τέρας

From LSJ
Revision as of 06:34, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρας Medium diacritics: τέρας Low diacritics: τέρας Capitals: ΤΕΡΑΣ
Transliteration A: téras Transliteration B: teras Transliteration C: teras Beta Code: te/ras

English (LSJ)

τό: gen. Ep. -αος (not in Hom. or Hes.), Ion. -εος Hdt.8.37: pl., nom. Ep.
A τέραα Od.12.394, Ion. τέρεα Hdt. l.c., τεράᾰτᾰ D.P.604, Q.S.5.43; τέρᾱ A.R.4.1410, but τέρᾰ Nic.Th.186; τέρα (quantity not stated) Att.acc. to Moer.p.369 P., cf.Ar.Ra.1343; gen. Ep. τεράων Il.12.229, τερέων Alc.155; Att. τερῶν acc. to Moer.l.c., Thom.Mag.p.348 R.; dat. Ep. τεράεσσι Il.4.398, al.; later τέρασι LXX De.26.8, al.: the forms τέρατος, τέρατι, τέρατα, τεράτων are Hellenistic, Moer.pp.366,369 P., Thom.Mag.p.348 R. (τέρατα LXX Ex.4.21, al., τεράτων ib.Ps.104 (105).27); gen. sg. τέρως v.l. in Paus.10.26.3: lengthened metri gr. τείρεα Il.18.485 (= IG42(1).129.9), Arat.692, A.R. 3.1362; τείρεσιν h.Mart.7; later τείρεσσι IG14.2461.11 (Massilia):—sign, wonder, marvel, portent, ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τ. Ζεύς Il.2.324; ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τ. Od.3.173; τοῖσιν.. θεοὶ τέραα προὔφαινον 12.394; τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς 21.415; Ζεὺς δ' Ἔριδα προΐαλλε... πολέμοιοτ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν a sign of coming battle, Il.11.4; especially of signs in heaven, ἀστέρα ἧκε Κρόνου πάϊς... ναύτῃσι τ. 4.76; ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων 11.28, cf. 17.548; and with pass. Verbs, τ. φανήτω Od.20.101:—so always when the first syllable is lengthened, v. supr.:—also in Prose, ἢν δὲ χειμῶνος βροντὴ γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται Hdt.4.28, cf. 6.98; τ. πέμπειν X.Mem. 1.4.15; ἐφάνη Hdt.7.57; ἐπιγίνεταί σφι τέρεα Id.8.37, cf. Hes.Th. 744, Pi.O.13.73, etc.; freq. in NT, σημεῖα καὶ τέρατα = signs and wonders Ev.Marc.13.22, al.
II in concrete sense, monster, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, of the Gorgon's head, Il.5.742; of a serpent, 12.209, h.Ap.302; δάϊον τέρας, of Typhoeus, A.Pr.354; ἀπρόσμαχον τέρας, of Cerberus, S.Tr.1098; οὔρειον τέρας, of the Sphinx, E.Ph.806 (lyr.); ταῦρον τέρας, ἄγριον τέρας Id.Hipp. 1214, cf. 1247; ὅλον τ. ὀπτήσας.. βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Antiph. 172.7 (anap.), cf. Epicr.3.13; used by Cicero of Caesar, Att.8.9.4.
2 monstrous birth, monstrosity, Pl.Cra.393b, 394a, Aeschin.3.111, Arist.GA769b30, 773a3, Vett.Val.341.13; ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τέρας A. Ch.548.
III in colloquial language, τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν Pl.Hp.Ma.283c, cf. Tht.163d; τέρας λέγεις, εἰ.. Id.Men.91d; 'a marvel' of a cup, Theoc.1.56: pl., of incredible statements, Phld. Mus.p.74 K.

