τολμάω

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τολμάω Medium diacritics: τολμάω Low diacritics: τολμάω Capitals: ΤΟΛΜΑΩ
Transliteration A: tolmáō Transliteration B: tolmaō Transliteration C: tolmao Beta Code: tolma/w

English (LSJ)

Ion. τολμέω Hdt. 8.77; Dor. 2sg.
A τολμῇς Theoc.5.35: fut. τολμήσω S.El. 471, Dor. τολμᾱσῶ Theoc.14.67: pf. τετόλμηκα A.Pr. 333, Dor. -ᾱκα Pi.P.5.117:—Med., Lys.Oxy.1606.420 (Bodl. Quarterly Record 5 (1928).303):—undertake, take heart either to do or bear anything terrible or difficult:
1 mostly abs., dare, endure, submit (v. Τλάω), ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἐτόλμα Il.10.232; σὺ δ' (sc. κραδίη) ἐτόλμας Od. 20.20; οὐδέ οἱ ἵπποι τόλμων Il.12.51; ἐγὼ δ' ἐτόλμησ' A.Pr.237, etc.; αἱ συμφοραὶ τοὺς ἡσυχίους τολμᾶν βιάζονται Antipho 3.2.1; τ. καὶ ἐκλογίζεσθαι Th.2.40; τολμῶντες ἄνδρες ib.43, cf. S.Tr.583; χρὴ τολμᾶν.. ἐν ἄλγεσι κείμενον ἄνδρα Thgn.555; τόλμα κακοῖσιν Id.355, 1029; τόλμα S.Ph.82; τόλμησον ib.481: in part., τολμήσας.. παρέστη he took courage and... Plu.Cam.22, cf. Ev.Marc.15.43.
2 c. acc. rei, endure, undergo, τ. χρὴ τὰ διδοῦσι θεοί Thgn.591, cf. E. Hec.333, Pl.Lg.872e.
II c. inf., to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, patience, to do a thing in spite of any natural feeling, dare, or bring oneself to do, εἰ.. τολμήσεις Διὸς ἄντα.. ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424, cf. 13.395, 17.68, Od.9.332, S.Aj.528, Ar.Nu. 550, Lys.32.2, etc.; τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν A.Pr.999, cf. Thgn. 81,377, etc.; τ. κατακεῖσθαι submit to keep one's bed, Hp.Fract.10; τ. ἀποθανεῖν Ep.Rom.5.7; οὐδὲ ἀπαιτούμενοι τὸν λόγον ἐτόλμησαν ἡμῖν δοῦναι PCair.Zen.330.5 (iii B. C.).
2 sometimes c. part., ἐτόλμα.. βαλλόμενος he submitted to be struck, Od.24.162; τόλμα ἐρῶσα E. Hipp.476, cf. Thgn.442, E.HF756.
3 c. acc., πόλεμον τολμήσαντα undertaking, venturing on it, Od.8.519; [ἐσόδους] τετόλμακε Pi.P.5.117; τ. πάντα, δεινά, ἔργον αἴσχιστον, etc., S.OC761, E.IA 133 (anap.), Med.695, etc.; ὦ πᾶν σὺ τολμήσασα καὶ πέρα S.Fr.189; also τ. τὰ βέλτιστα Th.3.56, 4.98; πικρὰν πεῖραν S.El.471; v. τόλμημα:—hence in Pass., ο ἐτολμήθη πατήρ such things as my father had dared (or done) against him, E.El.277; τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν let us take courage to say this, Pl.R. 503b; τὰ τολμηθέντα J.AJ2.3.1; αἱ τετολμημέναι ἐπίνοιαι Ph.1.674; τὰ τετ. εἰς ἐμέ PGoodsp.Cair.15.3 (iv A. D.).
4 so in Act., τετολμηκυῖαι [λέξεις] = daring expressions, Phld.Rh.1.341 S.

