; Urdu: دھوکا, فریب; Uyghur: ئالداش; Uzbek: aldash, firib; Vietnamese: sự lừa dối
pastime
Armenian: ժամանց; Bulgarian: забавление, развлечение; Catalan: passatemps; Chinese Mandarin: 消遣, 娛樂, 娱乐; Czech: zábava, kratochvíle; Dutch: hobby, tijdverdrijf, ontspanning; Faroese: dagdvølja; Finnish: ajanviete, viihdyke, huvi; French: passe-temps; German: Zeitvertreib; Greek: διασκέδαση, αναψυχή; Ancient Greek: διατριβή; Hebrew: בילוי; Hungarian: időtöltés; Irish: caitheamh aimsire, spórt; Italian: passatempo; Japanese: 娯楽; Latin: ludus, oblectamen, oblectamentum; Maori: runaruna; Norwegian Bokmål: tidsfordriv; Nynorsk: tidsfordriv; Pennsylvania German: Zeitverdreib; Persian: سرگرمی; Polish: rozrywka; Portuguese: passatempo; Russian: времяпрепровождение, развлечение, увеселение, забава; Sanskrit: देवना; Spanish: pasatiempo; Swedish: förströelse, tidsfördriv; Tagalog: palipas-oras; Turkish: eğlence, hobi, meşgale
treachery
Azerbaijani: xəyanət, vəfasızlıq, xəyanətkarlıq, namərdlik; Bulgarian: измяна, предателство; Chinese Mandarin: 背信棄義/背信弃义; Finnish: petos; French: traîtrise; German: Verrat; Greek: δολιότητα, κακοπιστία, επιβουλή; Ancient Greek: ἀπάτα, ἀπάτη, ἀπιστία, ἀπιστίη, δόλος, ἐνέδρα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλή, ἐπιβουλία, τὸ ἄπιστον, τὸ ἄσπονδον, ὑπουλότης; Italian: tradimento, slealtà, inganno; Japanese: 裏切り; Kapampangan: kasukaban, kesukaban; Latin: perfidia; Maori: kaikaiwaiūtanga, kaikaiwaiū; Russian: предательство, измена, вероломство; Swedish: svek, förräderi; Tagalog: kataksilan; Welsh: brad, bradau
trick
Azerbaijani: qurğu, hiylə, kələk, telə; Basque: azerikeria; Bulgarian: хитрост, измама; Chinese Mandarin: 詭計/诡计, 騙術/骗术, 惡作劇/恶作剧; Danish: trick, knep; Esperanto: truko; Estonian: vemp, temp, trikk; Finnish: temppu, trikki; French: tour; Galician: truco, artimaña, retranca; German: List, Falle, Finte, Trick; Ancient Greek: δόλος, πανούργημα, ἀπάτη; Hebrew: טריק, תכסיס, לַהֲטוּט; Hungarian: trükk, csíny, csel; Japanese: 欺き, 企み; Latin: dolus, sutela, captio; Macedonian: итрина, финта, измама; Norman: farche; Norwegian: trick, trikk, triks, knep; Ottoman Turkish: اویون; Persian: حقه, نیرنگ, ترفند; Plautdietsch: Faks; Portuguese: artimanha, truque; Russian: обман, трюк, уловка; Scottish Gaelic: cleas, car; Spanish: truco, artimaña, engañifa, treta, triquiñuela, cancamusa, candonga; Swedish: trick, fint, knep; Telugu: జిత్తు; Welsh: tric; Yiddish: קונץ