ποταμός
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ὁ,
A river, stream, Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196; ποταμὸς ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς ποταμός, of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr.335, etc. (in full, ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί = the springs of sacred rivers flow upward E.Med.410 (lyr.)); ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ = it is impossible to step twice in the same river / you cannot step twice into the same rivers. Heraclit. 91; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc.
2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr.370: Com., ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8, cf. Pherecr.108.3; also ποταμὸς πραγμάτων Porph. Marc.5.
3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1; οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23 (Adule, iii B. C.).
II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc.
III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.
German (Pape)
[Seite 688] ὁ (πίνω, πέπομαι, ποτός, eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; Hom. u. Folgde überall; bei Hom. heißen sie διϊπετής, καλλίροος, δινήεις u. ä.; er nennt auch den Okeanos so, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß; ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς, Pind. P. 9, 47; Tragg., Ar., u. in Prosa; neben θάλαττα, Plat. Tim. 22 d, u. κρήνη, Legg. VI, 761 b; auch πυρός, Phaed. 111 d; Folgde überall. Nach Eur. Med. 411 ist ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί sprichwörtlich geworden, Zen. 2, 56, ἐπὶ τῶν ὑπεναντίως λεγομένων ἢ γινομένων; vgl. Dem. 19, 287; auch ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε, Luc. D. Mort. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμός: -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τὰ Ὁμηρικὰ αὐτοῦ ἐπίθετα εἶναι ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διϊπετής, δινήεις, δῖος, δονακεύς, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺς ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, (ἴδε τὰς λέξ.)· ὁ Ὅμ. ἐπίστευεν ὅτι πάντες οἱ ποταμοὶ ἐλάμβανον τὰ ὕδατα αὐτῶν ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ εἰς ὃν καὶ ἔχυνον αὐτὰ πάλιν, Ἰλ. Φ. 196· ― παροιμ., ἄνω ποταμῶν, «ἐπὶ τῶν ἐπ’ ἐναντίᾳ γινομένων» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 378, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410: δὶς εἰς τῷ αὐτῷ π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· ποταμὸς θαλάσσῃ ἐρίζεις, «ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸς κρείττονας» Σουΐδ., ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις, «ἐπὶ τῶν τοῖς ἔχουσι προσφερόντων» παρὰ τῷ αὐτῷ: ― ἐπὶ ποταμῶν πυρὸς ἢ λάβας, Πινδ. Π. 1. 42, Αἰσχύλ. Πρ. 368· νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾍδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 9. ― Πρβλ. πηγή, κρήνη, κρουνός. 2) τεχνητὸς ποταμός, διῶρυξ, Ἀρρ. Ἀν. 7. 21, Στράβ. 740. 3) μεταφορ., ζωμοῦ δ’ ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτ.» 1. 8, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 3. ΙΙ. ὡς θεότης, οὔτε τις οὖν Ποταμῶν ἀπέην, νόσφ’ Ὠκεανοῖο, οὔτ’ ἄρα Νυμφάων Ἰλ. Υ. 7, 73, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΟ, ποτός, πίνω)· καὶ ἐὰν οὕτω, τότε κυρίως ἐπὶ γλυκέος ὕδατος, καλοῦ δηλ. πρὸς πόσιν, ὕδωρ πότιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι κατὰ τὰς ἀρχαιοτάτας γεωγραφικὰς γνώσεις ὁ ὠκεανὸς ἦτο ὡσαύτως ποταμός, ἴδε ἐν. λέξ. ὠκεανός).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fleuve, rivière ; en gén. tout courant liquide, particul. courant de lave, de feu.
Étymologie: R. Πετ, voler, s'élancer, courir.
English (Autenrieth)
river; freq. personified as river-god, Il. 5.544, Il. 14.245.