German (Pape)

[Seite 1126] ion. τολμέω, Her. 8, 77, wie τλῆναι, über sich nehmen, sich unterfangen, sich erkühnen; absolut, τῶν οὔτινι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐτόλμα, Il. 17, 68, vgl. 10, 232; c. inf., Mut, Dreistigkeit haben, Etwas zu unternehmen, sich entschließen, 8, 404 Od. 9, 332. 24, 161; Her. 7, 10; ἐτόλμασαν ἀπέχειν, Pind. Ol. 2, 68; τόλμησόν ποτε πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν, Aesch. Prom. 1001; Spt. 1050; πάντων μετασχὼν καὶ τετολμηκὼς ἐμοί, Prom. 331; τολμᾶν ἃ μὴ χρή, Eur. Hec. 333; οἵτινες θεῶν ἱερὰ τολμῶσιν φέρειν, 804; οἵ με τολμῶσ' ἀδικεῖν, Med. 165, u. sonst; δημοσίᾳ οὐ τολμῶ συμβουλεύειν τῇ πόλει, Plat. Apol. 31 c; ἃ εἴ τις τολμῴη ποιεῖν, Conv. 182 e, u. öfter; Xen. u. Folgde, wie Pol. 4, 34, 2; selten c. partic., ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ, Od. 24, 162, er vermochte es über sich, ertrug es, sich werfen u. s. w. zu lassen; auch c. acc., πόλεμον, 8, 519, einen Krieg unternehmen; ἐςόδους, Pind. P. 5, 109; ἔργον αἴσχιστον, Eur. Med. 965; τόλμημα, Ar. Plut. 419; Luc. Tox. 3, öfter; πάντα τολμᾶν, Jac. A. P. p. 438.

French (Bailly abrégé)

f. τολμήσω, ao. ἐτόλμησα, pf. τετόλμηκα;
oser, d'où :
1 avoir de la résolution, avoir du courage ; particul. prendre courage ; avec un acc. supporter courageusement : τι qch ; avec un inf. : avoir le courage de ; avec un part. : ἐτόλμα βαλλόμενος OD il se résignait à être frappé;
2 en mauv. part avoir l'audace de, inf.;
3 se risquer à, s'aventurer à, avoir la hardiesse d'entreprendre : πόλεμον OD oser entreprendre un combat.
Étymologie: τόλμα¹.

Russian (Dvoretsky)

τολμάω: ион. τολμέω
1 отваживаться, осмеливаться, решаться (τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα Thuc.): τ. τι Hom., Pind., Trag., Thuc. отваживаться на что-либо; πικρὰν πεῖραν τολμήσειν Soph. предпринять тяжелую попытку; τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν Aesch. решись правильно мыслить, т. е. возьмись за ум, опомнись; τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν Plat. да будет сказано, т. е. смею утверждать следующее; τ. ὑπ᾽ ἐχθρῶν οἷ᾽ ἐτολμήθη (Ἀγαμέμνων) Eur. дерзнуть на то, на что дерзнули враги против Агамемнона;
2 выносить, переносить, терпеть (τι Eur., Plat.): τολμῆσαί τι ὑπό τινος Plat. подвергнуться чему-л. со стороны кого-л.; ἔτολμα βαλλόμενος τετληότι θυμῷ Hom. он безропотно сносил побои.

Greek (Liddell-Scott)