German (Pape)

[Seite 1092] ατος, ep. αος, τό, nom. plur. τὰ τέρατα, ep. τέραα, Od. 12, 394, auch τεραατα, D. Per. 604, u. τέρα, Ap. Rh. 4, 1410, gen. τερῶν, ep. τεράων, Hom., wie dat. τεράεσσι, – Zeichen, Wunderzeichen, Vorzeichen, von jeder außerordentlichen, nicht im gewöhnlichen Laufe der Natur begründeten Naturerscheinung, in der man eine Hindeutung auf die Zukunft, ein Zeichen eines Gottes zu erkennen meint, portentum u. prodigium; αἰόλον ὄφιν, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο, Il. 12, 209; εἰ ἐτεόν γέ τι οἶσθα Διὸς τέρας, Od. 16, 320; ἡμῖν μὲν τόδ' ἔφηνε τέρας Ζεύς, Il. 2, 324, vgl. 4, 76; ἴριδας Κρονίων ἐν νέφεϊ στήριξε τέρας μερόπων ἀνθρώπων, 11, 28, vgl. 17, 548; ἔκτοσθεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω, Od. 20, 101, wo ein Donnerschlag bei heiterm Himmel folgt; vgl. 21, 415, von einem Seher gerühmt θεοπρόπος, ὃς σάφα θυμῷ είδείη τεράων, Il. 12, 229; θεῶν τεράεσσι πιθήσας, 4, 398 u. öfter; τέρας πολέμοιο, das Schreckenszeichen des nahe bevorstehenden Kampfes, 11, 4; vgl. Hes. Th. 744; παρκείμενον συλλαβὼν τέρας, Pind. Ol. 13, 73; ἔννεπε τέρας, 8, 41; τέρας θαυμάσιον ἰδέσθαι, P. 1, 26; Aesch. Prom. 834 nennt die weissagenden Eichen Dodona's so; φῆναι τέρας, Her. 6, 98; τέρας φαίνεται, 7, 57; τέρας γίγνεται, 8, 37; Soph. El. 487 u. öfter; Ar. Ran. 1338; Sp., τέρατα μεγάλα ἐπεσήμαινεν, Luc. V. H. 2, 41. – Bes. ein ungewöhnlich großes, furchtbares Tier, ein Unthier, Ungeheuer, wie die Schlange, Il. 12, 209 H. h. Apoll. 302, die Sphinx, Eur. Phoen. 813 Hipp. 1214; vgl. Aesch. Prom. 352 Ch. 541; der Kerberus heißt ἀπρόσμαχον τέρας, Soph. Tr. 1086; Eur. oft. – Eine Mißgeburt, Aesch. 3, 111; vgl. Plat. Crat. 393 b ff. – Bes. Himmelszeichen, sowohl Sterne, als feurige Lufterscheinungen, Il. 4, 76, auch der Regenbogen, 11, 27. 17, 547 (vgl. τείρεα). – Übh. jede wundervolle Sache, Wunderwerk, aber auch eine wunderbar erscheinende Gaukelei, Blendwerk; οὐ τέρας, kein Wunder, nicht zu verwundern, Ar.; τέρας γὰρ ἂν εἴη, ὃ λέγεις, Plat. Theaet. 163 d; 164 b; τέρας λέγεις, εἰ, Men. 91 d, wie τέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν, Hipp. mai. 283 c.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. signe envoyé par les dieux, particul. signe extraordinaire, présage effrayant, prodige : τέρας Διός IL signe effrayant envoyé par Zeus ; τέρας πολέμοιο IL prodige qui annonce une guerre ; spécial. signe céleste, météore;
II. chose monstrueuse, particul.
1 animal monstrueux;
2 toute chose prodigieuse, étonnante;
NT: miracle.
Étymologie: apparenté à ἀστήρ, th. ἀστερ-.

Russian (Dvoretsky)