English (Slater)
ποτᾰμός (-οῦ, -ῷ, -όν, -οί.) river ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (i. e. ποτάμιον) (O. 2.9) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον (O. 5.11) ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22) “χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” (P. 9.47) “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (? the river Nestos, west of Abdera) Πα. 2. . ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ad Θρ. . [ποταμοῦ (Π: del. Wil. ut gloss.) fr. 70. 2.] cf. Σ, (Pae. 10.2)
English (Strong)
probably from a derivative of the alternate of πίνω (compare πότος); a current, brook or freshet (as drinkable), i.e. running water: flood, river, stream, water.
English (Thayer)
ποταμοῦ, ὁ, from Homer down, the Sept. for נָהָר and יְאֹר, a stream, a river: L T Tr WH; Winer's Grammar, § 30,2a.); a torrent, streams, floods), John 7:38.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. μεγάλο ρεύμα γλυκών υδάτων, μεγάλη ποσότητα νερού που ρέει συνεχώς σε μια κοίτη με καθορισμένες όχθες και που τροφοδοτείται από τα νερά τών βροχών, από πηγές και από την τήξη παγετώνων (α. «και συνέπεσε να περιηγείται κάποιαν κοιλάδα τριγυρισμένην από πέντε ποταμούς», Ζερβ.
β. «καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοί...», Μηναί.
γ. «ἐς ποταμὸν βαθύρροον, ἀργυροδίνην», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. αφθονία, μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, πλημμύρα (α. «ποταμοί δακρύων» β. «ποταμοὶ νοημάτων», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ποταμὸς πραγμάτων», Πορφ.)
3. ρεύμα, ροή, ρους (α. «ο ποταμός της λάβας» β. «ἐκραγήσονταί ποτε ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες... τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας», Αισχύλ.)
4. φρ. «άνω ποταμών» — λέγεται για να δηλώσει κάτι που ξεφεύγει τελείως από τη λογική, που είναι τελείως παράλογο και αφύσικο
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις μεγάλες δοκούς στέγης ή πατώματος, κν. τράβα
2. παροιμ. φρ. «ποταμέ μου, να μη σέ ήξερα, κολύμπι που θα σέ πέρναγα» — αν δεν ήξερα τί σόι άνθρωπος είσαι, ποιος είναι ο πραγματικός σου χαρακτήρας, θα σέ εμπιστευόμουν
αρχ.
1. διώρυγα, κανάλι («ξηρανθεῖσαι γὰρ τοῦ θέρους ξηραίνουσι και τὸν ποταμόν», Στράβ.)
2. ως κύριο όν. ο Ποταμός
α) ονομασία του αστερισμού Ηριδανός
β) ονομασία θεότητας
3. φρ. α) «ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις» — λεγόταν για να δηλώσει τη μηδαμινότητα της συμβολής κάποιου καθώς και τη ματαιοδοξία ή και τη ματαιοπονία
β) «ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῶ» — λεγόταν για δήλωση της διαρκούς ροής τών πραγμάτων, της συνεχούς κίνησης και αλλαγής (Ηράκλ.)
γ) «νυκτὸς ποταμός» — ο ποταμός του άδη (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποτ-αμός, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- του πίπτω (πρβλ. αόρ. ἔ-πετ-ον) + επίθημα -αμός (πρβλ. συλ-αμός, πλόκ-αμος) με την έννοια ότι ο ποταμός χύνεται ορμητικά καθώς σε πολλές περιπτώσεις πέφτει από ψηλά. Προβλήματα ωστόσο στην ανεπιφύλακτη σύνδεση του τ. με το ρ. πίπτω γεννά η χρησιμοποίηση του επιθ. διι-πετής «ορμητικός» ως προσδιορισμού της λ. ποταμός. Η σύνδεση του τ. με το ρ. πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω», με την έννοια ότι ο ποταμός είναι μάζα νερού που απλώνεται, εκτείνεται, δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη.
ΠΑΡ. ποταμηδόν, ποτάμι(ον), ποτάμιος
αρχ.