τολμάω: Ἰων. τολμέω Ἡρόδ. 8. 77, Δωρ. β΄ ἑνικ. τολμῇς Θεόκρ. 5. 35· μέλλ. τολμήσω, Δωρ. -ᾱσῶ, ὁ αὐτ. 14. 67· πρκμ. τετόλμηκα, Δωρ. -ᾱκα Πίνδ.· Ὡς τὸ *τλάω, ἀναλαμβάνω τι, λαμβάνω τὸ θάρρος νὰ ἐπιχειρήσω ἢ ὑπομείνω τι φοβερὸν ἢ δυσχερές, συχν. παρ’ Ὁμ., κλπ. 1) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., ὑπομένω, καρτερῶ, ἀνέχομαι, αὐτὰρ ὁ τέως μὲν ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ Ὀδ. Ω. 162, πρβλ. 261 (ἴδε *τλάω). 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὑπομένω, ὑφίσταμαι, τ. χρὴ τὰ διδοῦσι θεοὶ Θέογν. 591, πρβλ. Εὐρ. Ἑκάβ. 333, Πλάτ. Νόμ. 872E. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ἔχω τόλμην, θάρρος, γενναιότητα, θρασύτητα, σκληρότητα ἢ ὑπομονήν, ὥστε νὰ πράξω τι, τολμῶ, ἀποτολμῶ, ὡς τὸ Λατ. audere, εἰ... τολμήσεις Διὸς ἄντα... ἔγχος ἀεῖραι Ἰλ. Θ. 424, πρβλ. Ν. 395, Ρ. 68, Ὀδ. Ι. 332, κλπ.· τόλμησον ὀρθῶς φρονεῖν, Λατ. sapere aude, Αἰσχύλ. Πρ. 1000, πρβλ. Θέογν. 82, 377, κλπ.· τ. κατακεῖσθαι, δέχομαι, ὑποκύπτω, ὑπομένω νὰ μείνω ἐν τῇ κλίνῃ, Ἱππ. Ἀγμ. 759· (ἴδε παραδείγματα οἷον τοῦ τλῆναι, παρὰ τῷ Monk. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 285). 2) μετ’ αἰτιατ., ἔνθα δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν ἀπαρέμφ., τολμᾶν πόλεμον (δηλ. πολεμεῖν), Ὀδ. Θ. 519· ἐσόδους τολμᾶν Πινδ. Π. 5. 156· τ. τοιαῦτα, δεινά, πάντα, ἔργον αἴσχιστον παρὰ τοῖς Τραγικ.: - ὦ πᾶν σὺ τολμήσασα καὶ πέρα Σοφ. Ἀποσπ. 197· ὡσαύτως, τ. τὰ βέλτιστα Θουκ. 3. 56., 4. 98· τ. πικρὰν πεῖραν Σοφ. Ἠλ. 471· ἴδε τόλμημα· - ὅθεν ἐν τῷ παθ., οἷ’ ἐτολμήθη πατὴρ Εὐρ. Ἠλ. 277· τοῦτο τετολμήσθω εἰπεῖν, ἂς λάβωμεν τὸ θάρρος νὰ εἴπωμεν τοῦτο, Πλάτ. Πολ. 503Β.

English (Autenrieth)

(root ταλ), ipf. τόλμων, ἐτόλμᾶς, fut. τολμήσω, aor. τόλμησα: endure, bear, with part., Od. 24.162; with inf., Od. 24.261; be bold, dare, Il. 5.670, Il. 8.424.

English (Slater)

τολμάω
   a c. acc., venture ὅσαι τ' εἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε (P. 5.117)
   b c. inf., have the courage to ὅσοι δ' ἐτόλμασαν ἐστρὶς ἑκατέρωθι μείναντες ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (O. 2.68) μόρσιμ' ἀναλύεν Ζεὺςθεῶν σκοπὸς οὐ τόλμα (Pae. 6.94)

English (Strong)

from tolma (boldness; probably itself from the base of τέλος through the idea of extreme conduct); to venture (objectively or in act; while θαῤῥέω is rather subjective or in feeling); by implication, to be courageous: be bold, boldly, dare, durst.

English (Thayer)

τολμῶ; imperfect 3rd person singular ἐτόλμα, plural ἐτόλμων; future τολμήσω; 1st aorist ἐτόλησα; (τολμᾷ or τόλμῃ (`daring'; Curtius, § 236)); from Homer down; to dare;
a. not to dread or shun through fear: followed by an infinitive, Winer's Grammar, § 65,7b.); τολμήσας εἰσῆλθεν, took courage and went in, Herodian, 8,5, 22; Plutarch, vit. Cam. 22,6).
b. to bear, endure; to bring oneself to; (cf. Winer's Grammar, as above): followed by an infinitive, to be bold; bear oneself boldly, deal boldly: ἐπί τινα, against one, ἀποτολμάω.) [ SYNONYMS: τολμάω, θαρρέω: θαρρέω denotes confidence in one's own strength or capacity, θαρρέω boldness or daring in undertaking; θαρρέω has reference more to the character, τολμάω to its manifestation. Cf. Schmidt, chapter 24,4; chapter 141. The words are found together in 2 Corinthians 10:2.]