τέρᾰς: ᾰτος, эп. αος, ион. εος τό (pl. τέρατα - эп. τέρᾰᾱ, ион. τέρεα)
1 знамение, чудесная примета, предвестник (ἢ πολέμοιο ἢ καὶ χειμῶνος Hom.; τέρατα καὶ σημεῖα NT; σεισμὸς ἐν τῇ Σκυθικῇ τ. νενόμισται Her.);
2 чудовище: Ἃιδου ἀπρόσμαχον τ. Soph. = Κέρβερος; οὔρειον τ. Eur. = Σφῖγξ;
3 диковина, диво, тж. небылица, нелепость (τ. λέγειν Plat.);
4 урод(ец) или уродство Plat., Aeschin., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τέρας: τό· γεν. ατος, Ἐπικ. αος, Ἰων. εος Ἡρόδ. 8. 37· - πληθ., ὀνομ. τέρᾰτᾰ, Ἐπικ. τέραα Ὀδ. Μ. 394, Ἰων τέρεα Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., τέράᾰτᾰ Διον. Π. 604· τέρᾱ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1410· ἀλλὰ τέρᾰ Νικ. Θηρ. 186· γενικ. τερῶν, Ἐπικ. τεράων Ἰλ. Μ. 229, τερέων Ἀλκαῖ. 149· δοτικ. τέρασι, Ἐπικ. τεράεσι Ἰλ. Δ. 398, κ. ἀλλ.· (ἴδε ἐν τέλει). Σημεῖον σπάνιον, ἀσύνηθες φαινόμενον, μετέωρον, θαῦμα, ἐπὶ παντὸς φαινομένου ἢ γεγονότος, ἐν οἷς οἱ ἄνθρωποι ἐπίστευον ὅτι διέβλεπον τὸν θεῖον δάκτυλον καὶ ἀνεγίνωσκον τὸ μέλλον, Λατ. portentum, prodigium, αἰγιόχοιο ἡμῖν μὲν τόδ’ ἔφηνε τ. Ζεὺς Ἰλ. Β. 324· ᾐτέομεν δὲ θεὸν φαίνειν τ. Ὀδ. Γ. 173· τοῖσιν... θεοὶ τέραα προὔφαινον Μ. 394· τέρας ἧκε Κρόνου παῖς Φ. 415· Ζεὺς δ’ Ἔριδα προέηκε..., πολέμοιο τ. μετὰ χερσὶν ἔχουσαν, σημεῖον ἐπερχομένου πολέμου, Ἰλ. Λ. 4· μάλιστα ἐπὶ σημείων ἐν τῷ οὐρανῷ (πρβ. τεῖρος), ἀστέρα ἧκε Κρόνου παῖς…, ναύτῃσι τ. Δ. 76· ἴρισσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων ἐν νέφει στήριξε τ. μερόπων ἀνθρώπων Λ. 28, πρβλ. Ρ. 548· καὶ μετὰ παθητ. ῥημάτων, τ. φανήτω Ὀδ. Υ. 101· - οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ἡρόδ. 4. 28., 6. 98· τ. πέμπειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 15· φαίνεται Ἡρόδ. 7. 57· τ. γίγνεται ὁ αὐτ. 8. 37, πρβλ. Ἡσ. Θ. 744, Πινδ. Ο. 13. 103, κλπ. ΙΙ. ἐπὶ συγκεκριμένης ἐννοίας, πᾶν τὸ θεωρούμενον ὡς μέγα, ἀσύνηθες καὶ οὐχὶ γήϊνον, φοβερόν, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, Ἰλ. Ε. 742· ἐπὶ ὄφεως, Μ. 209, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 302· δάϊον τ., ἐπὶ τοῦ Τυφωέως, Αἰσχύλ. Πρ. 352· ἀπρόσμαχον τ., ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Σοφ. Τρ. 1098· οὔρειον τ., ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 806· ταῦρον, ἄγριον τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1214, πρβλ. 1247· ὅλον τ. ὀπτήσας... βασιλεῖ παρέθηκε κάμηλον Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1. 7, πρβλ. Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 13. 2) γέννημα τερατῶδες, «τέρας», Πλάτ. Κρατ. 393Β, 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3, 30., 4. 4, 34, κ. ἀλλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 548. ΙΙΙ. ἐν τῇ συνήθει τῶν διαλόγων γλώσσῃ, τέρας λέγεις καὶ θαυμαστὸν Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 283C, πρβλ. Θεαίτ. 163D· τέρας λέγεις, εἰ... ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 91D. (Πρβλ. τεῖρος (τείρεα), καὶ ἴδε ἐν λέξ. ἀστήρ).

English (Autenrieth)

ατος and αος (cf. τεῖρος, ἀστήρ): prodigy, portent, omen, found in some manifestation of nature, such as thunder, lightning, the rainbow. τέρας Διός, ‘sent by Zeus,’ Il. 12.209; ἀνθρώπων, ‘for men,’ Il. 11.28; of a monster, the Gorgon, Il. 5.742.