ποταμεύς, ποταμήϊος, ποταμηνή, ποταμιαῖος, ποταμίσκος, ποταμίτης, ποταμῖτις, ποταμόνδε
αρχ.-μσν.
ποταμώδης
νεοελλ.
ποταμάκι, ποταμήσιος, ποταμιά, ποταμίδα, πόταμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ποταμογείτων
αρχ.
ποταμηγός, ποταμηπόρος, ποταμοδιάρτης, ποταμόκλυστος, ποταμόρρυτος, ποταμοφυλακία, ποταμόχους, ποταμόχωστος
μσν.
ποταμοθάλασσα, ποταμόπνικτος, ποταμορριφής
νεοελλ.
ποταμάρχης, ποτάμαρχος, ποταμογενής, ποταμοδέτης, ποταμόκολπος, ποταμολίμνη, ποταμολογία, ποταμόμετρο, ποταμοπλαγκτόν, ποταμοπλοΐα, ποταμόπλοιο, ποταμόσυκο, ποταμόφιλος, ποταμοφράκτης, ποταμοφυής, ποταμόψαρο. (Β' συνθετικό) ιπποπόταμος, πολυπόταμος
αρχ.
διπόταμος, καλλιπόταμος, κυνοπόταμος, ξηροπόταμος
νεοελλ.
ακροπόταμος, ξεροπόταμος, παραπόταμος].
Greek Monotonic
ποτᾰμός: -οῦ, ὁ (√ΠΟ για κάποιους χρόνους του πίνω),
I. ποταμός, υδάτινο ρεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από φωτιά ή λάβα, σε Πίνδ.
II. ως πρόσωπο, Ποταμός, η θεότητα του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμός -οῦ, ὁ [~ πετάννυμι?, πίπτω?] rivier; overdr.. ποταμοὶ πυρός vuurstromen Aeschl. PV 368.
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμός: ὁ река Hom., Hes., Trag., Plat. etc.: ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί погов. Eur. реки текут к своим источникам, т. е. все стало вверх дном; ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε Luc. это ведь было бы шиворот-навыворот.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: river (Il.).
Compounds: Some compp., e.g. ποταμο-φύλαξ m. river-guard (pap.), καλλι-πόταμος with fair rivers (E. in lyr.).
Derivatives: 1. Demin. ποτάμ-ιον n. (com., Str.), -ίσκος m. (Str.). Further subst. 2. ποταμ-εύς m. designation of the Eastwind in Tripolis (Arist.), 3. -ίτης m. river-worker (pap.; Redard 36). Adj. 4. -ιος belonging to the river (Pi., Hdt., trag. etc.), -ιαῖος id. (Arist. [[[varia lectio|v.l.]] -ιος, Ruf.); -ήϊος (Nonn.), f. -ηΐς (A. R., Nic.) id., both metr. condit. -- 5 -ώδης river-like (Eun.); 6. -ηνή f. adjunct of Μήτηρ, river-goddess (inscr. Pisidia; cf. Schwyzer 490 w. lit.). 7. Adv. -ηδόν like a river, in streams (Luc., Aret.); 8. Verb -όομαι to form a river (Aq.). -- 9. nickname Ποτάμιλλα m. (Sophr.; Schwyzer 561 w. lit.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like οὑλαμός, πλόκαμος a. o. -- Perh. with L. Meyer, Prellwitz, Bq s. v. to πίπτω, ἔπετον fall; so prop. "torrent, torrent" referring to a river flowing sweeping (away) in a mountainous area; note the adjunct διιπετής (Π 174, δ 477) which is difficult however. Thus Persson Beitr. 2, 654. Kretschmer Glotta 22, 265 u. 27, 248f., Runes IF 50, 265, Havers Sprache 4, 24, WP. 2, 219, Pok. 825, W.-Hofmann s. petō. -- Diff. Fick 1, 473 (asking) and Wackernagel Syntax 2, 30f.: to πετάννυμι, πέτασμα as "expansion" and identical with Germ., e.g. OS fathmos, OE fæðm extension (of the arms), embrace, fathem (OE flôdes fæðm). Thus esp. Specht KZ 63, 132, also Risch $ 19b (with reserve), Schwyzer 493 n. 11. -- To be rejected Pisani Ist. Lomb. 73, 502 f. (for *τοπαμός to Lith. tekù run etc.). - The etymology is uncertain. - The word could also be Pre-Greek.