Greek Monotonic

τολμάω: Ιων. τολμέω, Δωρ. βʹ ενικ. τολμῆς· μέλ. τολμήσω, Δωρ. τολμᾱσῶ· παρακ. τετόλμηκα, Δωρ. τετόλμᾱκα·
I. αναλαμβάνω κάτι, παίρνω το θάρρος να επιχειρήσω ή να υπομείνω κάτι φοβερό ή δυσχερές, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., υπομένω, καρτερώ, ανέχομαι, στον ίδ., Αττ.· με αιτ. πράγμ., υπομένω, υφίσταμαι, σε Θέογν., Ευρ.
II. με απαρ., έχω τόλμη, θάρρος, γενναιότητα, θρασύτητα, σκληρότητα ή υπομονή, ώστε να κάνω κάτι παρά την όποια φυσική προαίσθηση, τολμώ, αποτολμώ, σε Όμηρ., Αττ.
2. ενίοτε με μτχ., ἐτόλμα βαλλόμενος, υπόμεινε να χτυπηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· τόλμα ἐρῶσα, σε Ευρ.
3. με αιτ., τολμᾶν πόλεμον, αναλαμβάνω, ριψοκινδυνεύω πόλεμο, σε Ομήρ. Οδ.· τοιαῦτα, πάντα τολμάω, σε Τραγ.· επίσης, τολμάω τὰ βέλτιστα, σε Θουκ.· Παθ., οἷ' ἐτολμήθη πατήρ, τέτοια πράγματα, όπως αυτά που ο πατέρας μου είχε τολμήσει (ή κάνει) εναντίον του, σε Ευρ.

Middle Liddell

I. to undertake, take heart either to do or bear anything terrible or difficult, Hom., etc.:—absol. to hold out, endure, be patient, submit, Hom., Attic:—c. acc. rei, to endure, undergo, Theogn., Eur.
II. c. inf. to have the courage, hardihood, effrontery, cruelty, or the grace, patience, to do a thing in spite of any natural feeling, to venture, dare to do, Hom., Attic
2. sometimes c. part., ἐτόλμα βαλλόμενος he submitted to be struck, Od.; τόλμα ἐρῶσα Eur.
3. c. acc., τολμᾶν πόλεμον to undertake, venture on it, Od.; τοιαῦτα, πάντα τ. Trag.; also, τ. τὰ βέλτιστα Thuc.: Pass., οἷ' ἐτολμήθη πατήρ such things as my father had dared (or done) against him, Eur.

Chinese

原文音譯:tolm£w 拖而馬哦
詞類次數:動詞(16)
原文字根:敢 相當於: (מָלֵא‎ / מָלָה‎)
字義溯源:冒險,付諸行動,敢,怎敢,敢作,放膽的,勇敢,敢於;源自(τόκος)X*=勇敢),或出自(τέλος)=界限,結局,極端的行為),而 (τέλος)又出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (εὐθυμέω)同義字
同源字:1) (ἀποτολμάω)顯然的冒險 2) (τολμάω)冒險 3) (τολμηρός / τολμηρότερον / τολμηροτέρως)更加勇敢 4) (τολμητής)勇敢的人
出現次數:總共(16);太(1);可(2);路(1);約(1);徒(2);羅(2);林前(1);林後(4);腓(1);猶(1)
譯字彙編
1) 敢(6) 太22:46; 可12:34; 約21:12; 徒5:13; 徒7:32; 猶1:9;
2) 勇敢(2) 林後11:21; 林後11:21;
3) 他們⋯敢(1) 路20:40;
4) 我⋯敢(1) 羅15:18;
5) 我們⋯敢(1) 林後10:12;
6) 放膽(1) 腓1:14;
7) 放膽的(1) 林後10:2;
8) 他就放膽(1) 可15:43;
9) 敢作(1) 羅5:7;
10) 怎敢(1) 林前6:1