English (Slater)

τέρας (-ας nom., acc.)
   a marvellous happening, omen ἔννεπε δ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων (O. 8.41) τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι (sc. Εὐξάντιος: “das ihm gewordene Wunderzeichen müsste die alleinige Erhaltung seines Hauses sein, die seinen Entschluss bestimmt,” Wil.) Πα. . 3. τέρας ὑπνα[λέον” (i. e. the dream of Hekabe concerning the fall of Troy, v. τίκτω) Πα. 8A. 24. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις παγκοινον τέρας (the eclipse of the sun at Thebes) (Pae. 9.10)
   b miraculous object, marvel παρκείμενον δὲ συλλαβὼν τέρας (a bridle) (O. 13.73) τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, (Etna in eruption) (P. 1.26) χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας (Delos) fr. 33c. 3.
   e frag. ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9.

English (Strong)

of uncertain affinity; a prodigy or omen: wonder.

English (Thayer)

genitive τερατος, pl. τέρατα (cf. κέρας, at the beginning), τό (apparently akin to the verb τερρέω; accordingly something so strange as to cause it to be 'watehed' or 'observed'; (others connect it with ἀστήρ, ἀστραπή, etc., hence, 'a sign in the heavens'; Vanicek, p. 1146; Curtius, § 205); see Fritzsche, Ep. ad Romans iii., p. 270), from Homer down, the Sept. for מופֵת, a prodigy, portent; miracle (A. V. wonder) performed by anyone; in the N.T. it is found only in the plural and joined with σημεῖα; for the passages see σημεῖον, p. 574{a}.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ. τ. δοτ. πληθ. τεράεσσι και τείρεσιν και τείρεσσι, Α
1. μυθ. εξαιρετικά μεγάλο και ασυνήθιστο ζώο ικανό να προκαλέσει φόβο και τρόμο στους ανθρώπους, όπως είναι λ.χ. ο κένταυρος, η χίμαιρα κ.ά.
2. κάθε γέννημα ή βλάστημα με αφύσικη και ανώμαλη διάπλαση
3. παροιμ. φρ. «σημεία και τέρατα» — συμβάντα ή πράξεις που προκαλούν κατάπληξη, είτε επειδή είναι σπουδαία και άξια θαυμασμού είτε, κυρίως, επειδή είναι φαύλα, πολύ ασυνήθιστα ή και τρομακτικά (ΚΔ)
νεοελλ.
1. ιατρ. ζωντανό πλάσμα, συνήθως έμβρυο ή νεογέννητο, με σημαντικές διαμαρτίες διαπλάσεως
2. μτφ. πολύ άσχημος («τέτοιο τέρας σαν κι αυτόν δεν ξανάδα»)
3. (με γεν.) καθετί το εξαίρετο ή ασυνήθιστο (α. «τέρας εργατικότητας» β. «τέρας μνήμης»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. (για πρόσ.) α) άνθρωπος διεστραμμένος
β) άνθρωπος κακεντρεχής, μοχθηρός
αρχ.
1. κάθε φυσικό φαινόμενο που αντιβαίνει στη συνηθισμένη πορεία τών μεταβολών της φύσης και στο οποίο θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς ένα σημείο προφητικό ή τη θεϊκή θέληση («ἤν δὲ χειμῶνος βροντή γένηται, ὡς τέρας θωμάζεται», Ηρόδ.)
2. καθετί το θαυμαστό ή παράδοξο, τερατούργηματέρας λέγεις καὶ θαυμαστόν», Πλάτ.)
3. (ιδίως για λόγο) απίστευτος
4. (για κύπελλο) θαυμάσιο, υπέροχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ουδ. σε -ας (πρβλ. κτέρας, σέλας), που κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται σε αρχικό τ. kwerōr (βλ. λ. πέλωρ «τέρας»), με οδοντική αντιπροσώπευση του χειλοϋπερωικού φθόγγου και αλλαγή στο επίθημα (-ας αντί -ωρ/-αρ). Η κλίση του ουδ. τέρας παρουσιάζει γεν. και δοτ. τέρατ-ος, τέρατ-ι, με οδοντικό σύμφωνο, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρχικό σχηματισμό σε -αρ, -ατος, απ' όπου, λόγω της ομοιότητας του φωνηεντισμού -α-, πέρασε στην κατηγορία τών σιγμολήκτων. Η ύπαρξη του οδοντικού στην κατάληξη επέτρεψε τη δημιουργία κλίσης απαλλαγμένης από τις δυσχέρειες τών διαφόρων συναιρέσεων (πρβλ. τέρατ-ος αντί τέραος και τέρεος και τέρως). Ο τ. της ονομαστικής πληθ. τείρεα οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Από τον τ. τείρεα σχηματίστηκε το ανθρωπωνύμιο Τειρεσ-ίας (με επίθημα -ίας). Η λ. τέρας χρησιμοποιήθηκε αρχικά με σημ. «φυσικό φαινόμενο που αντιβαίνει τη συνηθισμένη πορεία τών μεταβολών της φύσης και εκλαμβάνεται ως προφητικό σημάδι δηλωτικό της θεϊκής θέλησης», από όπου η σημ. «καθετί το θαυμαστό ή παράδοξο που προκαλεί δέος, τερατούργημα». Η λ. τέρας μάλιστα, ειδικά στον πληθ. τείρεα, χρησιμοποιήθηκε μτγν. για να δηλώσει τα σημάδια του ουρανού και συγκεκριμένα τους αστέρες. Λόγω της σημ. αυτής, η λ. συνδέθηκε από ορισμένους με το αρχ. ινδ. tārah «αστέρια». Στη Νέα Ελληνική, τέλος, η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι πολύ άσχημο, αφύσικο, έκτρωμα.
ΠΑΡ. τεράστιος, τερατώδης
αρχ.
τεράζω, τέρασμα, τερατίας, τερατούμαι, τερατωπός
αρχ.-μσν.
τερατισμός
μσν.
τεράτισμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τερατογόνος, τερατολόγος, τερατόμορφος, τερατοσκόπος, τερατουργός
αρχ.
τερασπορία, τερατογραφώ, τερατοποιός, τερατοπρόσωπος
μσν.
τερατοεργάτης, τερατομυθία, τερατοτόκος
νεοελλ.
τερατογένεση, τερατοειδής, τερατοκτονία, τερατοπαγής, τερατοφανής].