Middle Liddell
ποτᾰμός, οῦ, ὁ, [!πο, Root of some tenses of πίνω
I. a river, stream, Hom., etc.:—proverb., ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί, of extraordinary events, Eur.:—of rivers of fire or lava, Pind.
II. as a person, Ποταμός, a river-god, Il.
Frisk Etymology German
ποταμός: {potamós}
Grammar: m.
Meaning: Fluß (seit Il.).
Composita: Einige Kompp., z.B. ποταμοφύλαξ m. Flußwächter (Pap.), καλλιπόταμος mit schönen Flüssen (E. in lyr.).
Derivative: Davon 1. Demin. ποτάμιον n. (Kom., Str.), -ίσκος m. (Str.). Weitere Subst. 2. ποταμεύς m. Bez. des Ostwindes in Tripolis (Arist.), 3. -ίτης m. Flußarbeiter (Pap.; Redard 36). Adj. 4. -ιος dem Fluss angehörig (Pi., Hdt., Trag. usw.), -ιαῖος ib. (Arist. [[[varia lectio|v.l.]] -ιος, Ruf.); -ήϊος (Nonn.), f. -ηΐς (A. R., Nik.) ib., beide metr. bedingt. —5 -ώδης flußähnlich (Eun.); 6. -ηνή f. ‘Beiwort zu Μήτηρ, Flußgöttin (Inschr. Pisidien; vgl. Schwyzer 490 m. Lit.); 7. Adv. -ηδόν wie ein Fluß, in Strömen (Luk., Aret.); 8. Verb -όομαι einen Fluß bilden (Aq.). — 9. Spitzname Ποτάμιλλα m. (Sophr.; Schwyzer 561 m. Lit.).
Etymology: Bildung wie οὐλαμός, πλόκαμος u. a. — Wohl mit L. Meyer, Prellwitz, Bq s. v. zu πίπτω, ἔπετον fallen; somit eig. "Wassersturz, Sturzbach" mit Beziehung auf den in Berggegenden reißenden Flußlauf; zu beachten das Beiwort διιπετής (Π 174, δ 477). Ebenso Persson Beitr. 2, 654. Kretschmer Glotta 22, 265 u. 27, 248f., Runes IF 50, 265, Havers Sprache 4, 24, WP. 2, 219, Pok. 825, W.-Hofmann s. petō. — Anders Fick 1, 473 (fragend) und Wackernagel Syntax 2, 30f.: zu πετάννυμι, πέτασμα als "Ausbreitung" und mit germ., z.B. asächs. fathmos, ags. fæðm ‘Ausspannung (der Arme), Umarmung, Klafter’ identisch (ags. flôdes fæðm). Dafür namentlich Specht KZ 63, 132, auch Risch ̨ 19b (mit Vorbehalt), Schwyzer 493 A. 11. — Abzulehnen Pisani Ist. Lomb. 73, 502 f. (für *τοπαμός zu lit. tekù laufen usw.); v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 9, 166 u. 11, 251 (pelasgisch).