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ὑπομένω, ἔχω τόλμη). Συγγενικό μέ τό τλάω. Ἀπό τό οὐσιαστ. τόλμα καί τόλμη.
Παράγωγα: τολμήεις, τόλμημα, τολμηρός, τόλμησις, τολμητέον, τολμητής, τολμητίας, τολμητικός, τολμητός.

Lexicon Thucydideum

audacem esse, to be daring, 2.40.3, 2.43.1, 3.82.6, 6.34.8, 6.56.3, [vulgo commonly ὁπωστιοῦν]
andere, to venture, 1.74.4, 1.91.5. 1.93.4, 1.124.3, 2.83.3. 2.93.3, 3.22.6, 3.36.2, 3.79.2. 4.28.2. 4.73.4. 4.123.2, 5.76.3, 6.39.2. 6.82.4, 6.86.4. 7.21.4. 7.59.3. 8.24.5. 8.96.3,
cum accus. with accusative 1.32.5, 2.53.1, 3.56.5, 3.82.8, 4.68.6, 4.98.6, 5.107.1, 6.34.9.

Translations

endure

Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام‎; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا‎

dare

Afrikaans: durf; Arabic: جَرُؤَ; Aromanian: cutedz, dãldãsescu, cãidisescu, dãvrãnsescu; Azerbaijani: cəsarət etmək; Basque: ausartu; Belarusian: смець, адважвацца, адважыцца; Bulgarian: смея, дръзвам; Catalan: gosar, atrevir-se; Chinese Hokkien: káⁿ; Mandarin: , 膽敢, 胆敢; Czech: odvážit se, troufat si; Danish: turde, vove; Dutch: durven, wagen; Esperanto: aŭdaci; Finnish: uskaltaa; French: oser; Friulian: olsâ; German: wagen; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐌰𐌿𐍂𐍃𐌰𐌽, 𐌰𐌽𐌰𐌽𐌰𐌽𐌸𐌾𐌰𐌽; Greek: τολμώ; Ancient Greek: ἀνέχω, ἀξιόω, ἀποτολμᾶν, ἀποτολμάω, ἐπιτολμάω, πιστεύω, τλάω, τλῆναι, τολμᾶν, τολμάω, τολμέω; Hebrew: הֵעֵז; Hungarian: mer, merészel; Icelandic: þora; Ido: audacar; Ingrian: usaltaa, tohtia, roohtia; Interlingua: osar; Irish: leomh; Old Irish: ro·laimethar; Italian: osare, azzardarsi; Japanese: 敢えてする, 思い切ってする; Kurdish Northern Kurdish: wêrîn; Latin: audeo; Latvian: drīkstēt; Malay: berani; Ngazidja Comorian: usuɓuti; North Frisian: däär, döre; Norwegian: våge, tore; Occitan: ausar; Old Church Slavonic: дръзнѫти; Old English: durran; Persian: جرأت کردن; Polish: śmieć, odważać się, odważyć się; Portuguese: ousar, atrever-se a; Romanian: îndrăzni, încumeta, cuteza; Russian: сметь, посметь, осмеливаться, осмелиться, отваживаться, отважиться, дерзать, дерзнуть; Sanskrit: धृष्णोति; Sicilian: attriviri; Sinhalese: නිර්භීත; Slovak: odvážiť sa; Slovene: upati si; Spanish: osar, atreverse, animarse, denodarse; Swahili: -thubutu; Swedish: våga, töras, tordas; Ukrainian: смі́ти, дерзати, наважуватися, наважитися; Venetan: olsar, onsar; Vietnamese: dám; West Frisian: doare