Greek Monotonic

τέρας: τό, γεν. τέρατος, Επικ. τέραος, Ιων. τέρεος· πληθ., ονομ. τέρᾰτᾰ, Επικ. τέραα, Ιων. τέρεα· γεν. τερῶν, Επικ. τεράων· δοτ. τέρασι, Επικ. τεράεσσι·
I. σπάνιο σημάδι, ασυνήθιστο φαινόμενο, θαύμα, Λατ. portentum, prodigium, σε Όμηρ.· ιδίως, λέγεται για σημάδια στον ουρανό, σε Ομήρ. Ιλ. (πρβλ. τεῖρος) κ.λπ.
II. με συγκεκριμένη έννοια, το τέρας, οτιδήποτε θεωρείται ασυνήθιστο και όχι γήινο, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο, λέγεται για την κεφαλή της Γοργώς, στο ίδ.· λέγεται για φίδι, στο ίδ.· λέγεται για τον Τυφωέα, σε Αισχύλ.· λέγεται για τον Κέρβερο, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. a sign, wonder, marvel, Lat. portentum, prodigium, Hom.; especially of signs in heaven, Il. (cf. τεῖροσ), etc.
II. in concrete sense, a monster, Διὸς τ. αἰγιόχοιο, of the Gorgon's head, Il.; of a serpent, Il.; of Typhoeus, Aesch.; of Cerberus, Soph.