Page 2,585-586
Chinese
原文音譯:potamÒj 坡他摩士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:飲 相當於: (נָהָר)
字義溯源:河流*,狂流,水流,水,河,急流,江河,一道河;或源自(πίνω)=喝*),比較: (πότος)=飲宴,狂歡宴飲
同源字:1) (Μεσοποταμία)米所波大米(兩河之間) 2) 河流 3) (ποταμοφόρητος)河流沖去
出現次數:總共(17);太(3);可(1);路(2);約(1);徒(1);林後(1);啓(8)
譯字彙編:
1) 河(7) 太3:6; 可1:5; 徒16:13; 啓9:14; 啓12:15; 啓12:16; 啓16:12;
2) 江河(3) 約7:38; 啓8:10; 啓16:4;
3) 水流(2) 路6:48; 路6:49;
4) 水(2) 太7:25; 太7:27;
5) 一道⋯河(1) 啓22:1;
6) 江河的(1) 林後11:26;
7) 河的(1) 啓22:2
English (Woodhouse)
Translations
Abenaki: sibo; Abkhaz: аʒиас; Acehnese: krueng, alu; Achuar: entza; Achumawi: ajúmmá; Adyghe: псыхъо; Afrikaans: rivier; Ahtna:'ena'; Ainu: ペッ; Akkadian: 𒀀𒇉; Aklanon: suba'; Albanian: lumi; Amharic: ወንዝ; Andi: гӏадор; Arabela: moo; Arabic: نَهْر, أَنْهَار, أَنْهُر; Egyptian Arabic: نهر; Hijazi Arabic: نهر; Aragonese: río; Aramaic Classical Syriac: ܢܗܪܐ; Jewish Babylonian Aramaic: נַהֲרָא; Armenian: գետ; Aromanian: arãu; Assamese: নৈ, নদী, গাং; Asturian: ríu; Atayal: llyung; Avar: гӏор; Aymara: jawira; Azerbaijani: çay, irmaq; Baba Malay: sunge; Bahnar: krong; Bakung: cungai, sungi; Baluchi: کور, کھور; Bashkir: йылға; Basque: ibai; Bau Bidayuh: sungi, grongung; Belarusian: рака́), рэ́чка; Bengali: নদী; Bikol Central: salog; Berber Tashelhit: asif; Breton: stêr, aven, avon; Brunei Malay: sungai; Bulgarian: река́; Burmese: မြစ်; Buryat: гол, мүрэн; Car Nicobarese: ta-hël; Catalan: riu; Catawba: iswa; Cebuano: suba; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵉⴼ, ⵉⵖⵣⵔ; Central Dusun: bawang; Central Melanau: bengayi, sungai; Chakma: 𑄉𑄧𑄋; Chamicuro: maneli; Chechen: хи; Chepang: मातीः; Cherokee: ᎤᏪᏴ, ᎠᎹᏱ, ᎡᏉᏂ ᎨᏴᎢ; Chichewa: mtsinje; Chinese Cantonese: 河, 江, 河流; Dungan: хә, җён; Gan: 江; Literary Chinese: 川; 水; 河; 江; 江河; Mandarin: 河; 河流; 江; 江河; 水流; 川; 河川; Min Dong: 河; Wu: 江, 河; Xiang: 江, 河; Chuvash: юханшыв; Classical Nahuatl: ātōyātl; Comanche: pia hunuubi; Coptic: ⲉⲓⲟⲟⲣ, ⲓⲟⲣ; Corsican: fiume; Cree: sîpîy, sîpiy, sīpiy; Creek: hvcce; Czech: řeka; Dalmatian: floim; Danish: flod, å; Dhivehi: ކޯރު sg; Dogrib: deh; Drung: wang, dong; Dutch: rivier, stroom; Dzongkha: གཙང་ཆུ; Eastern Bontoc: wangwang; Eastern Cham: ꨯꨴꨆ; Efik: akpa; Elfdalian: å, wassl; Erzya: лей; Esperanto: rivero; Estonian: jõgi; Even: ока̄т; Evenki: бира; Ewe: etɔ; Extremaduran: ríu; Faroese: á; Finnish: joki; French: fleuve; rivière; Old French: flueve; Friulian: flum; Gagauz: derä; Galician: río; Georgian: მდინარე; German: Fluss, Strom; Gorontalo: dutula; Greek: ποτάμι, ποταμός; Ancient Greek: ποταμός; Greenlandic: kuuk; Guaraní: ysyry; Gujarati: નદી; Haitian Creole: rivyè; Halkomelem: stó:lō; Hausa: kogi; Hawaiian: kahawai, muliwai; Hebrew: נָהָר; Higaonon: suba, wahig; Hiligaynon: suba; Hindi: नदी, दरिया, नद, नहर; Hungarian: folyó, folyam; Hunsrik: Fluss, Rio; Iban: sungai; Icelandic: fljót, á, elfur; Ido: rivero; Igbo: uji; Ilocano: karayan; Inari Sami: juuhâ; Indonesian: sungai; Ingrian: joki; Interlingua: fluvio; Inuktitut: ᑰᒃ; Inupiaq: kuuk; Irish: abhainn; Old Irish: aub; Istriot: fioûme; Italian: fiume, rivo; Iu Mien: ndaaih; Japanese: 川; Javanese: kali, lèpèn; Jurchen: bira; Kabardian: псыхъо; Kabiyé: pɔɔ; Kalmyk: һол, мөрн; Kannada: ನದಿ; Kapampangan: ilug; Karachay-Balkar: черек, суу; Karelian: jogi; Kashmiri: नदी; Kashubian: rzéka; Kazakh: өзен; Khakas: суғ, ағын; Khasi: wah; Khmer: ទន្លេ; Klamath-Modoc: ɢoɢe; Komi-Permyak: ва; Komi-Zyrian: ю; Kongo: mubu; Korean: 강(江), 수(水), 가람; Koryak: вʼэем; Kumyk: оьзен; Kurdish Northern Kurdish: çem, robar; Kyrgyz: өзөн, суу, дарыя, дайра; Laboya: laiwe; Ladin: ruf; Ladino: rio; Lao: ແມ່ນ້ຳ; Latgalian: upe; Latin: flūmen, fluvius, amnis, rīpāria; Latvian: upe; Ligurian: sciùmme; Limburgish: reveer, vlód; Lingala: ebale Lithuanian: upė; Livonian: jog, joug; Livvi: jogi; Lolopo: vizzarmo, lazzarmo; Lubuagan Kalinga: chewwang; Luganda: omugga; Luhya: eluchi; Luxembourgish: Floss, Stroum; Lü: ᦶᦩ, ᦷᦀᧉᦆᦱᧉ, ᦶᦙᧈᦓᧄᧉ; Macedonian: река; Maguindanao: pulangi; Malagasy: mivory; Malay Jawi: سوڠاي, الور, الير, باتڠ, بڠاون, کالي, واءي, چي, سإيي; Rumi: sungai, alur, alir, batang, bengawan, kali, wai, ci, sei; Malayalam: നദി; Maltese: xmara; Manchu: ᠪᡳᡵᠠ, ᡠᠯᠠ; Manx: awin; Maore Comorian: muro; Maori: awa; Maranao: iyolog, isoba', polangi; Marathi: नदी; Mari Eastern Mari: эҥер; Meänkieli: joki, väylä; Middle English: strem, ryver, flod; Middle Mongolian: ᠮᠥᠷᠡᠨ; Mingrelian: წყარმალუ; Mirandese: riu; Moksha: ляй; Mon: ကြုၚ်, ၜဳ; Mongolian: гол, мөрөн; Classical Mongolian: ᠭᠣᠤᠯ, ᠮᠥᠷᠡᠨ; Muong: không; Nanai: мангбо; Nanticoke: pamptuckquah'; Nauruan: ekaw; Navajo: tooh nílíní, tooh; Naxi: hoq, jjihoq; Neapolitan: ciume; Nepali: नदी; Newar: खुसि; Ngarrindjeri: kuri; Ngazidja Comorian: mro wa madji; Nivkh: эри; Norman: riviéthe; North Frisian: struum; Northern Sami: johka; Northern Norwegian: flod, elv, å; Nottoway-Meherrin: joke; Nyunga: beerliya; Occitan: riu; Ojibwe: ziibi, ziibi; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣка; Glagolitic: ⱃⱑⰽⰰ; Old East Slavic: рѣка; Old English: ēa; Old French: floeve; Old Javanese: kali; Old Norse: á, elfr; Old Portuguese: rio; Old Prussian: ape; Old Saxon: aha; Old Tupi: y; Old Turkic: 𐰽𐰆𐰉; Oriya: ନଦୀ; Oromo: laga; Ossetian: дон, цӕугӕдон, фурд; Ottoman Turkish: ایرماق; Pali: nadī; Pashto: سيند; Pennsylvania German: Rewwer; Persian: رود, رودخانه, نهر; Plautdietsch: Fluss, Riwa; Polabian: rė́ka; Polish: rzeka; Portuguese: rio; Powhatan: yeokanta; Punjabi: ਦਰਿਆ, ਨਦੀ; Quechua: mayu; Rajasthani: नंदी; Romanian: râu, fluviu; Romansch: flum; Russian: река́, ре́чка; Rusyn: ріка́; Rwanda-Rundi: uruzi; S'gaw Karen: ထံကျိ; Saanich: STO,LU,; Sanskrit: नदी, स्रोतस्; Sardinian: arriu, ribu, erriu, irriu, riu, rivu, fiúmene, flúmini, frúmene, frumi, frúmine, frúmini; Saterland Frisian: Äi; Scots: river; Scottish Gaelic: abhainn; Sebop: cungai, sungi; Serbo-Croatian Cyrillic: ре́ка, рије́ка; Roman: réka, rijéka; Shan: မႄႈၼမ်ႉ; Shawnee: θiːpi; Sichuan Yi: ꒊꃀ; Sicilian: ciumi, çiumi; Sindhi: دَرياءُ; Sinhalese: ගඟ; Skolt Sami: jokk; Slovak: rieka; Slovene: réka; Slovincian: řė̂kă; Somali: webi; Sorbian Lower Sorbian: rěka; Upper Sorbian: rěka; Sotho: noka; Southern Altai: суу; Southern Kalinga: chawwang; Southern Yukaghir: унун; Spanish: río; Sudovian: upa; Sundanese: wahangan, walungan; Swahili: mto; Swedish: flod, älv, å; Sylheti: ꠘꠖꠤ, ꠉꠣꠋ; Tagalog: ilog; Tajik: рӯд, дарё, наҳр; Talysh: ربار; Tamil: ஆறு, அருவி, நதி; Tatar: елга, дәрья; Telugu: నది; Thai: แม่น้ำ; Tibetan: གཙང་ཆུ, ཆུ་བོ, ཆུ་ཆེན; Tigrinya: ፈለግ; Tlingit: héen; Tocharian B: cake; Tok Pisin: wara, hanwara; Tulu: ಸುದೆ; Turkish: ırmak, nehir; Turkmen: derýa; Tutelo: taksitai; Tuvan: хем, суг; Tuwali Ifugao: wangwang; Udmurt: шур; Ugaritic: 𐎐𐎅𐎗; Ukrainian: ріка́, рі́чка; Umotína: pó; Unami: sipu; Urdu: ندی, دریا; Uyghur: دەريا; Uzbek: daryo; Venetian: fiume, fium; Veps: jogi; Vietnamese: sông; Vilamovian: fłūs; Volapük: flumed; Votic: jõtši; Võro: jõgi; Walloon: aiwe; Waray-Waray: salog; Welsh: afon; West Frisian: rivier, stream; Western Panjabi: دریا, ندی; White Hmong: dej; Wiradhuri: bila; Wolof: dex; Xhosa: umlambo 3/4; Yagnobi: дайро; Yakut: өрүс; Yiddish: טײַך; Yoruba: odò; Yup'ik: kuik; Yámana: winu; Zazaki: ro, rıo, çem; Zealandic: rivier; Zhuang: dah; Zulu: umfula; Zuni: k'yawinanne