Frisk Etymology German

τέρας: {téras}
Forms: -αος und -εος (Hdt.), pl. -αα (-ā, -a), -εα, metr. gedehnt τείρεα, hell. -ατος, -ατα usw.
Grammar: n.
Meaning: Vorzeichen, Wahrzeichen, Wunder, Schreckbild, Ungeheuer (ep. poet. seit Il., auch icn. att. Prosa); zum Wechsel -αος: -εος usw. Schwyzer 242 m. Lit.
Composita: Oft als Vorderglied, z.B. τερατολόγος Wunderdinge erzählend, wundervoll (Pl., Philostr.) mit -ία (Isok. usw.). -έω (Arist. usw.), -ημα (sp.). Auch τερα[σ]-σκόπος (neben τερατο- ~) m. Zeichendeuter (Pi., Trag.).
Derivative: Davon 1. τερατώδες wunderbar, bedeutungsvoll (att.), 2. -ίας m. Wundertäter (D. S.; vgl. Τειρεσίας unten), 3. -ικῶς wundervoll (Epikur.). 4. τεράστιος Vorzeichen bringend, von übler Vorbedeutung, seltsam (hell. u. sp.; wie Σεβάστιος [: σεβαστός, Γεράστιος; wegen der Bed. kaum mit Georgacas Glotta 36, 184 zu τεράζω). 5. τέρασμα n. Wunder (Plu.; wie φάντασμα u.a.). 6. Denom. Verba: a. τερατεύομαι, auch m. ἐπι-, ἀπο-u. a., von wunderbaren Dingen reden, aufschneiden (att. hell.) mit -εία f. (att. hell.), -ευμα n. (Ar., D. H.). b) -όομαι wie ein Wunder anstaunen (Timo). c) τεράζω (-ᾴζω Hdn. Gr.; vgl. Schwyzer 515A2) Vorzeichen deuten (A. Ag. 125 [lyr.]). 7. τερατισμοί m. pl. Wunder (Lyd.: *τερατίζω). — 8. Τειρεσίας m. PN mit metr. Dehnung für *Τερετίας (vgl. 2. oben).
Etymology: Altertümliches Wort auf -ας wie κτέρας, βρέτας, σέλας u.a. (vgl. Specht Ursprung 299), ohne sichere Anknüpfung. Nach Curtius 206 u.a. (ausführlich Scherer Gestirnnamen 30 f.) zu aind. tā́raḥ pl. Sterne (wozu ἀστήρ usw.; s.d.); semantisch schwierig. Erwägenswert ist Osthoffs Kombination mit πέλωρ (und τέλωρ) Ungeheuer, Ungetüm (s.d.), ganz fraglich seine weitere Heranziehung von lit. kẽras Zauber, Gaukelei. russ. čáry Zauber und, mit anlaut. s-, awno. skars n. Ungeheuer, Riesin, wozu noch mit ā-Präfix aind. āścarya- seltsam, wunderbar, außergewöhnlich, urspr. Subst. n. Wunder (anders darüber Kuiper Indoir. Journ. 5, 136 ff.). — Nach H. Lewy KZ 58, 30 f. aus assyr. tērtu Vorzeichen, Omen (morphologisch schwierig).
Page 2,878

Chinese

原文音譯:tšraj 帖拉士
詞類次數:名詞(16)
原文字根:奇蹟 相當於: (מֹופֵת‎) (פָּלָא‎)
字義溯源:奇事^,徵兆,預兆。這字總是與神蹟連用:神蹟,奇事。有時也說:奇事,神蹟( 徒2:19,22,43; 6:8)。這編號在新約共用16次,在馬太與馬可福音中說到假基督假先知將要起來,顯大神蹟大奇事來迷惑選民( 太24:24, 可13:22)。路加福音卻未用此編號,約翰福音說到主耶穌責備一個大臣,非看見神蹟奇事就不相信( 約4:48)。使徒行傳用這編號最多,9次;希伯來書用1次;保羅在他的書信中用過3次,他說他在哥林多信徒中,藉著神蹟奇事顯出使徒的憑據來( 林後12:12)
出現次數:總共(16);太(1);可(1);約(1);徒(9);羅(1);林後(1);帖後(1);來(1)
譯字彙編
1) 奇事(15) 太24:24; 可13:22; 約4:48; 徒2:19; 徒2:22; 徒2:43; 徒4:30; 徒5:12; 徒6:8; 徒7:36; 徒14:3; 徒15:12; 林後12:12; 帖後2:9; 來2:4;
2) 奇事的(1) 羅15:18

English (Woodhouse)

monster, patent, portent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ατος , τό (=ἀσυνήθιστο φαινόμενο, θαῦμα, παράξενο πλάσμα, οἰωνός). Ἐπικός τύπος τό τεῖρος. Ἔχει σχέση μέ τό οὐσ. ἀστήρ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τεράστιος, τερατεύομαι (=λέω τρομερά πράγματα), τερατεία, τεράτευμα, τερατικῶς, τερατολόγος, τερατολογία, τερατώδης.